Ο λιμός της Ουκρανίας (1932-1933): Πώς ο Στάλιν εξολόθρευσε περισσότερα από 3 εκατομμύρια Ουκρανούς

Υπάρχουν γεγονότα από το παρελθόν που δεν είναι ευρέως γνωστά και εξηγούν κατά κάποιον τρόπο, το αβυσσαλέο μίσος μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων. Ένα από αυτά, με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα, είναι ο λιμός της Ουκρανίας το 1932-1933. Με την ίδρυση των κολχόζ και την κολεκτιβοποίηση, εκατομμύρια αγρότες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χτυπηθούν από φοβερή ξηρασία και λιμό, καθώς ο Στάλιν και το σοβιετικό κράτος βρήκαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από μερικά εκατομμύρια ανεπιθύμητους πολίτες, ο ακριβής αριθμός των οποίων παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα.

Στα τέλη του 1922 ο Λένιν έχοντας σοβαρά προβλήματα υγείας συνέταξε τη λεγόμενη «Διαθήκη» του (23-36 Δεκεμβρίου 1922), στην οποία αναγνώριζε την προσωπική δύναμη που συγκέντρωνε ο Στάλιν και κατέληγε:
«Ο Στάλιν είναι πολύ βάναυσος κι αυτό το ελάττωμα, απόλυτα ανεκτό στις σχέσεις ανάμεσα σ’ εμάς τους κομμουνιστές, γίνεται ανυπόφορο, όταν χαρακτηρίζει έναν Γενικό Γραμματέα. Γι’ αυτό προτείνω στους συντρόφους να βρουν τρόπο να απομακρύνουν τον Στάλιν από αυτήν την θέση».

Με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), που ξεκίνησε μετά την καταστολή της εξέγερσης στη ναυτική βάση της Κροστάνδης (1921), ο Λένιν ξεκίνησε το τέλος του πολεμικού κομμουνισμού και προσανατολίστηκε προς την κατεύθυνση ενός κρατικού καπιταλισμού. Επιτράπηκε στους αγρότες να διαθέτουν ελεύθερα την παραγωγή τους, αφού πρώτα είχαν τακτοποιήσει τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Οι περισσότερες εμπορικές επιχειρήσεις και πολλές μικρής κλίμακας βιομηχανίες αποδόθηκαν σε ιδιώτες κι έτσι δόθηκε η δυνατότητα να αναπτυχθεί μια νέα τάξη μικρών επιχειρηματιών.
Οι μηνιαίοι μισθοί και τα ημερομίσθια έτειναν να είναι ανάλογα προς την παρεχόμενη εργασία και την υπευθυνότητα των εργαζομένων. Αυτό αποτελούσε παρέκκλιση από τον μαρξιστικό στόχο της ισότητας. Η ΝΕΠ πέτυχε ανάκαμψη τόσο στην αγροτική όσο και στη βιομηχανική παραγωγή, αν και η ξηρασία του 1921 μαζί με τις καταστροφές του Πολεμικού Κομμουνισμού προκάλεσαν εξολοθρευτικό λιμό στην περιοχή του Βόλγα (1921-1922) για την αντιμετώπιση του οποίου υπήρξε και διεθνής κινητοποίηση με επικεφαλής τον μετέπειτα πρόεδρο των Η.Π.Α. Χέρμπερτ Χούβερ. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 οι περισσότεροι κλάδοι της οικονομίας έφτασαν στα προπολεμικά τους επίπεδα. Στα χρόνια της ΝΕΠ υπήρχε στη Σοβιετική Ρωσία και μία υποχώρηση από την επαναστατική αδιαλλαξία.

Αυτή όμως η χαλαρή και σχετικά πλουραλιστική περίοδος τελείωσε απότομα το 1928, όταν ο Ιωσήφ Στάλιν έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος προχώρησε στην επιβολή ελέγχου του Κόμματος πάνω σε κάθε εκδήλωση της ζωής στην ΕΣΣΔ και στη χρησιμοποίησή του για ένα βίαιο οικονομικό μετασχηματισμό. Αρχικά ο Στάλιν κατέπνιξε την αριστερή αντιπολίτευση των Τρότσκι και Ζινόβιεφ και αποφάσισε να απομονώσει και να δυσφημίσει τους ανθρώπους με τους οποίους είχε μοιραστεί την ηγεσία κατά τη διάρκεια της ΝΕΠ: Νικολάι Μπουχάριν (εκδότη της Πράβντα και πρόεδρο της Γ’ Διεθνούς), Αλεξέι Ρίκαφ (πρόεδρο του Συμβουλίου των Λαϊκών Κομισαρίων μετά τον θάνατο του Λένιν) και Μιχαήλ Τόμσκι (πρόεδρο των εμπορικών ενώσεων). Ο Στάλιν ξεκίνησε να εφαρμόζει μια αριστερότερη πολιτική την οποία οι παραπάνω δεν αποδέχτηκαν κι έτσι συγκρότησαν τη Δεξιά Αντιπολίτευση στον Γεωργιανό. Η στροφή του Στάλιν ξεκίνησε με μια πιο επιθετική στάση της Κομιντέρν και άσκηση πιέσεων προς τους αγρότες, που δεν μπόρεσαν να προμηθεύσουν τις απαραίτητες ποσότητες σιτηρών.
Η αντίληψη για μια σχεδιασμένη οικονομία, ιδιαίτερα μια σχεδιασμένη εκβιομηχάνιση με την επένδυση κρατικών πόρων δεν ήταν καινούργια για τον Στάλιν, καθώς είχαν συσταθεί η Goelro (Κρατική Επιτροπή για τον εξηλεκτρισμό της Ρωσίας το 1920) και η Gosplan (Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού, το 1921). Στη διάρκεια της ΝΕΠ, η Gosplan δημιούργησε ένα επιτελείο, από ικανότατους οικονομολόγους οι οποίοι μελετούσαν διάφορους τρόπους σχεδιασμού. Έτσι το 15ο Συνέδριο του Κόμματος το 1927 έδωσε εντολή στην Gosplan να καταστρώσει ένα πενταετές πρόγραμμα. Το 1928 ο Στάλιν ενίσχυσε τις προσδοκίες σχετικά με τους στόχους του σχεδίου και χρησιμοποίησε το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο υπό τον Βαλέριαν Κούιμπισεφ για να προετοιμάσει μια πιο φιλόδοξη εκδοχή του. Παρά τις επιφυλάξεις του Μπουχάριν, τον Απρίλιο του 1929 η Κεντρική Επιτροπή υιοθέτησε την πιο αισιόδοξη (αλλά και σκληρή) παραλλαγή του προγράμματος. Το πρόγραμμα ζητούσε τον τετραπλασιασμό της βαριάς βιομηχανίας και ταυτόχρονα ουσιαστική αύξηση της αγροτικής παραγωγής και της παραγωγής βιομηχανικών καταναλωτικών αγαθών.

