Τσάμηδες: Οι Τουρκαλβανοί της Θεσπρωτίας…

Γράφει ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος

Το ζήτημα των Τσάμηδων είναι σαν τον “όφι” του Μεγαλέξαντρου, όπως τον παρουσίαζαν, κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες, ταλαντούχοι καλλιτέχνες του Θεάτρου Σκιών: Εκεί που κανείς νόμιζε πως κοιμάται, ο “όφις” όρθωνε το κεφάλι του απειλητικώς. Και μόλις το κοινό αισθανόταν έτοιμο να αντιμετωπίσει την “επιβουλή”, αυτός ξανάπεφτε σε κατάσταση οιονεί νάρκης!
Στην περιοχή της Ηπείρου, η οποία εκτείνεται από τις εκβολές του Αχέροντα έως το Βουθρωτό προς βορρά και δυτικά μέχρι της υπώρειες της Ολύτσικας κατοικούσαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι Τσάμηδες, που ήτανε αλβανόφωνοι Μουσουλμάνοι. Ερώτημα συνιστά η ονομασία τους. Γιατί Τσάμηδες; Εξηγήσεις έχουν δοθεί πολλές, αλλά καμιά τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική. Η παλαιότερη ανάγει σε έτυμον του όρου “Τσάμης” τον Θύαμι, που σήμερα λέγεται Καλαμάς και είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ηπείρου.

Η αναγωγή όμως αυτή, η οποία εντάσσεται σε εκδοχή του Νεοελληνικού Ρομαντισμού, δεν ευσταθεί. Είναι, πράγματι, απίθανο, όταν κατά την αυγή των Νεωτέρων Χρόνων, οπότε παγιωνόταν η οθωμανική κυριαρχία στην Ελλάδα, να είχε επιζήσει η εν λόγω αρχαιοελληνική ονομασία και μάλιστα σε βαθμό τέτοιο, ώστε να χαρακτηρίσει και πληθυσμό της περιοχής. Άλλη ερμηνευτική προσέγγιση, σαφώς προσφυέστερη αυτή, προτείνει ως έτυμον τα “τσάμια”, δηλαδή τα πεύκα (από το τουρκικό çam), που όπως φαίνεται παλιά εκεί αφθονούσαν.
Είναι έτσι; Μπορεί, αλλά επειδή “η πραγματικότης υπερβαίνει και την πλέον καλπάζουσαν φαντασίαν”, πρόσφατα επέτειλε και άλλη εκδοχή, τελείως παράδοξη: Σε βιογραφία του Πολ Ποτ (1925-1998), κομμουνιστή δικτάτορα της Καμπότζης, οι σε αυτήν τη μακρινή μας χώρα Μουσουλμάνοι αναφέρονται ως “Τσάμηδες” (Chams). Είναι δυνατόν να υπάρχει σχέση μεταξύ των Τσάμηδων της νοτιοανατολικής Ασίας με εκείνους της δικής μας Ηπείρου; Τελείως παράδοξο και μάλλον απίθανο, παρά το ότι και οι Καμποτζιανοί Τσάμηδες ακολουθούν το ορθόδοξο (σουννιτικό) Ισλάμ, όπως και οι Βαλκάνιοι συνονόματοί τους (Çamë στα αλβανικά).

Συνθήκη της Λωζάννης
Το ζήτημα των εν Ελλάδι Τσάμηδων προέκυψε ευθύς μετά την κατά τον πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920 σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης και της συνακόλουθης Συμφωνίας σχετικώς με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Στα πλαίσια αυτής της τελευταίας έπρεπε να φύγουν από τη δική μας χώρα οι Μουσουλμάνοι και να έλθουν εδώ οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι της τουρκικής επικράτειας, που αναγνώριζαν ως πνευματικό τους ηγέτη τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ευνόητο καθίσταται ότι η ανταλλαγή βασιζόταν στο οθωμανικό millet (“μιλέτι” στη δημοτική μας), που σφαλερώς μεταφράζεται στα ελληνικά ως “έθνος”. Ο παλαιοτουρκικός αυτός όρος, πράγματι, δεν σήμαινε ούτε “έθνος” ούτε καν λαό (σήμερα: halk ή και kalabalιk στα τουρκικά) αλλά “θρησκευτική κοινότητα” και μάλιστα στην ευρεία της έννοια. Εξ ου και “Τούρκος” στη λαϊκή εκδοχή της γλώσσας μας σήμαινε “Μουσουλμάνος”, όθεν και το ρήμα “τουρκεύω” (εξισλαμίζομαι).

Όταν όμως συμφωνήθηκε η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε πια καταλυθεί, ενώ στην Ελλάδα είχε κατισχύσει η έννοια του έθνους (συχνά στη γλώσσα μας συγχέεται με εκείνη της φυλής). Έτσι, ανέκυψε ζήτημα σχετικό με εκείνους που ο λαός μας χαρακτήρισε “Τουρκαλβανούς”, δηλαδή τους αλβανικής και όχι ασιατικής καταγωγής Μουσουλμάνους, που, μάλιστα, είχαν ως οικογενειακή τους γλώσσα τα αλβανικά. Αυτοί θα ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία του Κεμάλ; Και αν δεν ήθελαν, μήπως έπρεπε να υποχρεωθούν να φύγουν;
Το εν προκειμένω ακανθώδες ζήτημα εξετάστηκε διεθνώς και πολυπλεύρως. Και τελικώς πάρθηκε η μάλλον αόριστη απόφαση πως οι αλβανόφωνοι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας μπορούσαν να παραμείνουνε στη χώρα μας, εφόσον “αποδείκνυαν” την αλβανική τους καταγωγή. Τί όμως να αποδείξουν και πώς; Ακόμα και οι δικοί μας Μικρασιάτες πρόσφυγες, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, λίγο-πολύ απέφευγαν τα κρατικά ληξιαρχεία και κατέγραφαν τις γεννήσεις και τους θανάτους στα κιτάπια που τηρούσε ο παπάς της εκκλησίας τους.
Κατά συνέπεια, οι Μουσουλμάνοι που επιθυμούσαν να μείνουνε στην Ελλάδα έπρεπε ή να βρουν έγγραφα βεβαιωτικά των ισχυρισμών τους (δηλαδή, κατά πλειοψηφία, να τα χαλκεύσουν) ή, έστω, να βρουν τους “κατάλληλους” μάρτυρες. Φυσικά, προέκυψαν καταστάσεις τραγελαφικές, απόηχο των οποίων μπορεί κανείς να εντοπίσει σε σχετικά με τα Γιάννενα αφηγήματα του Δημήτρη Χατζή.

Τουρκαλβανοί
Τελοσπάντων… Πολλοί από τους εν λόγω αλβανικής καταγωγής Μουσουλμάνους προτίμησαν να φύγουν στην Τουρκία, όπου και σήμερα μπορεί κανείς να βρει απογόνους τους. Αυτοί κρατούν τα αλβανικά τους επίθετα, ομολογούν ασμένως την ελλαδική καταγωγή τους, αλλά, προσκολλημένοι στο οθωμανικών καταβολών “μιλέτι”, διαρρήδην απορρίπτουν οποιαδήποτε αμφισβήτηση του “τουρκισμού” τους. Συμπαγής, από την άλλη πλευρά, “τουρκαλβανικός” πληθυσμός που παρέμεινε στη χώρα μας ήταν οι Τσάμηδες της Ηπείρου, που το 1923 ήτανε λίγο περισσότεροι από 20.000 ανθρώπους.
Βέβαια, η εδώ διαβίωσή τους ραγδαία εξελίχθηκε σε μεγάλο και διεθνούς χαρακτήρα πρόβλημα. Οι ελληνικές αρχές προτιμούσαν να τους διώξουν. Η Αλβανία πάλι, ήδη ανεξάρτητο Κράτος, επιδίωκε τη συνέχιση της διαβίωσής τους στην Ελλάδα. Η Αθήνα αντέτασσε πως η παραμονή των Τσάμηδων ήταν “καρπός διπλωματικής ραδιουργίας”, αφανή αλλά κύριο ρόλο στην οποία έπαιζε η Ιταλία του Μουσολίνι. Τα Τίρανα αντέτειναν πως η ύπαρξή τους αποτελούσε τον “ακρογωνιαίο λίθο” της ελληνοαλβανικής φιλίας κ.ο.κ. Τελικώς, στις 25 Ιουνίου 1925, κατέλαβε πραξικοπηματικώς την εξουσία ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος.

Ο Πάγκαλος ήταν χαρακτηριστική περίπτωση Αρβανίτη. Ο ελληνικός χαρακτήρας της εθνικής του συνείδησης παραμένει αναμφισβήτητος. Από την άλλη πλευρά, μητρική του γλώσσα ήταν τα αρβανίτικα, τα οποία μιλούσε τέλεια, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να συνεννοηθεί «με οποιονδήποτε Αλβανό». Συνακολούθως θεωρούσε πως η ελληνοαλβανική φιλία συνιστούσε μακροπροθέσμως παράγοντα ιδιαιτέρως ισχυρό ως προς την ασφάλεια των βορείων μας συνόρων και, βραχυπρόθεσμα, μοχλό μεγάλης αποτελεσματικότητας όσον αφορά την οικονομική αναζωογόνηση της Ηπείρου.
Κατά συνέπεια, σταμάτησε αμέσως τις προσπάθειες των τοπικών αρχών (της Θεσπρωτίας) να διώξουν με το καλό ή και το άγριο τους Τσάμηδες, ενορχήστρωσε μια θεαματική ελληνοαλβανική συνεννόηση (θύματα της οποίας, όμως, υπήρξαν οι Βορειοηπειρώτες) και τελικά επέτυχε τη σύναψη τεσσάρων διμερών συμβάσεων που υπογράφηκαν μία στα Τίρανα και τρεις στην Αθήνα. Όταν, όμως, έπεσαν οι υπογραφές, ο Πάγκαλος είχε πια ανατραπεί… και η διάδοχη πολιτική κατάσταση εντόνως εξέφρασε την απροθυμία κύρωσής τους.

Η Κοινωνία των Εθνών
Έτσι, το θέμα των Τσάμηδων ξαναφούντωσε με αποτέλεσμα να έλθει, τον Ιούνιο 1928, στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών (προδρόμου του σημερινού ΟΗΕ). Αυτό, ουσιαστικώς απέρριψε τις μομφές της κυβέρνησης των Τιράνων τις σχετικές με την “καταπίεση της αλβανικής μειονότητας” στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα το θέμα τυπικώς τουλάχιστον να λήξει. Η δικαίωση των ελληνικών θέσεων οφειλόταν τόσο στην ευρυμάθεια και διπλωματική ικανότητα του Νικόλαου Πολίτη (1872-1942), που τότε αντιπροσώπευσε τη χώρα μας στον Διεθνή Οργανισμό, όσο και στη διευθέτηση ορισμένων οικονομικού χαρακτήρα ζητημάτων που είχαν αναφυεί στα πεδία των ελληνογαλλικών και των ελληνοβρεταννικών σχέσεων.
Το ζήτημα και πάλι επέτειλε στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Κατά την προετοιμασία της ιταλικής επίθεσης ενάντια στη χώρα μας, κυκλοφορούσαν στην Αλβανία συνθήματα σχετικά με την “απελευθέρωση της Τσαμουριάς”. Στη διάρκεια της Κατοχής των ετών 1941-44 όμως, προσάρτηση της συγκεκριμένης περιοχής στην αλβανική επικράτεια δεν έγινε. Κι αυτό προφανώς οφειλόταν στον ούτως ή άλλως μικρό αριθμό των Τσάμηδων.

Αυτοί επιχείρησαν να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα της Θεσπρωτίας, ασκώντας τρομοκρατία σε βάρος των εκεί αυτοχθόνων Ελλήνων σε συνεργασία με τα στρατεύματα κατοχής. Έτσι, μετά τη σε βάρος των Γερμανών νίκη των υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα ανταρτών του ΕΔΕΣ στη Μενίνα, τον Αύγουστο 1944, οι Τσάμηδες πέρασαν μαζικά και βιαστικά στην αλβανική επικράτεια, όπου και μέχρι σήμερα βρίσκονται οι απόγονοί τους. Έως τώρα οι από την πλευρά τους αξιώσεις είναι κυρίως οικονομικές: καταβολή αποζημιώσεων για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια