Ο εσωτερικός εχθρός του Ράμα: όταν η Δικαιοσύνη γίνεται στόχος

Η πρόσφατη επίθεση του πρωθυπουργού Έντι Ράμα κατά δικαστών του Διοικητικού Δικαστηρίου στα Τίρανα δεν είναι ένα απλό ξέσπασμα αγανάκτησης. Αντίθετα, αποκαλύπτει μια ανησυχητική τάση στην πολιτική του ρητορική: τη συστηματική δημιουργία του «εσωτερικού εχθρού» ως μηχανισμού πολιτικής νομιμοποίησης. Οι χαρακτηρισμοί «διεφθαρμένος», «αναίσχυντος» και «εχθρός του κράτους», που εκτόξευσε χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, δεν στοχεύουν μόνο σε μεμονωμένα πρόσωπα αλλά στο θεσμό της Δικαιοσύνης συνολικά.
Η αφορμή ήταν δύο αποφάσεις «εξασφάλισης αγωγών» που εκδόθηκαν ύστερα από αιτήματα πολιτών. Οι αποφάσεις αυτές δεν ανέτρεπαν πολιτικές στρατηγικής σημασίας ούτε έθεταν σε κίνδυνο τη λειτουργία του κράτους· απλώς διασφάλιζαν τα δικαιώματα πολιτών που ένιωθαν ότι αδικούνται από τη δημόσια διοίκηση, μέχρι να κριθεί η υπόθεση οριστικά. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός αντέδρασε με σφοδρότητα, υπονοώντας ότι μόνο μέσω διαφθοράς μπορεί ένας δικαστής να τολμήσει να σταθεί απέναντι στην εκτελεστική εξουσία.

Αυτή η στάση εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ποιότητα της δημοκρατίας στην Αλβανία. Όταν ο ανώτατος πολιτικός άρχοντας χαρακτηρίζει «εχθρό του κράτους» έναν δικαστή που απλώς κάνει τη δουλειά του, τότε αποδυναμώνει θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου. Η δικαστική εξουσία δεν είναι ούτε ανταγωνιστής ούτε εχθρός της κυβέρνησης· είναι ένας από τους τρεις ισότιμους πυλώνες του κράτους, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η απονομή δικαιοσύνης, ακόμα κι όταν στρέφεται κατά της διοίκησης, δεν είναι ένδειξη εχθρότητας αλλά αναγκαία συνθήκη για την ισορροπία των εξουσιών.
Η πρακτική του Ράμα να απομονώνει αποσπάσματα από πολυσέλιδες αποφάσεις και να τα παρουσιάζει στο κοινό μέσω φιλοκυβερνητικών μέσων αποδεικνύει την πρόθεσή του να εργαλειοποιήσει την πληροφόρηση. Πρόκειται για κλασικό παράδειγμα ασυμμετρίας ισχύος στην ενημέρωση: ο πρωθυπουργός διαθέτει απεριόριστο βήμα, ενώ οι δικαστές είναι δεσμευμένοι από την υποχρέωση σιωπής και από την ίδια τη φύση της δικαστικής γλώσσας, η οποία δεν προσφέρεται για εύκολη πολιτική κατανάλωση. Έτσι, διαμορφώνεται ένα τοξικό περιβάλλον όπου η κοινή γνώμη καλείται να ταυτιστεί με την εκτελεστική εξουσία και να δει τη Δικαιοσύνη ως εμπόδιο, ακόμη και όταν αυτή προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών.

Η ιστορία της Αλβανίας είναι γεμάτη παραδείγματα όπου οι δικαστές στοιχίζονταν πίσω από την εκάστοτε κυβέρνηση, αγνοώντας τις ανάγκες της κοινωνίας. Μόλις τα τελευταία χρόνια, χάρη και στη Μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης, παρατηρείται μια σταδιακή αλλαγή: περισσότεροι δικαστές εκδίδουν αποφάσεις που περιορίζουν την αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας. Οι πολίτες για πρώτη φορά βλέπουν ισχυρά πρόσωπα να χάνουν στα δικαστήρια. Αυτό είναι μια τεράστια τομή στην πολιτική κουλτούρα της χώρας — και ακριβώς γι’ αυτό προκαλεί έντονη ενόχληση σε όσους είχαν συνηθίσει σε ένα σύστημα όπου η δικαστική εξουσία λειτουργούσε ως προέκταση της κυβέρνησης.
Ο Ράμα, αντί να καλωσορίσει αυτή την αλλαγή ως απόδειξη ότι η χώρα κινείται προς την ευρωπαϊκή κατεύθυνση, επιλέγει να την παρουσιάσει ως απειλή. Στην πραγματικότητα, η πολιτική του ρητορική θυμίζει περισσότερο αυταρχικές παραδόσεις όπου κάθε αντίλογος βαφτίζεται προδοσία. Ο όρος «εχθρός του κράτους» κουβαλά ιστορικό βάρος: παραπέμπει σε σκοτεινές εποχές όπου η εξουσία νομιμοποιούσε διώξεις και καταστολή στο όνομα της «προστασίας του έθνους». Η χρήση τέτοιων εκφράσεων από έναν πρωθυπουργό το 2025, σε μια χώρα που επιδιώκει την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι επικίνδυνη και πολιτικά ανεύθυνη.

Η ουσία του ζητήματος δεν είναι αν οι δικαστές έκαναν σωστά ή λάθος στις συγκεκριμένες αποφάσεις. Κάθε απόφαση υπόκειται σε έφεση και μπορεί να ανατραπεί μέσω της θεσμικής διαδικασίας. Το πρόβλημα είναι η πολιτική στοχοποίηση λειτουργών της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία. Αυτό δημιουργεί κλίμα φόβου και αποθαρρύνει τους δικαστές από το να πάρουν θαρραλέες αποφάσεις υπέρ των πολιτών. Αν ο κίνδυνος της δημόσιας διαπόμπευσης από τον πρωθυπουργό πλανάται πάνω από κάθε δικαστική κρίση, τότε το κράτος δικαίου μετατρέπεται σε τυπικό σύνθημα χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Επιπλέον, οι δηλώσεις Ράμα βλάπτουν την ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας. Η ΕΕ έχει καταστήσει σαφές ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι προϋπόθεση για την πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Αντί να παρουσιάζει τη Δικαιοσύνη ως συνεργάτη στην ευρωπαϊκή πορεία, ο πρωθυπουργός την εμφανίζει ως εχθρό που πρέπει να πολεμηθεί. Έτσι, δίνει την εικόνα μιας χώρας που παραμένει παγιδευμένη σε λογικές αυταρχισμού και προσωποπαγούς εξουσίας.

Στην πραγματικότητα, η μετωπική επίθεση κατά της Δικαιοσύνης μοιάζει με άμυνα. Οι έρευνες εναντίον συνεργατών του Ράμα, η δίωξη ισχυρών εγκληματικών ομάδων και οι αποφάσεις που περιορίζουν την κυβερνητική αυθαιρεσία δείχνουν ότι το δικαστικό σύστημα αρχίζει να λειτουργεί πιο ανεξάρτητα. Αυτό τρομάζει όσους είχαν μάθει να ασκούν εξουσία χωρίς λογοδοσία. Έτσι, ο πρωθυπουργός επιλέγει να δαιμονοποιήσει τους δικαστές, ώστε να αποδυναμώσει τη νομιμοποίησή τους στα μάτια της κοινωνίας.
Η Αλβανία βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Αν ο πρωθυπουργός συνεχίσει να θεωρεί τη Δικαιοσύνη «εχθρό του κράτους», τότε η χώρα κινδυνεύει να παγιδευτεί ξανά σε έναν φαύλο κύκλο αυταρχισμού και δυσπιστίας. Αντίθετα, αν αναγνωρίσει ότι η κριτική και οι ήττες στα δικαστήρια είναι φυσιολογικό κομμάτι μιας σύγχρονης δημοκρατίας, τότε η Αλβανία μπορεί να κάνει βήματα προς την κατεύθυνση που απαιτεί η ΕΕ: ένα κράτος δικαίου όπου η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική εξουσία λειτουργούν σε ισορροπία.

Σε μια χώρα με τόσο βαριά ολοκληρωτική κληρονομιά, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν είναι πολυτέλεια· είναι προϋπόθεση ελευθερίας. Ο ρόλος ενός πρωθυπουργού δεν είναι να στοχοποιεί τους δικαστές αλλά να προστατεύει την ακεραιότητα των θεσμών. Αν ο Ράμα συνεχίσει να φέρεται σαν το κράτος να ταυτίζεται με το πρόσωπό του, τότε το μόνο που θα καταφέρει είναι να αποδυναμώσει τη θέση της Αλβανίας στην Ευρώπη και να αναβιώσει τα φαντάσματα ενός παρελθόντος που η χώρα ήλπιζε να έχει αφήσει πίσω της.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια