Το 1826 και ενώ οι οπλαρχηγοί αγωνιούσαν να κρατήσουν ζωντανή την επανάσταση, μια ομάδα ναυτικών αποφάσισε πως είναι η κατάλληλη στιγμή να εκστρατεύσει στον Λίβανο. Μια κακή, πολύ κακή ιδέα με φανερά -όπως αποδείχτηκε- στοιχεία πειρατείας και πλιάτσικου.
Στην αρχή, δε φαινόταν άσχημη ιδέα: όσο η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν σε πλήρη ανάπτυξη -με παράλληλα μέτωπα σε περιοχές όπως το Κρανίδι, η Τριπολιτσά, η Καλαμάτα και η Κρήτη- να οργανωθεί ταυτόχρονα μια εκστρατεία απελευθέρωσης με κατεύθυνση την Κύπρο και τον Λίβανο (και πιο συγκεκριμένα τη Βηρυτό), ως κίνηση αντιπερισπασμού στις δυνάμεις του σουλτάνου αλλά και ως στρατηγική κίνηση για αναζήτηση συμμάχων. Άλλωστε, ο εμίρης του Λιβάνου Μπεσίρ αποσκοπούσε στην απελευθέρωση του εμιράτου του από τον οθωμανικό ζυγό, οπότε θα γινόταν νέος σύμμαχος των Ελλήνων.
Συγκεκριμένα, στα πρακτικά του Βουλευτικού σώματος (ένα από τα δύο Σώματα μετά την Α’ Εθνοσυνέλευση) το ζήτημα καταγράφηκε τον Οκτώβριο του 1824, όταν ένας έμπορος Μακεδόνας με το όνομα Χατζηστάθης Ρέζος, ο οποίος ζούσε στο Λίβανο και γνώριζε προσωπικά τον εμίρη, μετέφερε τη δέσμευση εκείνου να συνδράμει με χιλιάδες ιππείς στον ελληνικό αγώνα, εφόσον θα λάμβανε πρώτα βοήθεια διά θαλάσσης. Αλλά αποδείξεις δεν είχε στα χέρια του.
Παρόλα αυτά, σε πρώτη φάση η πρόταση χαιρετίστηκε θετικά από το Βουλευτικό, καθώς εκπλήρωνε και το πάγιο αίτημα των Κυπρίων που είχαν συσπειρωθεί στο Ναύπλιο, με βασικότερο εκπρόσωπο τον Χαράλαμπο Μάλη (ο ίδιος κατέθεσε σχετικό υπόμνημα στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Φεβρουάριο του 1825).
Το θέμα λοιπόν επικοινωνήθηκε στην εκκλησία, ορίστηκαν αντιπρόσωποι για τις διαπραγματεύσεις, αλλά οι καθυστερήσεις υπήρξαν τρομερά μεγάλες. Έτσι, όταν ήρθε ο χειμώνας του 1826 εκείνη η εκστρατεία κατέληξε να εκτελείται τη χειρότερη δυνατή στιγμή, με όρους πειρατείας από μια ομάδα ναυτικών και ενόπλων που εναντιώθηκε στις οδηγίες της κυβέρνησης Μαυροκορδάτου.
Το αποτέλεσμα; Τη στιγμή που το Μεσολόγγι εκλιπαρούσε για βοήθεια, πνέοντας τα λοίσθια από την πολύμηνη πολιορκία, τη στιγμή που ο Ιμπραήμ Πασάς καταλάμβανε το ένα σημείο μετά το άλλο στην Πελοπόννησο και τα ταμεία των Επαναστατών είχαν στερέψει, ένας ολόκληρος στόλος βρισκόταν στα ανοιχτά για Λίβανο, λεηλατώντας ό,τι έβρισκε στο διάβα του.