Η εφαρμογή του προγράμματος απαιτούσε σκληρότερους ελέγχους στη σοβιετική οικονομία. Οι διευθυντές των κρατικών επιχειρήσεων έχασαν το μεγαλύτερο μέρος της αυτονομίας τους, αλλά και όλες οι μικρής κλίμακας βιομηχανίες και το εμπόριο που είχαν αφεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία εθνικοποιήθηκαν εκ νέου. Το πενταετές πρόγραμμα, με τον περιορισμό των πόρων και του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί. Παρουσιάστηκαν ελλείψεις και οι αποφάσεις λαμβάνονταν με βάση την προτεραιότητα της βαριάς βιομηχανίας, θυσιάζοντας τα καταναλωτικά αγαθά και τα γεωργικά προϊόντα. Τα εισοδήματα αυξήθηκαν, ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στα ύψη και για την απορρόφηση της πλεονάζουσας αγοραστικής δύναμης επιβλήθηκε ο «ανατρεπτικός φόρος». Η πορεία της εκβιομηχάνισης οδήγησε σε αστυφιλία και δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα έλλειψης στέγης.
Τον Δεκέμβριο του 1932 ο Στάλιν ανακοίνωσε πως το Πρώτο Πενταετές Πρόγραμμα είχε ολοκληρωθεί. Στην πραγματικότητα εφαρμόστηκε μόνο για τρία χρόνια και οχτώ μήνες. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά: η παραγωγή χάλυβα κατά 40%, ηλεκτρικής ενέργειας κατά 150% και η παραγωγή μηχανημάτων πολλαπλασιάστηκε. Όμως οι στόχοι για την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων απείχαν πολύ από τους στόχους που είχαν τεθεί και η αγροτική παραγωγή ήταν τραγικά ανεπαρκής, λόγω της κολεκτιβοποίησης. Για λόγους προπαγάνδας, τα επιτεύγματα του προγράμματος μεγαλοποιήθηκαν με την κατάταξη στον πίνακα νέων προϊόντων με υψηλότερες τιμές. Εφαρμόστηκαν δύο ακόμα Πενταετή Προγράμματα, μετά από το 1933, ωστόσο η αναφορά σε αυτά ξεφεύγει από τα πλαίσια του σημερινού άρθρου.

Η βίαιη μετατροπή των σοβιετικών αγροτικών νοικοκυριών σε κολεκτιβιστικά αγροκτήματα και η βίαιη εκβιομηχάνιση της χώρας ήταν τα θεμέλια της σταλινικής πολιτικής. Όμως, δεν ανταποκρίθηκαν στις οικονομικές ανάγκες που τις επέβαλαν, κυρίως την εγγυημένη γεωργική παραγωγή. Η κυβέρνηση όμως επέμεινε στην εφαρμογή τους, χωρίς να υπολογιστεί το τίμημα. Κατά τη διάρκεια της ΝΕΠ οι Σοβιετικοί αγρότες ήταν ιδιοκτήτες της γης τους, αλλά όχι ίσοι μεταξύ τους. Οι κουλάκοι είχαν περισσότερη γη από τους άλλους και απασχολούσαν εργάτες. Αυτοί ισχυροποιήθηκαν κατά την περίοδο της ΝΕΠ. Μόνο λίγες εθελοντικές πειραματικές κοινότητες και λίγα μεγάλα κρατικά πρότυπα αγροκτήματα παρέμειναν.
Ως το 1928 η κυβέρνηση παρότρυνε τους αγρότες να σχηματίζουν εθελοντικά συνεταιρισμούς, ενώ ταυτόχρονα τους αποζημίωνε για τα τρόφιμα που προμήθευαν στις πόλεις. Αν και η τακτική αυτή δεν ήταν ικανοποιητική, υπήρχε ακόμα αρκετό πλεόνασμα για τον επισιτισμό των πόλεων, αλλά οι προοπτικές να καλυφθούν οι ανάγκες του διαρκώς αυξανόμενου εργατικού δυναμικού των εργοστασίων ήταν αβέβαιες και το προπολεμικό απόθεμα σε σιτηρά, το οποίο προοριζόταν για εξαγωγή, ώστε να κερδηθεί ξένο συνάλλαγμα είχε ξοδευτεί.

Στη διάρκεια της διαμάχης του με τη Δεξιά Αντιπολίτευση (1928-1929), ο Στάλιν έθεσε σε εφαρμογή ένα εθελοντικό, φιλόδοξο πρόγραμμα κολεκτιβοποίησης, αλλά από το φθινόπωρο του 1929 αυτό επιβλήθηκε με τη βία σχεδόν σε όλη τη χώρα. Το πρόγραμμα απαιτούσε την ολοσχερή κρατικοποίηση των γαιοκτησιών, των ζώων και των εργαλείων, όχι όμως και των σπιτιών. Νομικά, κάθε κολεκτίβα (κολχόζ) εθεωρείτο συνεταιρισμός, που χρησιμοποιούσε γη που την είχε παραχωρήσει το κράτος και για αντάλλαγμα πλήρωνε φόρους και παρείχε αναγκαστικά μεγάλες ποσότητες τροφίμων σε τιμές συμφέρουσες για το κράτος. Οι χωρικοί αποζημιώνονταν με ένα μέρος της παραγωγής, ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας τους.
Η χρήση τρακτέρ θα αποτελούσε, υποτίθεται, ένα από τα προτερήματα της κολεκτιβοποίησης. Όμως ο αριθμός των τρακτέρ δεν κάλυψε τον αριθμό των αλόγων τα οποία είχαν φάει (!) οι χωρικοί. Μάλιστα, τα τρακτέρ δεν δίνονταν στα κολχόζ αλλά φυλάσσονταν στους «σταθμούς μηχανημάτων και τρακτέρ» (MTS), που λειτουργούσαν και ως κέντρα πολιτικής καθοδήγησης και ελέγχου της υπαίθρου. Υπήρχαν και αγροκτήματα που κατείχε και διαχειριζόταν το κράτος, τα σοβχόζ και τα οποία διατηρήθηκαν για συγκεκριμένες καλλιέργειες και αγροτικά πειράματα, με μισθωτή εργασία που αμείβονταν όπως και στα εργοστάσια. Η αντίδραση των χωρικών ήταν έντονη. Χαρακτηριστικό δείγμα της παθητικής αντίστασής τους, ήταν ότι προτίμησαν να σφάξουν και να φάνε τα ζώα τους πάρα να τα παραδώσουν στην κολεκτίβα.

Έτσι τα ζώα μειώθηκαν σε λιγότερα από τα μισά. Η αντίσταση ήταν πιο μεγάλη στις σιτοπαραγωγικές περιοχές (Ουκρανία, Βόρειος Καύκασος, περιοχή του Βόλγα), όπου οι χωρικοί ήταν πιο πλούσιοι και παραδοσιακά πιο ανεξάρτητοι. Επίσης μεγάλη ήταν η αντίδραση εκεί όπου η κυβέρνηση επέβαλε νωρίτερα και πιο δυναμικά την κολεκτιβοποίηση για να εξασφαλίσει τα αποθέματα σε σιτάρι. Οι κουλάκοι διώχθηκαν και διατάχθηκε η εξάλειψή τους ως τάξης με μαζικές εκτοπίσεις στη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία. Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των εκτοπίσεων και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου πολλοί φυλακίστηκαν. Στις αρχές του 1930 ο Στάλιν άσκησε κριτική στις υπερβολές της κολεκτιβοποίησης και χαλάρωσε κάπως τα μέτρα που προβλέπονταν. Τον επόμενο χειμώνα όμως, η «σκληρή» κολεκτιβοποίηση επανήλθε. Ως το 1936 όλα τα σοβιετικά νοικοκυριά είχαν ενταχθεί σε κάποιας μορφής κολεκτιβιστική επιχείρηση. Τα αγροτικά νοικοκυριά διαλύθηκαν καθώς παρέδιδαν όλο και μεγαλύτερη ποσότητα σιτηρών.
Τα σχέδια του Στάλιν και των συνεργατών του όμως, δεν υπολόγιζαν και τους αστάθμητους παράγοντες. Οι ελλείψεις αλόγων, τρακτέρ και σπόρων παρεμπόδισαν την εαρινή σπορά του 1931. Η άνοιξη ήταν ψυχρή και οι βροχοπτώσεις ήταν λιγότερες σε σχέση με άλλες χρονιές, ιδιαίτερα στην ανατολική ΕΣΣΔ. Η περιοχή του Βόλγα, η Σιβηρία, το Καζακστάν και η κεντρική Ουκρανία υπέφεραν από ξηρασία. Το καλοκαίρι του 1931 κάποιοι κρατικοί αξιωματούχοι προειδοποιούσαν για επερχόμενα προβλήματα; υπενθυμίζοντας τον λιμό του 1921. Στο στόχαστρο του Στάλιν μπήκε η Ουκρανία.

Στις 17 Ιουνίου 1931 ο Στάλιν και ο Μολότοφ έστειλαν στην ουκρανική ηγεσία διαταγή που είχε τις υπογραφές και των δύο και απαιτούσαν να υπάρξει εξασφάλιση ότι «θα σπαρθούν τα άσπαρτα χωράφια» και καλούσαν απερίφραστα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας να επιστρατεύσει όλα τα υπάρχοντα μέσα: «Παρακαλούμε να μας ενημερώσετε για τα αποτελέσματα μέχρι τις 25 Ιουνίου». Δυστυχώς για τον Στάλιν η σοδειά από τον θερισμό του 1931-32 ήταν πολύ κατώτερη του αναμενομένου: 69.500.000 τόνοι σιτηρών, έναντι 83.000.000 τουλάχιστον, που υπολογιζόταν. Αυτό σήμαινε ότι ούτε εξαγωγές σιτηρών για να εισπραχθούν χρήματα από το εξωτερικό μπορούσαν να γίνουν και οι άνθρωποι στις πόλεις δεν θα είχαν ψωμί. Ο ηγέτης της επαρχίας του Κιέβου έστειλε μια ικετευτική επιστολή στον Μικογιάν, ο οποίος ήταν τότε Λαϊκός Επίτροπος Εμπορίου: «Για δύο εβδομάδες δεν έχουμε διανείμει καθόλου κρέας με δελτίο, κανείς δεν μας έχει φέρει ψάρια, μερικές φορές μόνο πατάτες… Οι εργάτες είναι ανήσυχοι, οι φτωχοί στην ύπαιθρο δεν έχουν καθόλου ψωμί! Η βιομηχανική παραγωγικότητα είναι στα πρόθυρα σοβαρής κρίσης». Και κατέληγε ζητώντας να εφοδιαστεί το Κίεβο με ψωμί σύμφωνα με τις καθιερωμένες νόρμες.
Κατά την προσφιλή τακτική του Στάλιν, όταν οι πολιτικές του αποτύγχαναν, έριχνε την ευθύνη σε «σαμποτέρ». Το 1928 στο Σάχτι κατηγορήθηκαν και δικάστηκαν οι μηχανικοί των ορυχείων για την αποτυχία της παραγωγής στη βαριά βιομηχανία. Τώρα αναζητήθηκαν ειδήμονες της γεωργίας για να κατηγορηθούν. Την άνοιξη του 1931 πράκτορες της μυστικής Αστυνομίας στην πόλη Βίνιτσα της δυτικής Ουκρανίας ανακάλυψαν και διέλυσαν μια «αντιεπαναστατική οργάνωση σαμποταριστών» το Εργατικό Κόμμα Αγροτών της Ποδολίας. Συνελήφθησαν 16 αγρονόμοι, ως επί το πλείστον, που κατηγορήθηκαν ότι επιδίωκαν «την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση αστικής λαϊκής δημοκρατίας». Δικάστηκαν και τιμωρήθηκαν με «διαμονή» σε γκουλάγκ από τρία έως δέκα χρόνια.

Πάντως, οι απειλές και οι φυλακίσεις δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα και τον Δεκέμβρη του 1931, ο Στάλιν με τον Μολότοφ, αποφάσισαν να ακολουθήσουν την τακτική του εξαναγκασμού. Τα κολχόζ που δεν είχαν καλύψει τις ποσοστώσεις τους σε σιτηρά θα έπρεπε να αποπληρώσουν τα ανεξόφλητα δάνειά τους και να επιστρέψουν τα τρακτέρ και τον εξοπλισμό που είχαν νοικιάσει από τους «σταθμούς» των τρακτέρ. Τα λιγοστά μετρητά τους που προορίζονταν για την αγορά σπόρων θα κατάσχονταν. Ο Μολότοφ ο οποίος στάθηκε στο Χάρκοβο της Ουκρανίας για να εξηγήσει τους νέους κανόνες δεν έδειξε κανένα έλεος. Δεν δέχτηκε τα δικαιολογημένα παράπονα για τον κακό καιρό και την κακή σοδειά. Το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη σιτηρών, έλεγε στους ηγέτες του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος αλλά η δική τους ανικανότητα.
Δεν είχαν καλή οργάνωση, απέτυχαν να κινητοποιήσουν τις μάζες και δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν τις ποσότητες σιτηρών που έπρεπε. Στην ύπαιθρο επέπληξε τους ηγέτες των κολχόζ κατηγορώντας τους ως «πράκτορες των κουλάκων». Πάντως την άνοιξη του 1932 απεγνωσμένοι αξιωματούχοι ανήσυχοι για τις θέσεις εργασίας τους, αλλά κυρίως για τις ζωές τους βλέποντας ότι μπορεί να εμφανιζόταν νέος λιμός άρχισαν να συγκεντρώνουν σιτηρά όπου και όπως μπορούσαν. Μαζικές κατασχέσεις έγιναν σε όλη την ΕΣΣΔ με ιδιαίτερη ένταση στην Ουκρανία. Σύμφωνα με ανταποκριτή της «Πράβντα» που έστειλε σε συνάδελφο του εμπιστευτικά στοιχεία (δεν θα τολμούσε βέβαια να τα δημοσιεύσει στην εφημερίδα) έγραφε για επιθέσεις εναντίον των αγροτών που ήταν άγριες και καταστροφικές.

Σε ένα χωριό στα σύνορα με τη Ρουμανία δεν έμεινε ούτε ένα σπίτι που να μην κατέστρεψαν τη σόμπα του. Ακόμα πιο τραγικό ήταν ότι έσερναν έξω από τα σπίτια τους όσους είχαν ψωμί ή σιτηρά ακόμα και τους πιο φτωχούς και τους έπαιρναν τα υπάρχοντά τους. Καμία όμως από αυτές τις ενέργειες δεν είχε αποτέλεσμα. Σταδιακά άρχισαν να φτάνουν αναφορές από την περιοχή του Βόλγα, τον Καύκασο και το Καζακστάν που μιλούσαν για παιδιά που λιμοκτονούσαν, για ανθρώπους πολύ εξασθενημένους για να εργαστούν, για ολόκληρες περιοχές χωρίς ψωμί. Τραγική ήταν και η κατάσταση στην Ουκρανία, ιδιαίτερα στην περιοχή της Οδησσού. Την ίδια ώρα όμως που γιατροί πήγαν στο χωριό Κοζέριβκα και βρήκαν ότι από τις 365 οικογένειές του, είχαν απομείνει μόλις 100, καθώς τα περισσότερα μέλη των άλλων είχαν πεθάνει, κομματικοί «ακτιβιστές» έκαναν εφόδους σε σπίτια, γκρέμιζαν τοίχους και κατέστρεφαν έπιπλα αναζητώντας κρυμμένα σιτηρά.
Η OGPU, υπηρεσία πληροφοριών και μυστική Αστυνομία της ΕΣΣΔ, είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε. Το πρώτο τρίμηνο του 1932, πράκτορές της κατέγραφαν ότι 83 Ουκρανοί είχαν πρηστεί από την πείνα και έξι είχαν πεθάνει. Τα μισά άλογα στην Ουκρανία είχαν πεθάνει από την αρχή της κολεκτιβοποίησης. Οι κρατικοί αξιωματούχοι δεν μπορούσαν να εμποδίσουν τους αγρότες να τρώνε τα άλογα: «Ούτως ή άλλως θα πεθάνουμε από την πείνα και θα φάμε τα ψοφίμια, ακόμα και μολυσμένων ζώων. Μπορείτε να μας τουφεκίσετε αν θέλετε», έλεγαν οι αγρότες στα κομματικά στελέχη.

Την άνοιξη του 1932 τελικά μερικοί υψηλόβαθμοι Ουκρανοί κομμουνιστές βρήκαν το θάρρος να κάνουν έκκληση για αλλαγή κατεύθυνσης. Οι αναφορές έφτασαν και στον Στάλιν. Σε αυτές, οι Ουκρανοί ζητούσαν όσα σιτηρά παράγονταν στην Ουκρανία να παραμένουν σε αυτή. Αρχικά στάλθηκαν στην Ουκρανία κεχρί, καλαμπόκι και ζωοτροφές. Από τον Απρίλιο όμως που ο Στάλιν έλαβε ανησυχητικές πληροφορίες για την κατάσταση στην Ουκρανία, η κατάσταση άλλαξε. Σταμάτησε αμέσως την αποστολή κεχριού και τροφίμων και έδωσε εντολή στο ΚΚ Ουκρανίας να διατηρήσει την πολιτική κατάσχεση των τρακτέρ και άλλων εργαλείων από αγροκτήματα που δεν εκπλήρωναν τους στόχους τους. «Να δώσετε μεγάλη προσοχή στην Ουκρανία» έγραφε στους Μολότοφ και Καγκάνοβιτς, στις 2 Αυγούστου 1932.
Λίγο αργότερα η OGPU του έστειλε αναφορές για απείθεια στις διαταγές της Μόσχας στην Ουκρανία. Έτσι στις 7 Αυγούστου 1932 ο Στάλιν εξέδωσε διάταγμα με το οποίο η κλοπή ακόμα και μικρών ποσοτήτων τροφίμων μπορούσε να τιμωρηθεί με ποινή από δέκα χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας ως και εκτέλεση. Ως τα τέλη του 1932 4.500 άνθρωποι εκτελέστηκαν για παραβίαση του νόμου και πάνω από 100.000 κλείστηκαν για 10 χρόνια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επίσης επανεμφανίστηκαν οι «βίαιοι απαλλοτριωτές» άνθρωποι που κραδαίνοντας τα ντουφέκια τους ζητούσαν τρόφιμα. Είχε πρωτοεμφανιστεί το 1918-19. Είναι απίστευτα όσα περιγράφει η Anne Applebaum στο βιβλίο της «Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΛΙΜΟΣ». Οι «ακτιβιστές-απαλλοτριωτές» έπαιρναν κάθε είδους τρόφιμα, αγέλαδες, γουρούνια, πουλερικά, γάτες, σκύλους, ακόμα και κατσαρόλες!

Ο λιμός που αναπόφευκτα έπληξε την Ουκρανία έφτασε στο αποκορύφωμά του την άνοιξη του 1933. Αν και τηρούνταν στατιστικές με μεγάλη ακρίβεια για τη θνησιμότητα από τον λιμό το 1933 αργότερα αλλοιώθηκαν ληξιαρχικές πράξεις θανάτων για απόκρυψη των θυμάτων από την πείνα ενώ το 1937 ακυρώθηκε ολόκληρη απογραφή γιατί θα έφερνε στο φως δυσάρεστα για τον Στάλιν στοιχεία. Για τον αριθμό των θυμάτων από τον λιμό του 1932-33 στην Ουκρανία έχουν γραφτεί πολλά. Η επικρατέστερη εκδοχή κάνει λόγο για 3.900.000 θανάτους και 600.000 παιδιά που δεν γεννήθηκαν λόγω του λιμού. 3.500.000 ήταν οι θάνατοι στην ύπαιθρο και 400.000 στις πόλεις. Πάνω από το 90% των ανθρώπων αυτών πέθαναν το πρώτο εξάμηνο του 1933.
Θορυβημένος από όλα αυτά, ο Στάλιν αν και ποτέ δεν παραδέχτηκε την πραγματικότητα, έκανε κάποιες παραχωρήσεις προς την Ουκρανία όπως τη μείωση της ποσότητας των σιτηρών που έπρεπε να συνεισφέρει στο κράτος κατά μισό εκατομμύριο τόνους. Παράλληλα υπήρξε αναστολή της μαζικής εξορίας των αγροτών, μείωση του αριθμού των συλλήψεων και μείωση του αριθμού των φυλακών. Υπήρχαν τότε 800.000 φυλακισμένοι σε όλη την ΕΣΣΔ που ήταν απαραίτητοι για τον θερισμό… Ο μεγάλος λιμός της Ουκρανίας του 1932-33 γνωστός ως Χολοντομόρ, στις 28 Νοεμβρίου 2006 αναγνωρίστηκε επίσημα από το ουκρανικό κοινοβούλιο ως γενοκτονία…

Υπήρχαν, εκτός από τους φανατικούς υποστηρικτές του Στάλιν και κάποιοι αντίθετοι με την πολιτική του. Ανάμεσά τους και η Ναντέζνα Σεργκέεβα Αλιλούγεβα, η σύζυγός του. Στις 9 Νοεμβρίου 1932, πρωινές ώρες, δυο μέρες μετά τους επίσημους εορτασμούς για τη 15η επέτειο της επανάστασης, η Ναντέζνα αυτοπυροβολήθηκε και πέθανε αμέσως. Μερικές ώρες αργότερα κάποιος γιατρός εξέτασε το πτώμα της και ανέφερε ως αιτία θανάτου «ανοιχτή πληγή στην καρδιά». Λίγο αργότερα μετά από μια έντονη συζήτηση με τους Μολότοφ και Καγκάνοβιτς άλλαξε άποψη και στο πιστοποιητικό αναφεόταν ως αιτία θανάτου «οξεία σκωληκοειδίτιδα». Αν μαθευόταν ότι η σύζυγος του Στάλιν αυτοκτόνησε, ο λαός θα την ερμήνευε ως μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας.
Πολλά χρόνια αργότερα, η κόρη του Στάλιν και της Ναντέζνα, Σβετλάνα, έγραψε για την «τρομερή, ολέθρια απογοήτευση» της μητέρας της για τον πατέρα της και την πολιτική του. Η σύζυγος του Στάλιν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Μπουχάριν, αντίπαλο του Στάλιν και αντίθετο με την κολεκτιβοποίηση, ο οποίος έχασε τη θέση του στο Πολιτικό Γραφείο και τη ζωή του. Υπάρχουν αρκετές αναφορές ότι και η Ναντέζνα είχε εκφραστεί κατά της κολεκτιβοποίησης. Τους τελευταίους μήνες της ζωής της έπασχε από ημικρανίες, στομαχόπονους, συχνές αλλαγές διάθεσης και ξεσπάσματα υστερίας. Εκ των υστέρων όλα αυτά αποδόθηκαν σε οξεία κατάθλιψη. Δεν έπαυαν όμως να αποτελούν έκφραση τύψεων, απόγνωσης και απογοήτευσης που έκαναν την ευαίσθητη Ναντέζνα να δώσει τέλος στη ζωή της…

Πηγή: ANNE APPLEBAUM, «Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΛΙΜΟΣ-Ο πόλεμος του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας», Εκδόσεις αλεξάνδρεια, 2015, απ’ όπου προέρχονται και οι σπάνιες φωτογραφίες του άρθρου.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια