Θρησκεία και εθνική ταυτότητα

Του Βασίλη Νιτσιάκου

Έτσι, ωστόσο, μπαίνουμε στην ουσία της σχέσης θρησκείας και εθνικής ταυτότητας στην Αλβανία, ένα θέμα που προκύπτει με τον πλέον ενδιαφέροντα τρόπο, όταν ασχολείται κανείς με τους Μπεκτασήδες Μουσουλμάνους, ένα θέμα που γίνεται βασανιστικό μέσα μου μετά από αυτή την εμπειρία στη Φράσιερη και που με οδηγεί σε ένα ακόμα ταξίδι αναζήτησης και προβληματισμού. Επιστρέφοντας στη βάση μου ελέγχω όλη τη σχετική βιβλιογραφία που έχω συγκεντρώσει και αναζητώ καινούργιες πηγές. Κάποιες νέες εκδόσεις άρθρων και βιβλίων έρχονται σαν μάνα εξ ουρανού. Αρχίζω να βρίσκω το δρόμο μου στην αναζήτηση απαντήσεων σε βασικά ερωτήματα που έχουν προκύψει.
Μπορώ τώρα να κάνω μια σύνοψη όλης αυτής της ερευνητικής περιπέτειας, καταθέτοντας τις πρώτες σκέψεις μου με τη σχετική τεκμηρίωση. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην εθνική ταυτότητα και τη θρησκεία σε ό,τι αφορά την αλβανική περίπτωση με απασχόλησε σοβαρά κατά την ενασχόλησή μου με τους Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα. Στις συνεντεύξεις που είχα κάνει το θέμα της βάπτισης και της αλλαγής ονόματος προέκυψε ως ένα βασικό μοτίβο των αφηγήσεων ζωής. Οι μαζικές βαπτίσεις αλλά και οι πιο μαζικές αλλαγές ονομάτων από μουσουλμανικά σε χριστιανικά ορθόδοξα προκαλούν εντύπωση και θέτουν εκ νέου το ζήτημα της σχέσης των Αλβανών με τη θρησκεία. Λέω εκ νέου, διότι το θέμα έχει απασχολήσει και στο παρελθόν.

« ‘Εμείς οι Αλβανοί έχουμε πολύ παράξενες ιδέες’, είπε ένας προύχοντας στην ΄Ιντιθ Ντέραμ. ‘Ασπαζόμαστε οποιαδήποτε μορφή θρησκείας μας αφήνει ελεύθερους να οπλοφορούμε. Γι’ αυτό οι περισσότεροι είμαστε μουσουλμάνοι’. ‘Η αμέλεια με την οποία ενδύεται ο Αλβανός τη θρησκεία του’ ήταν γνωστή σε πολλούς το δέκατο ένατο αιώνα. Ωστόσο για πολλούς κατοίκους του οθωμανικού κράτους το να εγκαταλείψουν τον ‘κόσμο της άγνοιας’ της ‘άπιστης θρησκείας’ και να προσχωρήσουν στην ‘αληθινή πίστη’ δεν ήταν τόσο ριζικό και απότομο βήμα όσο μας φαίνεται σήμερα που η αλλαξοπιστία μας φέρνει στο νου εικόνες αποστασίας, υπαρξιακού άγχους, προσωπικής και εθνικής προδοσίας. Η μετακίνηση σε μια νέα πίστη πολλές φορές δεν ήταν πράξη αποκήρυξης και, αντίστοιχα, προσχώρησης, αλλά μάλλον συμπλήρωσης των παλιών δοξασιών με καινούργιες. Μάλιστα, οι προσήλυτοι όχι σπάνια επέμεναν στις παλιότερες θρησκευτικές πρακτικές και συνήθειές τους, αν και συχνά έπρεπε να τις κρατούν κρυφές, ώστε να μην κινούν την υποψία ότι η προσκόλλησή τους στο ισλάμ δεν ήταν απολύτως ειλικρινής: το Πάσχα έβαφαν κόκκινα αυγά, ενώ για τους Εβραίους προσήλυτους στο ισλάμ –τους μυστηριώδεις ντονμέδες- λεγόταν ότι συνέχιζαν να τηρούν τις παλιές τους θρησκευτικές πρακτικές εντός των τοίχων του σπιτιού τους.
»Η μυστικότητα σχετιζόταν και με το έθιμο της διπλής ονομασίας –όταν ένας Σουλεϊμάν γίνεται γνωστός και ως Κωνσταντίνος, ένας Χουσεΐν ως Γιώργης. Το διπλό όνομα επέτρεπε να μετακινείται κανείς από τη μια επίσημη κατηγορία στην άλλη, ανάλογα με το ποια τον εξυπηρετούσε, και επίσης χρησίμευε στο να κρατηθεί το αληθινό όνομα ενός ανθρώπου κρυφό: οι Φραγκισκανοί ιερείς στην Αλβανία σήκωναν τα χέρια τους με φρίκη όταν έβλεπαν πως οι πιστοί τους επέμεναν να ονομάζονται όχι με το βαφτιστικό χριστιανικό τους όνομα, αλλά μ’ ένα επίκτητο μουσουλμανικό˙ οι νέοι όμως που το έκαναν αυτό δεν εννοούσαν να το βάλουν κάτω. Υπάρχει καλύτερος τρόπος –αντέτειναν- να διώξεις από πάνω σου την κατάρα μιας μάγισσας από το να κρύψεις το πραγματικό σου όνομα; Τα πολλαπλά ονόματα ήταν ένα όπλο των αδυνάτων ενάντια στους δυνατούς, του ατόμου ενάντια στις πανίσχυρες εγκόσμιες και υπερφυσικές δυνάμεις – ενάντια στους μάγους, στους φοροενοικιαστές ή, σε μερικές περιπτώσεις, στους ανακριτές της βενετικής Ιεράς Εξέτασης. ΄Ετσι, το φανέρωμα του αληθινού ονόματος σηματοδοτούσε την κρίσιμη αναμέτρηση του ατόμου με την εξουσία. Ο βίος του αγίου Ηλία διασώζει το μοιραίο διάλογο πριν από το μαρτύριό του. ΄Εχοντας καταλήξει να ασπαστεί το ισλάμ επειδή ήθελε –όπως λέει ο βίος του- να αποφύγει τη βαριά φορολογία, ο άγιος ερωτάται: ‘Δεν είσαι εσύ ο Μουσταφά Αρδούνης;’ Ναι, εγώ είμαι’, απαντά, ‘πλην όμως όχι Μουσταφά αλλά Ηλίας, και χριστιανός ορθόδοξος’.»

Αυτά, μεταξύ άλλων, γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του Τα Βαλκάνια, στο κεφάλαιο Πριν το έθνος. .

Παρόμοιες αναφορές μπορεί να βρει κανείς σε περιηγητές, όπως π.χ. ο V. Berard. Σταχυολογώ μερικές: «Όμως χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ανήκουν όλοι στην αλβανική φυλή. Ποτέ δε ρίζωσε ο ασιάτης Τούρκος στην περιοχή αυτή. Μια σύντομη εμφάνιση έκανε μόνο την ημέρα της κατάκτησης και οι ντόπιοι διατήρησαν για πολύ το χριστιανισμό τους. Μόλις περί τα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του δικού μας, τον καιρό του Αλή του Τεπελενλή, προσχώρησαν, θέλοντας και μη, μαζικά στον ισλαμισμό. Οι νεοπροσήλυτοι αυτοί πολύ λίγο φανατισμό έχουν. Οι μωαμεθανοί της Καβάγιας πηγαίνουν τακτικά στο τζαμί, ένα ωραίο και μεγάλο τζαμί, θολωτό και με περιστύλια Οι μαρμάρινες προσόψεις ορθώνουν κάτω απ’ τα κυπαρίσσια τις βυζαντινές του κολόνες και τις αραβικές τους αψίδες˙ το ερειπωμένο εσωτερικό τους όμως μάταια περιμένει την ευσεβή του αναστήλωση από κάποιον ευεργέτη. Το θρησκευτικό πιστεύω των Αλβανών είναι κι αυτό, όπως και το τζαμί τους, όλο στην πρόσοψη. ΄Εχουν ένα μοναστήρι όπου μονάζουν πανάμωμοι δερβίσηδες κι όπου κάθε Παρασκευή μεθούν με χορούς και ουρλιαχτά καθώς και πολλά καπηλειά όπου το ρακί και τα γερμανικά αλκοόλ τους προσφέρουν καθημερινά ένα όχι και τόσο θρησκευτικό μεθύσι. Δεν ξεχνούν καμιά από τις πλύσεις και τους εξαγνισμούς που λέει ο νόμος του προφήτη˙ οι κονσέρβες μας όμως με το χοιρινό κρέας δεν τους προκαλούν καμία απέχθεια˙ τα βάφτισαν μια κι έξω ‘αρνάκι Αλγερίας’. Εξάλλου, εκτός από τους ιμάμηδες και τους ιερωμένους που φορούν το τουρμπάνι, το μακρύ ράσο και το γούνινο καφτάνι, όλοι οι άλλοι έχουν διατηρήσει την εθνική τους φορεσιά, άλλοι τη φουστανέλα του νότου, τις κνημίδες και την πλουμιστή φέρμελη κι άλλοι τη φορεσιά του βορρά, τη μαύρη σκούφια και κάπα, το άσπρο αμπέχωνο και την άσπρη βράκα με τα κεντητά κρόσσια. ΄Ολοι τους σχεδόν λέγονται Οσμάν, γιος του Βασίλη ή Μεεμέτ, γιος το Γιώργη, ζευγαρώνοντας έτσι με το μουσουλμανικό τους όνομα κάποιο επώνυμο από χριστιανό πατέρα ή προπάτορα.

»Από την πλευρά τους οι χριστιανοί δε θεωρούν ότι μερικοί τεμενάδες προς τη μεριά της Μέκκας είναι πολύ ακριβό τίμημα για την εξαγορά της αμεροληψίας ή της εύνοιας του έπαρχου. Τηρούν τη Σαρακοστή και το Ραμαζάνι, βαφτίζουν και σουνουτεύουν τα παιδιά τους και ασκούν το ίδιο λειψά τόσο τη θρησκεία του Μωάμεθ στα φανερά, όσο και τη θρησκεία του Ιησού στα σπίτια τους. Και μέσα σ’ αυτή την αδιαφορία όλος ο κόσμος ζει εν ειρήνη.»

Και πιο κάτω, μιλώντας για το Ελβασάν, σημειώνει: «…Στην ύπαιθρο όμως και στις κωμοπόλεις, κυρίως μετά την εξέγερση του Σκεντέρμπεη, όταν ο Τούρκος, περισσότερο αλαζονικός τώρα και περισσότερο σίγουρος για την κατάκτησή του, έγινε πιο μισαλλόδοξος, οι μεγάλοι χωροδεσπότες, κόμητες και δούκες της Αλβανίας, καθώς και οι πλούσιοι γαιοκτήμονες δεν μπόρεσαν να σώσουν τα έγγεια αγαθά τους παρά με τίμημα την αρνησιθρησκεία τους. Η θυσία αυτή δεν προκάλεσε ούτε δισταγμούς ούτε οδύνες. Ο Αλβανός δεν έχει ιδιαίτερα οξυμένο το θρησκευτικό συναίσθημα. Και ο προσηλυτισμός του εξασφάλιζε τόσα και τόσα πράγματα αναγκαία στη ζωή˙ τις σέλες τις ασημοκέντητες, τις χρυσές φούντες, τα ασημόκουμπα, τα μετάξια, τα βελούδα και τις μακρινές περιπέτειες σ’ όλο το ανοιχτό γι’ αυτόν Ισλάμ ή εδώ, στον τόπο, τα τσιφλίκια τα αρπαγμένα απ’ τους χριστιανούς και το δικαίωμα να κρατά σπαθί, την ελευθερία των αντεκδικήσεων, όλα όσα ο Τούρκος απαγόρευε στο γκιαούρη…»

Αναφερόμενος στην περιοχή της Σπαθίας, γράφει για τους χωρικούς ότι «στα χωριά τους λέγονται Βασίλης ή Γιώργης κι όταν παρουσιάζονται στους μπέηδές τους, Μεεμέτ ή Σουλεϊμάν. Στη πόλη είναι αναγκασμένοι να πηγαίνουν στα τζαμιά και να ανάβουν τα σβηστά λυχνάρια πάνω στα κιβούρια των αγίων˙ στα σπίτια τους έχουν τους κρυφούς παπάδες και τις κρυφές εκκλησιές τους…» .

Αλλού, γράφοντας για την περιοχή της Τζούρας, αναφέρει ότι «οι μουσουλμάνοι όμως τούτοι προσκυνούν τον Αλλάχ μόνο κατά διαστήματα, σε δημόσιες εκδηλώσεις, για να ζουν χωρίς σκοτούρες ή για να έχουν την εύνοια της εξουσίας. Ούτε τζαμιά έχουν ούτε χοτζάδες. Η μόνη θρησκεία στην οποία δείχνουν φανατική προσήλωση, είναι η θρησκεία των ωραίων όπλων και η λατρεία το πλιάτσικου.» Και λίγο πιο κάτω παραθέτει μια συνομιλία του με έναν Αρβανίτη Μουσουλμάνο, ο οποίος όταν ρωτήθηκε για τη θρησκεία τους απάντησε «πως μας έχει αρκετά Ευρωπαίους για να πιστεύουμε τέτοιες σαχλαμάρες κι ότι ένα αρβανίτικο γνωμικό λέει σωστά: ‘όπου η σπάθα, εκεί και η πίστη…’»

Συνομιλώντας με Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα και καταγράφοντας αυτοβιογραφικές αφηγήσεις και ιστορίες ζωής πρόσφατα, αντιμετώπισα έναν λόγο εκ μέρους των συνομιλητών μου που θυμίζει έντονα τις αναφορές των περιηγητών. Παραθέτω ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα: « Δεν είχαμε παπάδες και χότζες πως…Φυσικά είχα ένα όνομα μωαμεθανικό, έτσι μ’ έλεγαν Ισλάμ μέσα, αλλά δεν ήξερα από θεό, από τέτοιο. Δεν υπήρχε θρησκεία…Δεν είχαν προβλήματα θρησκευτικά …» (Islam- Σπύρος Α.). «Στο Ελμπασάν τότες…που είχε γίνει εργοστάσιο μεγάλο, ήρθε όλος ο κόσμος…και είναι μπερδεμένα. Τούρκοι, πώς να στο πω, Μουσουλμάνοι, Ορθόδοξοι, Καθολικοί, κι είχε γίνει ένα πώς να στο πω…δεν ξέρεις τι είσαι. Είσαι Χριστιανός, μα Μουσουλμάνος, μα Τούρκος. Και εμείς είχαμε το δικό μας μέρος στο Ελμπασάν. Είχαμε εκκλησία…Και θυμάμαι που κάναμε κόκκινα αυγά το Πάσχα, τα κόκκινα, τα ’βαφαν στο σπίτι μέσα οι συγγενείς οι δικοί μου κρυφά…» (Edmοnd - Γιώργος Α.). «Στο χωριό μου είναι μισοί μισοί [χριστιανοί και μουσουλμάνοι]. Αλλά είναι χωρισμένοι. Δύο μαχαλάδες…Κάτω μένουμε εμείς… ΄Ηταν ένα τζαμί, όπως λεν οι παλιοί…Τώρα έφτιαξαν ένα καινούργιο τζαμί…Εκκλησίες έχει πολλές …Εγώ τη γυναίκα την έχω από Μουσουλμάνο…Χριστιανοί είμαστε αλλά δεν είμαι βαφτισμένος…Δεν μ’ ενδιαφέρει αυτό…Πριν…όταν άνοιξαν τα σύνορα, ερχόταν οι Αλβανοί εδώ, ήξεραν ότι στην Ελλάδα είναι Χριστιανοί. Τώρα όλοι οι Αλβανοί που ερχόταν, όταν δεν είχαν ονόματα χριστιανικά, έπρεπε να βγάλουν, να πουν ότι…να φαίνεται ότι είναι Χριστιανοί…Νόμιζαν εδώ πέρα ότι άμα είναι Χριστιανοί θα τους πάρουν να δουλεύουν…»

Προσεγγίζοντας το ζήτημα της σχέσης θρησκείας με την εθνική ταυτότητα των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα σε προηγούμενη εργασία μου, αναρωτιόμουν καταληκτικά εάν η ευκολία με την οποία αυτοί αλλάζουν ονόματα και βαφτίζονται Χριστιανοί στην Ελλάδα, προκειμένου να τύχουν ευνοϊκής υποδοχής, πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη χαλαρής εθνικής συνείδησης ή ως απόδειξη μιας ωφελιμιστικής αντιμετώπισης της θρησκείας, που συνδέεται είτε με την «αθεϊστική κουλτούρα» που είχε επιβάλει το προηγούμενο καθεστώς, είτε με ένα είδος «πολιτισμικού αταβισμού», που παραπέμπει σε πρακτικές του απώτερου παρελθόντος, σε νοοτροπίες μακράς διάρκειας. ΄Εγραφα λοιπόν πως πρόκειται για ένα σύνθετο φαινόμενο που έχει σχέση και με το ρόλο που ιστορικά είχε παίξει η θρησκεία στην Αλβανία και που διαφοροποιείται από τη μια στην άλλη εθνοτική ή θρησκευτική ομάδα. Σημείωνα επίσης ότι η διαίρεση του αλβανικού λαού σε επιμέρους θρησκευτικές ομάδες φαίνεται ότι στάθηκε καθοριστικός παράγοντας για μια συνειδητή εκ μέρους του κράτους υποβάθμιση του ρόλου της θρησκείας στη συγκρότηση της αλβανικής εθνικής ταυτότητας. ΄Εκανα ακόμα και νύξη στο γεγονός ότι η επιβολή της αθεΐας από το καθεστώς Χότζα μπορεί, εκτός από τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, να συνδέεται και με αυτή την πραγματικότητα.

Τώρα πια, με αφορμή την περίπτωση των Μπεκτασήδων και έχοντας εντρυφήσει στη σχετική βιβλιογραφία, μπορώ να εξετάσω το ζήτημα αυτό σε μεγαλύτερο βάθος.

Ο N. Malkolm στο άρθρο του «Myths of Albanian national identity» προσδιορίζει την «αδιαφορία για τη θρησκεία» (indifference to religion) ως έναν από τους βασικούς μύθους, στη βάση των οποίων συγκροτήθηκε η αλβανική εθνική ταυτότητα (οι υπόλοιποι είναι: ο μύθος της καταγωγής, ο μύθος της εθνικής ομοιογένειας και της πολιτισμικής καθαρότητας και ο μύθος των διαρκών εθνικών αγώνων). Το μυθικό σχήμα που διέπει τις εθνικές ρητορικές με λίγα λόγια είναι το εξής: Η θρησκευτική επιλογή και προσκόλληση σε ένα θρησκευτικό δόγμα δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα τους Αλβανούς, διότι η εθνική τους ταυτότητα συγκροτήθηκε ανεξάρτητα από τέτοιου είδους ταυτίσεις και είναι ριζωμένη στο αρχαίο Ιλλυρικό της παρελθόν. Παρότι ο Malkolm αναφέρεται στους Αλβανούς συγγραφείς των αρχών του εικοστού αιώνα που ζουν στην Αμερική, μπορούμε να πούμε ότι αυτό το στερεότυπο με διάφορες παραλλαγές αναπαράγεται στις εθνικές αφηγήσεις των Αλβανών από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.

Από τις απαρχές του αλβανικού εθνικισμού παρατηρείται η προώθηση μιας συγκεκριμένης αντίληψης περί της θρησκείας και της εθνικής ταυτότητας, η οποία βρήκε την ιδανική της έκφραση σε ένα από τα ποιήματα του γνωστού εθνικιστή συγγραφέα Pashko Vasa, το O moj Shqypni (ω φτωχή μου Αλβανία): « Ξυπνείστε, Αλβανοί, ξυπνείστε απ’ τον βαθύ σας ύπνο. Ελάτε όλοι σαν αδερφοί να δώσουμε όρκο χωρίς να σκεφτόμαστε εκκλησιά η τζαμί. Η πίστη των Αλβανών είναι ο Αλβανισμός!» Αυτή η άποψη αποτελεί βασικό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε όλα τα κείμενα της αλβανικής Rilindja (Αναγέννηση), γεγονός που δείχνει από μόνο του ότι η θρησκεία κάθε άλλο παρά αδιάφορη ήταν. Το αντίθετο, απασχολούσε ως πρόβλημα σε σχέση με τη συγκρότηση μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας και την προώθηση της εθνικής εν γένει ενότητας. Και πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού για πολλούς αιώνες, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, το βασικό κριτήριο για τη συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων, πέρα από την κλίμακα των μικρών κοινοτήτων, ήταν η θρησκεία; Ουσιαστικά μια ιδεολογική επιλογή και μια εθνική επιθυμία προβάλλεται εκ των υστέρων σε μια ιστορική πραγματικότητα που είναι διαφορετική. Αυτή άλλωστε είναι και η ενοποιητική λειτουργία των μύθων, οι οποίοι έπαιξαν έναν καταλυτικό ρόλο στη συγκρότηση των νεωτερικών εθνικών ταυτοτήτων. Μπορούμε να παραπέμψουμε εδώ στη μπροσούρα του Μ. Konitza, που είναι αντιπροσωπευτικό κείμενο της αλβανικής «Αναγέννησης». Γράφει λοιπόν αναφερόμενος στη θρησκεία τα εξής: «Ανάμεσα στα πολλά ψεύδη που διαδίδονται προκειμένου να στηριχτεί η άποψη ότι οι Αλβανοί δεν μπορούν να συγκροτήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος είναι και η θέση ότι αυτοί είναι διαιρεμένοι από θρησκευτικές διαφορές …Παρόλα αυτά η Αλβανία είναι ίσως η μόνη χώρα στην Ευρώπη όπου η θρησκεία δεν έχει προκαλέσει καθόλου διχασμούς ανάμεσα στους κατοίκους, οι οποίοι έχουν παραμείνει ενωμένοι καθ’ όλη τη διάρκεια της εθνικής τους ιστορίας…Γάμοι ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους είναι συνηθισμένοι στην Αλβανία…Χριστιανοί και μουσουλμάνοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια οικογένεια, ζώντας ειρηνικά κάτω από την ίδια στέγη…Οι ΄Ελληνες, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι που, σε μεγάλους αριθμούς, εξισλαμίστηκαν, απαρνήθηκαν την εθνικότητά τους και έγιναν πράγματι πιο Τούρκοι κι απ’ τους Τούρκους. Οι Αλβανοί παρέμειναν για πάντα Αλβανοί.»

Πράγματι, με τον καιρό ο μύθος «έπιασε τόπο» και η ιδέα της εθνικής ενότητας εξουδετέρωσε σταδιακά τους θρησκευτικούς διαχωρισμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη θέση των θρησκευτικών αντιπαλοτήτων εμφανίζονται εθνοτικού τύπου διαφορές και συγκρούσεις που εκφράζουν ακριβώς την υποχώρηση του θρησκευτικού παράγοντα ως κυρίαρχου σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των ομάδων. Παρατηρούνται για παράδειγμα εντάσεις ανάμεσα στους Αλβανούς Χριστιανούς Ορθόδοξους που αποκτούν έναν εθνικό προσανατολισμό και την ορθόδοξη εκκλησιαστική ιεραρχία, όπως και ανάμεσα στους εθνικιστές Μπεκτασήδες του νότου και την σουνιτική ιεραρχία.

Η κορύφωση αυτής της εθνικής προσπάθειας των Αλβανών να καταστήσουν τον ίδιο τον αλβανισμό θρησκεία, περιθωριοποιώντας τις θρησκείες που διαιρούσαν το λαό, συμβαίνει στη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. ΄Εχω την εντύπωση ότι η επιβολή του αθεϊσμού έχει να κάνει λιγότερο με τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία και περισσότερο με τον ιδιότυπο εθνικισμό του Εμβέρ Χότζα, ο οποίος εξέλαβε κατά γράμμα τον ποιητικό λόγο του Pashko Vasa, καθιστώντας τον αλβανισμό θρησκεία και καταργώντας δια νόμου οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική πίστη και πρακτική.

Χαρακτηριστική είναι και η πραγματικότητα της Αλβανίας κατά την μετα-κομμουνιστική περίοδο. Η ανάκαμψη των θρησκειών, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση την ενότητα του αλβανικού λαού, εάν επικρατούσαν διαιρετικές αντιλήψεις και τάσεις σχετικά με το ρόλο της θρησκείας. Η ίδια η αλβανική ταυτότητα έπρεπε να αντιμετωπίσει διλήμματα ταύτισης με τη μια ή την άλλη θρησκεία, γεγονός που είχε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Και εδώ είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως, μπροστά στον κίνδυνο να επικρατήσουν διαιρετικές λογικές με βάση τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις στους κόλπους του έθνους, εμφανίζεται μια φιλολογία περί αλβανικού οικουμενισμού, η οποία αρδεύει στα ιδεολογικά νερά της σκέψης των πρωτοπόρων αλβανών εθνικιστών. Ο S. Maliqi γράφει χαρακτηριστικά: «Εάν η γύμνια που άφησε πίσω ο Κομμουνισμός μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι, από κάποιο είδος εθνικής πίστης ή πεποίθησης, τότε είναι η πίστη ότι οι Αλβανοί είναι ένα έθνος οικουμενισμού, συνεχίζοντας την παράδοση ανθρώπων όπως ο Naim Frashëri, ο Fan Noli και o Gjergj Fista».

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι τρεις συγκεκριμένοι εκπρόσωποι της αλβανικής εθνικής κίνησης ανήκουν σε διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες. Ο Naim Frasheri είναι Μουσουλμάνος, ο Fan Noli Ορθόδοξος και ο Gjergj Fista Καθολικός Χριστιανός. Αυτό που τους ενώνει και που τους προσανατολίζει στην υποβάθμιση του θρησκευτικού παράγοντα είναι η πίστη στην εθνική ιδέα και στην «αναγέννηση» του αλβανικού έθνους με τη μορφή ενός ενιαίου και ανεξάρτητου κράτους. Να σημειώσουμε επίσης ότι κατά κάποιον τρόπο από τις απαρχές του αλβανικού εθνικού κινήματος διαμορφώνεται ένα κλίμα μέσα στο οποίο οι επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς τον αλβανισμό. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί σ’ αυτό το πλαίσιο αρχίζουν να αυτοπροσδιορίζονται ως πιο γνήσιοι Αλβανοί, υποστηρίζοντας ότι ο ορθόδοξος χριστιανισμός είναι η παλιότερη θρησκεία των Αλβανών, ενώ αντίθετα οι Μουσουλμάνοι συνεργάστηκαν και ταυτίστηκαν εν πολλοίς με τους Οθωμανούς (άλλωστε γι’ αυτό τους αποκαλούν ακόμα και σήμερα «Τούρκους»). Από την πλευρά τους οι Μουσουλμάνοι θεωρούν ότι αυτοί είναι πιο γνήσιοι Αλβανοί, καθώς αποτέλεσαν τον πυρήνα της εθνικής αναγέννησης και σαν μεγάλοι πατριώτες αντιστάθηκαν στους Σέρβους που επιδίωξαν να διεισδύσουν και να καταλάβουν αλβανικά εδάφη. Για τους Χριστιανούς αντίθετα υποστηρίζουν ότι οι μεν Ορθόδοξοι ταυτίστηκαν με τους ΄Ελληνες οι δε Καθολικοί με τους Ιταλούς. Οι Καθολικοί με τη δική τους σειρά διεκδικούν μεγάλο μερίδιο της αλβανικής γνησιότητας, επειδή διατηρούν ανέπαφα τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα και ιδιαίτερα το αλβανικό εθιμικό δίκαιο με τους ανάλογους κώδικες τιμής (kanuni).

Παρατηρείται λοιπόν ένας υπερθεματισμός των θρησκευτικών ομάδων σε σχέση με την ιδεολογία του αλβανισμού, που τείνει να υποκαταστήσει τη θρησκευτική πίστη. Με την αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την ανάδυση των εθνικών κινημάτων στη Βαλκανική οι Αλβανοί βρέθηκαν μπροστά σε μια κατάσταση υστέρησης ως προς την ανάπτυξη της δικής τους εθνικής αυτοσυνειδησίας και έτσι, έστω και καθυστερημένα, προσπαθούν να ξεπεράσουν τις όποιες θρησκευτικές και άλλες πολιτισμικές διαφορές και να διαμορφώσουν κι αυτοί μια κοινή εθνική πολιτισμική κοινότητα, η οποία θα στηρίζεται σε άλλα πράγματα και όχι στη θρησκεία, που έτσι κι αλλιώς διαιρεί το έθνος. Η κοινή «φυλετική» καταγωγή και η κοινή γλώσσα αποτέλεσαν τους δύο βασικούς πυλώνες, πάνω στους οποίους έμελλε να στηριχτεί η ανάπτυξη της κοινής εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, ζητούμενο που προϋπέθετε βεβαίως τη δημιουργία ιδεολογικών μηχανισμών όπως τα σχολεία και την ανάπτυξη ενός κοινού γλωσσικού οργάνου και μιας εθνικής λογοτεχνίας. Ο αδελφός του Naim Frashëri Sami το έθεσε με τον πιο επιτακτικό τρόπο σε βιβλίο που εξέδωσε στο τέλος του 19ου αιώνα. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η Αλβανία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους Αλβανούς, οι Αλβανοί δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την αλβανική γλώσσα, και η τελευταία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το δικό της αλφάβητο και χωρίς σχολεία».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει σ’ αυτό το πλαίσιο και η χρήση της ιστορίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον εθνικό ήρωα των Αλβανών Gjergj Kastrioti-Skanderberg (Γεώργιο Καστριώτη-Σκεντέρμπεη). Ο Σκεντέρμπεης καταγόταν από χριστιανική φεουδαρχική οικογένεια και από παιδί τον είχαν πάρει όμηρο οι Οθωμανοί στην Πύλη, προκειμένου να διασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη των δικών του. Εκεί ανατράφηκε ως Μουσουλμάνος, πήρε το όνομα Skanderberg και υπηρέτησε ως αξιωματικός τον Σουλτάνο, φτάνοντας ως το βαθμό του στρατηγού και κερδίζοντας τον τίτλο του μπέη. Το 1443 ο Σκεντέρμπεης επέστρεψε στην πατρίδα του στη σημερινή βορειοδυτική Αλβανία, αποκήρυξε το ισλάμ, ενώθηκε με άλλους ευγενείς της περιοχής και με την υποστήριξη του Βατικανού και της Βενετίας αντιστάθηκε για πολλά χρόνια, κρατώντας τον οθωμανικό στρατό έξω από την περιοχή μέχρι το θάνατό του το 1468.

[Φωτο 22: Η πλατεία Σκεντέρμπεη στα Τίρανα]

Στο παράδειγμα του Σκεντέρμπεη οι Αλβανοί εθνικιστές βρήκαν βάση για να αναπτύξουν μια εθνική ρητορική και ιδεολογία περί εθνικής αντίστασης στους εχθρούς που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της πατρίδας και την ενότητα του αλβανικού λαού. Η περίπτωση του Σκεντέρμπεη, εκτός από τα ηρωικά χαρακτηριστικά και τις αρετές που συμπυκνώνει, φαίνεται να «βολεύει» τον εθνικό μύθο και ως προς τα θρησκευτικά του χαρακτηριστικά, καθώς αλλαξοπίστησε επανειλημμένα. Μάλιστα είναι χαρακτηριστική η επιλεκτική χρήση των χαρακτηριστικών του, αφού αποσιωπάται το βασικό στοιχείο της ιστορίας του, που είναι η αντίσταση ενός Χριστιανού απέναντι στους Μουσουλμάνους κατακτητές. Η εικόνα του Σκεντέρμπεη φιλοτεχνείται με τα υλικά του εθνικού μύθου, όπου η θρησκευτική διάσταση της ταυτότητάς του υποβαθμίζεται. Πάνω του προβάλλεται ο ιδεώδης τύπος του Αλβανού, που υλοποιεί ανά πάσα στιγμή το δόγμα Ky është shpata është feja («εκεί που είναι το σπαθί εκεί και η πίστη»). Ο Fan Noli στο πολύ γνωστό και δημοφιλές βιβλίο του Historia e Skëndërbeut ( Η ιστορία του Σκεντέρμπεη) γράφει: « Ο Σκεντέρμπεης ήταν ένας γνήσιος Αλβανός αφού άλλαζε την θρησκευτική του πίστη ανάλογα με την πολιτική συγκυρία».

Ακόμα και οι κομμουνιστές, στην προσπάθεια τους να σφυρηλατήσουν την εθνική ταυτότητα στο πλαίσιο ενός ιδιόρρυθμου εθνικισμού, συνέδεσαν το κίνημά τους με τους αγώνες του Σκεντέρμπεη ενάντια στις εξωτερικές επιβουλές. Μάλιστα, στο πλαίσιο μιας ρητορικής για τους συνεχείς και ακατάπαυστους αγώνες του αλβανικού λαού μέσα στην ιστορία, παραλληλίζουν την αντίσταση των παρτιζάνων κατά των δυνάμεων του ΄Αξονα με αυτή του Σκεντέρμπεη εναντίον του Σουλτάνου, τονίζοντας τα στοιχεία της αυτοάμυνας και του «μοναχικού» ηρωικού αγώνα ως τεκμηρίων της συνέχειας του αλβανικού χαρακτήρα. Ενδιαφέρων είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο το καθεστώς, μέσω επιλεκτικής χρήσης, προσαρμόζει την ιστορία του Σκεντέρμπεη στις ιδεολογικές του ανάγκες. ΄Ετσι αποσιωπά το γεγονός ότι ο αγώνας του ήταν κατ’ εξοχήν αντίσταση εναντίον των Μουσουλμάνων κατακτητών, υποβαθμίζοντας έτσι τη θρησκευτική διάσταση, καθώς ο θρησκευτικός παράγοντας είναι διαιρετικός για το αλβανικό έθνος.

Πρόκειται για ένα κλασικό παράδειγμα «ανάγνωσης» του παρελθόντος με βάση τις ανάγκες του παρόντος. Ουσιαστικά μια επιθυμία, ένα ζητούμενο του παρόντος, προβάλλεται στην ιστορική πραγματικότητα. Επειδή ακριβώς το καθεστώς γνωρίζει ότι η θρησκεία μπορεί να υπονομεύσει την ενότητα του λαού, καθώς η σύνθεσή του είναι πολυ-θρησκευτική, γι’ αυτό ακριβώς υιοθετεί το μύθο για την αδιαφορία του προς αυτή. Και αυτός ο μύθος προβάλλεται ακόμα και στον Σκεντέρμπεη, στους αγώνες του οποίου κάθε άλλο παρά απουσίαζε η θρησκευτική διάσταση. Νομίζω ότι απόδειξη για το φόβο του καθεστώτος απέναντι στη θρησκεία και ουσιαστική αναίρεση της άποψης περί αδιαφορίας του λαού αποτελεί η ίδια η επιβολή της αθεΐας στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και η μανία με την οποία αυτό επιδόθηκε στην καταστροφή των θρησκευτικών ιδρυμάτων με αποκορύφωμα την ίδρυση «Μουσείου Αθεΐας» στη Σκόδρα, μια πόλη με έντονες θρησκευτικές παραδόσεις

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στην ιστοριογραφία της εποχής, θα διαπιστώσει εύκολα την προσπάθεια που γίνεται να προσαρμοστεί η ιστορία του Σκεντέρμπεη στα σύγχρονα ιδεολογικά ζητούμενα. Στο βιβλίο των Pollo και Puto Ιστορία της Αλβανίας ο Σκεντέρμπεης παρουσιάζεται σαν Αλβανός πατριώτης που αγωνίζεται εναντίον των Τούρκων και όχι σαν Χριστιανός που πολεμά εναντίον Μουσουλμάνων. Όταν οι συγκεκριμένοι συγγραφείς αναγκάζονται να αναφερθούν στο θέμα της θρησκευτικής ταυτότητας του Σκεντέρμπεη, σπεύδουν να ξεκαθαρίσουν ότι «ποτέ του δεν υπήρξε πρόμαχος της θρησκείας, όχι ότι ήταν αντιθρησκευόμενος ή αντικαθολικός, μα γιατί μια τέτοια στάση θα είχε ολέθρια αποτελέσματα στον εθνικό πόλεμο που διεξήγαν καθολικοί και ορθόδοξοι Αλβανοί.»

Στο ίδιο βιβλίο συναντά κανείς την επίσημη θέση του Κόμματος Εργασίας για τη θρησκεία και το ρόλο της στην ιστορία της Αλβανίας: «Το πρόβλημα του ιστορικού ρόλου της θρησκείας στην Αλβανία θα πρέπει να ιδωθεί κάτω από δύο θεμελιακές πλευρές. Οι Αλβανοί χωρισμένοι από τον 11ο αιώνα σε δύο θρησκείες (καθολικοί και ορθόδοξοι) και μετά από τον 15ο αιώνα σε τρεις (καθολικοί, ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι), αντίθετα με τους άλλους βαλκανικούς λαούς δε χωρίστηκαν σε τόσες ανάλογες εθνικότητες. Αυτή η ιδεολογική διαφοροποίηση, παρά τις νοσηρές συνέπειες που είχε τόσους αιώνες στη χώρα, δεν κατάφερε να εξαλείψει την εθνική συνείδηση των Αλβανών. Η Αλβανία παρόλο που ήταν χωρισμένη σε τρεις εχθρικές η μια για την άλλη θρησκείες, δε γνώρισε θρησκευτικούς πολέμους στην ιστορία της. Ο Αλβανός έγραφε ο Λόρδος Χομπχάουζ, σύντροφος του Μπάυρον στα ταξίδια του Τσάιλντ Χάρολντ στην Αλβανία, θα σας πει στην αρχή ότι είναι Αλβανός και μετά ποια είναι η θρησκεία του. Το έντονο ένστικτο της διαφύλαξης της αλβανικής εθνικότητας, ο θρησκευτικός προσηλυτισμός που επιβλήθηκε στο λαό από τους καταχτητές και το σχετικά χαμηλό επίπεδο της μάζας των κληρικών, ήταν πιθανώς, οι παράγοντες που, μόνοι ή μαζί μ’ άλλους, εμπόδισαν το ρίζωμα της θρησκείας στην ψυχή των Αλβανών.

Οι σχετικά χαλαροί δεσμοί που είχαν οι Αλβανοί με τη θρησκεία, οφείλονταν επίσης στον πολιτικό ρόλο που έπαιξε η τελευταία. Αυτή είναι η δεύτερη θεμελιακή πλευρά του ιστορικού της ρόλου στην Αλβανία. Οι θρησκείες χρησιμοποιήθηκαν πάντα σαν ιδεολογικά όπλα των κατακτητών, που από τη Δύση και από την Ανατολή τις έφεραν μαζί τους. ΄Ετσι ήδη από την καταγωγή τους βρίσκονταν ανακατεμένες με την πολιτική, χρησιμεύοντας ως στήριγμα των εισβολέων και όργανο των δυνάμεων που ενδιαφέρονταν ώστε ο θρησκευτικός διαμελισμός των Αλβανών να παίξει έναν τελείως διαλυτικό ρόλο στο πολιτικό επίπεδο…»

Με την κατάρρευση του καθεστώτος το 1991, το ζήτημα της θρησκείας επανέρχεται και συνδέεται, όπως είναι φυσικό, και με το θέμα της εθνικής ταυτότητας των Αλβανών στο πλαίσιο αναζήτησης νέων προσανατολισμών. Η ιδέα ότι το αλβανικό κράτος είναι κοσμικό κράτος και ότι η θρησκεία δεν πρέπει να συνδέεται με την πολιτική, κάτι που συνάδει και με την κυρίαρχη εθνική ιδεολογία, τίθεται υπό συζήτησιν. Ο προσανατολισμός προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, σε ό,τι αφορά τις θρησκευτικές επιλογές, δεν είναι απλά ζήτημα πίστης αλλά θέτει ευρύτερα ζητήματα πολιτισμικής και πολιτικής ένταξης, γεγονός που προσλαμβάνει σημαντικές διαστάσεις στο πλαίσιο της γνωστής συζήτησης για τη «σύγκρουση των πολιτισμών», που επικεντρώνεται στην υποτιθέμενη διαπάλη μεταξύ του δυτικού χριστιανικού κόσμου και του ανατολικού ισλάμ, όπου τα Βαλκάνια ως οριακή περιοχή με σημαντικές «ισλαμικές νησίδες» αποκτούν μια νέα επικαιρότητα και σημασία. Το ερώτημα πράγματι τίθεται: Quo vadis Albania? Ο απαντήσεις διάφορες και ανάλογες της οπτικής γωνίας και της πολιτικής επιλογής του καθενός. Μια πρόχειρη σχηματοποίηση θα μας έδινε τρεις βασικά απόψεις.

Η πρώτη μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ευρωκεντρική» και αξιοποιεί το αθεϊστικό παρελθόν, χρησιμοποιώντας το ως μηδενική βάση για την ανάπτυξη μιας νέας κατά βάση χριστιανικής ταυτότητας που θα βλέπει προς τη Δύση. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι Καθολικοί υποστηρίζουν ότι ο καθολικισμός είναι ο πιο κατάλληλος δρόμος ένταξης στην ευρωπαϊκή πολιτισμική κοινότητα, αφού αποτελεί την κυρίαρχη μορφή θρησκευτικής έκφρασης στην Ευρώπη. Η ορθοδοξία δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τόσο καλά το σκοπό αυτό λόγω του περιθωριακού της ρόλου στην Ευρώπη αλλά και της ίδιας της πολιτισμικής υπόστασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι την άποψη αυτή την υποστηρίζουν διανοούμενοι χριστιανικής και μουσουλμανικής καταγωγής, μεταξύ αυτών και ο Ισμαήλ Κανταρέ. Είναι μια άποψη που, εκτός των άλλων, συνάδει και με μια συγκεκριμένη ανάγνωση της περίπτωσης του Σκεντέρμπεη, ιδιαίτερα ως προς τη διάσταση της επιλογής μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό αυτό, παραπέμπω και πάλι στους Pollo και Puto, οι οποίοι χρόνια πριν και επί καθεστώτος Χότζα έγραφαν: « Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει το ρόλο που έπαιξε ο Σκεντέρμπεης στις συνθήκες που δημιούργησε η οθωμανική κάθοδος στην ίδια την καρδιά της Ευρώπης, σαν υπερασπιστή του ευρωπαϊκού πολιτισμού και στρατιώτη της Αναγέννησης…»

Η δεύτερη άποψη σχεδόν ταυτίζεται με την κυρίαρχη αντίληψη περί της εθνικής ταυτότητας των Αλβανών, που προβάλλει τον πολυ-θρησκευτικό της χαρακτήρα αλλά και τη μικρή σημασία που έχει η θρησκεία στη συγκρότηση της αλβανικής εθνικής ταυτότητας. Σ’ αυτή τη βάση υποστηρίζεται τόσο ο θρησκευτικός πλουραλισμός και η ανεξιθρησκία όσο και ο διαχωρισμός της θρησκείας από την πολιτική.

Η τρίτη άποψη είναι λιγότερο διαδεδομένη και αφορά τη σχέση του αλβανισμού με το ισλάμ («ισλαμο-εθνικισμός»). Παρουσιάζει μάλιστα ενδιαφέρον η προσπάθεια των εκφραστών της να αποσείσουν το στίγμα της ταύτισης των Μουσουλμάνων Αλβανών με τους Οθωμανούς, υποστηρίζοντας ότι ο εξισλαμισμός συνιστούσε «εθνική στρατηγική» για την αποφυγή του εκσλαβισμού ή εξελληνισμού του αλβανικού λαού. Προφανώς αυτή η άποψη έχει έναν αντι-δυτικό χαρακτήρα και γι’ αυτό δεν μπορεί να κερδίσει έδαφος, δεδομένου του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.

* Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
από το βιβλίο «ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ»

Διαβάστε ακόμη
* Οι Μπεκτάσηδες: Μια κοινότητα Σούφι που εξακολουθεί να υποστηρίζει την ανεκτικότητα παρά τη μακρά ιστορία διώξεων

👉Ακολουθήστε μας στο twitter 

Σχόλια