Όπως αποδείχτηκε, ήταν μια πολύ κακή, εάν όχι μυωπική και αυτοκαταστροφική, ιδέα.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στο σχέδιο πλάνο της εκστρατείας, κυρίως γιατί όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πλήθαιναν τα προβλήματα σε σχέση με τη βιωσιμότητα και την εξέλιξη του Αγώνα. Οι αναγνωριστικές αποστολές στο Λίβανο, άλλωστε, δεν είχαν αποφέρει κάτι ιδιαίτερο. Και ενώ το λογικό θα ήταν κάπου εκεί να έσβηνε η υπόθεση, μια ομάδα στρατιωτικών αποφάσισε να εκστρατεύσει μόνη της – τα ονόματα που ηγούνταν ήταν οι Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Νικόλαος Κριεζώτης (ή Κριεζής), Βάσος Μαυροβουνιώτης μεταξύ άλλων.
Από τη μεριά του, ο Χαράλαμπος Μάλης κατήγγειλε τη μυστική συστράτευση στο Βουλευτικό και ο Γεώργιος Κουντουριώτης απέστειλε επιστολές στους αρχηγούς των Ψαρών, της Ύδρας και των Σπετσών, προτρέποντάς τους να αρνηθούν αυτή την εκστρατεία «επειδή δεν προεβλέπετο τίποτε άλλο παρά δυσφημία και βλάβη ως προς τα αληθή συμφέροντα του Έθνους».
Εκείνοι αμέριμνοι συνέχισαν το έργο τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης. Χωρίς την αιγίδα της κυβέρνησης, συγκέντρωσαν ιδιωτικά τις δυνάμεις τους και το αποτέλεσμα δεν ήταν διόλου αμελητέο: μέχρι τον Φεβρουάριο του 1826 στα νησιά Κέα (Τζια) και Άνδρος είχαν συγκεντρωθεί περίπου 2.000 άντρες, οι αρχηγοί ναύλωσαν πλοία και τελικά αναχώρησαν με 14 καράβια.
Πρώτα όμως λεηλάτησαν το νησί της Νάξου, επιφέροντας ζημιάς της τάξης του 1,5 εκατομμυρίου γρόσια, όπως μεταφέρει η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου.
Με τη λογική της πειρατικής ομάδας, ο στόλος έφτασε τον Μάρτιο του ίδιου έτους στον Λίβανο, καταλαμβάνοντας τα πρώτα παραθαλάσσια σημεία. Αλλά η αποστολή τους δε βρήκε την εξέλιξη που είχαν κατά νου.
Οι Μουσουλμάνοι της περιοχής, όπως είχε μεταφέρει ο Βρετανός πρόξενος στο Χαλέπι John Parker, οργανώθηκαν γρήγορα απέναντι στον στόλο, απωθώντας τον προς την ελληνική συνοικία της περιοχής. Φαίνεται ότι οι ναυτικοί παρέμεναν ανοργάνωτοι και ασυντόνιστοι στις κινήσεις τους. Μια ξαφνική κακοκαιρία επέβαλε παύση πυρός για λίγες ημέρα και έπειτα απ’ αυτό κατέφτασε στο σημείο ο Εμίρης Μπεσίρ.
Όταν εκείνος ήρθε σε επαφή με τους επικεφαλής του ελληνικού στρατού και ζήτησε τις πληρεξούσιες επιστολές από την κυβέρνηση, συνειδητοποίησε προς έκπληξή του ότι εκείνες δεν υπήρχαν: ο στόλος είχε φτάσει στον Λίβανο χωρίς τη συγκατάθεση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Πάραυτα ζήτησε από τον στόλο να αποχωρήσει από τη Βηρυτό, αρνούμενος κάθε συνθηκολόγηση ή συμμαχία. Ήταν 25 Μαρτίου του 1826.
Τότε, το πλήρωμα έβαλε πλώρη για τα κυπριακά παράλια, όπου προέβη σε μερικές ακόμη λεηλασίες εναντίων Ελλήνων και Τούρκων. Κατέλαβε μάλιστα και ένα αυστριακό πλοίο στα παράλια της Κιλικίας, το οποίο μετέφερε πολυτελή υφάσματα και χειροτεχνήματα, με αποτέλεσμα να προκληθεί ένα μικρό διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στις δύο χώρες.
Χωρίς άλλον σκοπό και τρόπο ανεφοδιασμού, ο στόλος κατόπιν έβαλε πλώρη για τις Κυκλάδες, με τελικό προορισμό τη Σύρο, όπου ο Νταλιάνης και οι υπόλοιποι αρχηγοί έκρυψαν τα ίχνη τους. Κάπως έτσι, τελείωσε άδοξα και με τελείως διαφορετικά αποτελέσματα η εκστρατεία των αγωνιστών του 1821 στη μακρινή Βηρυτό.
Στην αρχή, δε φαινόταν άσχημη ιδέα: όσο η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν σε πλήρη ανάπτυξη -με παράλληλα μέτωπα σε περιοχές όπως το Κρανίδι, η Τριπολιτσά, η Καλαμάτα και η Κρήτη- να οργανωθεί ταυτόχρονα μια εκστρατεία απελευθέρωσης με κατεύθυνση την Κύπρο και τον Λίβανο (και πιο συγκεκριμένα τη Βηρυτό), ως κίνηση αντιπερισπασμού στις δυνάμεις του σουλτάνου αλλά και ως στρατηγική κίνηση για αναζήτηση συμμάχων. Άλλωστε, ο εμίρης του Λιβάνου Μπεσίρ αποσκοπούσε στην απελευθέρωση του εμιράτου του από τον οθωμανικό ζυγό, οπότε θα γινόταν νέος σύμμαχος των Ελλήνων.
Συγκεκριμένα, στα πρακτικά του Βουλευτικού σώματος (ένα από τα δύο Σώματα μετά την Α’ Εθνοσυνέλευση) το ζήτημα καταγράφηκε τον Οκτώβριο του 1824, όταν ένας έμπορος Μακεδόνας με το όνομα Χατζηστάθης Ρέζος, ο οποίος ζούσε στο Λίβανο και γνώριζε προσωπικά τον εμίρη, μετέφερε τη δέσμευση εκείνου να συνδράμει με χιλιάδες ιππείς στον ελληνικό αγώνα, εφόσον θα λάμβανε πρώτα βοήθεια διά θαλάσσης. Αλλά αποδείξεις δεν είχε στα χέρια του.
Παρόλα αυτά, σε πρώτη φάση η πρόταση χαιρετίστηκε θετικά από το Βουλευτικό, καθώς εκπλήρωνε και το πάγιο αίτημα των Κυπρίων που είχαν συσπειρωθεί στο Ναύπλιο, με βασικότερο εκπρόσωπο τον Χαράλαμπο Μάλη (ο ίδιος κατέθεσε σχετικό υπόμνημα στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Φεβρουάριο του 1825).
Το θέμα λοιπόν επικοινωνήθηκε στην εκκλησία, ορίστηκαν αντιπρόσωποι για τις διαπραγματεύσεις, αλλά οι καθυστερήσεις υπήρξαν τρομερά μεγάλες. Έτσι, όταν ήρθε ο χειμώνας του 1826 εκείνη η εκστρατεία κατέληξε να εκτελείται τη χειρότερη δυνατή στιγμή, με όρους πειρατείας από μια ομάδα ναυτικών και ενόπλων που εναντιώθηκε στις οδηγίες της κυβέρνησης Μαυροκορδάτου.
Το αποτέλεσμα; Τη στιγμή που το Μεσολόγγι εκλιπαρούσε για βοήθεια, πνέοντας τα λοίσθια από την πολύμηνη πολιορκία, τη στιγμή που ο Ιμπραήμ Πασάς καταλάμβανε το ένα σημείο μετά το άλλο στην Πελοπόννησο και τα ταμεία των Επαναστατών είχαν στερέψει, ένας ολόκληρος στόλος βρισκόταν στα ανοιχτά για Λίβανο, λεηλατώντας ό,τι έβρισκε στο διάβα του.
Όπως αποδείχτηκε, ήταν μια πολύ κακή, εάν όχι μυωπική και αυτοκαταστροφική, ιδέα.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στο σχέδιο πλάνο της εκστρατείας, κυρίως γιατί όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πλήθαιναν τα προβλήματα σε σχέση με τη βιωσιμότητα και την εξέλιξη του Αγώνα. Οι αναγνωριστικές αποστολές στο Λίβανο, άλλωστε, δεν είχαν αποφέρει κάτι ιδιαίτερο. Και ενώ το λογικό θα ήταν κάπου εκεί να έσβηνε η υπόθεση, μια ομάδα στρατιωτικών αποφάσισε να εκστρατεύσει μόνη της – τα ονόματα που ηγούνταν ήταν οι Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Νικόλαος Κριεζώτης (ή Κριεζής), Βάσος Μαυροβουνιώτης μεταξύ άλλων.
Από τη μεριά του, ο Χαράλαμπος Μάλης κατήγγειλε τη μυστική συστράτευση στο Βουλευτικό και ο Γεώργιος Κουντουριώτης απέστειλε επιστολές στους αρχηγούς των Ψαρών, της Ύδρας και των Σπετσών, προτρέποντάς τους να αρνηθούν αυτή την εκστρατεία «επειδή δεν προεβλέπετο τίποτε άλλο παρά δυσφημία και βλάβη ως προς τα αληθή συμφέροντα του Έθνους».
Εκείνοι αμέριμνοι συνέχισαν το έργο τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης. Χωρίς την αιγίδα της κυβέρνησης, συγκέντρωσαν ιδιωτικά τις δυνάμεις τους και το αποτέλεσμα δεν ήταν διόλου αμελητέο: μέχρι τον Φεβρουάριο του 1826 στα νησιά Κέα (Τζια) και Άνδρος είχαν συγκεντρωθεί περίπου 2.000 άντρες, οι αρχηγοί ναύλωσαν πλοία και τελικά αναχώρησαν με 14 καράβια.
Πρώτα όμως λεηλάτησαν το νησί της Νάξου, επιφέροντας ζημιάς της τάξης του 1,5 εκατομμυρίου γρόσια, όπως μεταφέρει η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου.
Με τη λογική της πειρατικής ομάδας, ο στόλος έφτασε τον Μάρτιο του ίδιου έτους στον Λίβανο, καταλαμβάνοντας τα πρώτα παραθαλάσσια σημεία. Αλλά η αποστολή τους δε βρήκε την εξέλιξη που είχαν κατά νου.
Οι Μουσουλμάνοι της περιοχής, όπως είχε μεταφέρει ο Βρετανός πρόξενος στο Χαλέπι John Parker, οργανώθηκαν γρήγορα απέναντι στον στόλο, απωθώντας τον προς την ελληνική συνοικία της περιοχής. Φαίνεται ότι οι ναυτικοί παρέμεναν ανοργάνωτοι και ασυντόνιστοι στις κινήσεις τους. Μια ξαφνική κακοκαιρία επέβαλε παύση πυρός για λίγες ημέρα και έπειτα απ’ αυτό κατέφτασε στο σημείο ο Εμίρης Μπεσίρ.
Όταν εκείνος ήρθε σε επαφή με τους επικεφαλής του ελληνικού στρατού και ζήτησε τις πληρεξούσιες επιστολές από την κυβέρνηση, συνειδητοποίησε προς έκπληξή του ότι εκείνες δεν υπήρχαν: ο στόλος είχε φτάσει στον Λίβανο χωρίς τη συγκατάθεση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Πάραυτα ζήτησε από τον στόλο να αποχωρήσει από τη Βηρυτό, αρνούμενος κάθε συνθηκολόγηση ή συμμαχία. Ήταν 25 Μαρτίου του 1826.
Τότε, το πλήρωμα έβαλε πλώρη για τα κυπριακά παράλια, όπου προέβη σε μερικές ακόμη λεηλασίες εναντίων Ελλήνων και Τούρκων. Κατέλαβε μάλιστα και ένα αυστριακό πλοίο στα παράλια της Κιλικίας, το οποίο μετέφερε πολυτελή υφάσματα και χειροτεχνήματα, με αποτέλεσμα να προκληθεί ένα μικρό διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στις δύο χώρες.
Χωρίς άλλον σκοπό και τρόπο ανεφοδιασμού, ο στόλος κατόπιν έβαλε πλώρη για τις Κυκλάδες, με τελικό προορισμό τη Σύρο, όπου ο Νταλιάνης και οι υπόλοιποι αρχηγοί έκρυψαν τα ίχνη τους. Κάπως έτσι, τελείωσε άδοξα και με τελείως διαφορετικά αποτελέσματα η εκστρατεία των αγωνιστών του 1821 στη μακρινή Βηρυτό.
Διαβάστε ακόμη
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών