Ανάμεσα στην Πλάκα και τον ιερό βράχο της Ακρόπολης απλώνεται ένας συνοικισμός που μοιάζει να ξεπήδησε κατευθείαν από τις Κυκλάδες. Τα Αναφιώτικα, με τα κατάλευκα σπίτια, τις χαμηλές πόρτες, τις στενές ανηφορικές οδούς και τις μικροσκοπικές αυλές, αποτελούν έναν από τους πιο ιδιαίτερους και γοητευτικούς θύλακες της Αθήνας. Η ιστορία τους ωστόσο είναι εξίσου συναρπαστική με την εικόνα τους, καθώς ξεκινά από μια πράξη «αυθαιρεσίας» που αψήφησε παραδόσεις αιώνων.
Η στενή λωρίδα γης κάτω από τα βράχια της Ακρόπολης ήταν, ήδη από την αρχαιότητα, χώρος ιερός και αδόμητος. Σύμφωνα με παράδοση που διασώθηκε στους αιώνες, το Μαντείο των Δελφών είχε εκδώσει χρησμό που απαγόρευε στους Αθηναίους να κατοικήσουν στον τόπο αυτόν. Έτσι, από τα κλασικά χρόνια έως και την Οθωμανική περίοδο, η περιοχή παρέμενε ανέγγιχτη.
Όλα άλλαξαν τον 19ο αιώνα, μετά την απελευθέρωση και την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα. Η νέα πόλη μεγάλωνε με γοργούς ρυθμούς, κατεδαφίζοντας τα τείχη του Χασεκή και εξαπλωνόμενη προς κάθε κατεύθυνση. Οι ανάγκες στέγασης των νεοφερμένων πληθυσμών ήταν τεράστιες, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο γράφτηκε το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας των Αναφιώτικων.
Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1840, δύο τεχνίτες από την Ανάφη, ο ξυλουργός Γεώργιος Δαμίγος και ο κτίστης Μάρκος Σιγάλας, εργάζονταν στην ανοικοδόμηση της Αθήνας, όπου είχαν κληθεί πολλοί μάστορες από τα Κυκλαδονήσια. Μπροστά στην ανάγκη τους για στέγη, αποφάσισαν να χτίσουν τα σπίτια τους εκεί όπου κανείς Αθηναίος δεν τολμούσε: στους πρόποδες της Ακρόπολης.
Η ανέγερση έγινε μυστικά, σχεδόν συνωμοτικά. Τα βράδια μετέφεραν πέτρες και ασβέστη, ενώ οι γείτονες παρακολουθούσαν με απορία. Μέσα σε λίγες ημέρες ξεπρόβαλαν τα πρώτα δύο μικρά σπιτάκια, που θύμιζαν απόλυτα τα παραδοσιακά σπίτια της Ανάφης: λιτά, λευκά, με τοξωτές γωνίες και στέγες χωρίς κεραμίδια. Όταν οι αρχές πληροφορήθηκαν την παρανομία, είτε από ανοχή είτε από φιλανθρωπία, δεν κατεδάφισαν τα σπίτια, κι έτσι το παράδειγμα άνοιξε τον δρόμο για άλλους νησιώτες εργάτες που ακολούθησαν.
Η γειτονιά μεγάλωσε αργά, σχεδόν αθόρυβα. Τα σπίτια ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο, πάντοτε μικρά και πρόχειρα, πάντοτε με την απλότητα των Κυκλάδων. Οι κακόβουλοι την αποκάλεσαν «Νυχτοχώρι», επειδή τα σπίτια χτίζονταν βιαστικά τη νύχτα για να μην εντοπιστούν. Ωστόσο, οι ίδιοι οι κάτοικοι, με υπερηφάνεια για την καταγωγή τους, της έδωσαν το όνομα «Αναφιώτικα», τιμώντας τη γενέτειρά τους.
Η νέα συνοικία σύντομα απέκτησε μια ιδιότυπη κοινοτική ζωή. Τα σπίτια ήταν τόσο μικρά και στριμωγμένα που η καθημερινότητα των κατοίκων εκτυλισσόταν κυρίως στις αυλές, στις εξώπορτες και στα στενά. Εκεί οι γυναίκες έπλεναν και κουβέντιαζαν, εκεί τα παιδιά έπαιζαν, εκεί οι άντρες συζητούσαν πολιτικά και έλεγαν τα παράπονά τους. Η Καλλιρρόη Παρέν σημείωνε σκωπτικά ότι «ακόμη και μια δυνατή ανάσα να έπαιρνε ένας γείτονας, όλοι θα ήξεραν αμέσως το γιατί».
Παρά την αταξία της δόμησης και την έλλειψη σχεδίου, τα Αναφιώτικα απέκτησαν μια σπάνια ομορφιά. Τα λευκά σπιτάκια που φωλιάζουν στον βράχο θυμίζουν τις κυκλαδίτικες πολιτείες και φέρνουν στη μνήμη τοπία του Αιγαίου. Η εικόνα τους, σχεδόν εξωπραγματική μέσα στην καρδιά της πρωτεύουσας, έγινε αγαπητή όχι μόνο στους ίδιους τους κατοίκους αλλά και σε λογοτέχνες, δημοσιογράφους και περιηγητές.
Ο νεαρός τότε δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαθάς, σε κείμενό του το 1931, τα χαρακτήριζε «την πιο ζωντανή σελίδα από το παρελθόν». Για εκείνον, η περιπλάνηση στα δρομάκια τους ισοδυναμούσε με απόδραση από τον θόρυβο της νέας Αθήνας και βύθιση σε μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας αλλά και νοσταλγίας.
Καθώς η Πλάκα μεταμορφωνόταν τις επόμενες δεκαετίες σε τουριστικό κέντρο και η υπόλοιπη Αθήνα γνώριζε την έκρηξη της πολυκατοικίας, τα Αναφιώτικα παρέμειναν σχεδόν ανέγγιχτα. Η μορφολογία τους, τα στενά περάσματα και η θέση τους στους πρόποδες του βράχου έκαναν δύσκολη την επέμβαση της σύγχρονης πολεοδομίας. Έτσι, τα λίγα σπίτια που σώθηκαν κράτησαν κάτι από την αθωότητα και την αυθεντικότητα του 19ου αιώνα.
Σήμερα, τα Αναφιώτικα εξακολουθούν να προσελκύουν πλήθος επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, που θέλουν να περπατήσουν σε δρομάκια όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Ο οικισμός δεν είναι μεγάλος· λίγα λεπτά αρκούν για να τον διασχίσει κανείς. Κι όμως, η εμπειρία του προσφέρει κάτι σπάνιο: την αίσθηση ότι η Αθήνα μπορεί ακόμα να διατηρεί μικρές νησίδες παράδοσης μέσα στον πυρετό της σύγχρονης ζωής.
Τα Αναφιώτικα δεν είναι απλώς μια γραφική συνοικία. Είναι ένα ζωντανό μνημείο, μια απόδειξη της δύναμης της ανθρώπινης ανάγκης για στέγη, αλλά και της επιμονής της μνήμης και της παράδοσης. Οι πρώτοι Αναφιώτες μετέφεραν στην Αθήνα όχι μόνο τις τεχνικές τους δεξιότητες αλλά και τον τρόπο ζωής τους, χαρίζοντας στην πρωτεύουσα έναν ανεκτίμητο θησαυρό.
Στους πρόποδες της Ακρόπολης, εκεί όπου κάποτε απαγορευόταν κάθε οικοδόμηση, στέκει ακόμη σήμερα ένας μικρός «οικισμός αυθαιρέτων» που έγινε κομμάτι της ταυτότητας της πόλης. Και όσο κι αν η Αθήνα αλλάζει, τα Αναφιώτικα συνεχίζουν να αντιστέκονται, διατηρώντας ζωντανό το άρωμα του Αιγαίου στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Η στενή λωρίδα γης κάτω από τα βράχια της Ακρόπολης ήταν, ήδη από την αρχαιότητα, χώρος ιερός και αδόμητος. Σύμφωνα με παράδοση που διασώθηκε στους αιώνες, το Μαντείο των Δελφών είχε εκδώσει χρησμό που απαγόρευε στους Αθηναίους να κατοικήσουν στον τόπο αυτόν. Έτσι, από τα κλασικά χρόνια έως και την Οθωμανική περίοδο, η περιοχή παρέμενε ανέγγιχτη.
Όλα άλλαξαν τον 19ο αιώνα, μετά την απελευθέρωση και την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα. Η νέα πόλη μεγάλωνε με γοργούς ρυθμούς, κατεδαφίζοντας τα τείχη του Χασεκή και εξαπλωνόμενη προς κάθε κατεύθυνση. Οι ανάγκες στέγασης των νεοφερμένων πληθυσμών ήταν τεράστιες, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο γράφτηκε το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας των Αναφιώτικων.
Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1840, δύο τεχνίτες από την Ανάφη, ο ξυλουργός Γεώργιος Δαμίγος και ο κτίστης Μάρκος Σιγάλας, εργάζονταν στην ανοικοδόμηση της Αθήνας, όπου είχαν κληθεί πολλοί μάστορες από τα Κυκλαδονήσια. Μπροστά στην ανάγκη τους για στέγη, αποφάσισαν να χτίσουν τα σπίτια τους εκεί όπου κανείς Αθηναίος δεν τολμούσε: στους πρόποδες της Ακρόπολης.
Η ανέγερση έγινε μυστικά, σχεδόν συνωμοτικά. Τα βράδια μετέφεραν πέτρες και ασβέστη, ενώ οι γείτονες παρακολουθούσαν με απορία. Μέσα σε λίγες ημέρες ξεπρόβαλαν τα πρώτα δύο μικρά σπιτάκια, που θύμιζαν απόλυτα τα παραδοσιακά σπίτια της Ανάφης: λιτά, λευκά, με τοξωτές γωνίες και στέγες χωρίς κεραμίδια. Όταν οι αρχές πληροφορήθηκαν την παρανομία, είτε από ανοχή είτε από φιλανθρωπία, δεν κατεδάφισαν τα σπίτια, κι έτσι το παράδειγμα άνοιξε τον δρόμο για άλλους νησιώτες εργάτες που ακολούθησαν.
Η γειτονιά μεγάλωσε αργά, σχεδόν αθόρυβα. Τα σπίτια ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο, πάντοτε μικρά και πρόχειρα, πάντοτε με την απλότητα των Κυκλάδων. Οι κακόβουλοι την αποκάλεσαν «Νυχτοχώρι», επειδή τα σπίτια χτίζονταν βιαστικά τη νύχτα για να μην εντοπιστούν. Ωστόσο, οι ίδιοι οι κάτοικοι, με υπερηφάνεια για την καταγωγή τους, της έδωσαν το όνομα «Αναφιώτικα», τιμώντας τη γενέτειρά τους.
Η νέα συνοικία σύντομα απέκτησε μια ιδιότυπη κοινοτική ζωή. Τα σπίτια ήταν τόσο μικρά και στριμωγμένα που η καθημερινότητα των κατοίκων εκτυλισσόταν κυρίως στις αυλές, στις εξώπορτες και στα στενά. Εκεί οι γυναίκες έπλεναν και κουβέντιαζαν, εκεί τα παιδιά έπαιζαν, εκεί οι άντρες συζητούσαν πολιτικά και έλεγαν τα παράπονά τους. Η Καλλιρρόη Παρέν σημείωνε σκωπτικά ότι «ακόμη και μια δυνατή ανάσα να έπαιρνε ένας γείτονας, όλοι θα ήξεραν αμέσως το γιατί».
Παρά την αταξία της δόμησης και την έλλειψη σχεδίου, τα Αναφιώτικα απέκτησαν μια σπάνια ομορφιά. Τα λευκά σπιτάκια που φωλιάζουν στον βράχο θυμίζουν τις κυκλαδίτικες πολιτείες και φέρνουν στη μνήμη τοπία του Αιγαίου. Η εικόνα τους, σχεδόν εξωπραγματική μέσα στην καρδιά της πρωτεύουσας, έγινε αγαπητή όχι μόνο στους ίδιους τους κατοίκους αλλά και σε λογοτέχνες, δημοσιογράφους και περιηγητές.
Ο νεαρός τότε δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαθάς, σε κείμενό του το 1931, τα χαρακτήριζε «την πιο ζωντανή σελίδα από το παρελθόν». Για εκείνον, η περιπλάνηση στα δρομάκια τους ισοδυναμούσε με απόδραση από τον θόρυβο της νέας Αθήνας και βύθιση σε μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας αλλά και νοσταλγίας.
Καθώς η Πλάκα μεταμορφωνόταν τις επόμενες δεκαετίες σε τουριστικό κέντρο και η υπόλοιπη Αθήνα γνώριζε την έκρηξη της πολυκατοικίας, τα Αναφιώτικα παρέμειναν σχεδόν ανέγγιχτα. Η μορφολογία τους, τα στενά περάσματα και η θέση τους στους πρόποδες του βράχου έκαναν δύσκολη την επέμβαση της σύγχρονης πολεοδομίας. Έτσι, τα λίγα σπίτια που σώθηκαν κράτησαν κάτι από την αθωότητα και την αυθεντικότητα του 19ου αιώνα.
Σήμερα, τα Αναφιώτικα εξακολουθούν να προσελκύουν πλήθος επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, που θέλουν να περπατήσουν σε δρομάκια όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Ο οικισμός δεν είναι μεγάλος· λίγα λεπτά αρκούν για να τον διασχίσει κανείς. Κι όμως, η εμπειρία του προσφέρει κάτι σπάνιο: την αίσθηση ότι η Αθήνα μπορεί ακόμα να διατηρεί μικρές νησίδες παράδοσης μέσα στον πυρετό της σύγχρονης ζωής.
Τα Αναφιώτικα δεν είναι απλώς μια γραφική συνοικία. Είναι ένα ζωντανό μνημείο, μια απόδειξη της δύναμης της ανθρώπινης ανάγκης για στέγη, αλλά και της επιμονής της μνήμης και της παράδοσης. Οι πρώτοι Αναφιώτες μετέφεραν στην Αθήνα όχι μόνο τις τεχνικές τους δεξιότητες αλλά και τον τρόπο ζωής τους, χαρίζοντας στην πρωτεύουσα έναν ανεκτίμητο θησαυρό.
Στους πρόποδες της Ακρόπολης, εκεί όπου κάποτε απαγορευόταν κάθε οικοδόμηση, στέκει ακόμη σήμερα ένας μικρός «οικισμός αυθαιρέτων» που έγινε κομμάτι της ταυτότητας της πόλης. Και όσο κι αν η Αθήνα αλλάζει, τα Αναφιώτικα συνεχίζουν να αντιστέκονται, διατηρώντας ζωντανό το άρωμα του Αιγαίου στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών