Γράφει ο Μιχάλης Στούκας
Με δύο από τα δημοφιλέστερα ηπειρώτικα τραγούδια και την ιστορία τους θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Συγκεκριμένα με τον «Οσμάν Τάκα» ή Σαμαντάκα και με το «Δέλβινο και Τσαμουριά».
Όπως και τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια μας δεν είναι απλά στιχουργήματα αλλά καταπιάνονται με πραγματικά γεγονότα. Και το εντυπωσιακό είναι ότι τραγουδιούνται και χορεύονται 150 και πλέον χρόνια από τότε που γράφτηκαν. Αν και είναι ηπειρώτικα τα δύο συγκεκριμένα τραγούδια έχουν γίνει γνωστά και σε άλλες περιοχές της χώρας μας. Ας δούμε περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο «Οσμάν Τάκας» ή «Σαμαντάκας»
Για όσους δεν γνωρίζουν τους στίχους των τραγουδιών θα τους παραθέσουμε στο άρθρο μας.
Μωρ’ γεια σου Οσμαντάκα, τη λεβεντιά σου να ’χα,
Άιντε εσύ κοιμάσαι, αχ κι εγώ νυστάζω,
σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω.
Εσυ κοιμάσαι μωρέ στα σεντονάκια,
κι εγώ γυρίζω στα έρμα σοκάκια.
Ξύπνα Οσμαντάκα, και βάλε τα τσαρούχια,
στρίψε τη μουστάκα, γεια σου μωρέ Οσμαντάκα.
Ο Οσμάν Τάκας ή Οσμαντάκας αναφέρεται συχνά και ως Σαμαντάκας. Κατά τη μουσική εκτέλεση του τραγουδιού, ο πρώτος στίχος επαναλαμβάνεται με αναστροφή των ημιστιχίων του. Συνήθως γίνεται η προσθήκη των λέξεων που βρίσκονται στις παρενθέσεις για την καλύτερη απόδοση του ρυθμού. Το τραγούδι είναι σε πεντατονική κλίμακα ματζόρε και χορεύεται κυρίως στη Βόρειο Ήπειρο, στο ακριτικό Πωγώνι, στο ΒΔ τμήμα του νομού Ιωαννίνων, αλλά και στην υπόλοιπη Ήπειρο.
Το συγκεκριμένο τραγούδι, με τον τίτλο «Άιντε Οσμάν Τάκα» καταγράφει και ο Δρ. Σταύρος Ντάγιος στο Γεωργουτσάτι της Βορείου Ηπείρου (1989).
Ποιος ήταν όμως ο Οσμαντάκας; Ήταν Έλληνας ή Αλβανός; Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο διαδίκτυο θα δει πολλές και διαφορετικές απόψεις. Εμείς θα αναφερθούμε πρώτα σε όσα γράφουν ερευνητές σε διάφορα βιβλία και στη συνέχεια σε διάφορες διαδικτυακές εκδοχές.
Ο Παύλος Παπανότης γράφει: «Σύμφωνα με τη βορειοηπειρώτικη παράδοση ο Οσμάν Τάκα ήταν μουσουλμάνος, καταγόμενος ίσως από την Κονίσπολη (βόρεια της Σαγιάδας). Εξαιτίας της δράσης του κατά των Τούρκων συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Λίγο πριν εκτελεστεί ζήτησε από τον μπέη του Μαργαριτίου ως τελευταία επιθυμία να χορέψει δείχνοντας έτσι τη λεβεντιά του».
Ίδια σχεδόν άποψη για τον ήρωα του τραγουδιού διατύπωσε και ο πρεσβύτερος Χρήστος Μάτσιας στο έργο του «Πωγώνι Δερόπολη. Ήθη, έθιμα, τραγούδια».
Ο Δρ. Σταύρος Ντάγιος μετά από έρευνα που έκανε στα αλβανικά αρχεία γράφει: «Οσμάν Τάκα (1848-1887). Αλβανός ήρωας, αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της πατρίδας του. Καταδικάστηκε σε θάνατο από την τουρκική εξουσία. Χωρίς υπεκφυγές, ζήτησε από τους δήμιους να του επιτρέψουν να χορέψει πριν την εκτέλεση ως ύστατη επιθυμία. Ο χορός του που αναπαριστάνει εκείνη ακριβώς την ιστορική στιγμή, είναι από τους δημοφιλέστερους πανταχού στη Βόρειο Ήπειρο». Να σημειώσουμε ότι το επίθετο Τάκα υπάρχει μέχρι σήμερα στην Κονίσπολη.
Πώς όμως ένας Αλβανός, Μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, πολεμιστής, εξυμνήθηκε σε ελληνικό δημοτικό τραγούδι; Όπως γράφει ο Αλέξης Πολίτης, στα κλέφτικα τραγούδια υμνείται η παλικαριά ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή το θρήσκευμα αυτού που την επέδειξε. Οι Έλληνες που είχαν υποφέρει τα πάνδεινα από τους Τούρκους θαύμασαν το σθένος του Οσμαντάκα και την ηρωική στάση του μπροστά στον θάνατο γι’ αυτό τον αισθάνθηκαν σαν δικό τους άνθρωπο και εξελλήνισαν το όνομα του σε «Σαμάντακας». Πάντως υπάρχει και ανάλογο τραγούδι με αλβανικούς στίχους. Στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις περισσότερες εκδοχές, ο Οσμαντάκας εντυπωσίασε τον μπέη του Μαργαριτίου με τον χορό του και ο Οθωμανός αξιωματούχος του χάρισε τη ζωή. Μάλιστα το γεγονός αυτό χρονολογείται στο 1875. Αναφέρεται ακόμα ότι καταγόταν από τους Φιλιάτες της Θεσπρωτίας. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν στο ότι ο Οσμαντάκας ηγήθηκε εξέγερσης εναντίον των Οθωμανών αλλά και των τσιφλικάδων της Ηπείρου.
Τέλος σύμφωνα με εκδοχή που αναφέρει η εφημερίδα «Ήπειρος», Οσμάν Τάκας ήταν το μουσουλμανικό όνομα του Έλληνα Παύλου Μπάρα από την περιοχή των Αγίων Σαράντα που έζησε στα χρόνια του Αλή πασά. Σκότωσε δύο σπαχήδες και κατά λάθος τη γυναίκα του. Κυνηγημένος, πήρε το μωρό του και κατευθύνθηκε προς το Μπεράτι. Το βρέφος δεν άντεξε τις κακουχίες και πέθανε. Στο Μπεράτι, ο Μπάρας γνώρισε και παντρεύτηκε την πανέμορφη Τζεμιλέ (Φωτεινή) χήρα του Τούρκου Μπεκίμ αποκτώντας μαζί της δύο παιδιά. Ο Μπάρας εμφανιζόταν ως Αρβανίτης με το όνομα Οσμάν Τάκας. Κάποια στιγμή όμως ο Κουρτ Πασάς έμαθε το μυστικό του και έδωσε εντολή να τον συλλάβουν και να τον κρεμάσουν. Ως τελευταία του επιθυμία, ο Παύλος Μπάρας ζήτησε να χορέψει, κάτι που έγινε. Εντυπωσιασμένος από τον χορό του, ο Κουρτ πασάς του χάρισε τη ζωή. Αφού πούλησε την περιουσία της γυναίκας του, ο Παύλος με τη Φωτεινή και τα δύο τους παιδιά έφυγαν από το Μπεράτι κι από τότε χάθηκαν τα ίχνη τους.
Όποια κι αν είναι η πραγματική ιστορία, σίγουρα ο «Σαμαντάκας» είναι ένας επικός, λεβέντικος χορός που χορεύεται κυρίως από άντρες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το αν όντως ο Οσμάν Τάκας γλίτωσε τη ζωή του χάρη στον χοροό του. Ο στίχος «εσύ κοιμάσαι κι εγώ νυστάζω…» δείχνει ότι ο ήρωας έχει πεθάνει, κοιμάται όπως αναφέρεται αντίστοιχα και σε άλλα δημοτικά τραγούδια. Υπάρχει όμως η εκδοχή ότι ο συγκεκριμένος στίχος είναι εμβόλιμος στον «Σαμαντάκα» από άλλο τραγούδι.
Το «Δέλβινο»
Ένα από τα δημοφιλέστερα ηπειρωτικά τραγούδια που χορεύεται όχι μόνο στο Πωγώνι αλλά «το χορεύουν και το ζητούν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας», όπως μας είπε ο σπουδαίος νεαρός κλαρινίστας Γιάννης Ζιάκος είναι το «Δέλβινο και Τσαμουριά». Τραγούδι στην πεντατονική κλίμακα μινόρε, έχει ιστορία που πλησιάζει τα 200 χρόνια. Όπως θα δούμε η αρχική μορφή του τραγουδιού ήταν διαφορετική από τη σύγχρονη. Ας παραθέσουμε τη γνωστότερη από τις σημερινές εκδοχές του τραγουδιού.
«Δέλβινο και Τσαμουριά
δεν τα δίνουν τα παιδιά.
Δέλβινο και Τεπελένι
πάλι ελληνικό θα γένει.
Δέλβινο κι Άγιοι Σαράντα
θα σας πάρουμε για πάντα.
Τεπελένι και Αυλώνα
της Ελλάδας αρραβώνα».
Ο Δρ. Σταύρος Ντάγιος στο βιβλίο του «Αποκληρωμένο Έθνος. Η λαϊκή λογοτεχνία των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου» παραθέτει μια από τις αρχικές μορφές του τραγουδιού που κατέγραψε στο Γοραντζή της Βορείου Ηπείρου το 1969.
«Δέλβινο, Δέλβινο
Δέλβινο και Τσαμουριά
δεν τα δίνουν τα παιδιά
για νιζάμ του βασιλιά».
Ο Παύλος Παπανότης παραθέτει δύο ακόμα στίχους στο τέλος του τραγουδιού:
«Για νιζάμ του βασιλιά,
του σουλτάνου στη Μπαρμπαριά».
Η Μπαρμπαριά είναι η παράκτια περιοχή της ΒΔ Αφρικής.
Τέλος, ο Π. Παλούκας στο βιβλίο του «Ποντικάτες Πωγωνίου» δημοσίευσε την ίδια σχεδόν παραλλαγή με την εξής προσθήκη μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου στίχου
«Για στρατό του βασιλιά
του σουλτάν’ του κερατά».
Τι ήταν όμως ο νιζάμης; Επρόκειτο για στρατιώτη του τακτικού οθωμανικού στρατού (>τουρκ. Nizam). Η ύπαρξη της λέξης αυτής δείχνει ότι η αρχική μορφή του τραγουδιού συντέθηκε στο πρώτο μισό του 19 ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι γενίτσαροι και οι σπαχήδες αποτελούσαν τις βασικές στρατιωτικές δυνάμεις των Οθωμανών. Ιδιαίτερα οι γενίτσαροι δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα. Έτσι τον Ιούνιο του 1826 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ προχώρησε στη διάλυση του σώματος των γενιτσάρων, με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο. Η ενέργεια αυτή έμεινε στην ιστορία ως Vaka-i-Hayriye (ευνοϊκό ή ευτυχές γεγονός). Με διάταγμά του συγκροτούσε νέο στρατό, το «νιζάμι τζεντίντ» (νέα τάξη). Όμως για πολύ καιρό η κεντρική διοίκηση αδυνατούσε να εφαρμόσει αυτό το μέτρο. Το 1837 μόνο 24.000 νιζάμηδες υπολογίζεται ότι υπηρετούσαν στον τακτικό οθωμανικό στρατό. Οι υπόλοιποι ήταν άτακτοι μισθοφόροι. Εκτός από τον τακτικό μισθό τους, αυτοί έπαιρναν και λάφυρα από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Το 1839 ο νέος σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ εξέδωσε νέο διάταγμα, το Χάττι Σερίφ του Γιουλχανέ (3/11/1839) όπου γινόταν και πάλι λόγος για την υποχρέωση των Μουσουλμάνων να κατατάσσονται στον οθωμανικό στρατό. Τελικά το σύστημα της τακτικής στρατολογίας αποσαφηνίστηκε με στρατιωτικό νόμο της 3/8/1843. Κάθε Μουσουλμάνος πολίτης που συμπλήρωνε τα είκοσι χρόνια θα μπορούσε να κληθεί στα όπλα για πέντε χρόνια. Απαλλασσόταν από την υποχρέωση μόνο αν έβρισκε αντικαταστάτη του. Όταν απολυόταν, σε ηλικία εικοσιπέντε ετών παρέμενε «ρεντίφης» (στην εφεδρεία) για ακόμα εφτά χρόνια.
Οι Μουσουλμάνοι της Ηπείρου και της Αλβανίας αντέδρασαν όπως είχαν κάνει και προηγουμένως στην υποχρεωτική στράτευση τους. Έτσι δεν εφάρμοζαν τα σουλτανικά διατάγματα του 1826, του 1839 και τον στρατιωτικό νόμο του 1843. Το 1845 η Πύλη αποφάσισε έστω και με τη βία να προχωρήσει στην εφαρμογή τους και γι’ αυτούς. Η παρουσία του σερασκέρη της Ρούμελης Μεχμέτ Ρεσίτ πασά στην Αλβανία και του γενικού δερβέναγα των τριών επαρχιών Ιωαννίνων Δελβίνου και Αυλώνας Σουλεϊμάν Ταΐρη αποτελούσαν εγγύηση για την εφαρμογή τους. Το 1847 εκδηλώθηκε η επανάσταση του Γκιώνη Λέκκα ή Γκιουλέκα στην οποία έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε άρθρο μας στις 6/12/2020. Ένα από τα αιτήματα των εξεγερμένων ήταν και η εξαίρεση τους από την υποχρεωτική στρατολογία. Μετά την κατάπνιξη της επανάστασης όμως, το μέτρο γενικεύτηκε. Σύμφωνα με τον Π. Παλούκα οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν μεταξύ 1826 και 1847. Και ο Χ. Μάτσιας συμφωνεί ότι το στιχούργημα «αναφερόταν στην άρνηση των ραγιάδων να στρατολογηθούν υποχρεωτικώς κατά τα μέσα του 19ου αιώνα».
Πώς όμως φτάσαμε στη σημερινή δημοφιλέστατη εκδοχή;
Τα γεγονότα του 1912-13, η απελευθέρωση από τον Ελληνικό Στρατό μέρους της Ηπείρου και οι ραδιουργίες των Μεγάλων Δυνάμεων (κυρίως της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας) με τις οποίες η Βόρεια Ήπειρος εντασσόταν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος είχαν απήχηση και στον απλό λαό. Πιθανότατα το 1914 κατά τον Νίκο Υφαντή, άγνωστος στιχουργός προσάρμοσε τους στίχους που αναφέραμε παραπάνω στις εξελίξεις της εποχής:
Δέλβινο και Τσαμουργιά, δε σ’ αφήνουν τα παιδιά,
δε σ’ αφήνουν τα παιδιά, τα παιδιά του Βασιλιά.
Δέλβινο κι Άγιοι Σαράντα θα ‘ναι ελληνικά για πάντα.
Αργυρόκαστρο κι Αυλώνα, της Ελλάδος αρραβώνα.
Δέλβινο και Τεπελένι πάλ’ ελληνικό θα γένει.
Κορυτσά κι Άγιο Σαράντα θα’ ναι ελληνικά για πάντα.
Θα τα πάρομε ξανά με τον Κώτσιο βασιλιά.
Όπως και τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια μας δεν είναι απλά στιχουργήματα αλλά καταπιάνονται με πραγματικά γεγονότα. Και το εντυπωσιακό είναι ότι τραγουδιούνται και χορεύονται 150 και πλέον χρόνια από τότε που γράφτηκαν. Αν και είναι ηπειρώτικα τα δύο συγκεκριμένα τραγούδια έχουν γίνει γνωστά και σε άλλες περιοχές της χώρας μας. Ας δούμε περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο «Οσμάν Τάκας» ή «Σαμαντάκας»
Για όσους δεν γνωρίζουν τους στίχους των τραγουδιών θα τους παραθέσουμε στο άρθρο μας.
Μωρ’ γεια σου Οσμαντάκα, τη λεβεντιά σου να ’χα,
Άιντε εσύ κοιμάσαι, αχ κι εγώ νυστάζω,
σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω.
Εσυ κοιμάσαι μωρέ στα σεντονάκια,
κι εγώ γυρίζω στα έρμα σοκάκια.
Ξύπνα Οσμαντάκα, και βάλε τα τσαρούχια,
στρίψε τη μουστάκα, γεια σου μωρέ Οσμαντάκα.
Ο Οσμάν Τάκας ή Οσμαντάκας αναφέρεται συχνά και ως Σαμαντάκας. Κατά τη μουσική εκτέλεση του τραγουδιού, ο πρώτος στίχος επαναλαμβάνεται με αναστροφή των ημιστιχίων του. Συνήθως γίνεται η προσθήκη των λέξεων που βρίσκονται στις παρενθέσεις για την καλύτερη απόδοση του ρυθμού. Το τραγούδι είναι σε πεντατονική κλίμακα ματζόρε και χορεύεται κυρίως στη Βόρειο Ήπειρο, στο ακριτικό Πωγώνι, στο ΒΔ τμήμα του νομού Ιωαννίνων, αλλά και στην υπόλοιπη Ήπειρο.
Το συγκεκριμένο τραγούδι, με τον τίτλο «Άιντε Οσμάν Τάκα» καταγράφει και ο Δρ. Σταύρος Ντάγιος στο Γεωργουτσάτι της Βορείου Ηπείρου (1989).
Ποιος ήταν όμως ο Οσμαντάκας; Ήταν Έλληνας ή Αλβανός; Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο διαδίκτυο θα δει πολλές και διαφορετικές απόψεις. Εμείς θα αναφερθούμε πρώτα σε όσα γράφουν ερευνητές σε διάφορα βιβλία και στη συνέχεια σε διάφορες διαδικτυακές εκδοχές.
Ο Παύλος Παπανότης γράφει: «Σύμφωνα με τη βορειοηπειρώτικη παράδοση ο Οσμάν Τάκα ήταν μουσουλμάνος, καταγόμενος ίσως από την Κονίσπολη (βόρεια της Σαγιάδας). Εξαιτίας της δράσης του κατά των Τούρκων συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Λίγο πριν εκτελεστεί ζήτησε από τον μπέη του Μαργαριτίου ως τελευταία επιθυμία να χορέψει δείχνοντας έτσι τη λεβεντιά του».
Ίδια σχεδόν άποψη για τον ήρωα του τραγουδιού διατύπωσε και ο πρεσβύτερος Χρήστος Μάτσιας στο έργο του «Πωγώνι Δερόπολη. Ήθη, έθιμα, τραγούδια».
Ο Δρ. Σταύρος Ντάγιος μετά από έρευνα που έκανε στα αλβανικά αρχεία γράφει: «Οσμάν Τάκα (1848-1887). Αλβανός ήρωας, αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της πατρίδας του. Καταδικάστηκε σε θάνατο από την τουρκική εξουσία. Χωρίς υπεκφυγές, ζήτησε από τους δήμιους να του επιτρέψουν να χορέψει πριν την εκτέλεση ως ύστατη επιθυμία. Ο χορός του που αναπαριστάνει εκείνη ακριβώς την ιστορική στιγμή, είναι από τους δημοφιλέστερους πανταχού στη Βόρειο Ήπειρο». Να σημειώσουμε ότι το επίθετο Τάκα υπάρχει μέχρι σήμερα στην Κονίσπολη.
Πώς όμως ένας Αλβανός, Μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, πολεμιστής, εξυμνήθηκε σε ελληνικό δημοτικό τραγούδι; Όπως γράφει ο Αλέξης Πολίτης, στα κλέφτικα τραγούδια υμνείται η παλικαριά ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή το θρήσκευμα αυτού που την επέδειξε. Οι Έλληνες που είχαν υποφέρει τα πάνδεινα από τους Τούρκους θαύμασαν το σθένος του Οσμαντάκα και την ηρωική στάση του μπροστά στον θάνατο γι’ αυτό τον αισθάνθηκαν σαν δικό τους άνθρωπο και εξελλήνισαν το όνομα του σε «Σαμάντακας». Πάντως υπάρχει και ανάλογο τραγούδι με αλβανικούς στίχους. Στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις περισσότερες εκδοχές, ο Οσμαντάκας εντυπωσίασε τον μπέη του Μαργαριτίου με τον χορό του και ο Οθωμανός αξιωματούχος του χάρισε τη ζωή. Μάλιστα το γεγονός αυτό χρονολογείται στο 1875. Αναφέρεται ακόμα ότι καταγόταν από τους Φιλιάτες της Θεσπρωτίας. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν στο ότι ο Οσμαντάκας ηγήθηκε εξέγερσης εναντίον των Οθωμανών αλλά και των τσιφλικάδων της Ηπείρου.
Τέλος σύμφωνα με εκδοχή που αναφέρει η εφημερίδα «Ήπειρος», Οσμάν Τάκας ήταν το μουσουλμανικό όνομα του Έλληνα Παύλου Μπάρα από την περιοχή των Αγίων Σαράντα που έζησε στα χρόνια του Αλή πασά. Σκότωσε δύο σπαχήδες και κατά λάθος τη γυναίκα του. Κυνηγημένος, πήρε το μωρό του και κατευθύνθηκε προς το Μπεράτι. Το βρέφος δεν άντεξε τις κακουχίες και πέθανε. Στο Μπεράτι, ο Μπάρας γνώρισε και παντρεύτηκε την πανέμορφη Τζεμιλέ (Φωτεινή) χήρα του Τούρκου Μπεκίμ αποκτώντας μαζί της δύο παιδιά. Ο Μπάρας εμφανιζόταν ως Αρβανίτης με το όνομα Οσμάν Τάκας. Κάποια στιγμή όμως ο Κουρτ Πασάς έμαθε το μυστικό του και έδωσε εντολή να τον συλλάβουν και να τον κρεμάσουν. Ως τελευταία του επιθυμία, ο Παύλος Μπάρας ζήτησε να χορέψει, κάτι που έγινε. Εντυπωσιασμένος από τον χορό του, ο Κουρτ πασάς του χάρισε τη ζωή. Αφού πούλησε την περιουσία της γυναίκας του, ο Παύλος με τη Φωτεινή και τα δύο τους παιδιά έφυγαν από το Μπεράτι κι από τότε χάθηκαν τα ίχνη τους.
Όποια κι αν είναι η πραγματική ιστορία, σίγουρα ο «Σαμαντάκας» είναι ένας επικός, λεβέντικος χορός που χορεύεται κυρίως από άντρες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το αν όντως ο Οσμάν Τάκας γλίτωσε τη ζωή του χάρη στον χοροό του. Ο στίχος «εσύ κοιμάσαι κι εγώ νυστάζω…» δείχνει ότι ο ήρωας έχει πεθάνει, κοιμάται όπως αναφέρεται αντίστοιχα και σε άλλα δημοτικά τραγούδια. Υπάρχει όμως η εκδοχή ότι ο συγκεκριμένος στίχος είναι εμβόλιμος στον «Σαμαντάκα» από άλλο τραγούδι.
Το «Δέλβινο»
Ένα από τα δημοφιλέστερα ηπειρωτικά τραγούδια που χορεύεται όχι μόνο στο Πωγώνι αλλά «το χορεύουν και το ζητούν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας», όπως μας είπε ο σπουδαίος νεαρός κλαρινίστας Γιάννης Ζιάκος είναι το «Δέλβινο και Τσαμουριά». Τραγούδι στην πεντατονική κλίμακα μινόρε, έχει ιστορία που πλησιάζει τα 200 χρόνια. Όπως θα δούμε η αρχική μορφή του τραγουδιού ήταν διαφορετική από τη σύγχρονη. Ας παραθέσουμε τη γνωστότερη από τις σημερινές εκδοχές του τραγουδιού.
«Δέλβινο και Τσαμουριά
δεν τα δίνουν τα παιδιά.
Δέλβινο και Τεπελένι
πάλι ελληνικό θα γένει.
Δέλβινο κι Άγιοι Σαράντα
θα σας πάρουμε για πάντα.
Τεπελένι και Αυλώνα
της Ελλάδας αρραβώνα».
Ο Δρ. Σταύρος Ντάγιος στο βιβλίο του «Αποκληρωμένο Έθνος. Η λαϊκή λογοτεχνία των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου» παραθέτει μια από τις αρχικές μορφές του τραγουδιού που κατέγραψε στο Γοραντζή της Βορείου Ηπείρου το 1969.
«Δέλβινο, Δέλβινο
Δέλβινο και Τσαμουριά
δεν τα δίνουν τα παιδιά
για νιζάμ του βασιλιά».
Ο Παύλος Παπανότης παραθέτει δύο ακόμα στίχους στο τέλος του τραγουδιού:
«Για νιζάμ του βασιλιά,
του σουλτάνου στη Μπαρμπαριά».
Η Μπαρμπαριά είναι η παράκτια περιοχή της ΒΔ Αφρικής.
Τέλος, ο Π. Παλούκας στο βιβλίο του «Ποντικάτες Πωγωνίου» δημοσίευσε την ίδια σχεδόν παραλλαγή με την εξής προσθήκη μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου στίχου
«Για στρατό του βασιλιά
του σουλτάν’ του κερατά».
Τι ήταν όμως ο νιζάμης; Επρόκειτο για στρατιώτη του τακτικού οθωμανικού στρατού (>τουρκ. Nizam). Η ύπαρξη της λέξης αυτής δείχνει ότι η αρχική μορφή του τραγουδιού συντέθηκε στο πρώτο μισό του 19 ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι γενίτσαροι και οι σπαχήδες αποτελούσαν τις βασικές στρατιωτικές δυνάμεις των Οθωμανών. Ιδιαίτερα οι γενίτσαροι δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα. Έτσι τον Ιούνιο του 1826 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ προχώρησε στη διάλυση του σώματος των γενιτσάρων, με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο. Η ενέργεια αυτή έμεινε στην ιστορία ως Vaka-i-Hayriye (ευνοϊκό ή ευτυχές γεγονός). Με διάταγμά του συγκροτούσε νέο στρατό, το «νιζάμι τζεντίντ» (νέα τάξη). Όμως για πολύ καιρό η κεντρική διοίκηση αδυνατούσε να εφαρμόσει αυτό το μέτρο. Το 1837 μόνο 24.000 νιζάμηδες υπολογίζεται ότι υπηρετούσαν στον τακτικό οθωμανικό στρατό. Οι υπόλοιποι ήταν άτακτοι μισθοφόροι. Εκτός από τον τακτικό μισθό τους, αυτοί έπαιρναν και λάφυρα από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Το 1839 ο νέος σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ εξέδωσε νέο διάταγμα, το Χάττι Σερίφ του Γιουλχανέ (3/11/1839) όπου γινόταν και πάλι λόγος για την υποχρέωση των Μουσουλμάνων να κατατάσσονται στον οθωμανικό στρατό. Τελικά το σύστημα της τακτικής στρατολογίας αποσαφηνίστηκε με στρατιωτικό νόμο της 3/8/1843. Κάθε Μουσουλμάνος πολίτης που συμπλήρωνε τα είκοσι χρόνια θα μπορούσε να κληθεί στα όπλα για πέντε χρόνια. Απαλλασσόταν από την υποχρέωση μόνο αν έβρισκε αντικαταστάτη του. Όταν απολυόταν, σε ηλικία εικοσιπέντε ετών παρέμενε «ρεντίφης» (στην εφεδρεία) για ακόμα εφτά χρόνια.
Οι Μουσουλμάνοι της Ηπείρου και της Αλβανίας αντέδρασαν όπως είχαν κάνει και προηγουμένως στην υποχρεωτική στράτευση τους. Έτσι δεν εφάρμοζαν τα σουλτανικά διατάγματα του 1826, του 1839 και τον στρατιωτικό νόμο του 1843. Το 1845 η Πύλη αποφάσισε έστω και με τη βία να προχωρήσει στην εφαρμογή τους και γι’ αυτούς. Η παρουσία του σερασκέρη της Ρούμελης Μεχμέτ Ρεσίτ πασά στην Αλβανία και του γενικού δερβέναγα των τριών επαρχιών Ιωαννίνων Δελβίνου και Αυλώνας Σουλεϊμάν Ταΐρη αποτελούσαν εγγύηση για την εφαρμογή τους. Το 1847 εκδηλώθηκε η επανάσταση του Γκιώνη Λέκκα ή Γκιουλέκα στην οποία έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε άρθρο μας στις 6/12/2020. Ένα από τα αιτήματα των εξεγερμένων ήταν και η εξαίρεση τους από την υποχρεωτική στρατολογία. Μετά την κατάπνιξη της επανάστασης όμως, το μέτρο γενικεύτηκε. Σύμφωνα με τον Π. Παλούκα οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν μεταξύ 1826 και 1847. Και ο Χ. Μάτσιας συμφωνεί ότι το στιχούργημα «αναφερόταν στην άρνηση των ραγιάδων να στρατολογηθούν υποχρεωτικώς κατά τα μέσα του 19ου αιώνα».
Πώς όμως φτάσαμε στη σημερινή δημοφιλέστατη εκδοχή;
Τα γεγονότα του 1912-13, η απελευθέρωση από τον Ελληνικό Στρατό μέρους της Ηπείρου και οι ραδιουργίες των Μεγάλων Δυνάμεων (κυρίως της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας) με τις οποίες η Βόρεια Ήπειρος εντασσόταν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος είχαν απήχηση και στον απλό λαό. Πιθανότατα το 1914 κατά τον Νίκο Υφαντή, άγνωστος στιχουργός προσάρμοσε τους στίχους που αναφέραμε παραπάνω στις εξελίξεις της εποχής:
Δέλβινο και Τσαμουργιά, δε σ’ αφήνουν τα παιδιά,
δε σ’ αφήνουν τα παιδιά, τα παιδιά του Βασιλιά.
Δέλβινο κι Άγιοι Σαράντα θα ‘ναι ελληνικά για πάντα.
Αργυρόκαστρο κι Αυλώνα, της Ελλάδος αρραβώνα.
Δέλβινο και Τεπελένι πάλ’ ελληνικό θα γένει.
Κορυτσά κι Άγιο Σαράντα θα’ ναι ελληνικά για πάντα.
Θα τα πάρομε ξανά με τον Κώτσιο βασιλιά.
(εννοεί τον Κωνσταντίνο Α’).
Την ίδια όμως εποχή και οι Αλβανοί συνέθεσαν ανάλογο τραγούδι με το οποίο εξέφραζαν τους εθνικούς τους φόβους για ένταξη στην Ελλάδα των περιοχών της Βορείου Ηπείρου μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Δέλβινο και Τσαμουργιά
δεν τα δίνουν τα παιδιά,
δεν τα δίνουν τα παιδιά,
για νιζάμ του βασιλιά,
για νιζάμ του βασιλιά,
του Γιουνάν του κερατά,
του Γιουνάν του κερατά,
που ‘καμε πέντε παιδιά.
Γιουνάν είναι ο Έλληνας και βασιλιάς ο Γεώργιος Α’ που είχε αποκτήσει πέντε παιδιά.
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 όπως είναι γνωστό, ο Στρατός μας ελευθέρωσε μεγάλο τμημα της Βορείου Ηπείρου. Έτσι στους στίχους της παραλλαγής του 1914 προστέθηκαν και οι εξής:
«Τεπελένι και Κλεισούρα,
τα ‘βραν οι εχθροί μας σκούρα
Τεπελένι και Αυλώνα
της Ελλάδας η κορόνα.
Τεπελένι και Χιμάρα
γίναν του εχθρού η τρομάρα».
Η πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε γύρω στο 1930. Κλαρίνο παίζει ο Ηλίας Λήτος από το Βασιλικό Πωγωνίου και τραγουδά η Πολυξένη Λήτου:
Δέλβιο, Δέλβινο, άιντε Δέλβινο και Τσαμουριά,
άιντε Δέλβινο και Τσαμουριά δεν τα δίνουν τα παιδιά
άιντε δεν τα δίνουν τα παιδιά μες στη μαύρη ξενιτιά.
Δέλβινο, Δέλβινο, άιντε Δέλβινο κι Άγιο Σαράντα,
άιντε Δέλβινο κι Άγιο Σαράντα, δυο στολίδια είστε πάντα.
Άιντε Τεπελένι, Τεπελένι, πόλις έμορφη καημένη.
Άιντε Τεπελένι και Αυλώνα, της αγάπης η κορόνα.
Άιντε Αργυρόκαστρο καημένο, μες στον κόσμο ξακουσμένο.
Τα δημοτικά τραγούδια όπως τα δύο με τα οποία ασχοληθήκαμε σήμερα, έχουν επιβιώσει για 200 ή και περισσότερα χρόνια. Δυστυχώς τα σημερινά τραγούδια είναι «μιας χρήσης» και «αναλώσιμα» και αν μείνουν στην «επιφάνεια» ένα-δύο χρόνια, θεωρούνται τεράστιες επιτυχίες…
* Ευχαριστούμε θερμά τον Δόκτορα Σταύρο Ντάγιο και τον Γιάννη Ζιάκο, έναν από τους σημαντικότερους κλαρινίστες της νέας γενιάς για την πολύτιμη βοήθειά τους. Βασική πηγή για το άρθρο μας ήταν το βιβλίο του Παύλου Παπανότη «Ηπειρώτικα τραγούδια με ιστορία», εκδόσεις «το ανώνυμο βιβλίο», Νοέμβριος 2016.
Την ίδια όμως εποχή και οι Αλβανοί συνέθεσαν ανάλογο τραγούδι με το οποίο εξέφραζαν τους εθνικούς τους φόβους για ένταξη στην Ελλάδα των περιοχών της Βορείου Ηπείρου μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Δέλβινο και Τσαμουργιά
δεν τα δίνουν τα παιδιά,
δεν τα δίνουν τα παιδιά,
για νιζάμ του βασιλιά,
για νιζάμ του βασιλιά,
του Γιουνάν του κερατά,
του Γιουνάν του κερατά,
που ‘καμε πέντε παιδιά.
Γιουνάν είναι ο Έλληνας και βασιλιάς ο Γεώργιος Α’ που είχε αποκτήσει πέντε παιδιά.
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 όπως είναι γνωστό, ο Στρατός μας ελευθέρωσε μεγάλο τμημα της Βορείου Ηπείρου. Έτσι στους στίχους της παραλλαγής του 1914 προστέθηκαν και οι εξής:
«Τεπελένι και Κλεισούρα,
τα ‘βραν οι εχθροί μας σκούρα
Τεπελένι και Αυλώνα
της Ελλάδας η κορόνα.
Τεπελένι και Χιμάρα
γίναν του εχθρού η τρομάρα».
Η πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε γύρω στο 1930. Κλαρίνο παίζει ο Ηλίας Λήτος από το Βασιλικό Πωγωνίου και τραγουδά η Πολυξένη Λήτου:
Δέλβιο, Δέλβινο, άιντε Δέλβινο και Τσαμουριά,
άιντε Δέλβινο και Τσαμουριά δεν τα δίνουν τα παιδιά
άιντε δεν τα δίνουν τα παιδιά μες στη μαύρη ξενιτιά.
Δέλβινο, Δέλβινο, άιντε Δέλβινο κι Άγιο Σαράντα,
άιντε Δέλβινο κι Άγιο Σαράντα, δυο στολίδια είστε πάντα.
Άιντε Τεπελένι, Τεπελένι, πόλις έμορφη καημένη.
Άιντε Τεπελένι και Αυλώνα, της αγάπης η κορόνα.
Άιντε Αργυρόκαστρο καημένο, μες στον κόσμο ξακουσμένο.
Τα δημοτικά τραγούδια όπως τα δύο με τα οποία ασχοληθήκαμε σήμερα, έχουν επιβιώσει για 200 ή και περισσότερα χρόνια. Δυστυχώς τα σημερινά τραγούδια είναι «μιας χρήσης» και «αναλώσιμα» και αν μείνουν στην «επιφάνεια» ένα-δύο χρόνια, θεωρούνται τεράστιες επιτυχίες…
* Ευχαριστούμε θερμά τον Δόκτορα Σταύρο Ντάγιο και τον Γιάννη Ζιάκο, έναν από τους σημαντικότερους κλαρινίστες της νέας γενιάς για την πολύτιμη βοήθειά τους. Βασική πηγή για το άρθρο μας ήταν το βιβλίο του Παύλου Παπανότη «Ηπειρώτικα τραγούδια με ιστορία», εκδόσεις «το ανώνυμο βιβλίο», Νοέμβριος 2016.
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών