Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974: Αμερικανικά Τηλεγραφήματα και οι Στρατηγικές Επιλογές της Χούντας

Το καλοκαίρι του 1974 αποτέλεσε σημείο καμπής για την Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η αποσταθεροποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας και η εμπλοκή της Ελλάδας υπό τη Χούντα, ειδικά με τον Δημήτριο Ιωαννίδη στην ηγεσία, προκάλεσαν ένα τραγικό και πολύπλοκο γεγονός που συνδύαζε εσωτερικούς εθνικιστικούς παράγοντες με διεθνή στρατηγικά συμφέροντα. Τα αμερικανικά τηλεγραφήματα που αποκαλύφθηκαν αργότερα φωτίζουν σημαντικές πτυχές των γεγονότων: την αμερικανική γνώση και στάση, τη συμπεριφορά του Ιωαννίδη, και τις επιπτώσεις για την Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία.

Το προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας και η αφετηρία της κρίσης
Στις 15 Ιουλίου 1974, η ελληνική Χούντα, υπό τον Δημήτριο Ιωαννίδη, πραγματοποίησε πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’. Στόχος ήταν η ανατροπή του νόμιμου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και η προώθηση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Το πραξικόπημα αυτό δεν ήταν απλώς μια εσωτερική στρατιωτική ενέργεια· άνοιξε το δρόμο για την τουρκική στρατιωτική επέμβαση που ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974, γνωστή ως «Πρώτος Αττίλας», και ολοκληρώθηκε στις 14 Αυγούστου με τη στρατιωτική κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού.
Τα τηλεγραφήματα της αμερικανικής κυβέρνησης αναδεικνύουν δύο βασικές διαστάσεις της κρίσης. Πρώτον, τη γνώση που είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες για την πιθανότητα πραξικοπήματος και τη δυνατότητα παρέμβασης για την αποτροπή του. Δεύτερον, την ψυχολογική και στρατηγική προσωπικότητα του Ιωαννίδη, ο οποίος έβλεπε τον εαυτό του ως σταυροφόρο του αντικομμουνισμού, αγνοώντας τις διεθνείς επιπτώσεις της δράσης του.

Αμερικανική γνώση και διπλωματική αδράνεια
Τα τηλεγραφήματα αποκαλύπτουν την αδυναμία των ΗΠΑ να αξιοποιήσουν πλήρως τις πληροφορίες που διέθεταν για να αποτρέψουν το πραξικόπημα. Οι Αμερικανοί ανησυχούσαν κυρίως για στρατηγικούς λόγους: κάθε πιθανή σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα αποδυνάμωνε τη θέση του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο και θα δημιουργούσε ευκαιρίες για τη Σοβιετική Ένωση, πλήττοντας τα αμερικανικά συμφέροντα στον Ψυχρό Πόλεμο.
Η αμερικανική προσέγγιση απέναντι στην Ελλάδα και τον Ιωαννίδη χαρακτηρίζεται από αναποφασιστικότητα και έλλειψη σαφούς γραμμής. Ο πρέσβης Χένρι Τάσκα στην Αθήνα, παρά τις οδηγίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, προτίμησε να χρησιμοποιήσει κανάλια επικοινωνίας μέσω αξιωματικών του στρατού, αντί για προσωπική συνάντηση με τον Ιωαννίδη, γεγονός που περιόρισε την αποτελεσματικότητα των μηνυμάτων και έδωσε στον Ιωαννίδη την εντύπωση ότι οι ΗΠΑ δεν θα αντιδρούσαν ενεργά.

Τηλεγραφήματα και αμερικανικές ανησυχίες
Στις 14 Ιουνίου 1974, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα απέστειλε το τηλεγράφημα 3704 στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Εκεί, ο Ιωαννίδης εξέφρασε τις απόψεις του για την Ελληνοτουρκική σχέση, το θέμα της βάσης Σούδας και την πολιτική της Κύπρου. Ανέφερε ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί πόλεμο, αλλά δεν θα επιτρέψει να τεθούν σε κίνδυνο τα ελληνικά συμφέροντα. Παράλληλα, ο Ιωαννίδης εξέφραζε εμμονή με τον κομμουνισμό και ανησυχία για πιθανή «μετατροπή της Κύπρου σε Κούβα της Μεσογείου».
Στις 27 και 29 Ιουνίου, τα τηλεγραφήματα 1224 και 3936 επισημαίνουν ότι η απόπειρα ανατροπής του Μακαρίου θα είχε σοβαρές συνέπειες για την ασφάλεια των ΗΠΑ και της περιοχής. Προτείνονται μέτρα αποφυγής βίας και διατήρησης σταθερότητας, αλλά χωρίς την απαιτούμενη πίεση στον Ιωαννίδη.

Ο Δημήτριος Ιωαννίδης: ψυχολογία και στρατηγική
Η συμπεριφορά του Ιωαννίδη φαίνεται από τα τηλεγραφήματα και τις συναντήσεις με Αμερικανούς απεσταλμένους. Στις 15 Ιουλίου 1974, κατά τη συνάντηση με Αμερικανό εκπρόσωπο, ο Ιωαννίδης έδειξε ταυτόχρονα αλαζονεία, αυτοπεποίθηση και εμμονή με τον αντικομμουνισμό. Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε οργανώσει το πραξικόπημα, αλλά περιορίστηκε να βοηθήσει τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές σε μια πράξη «ηθικής υποχρέωσης».
Η ανάλυση των δηλώσεών του δείχνει ότι ο Ιωαννίδης πίστευε πως η Κύπρος θα έμενε «στην ελληνική σφαίρα επιρροής» και ότι η Τουρκία δεν θα αντέδραζε αν το πραξικόπημα θεωρούνταν εσωτερική υπόθεση Ελληνοκυπρίων. Η στρατηγική του ήταν άμεση και μονομερής, αγνοώντας τις διεθνείς δυναμικές, τις συμφωνίες του 1960 και τις πιθανές αντιδράσεις της Τουρκίας.

Ο ρόλος των Ελληνοκυπρίων εθνικιστών
Ο Ιωαννίδης υποστήριξε ότι η απόφαση να δράσει ήρθε μετά από αίτημα των Ελληνοκυπρίων εθνικιστών στις 13 Ιουλίου. Η ενέργεια περιορίστηκε σε λίγους αξιωματικούς και δεν γνωστοποιήθηκε στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία ή σε άλλους αξιωματούχους. Το πραξικόπημα έγινε μέσα σε ατμόσφαιρα βιασύνης και προσωπικής κρίσης, χωρίς πλήρη στρατηγικό σχεδιασμό.

Το πραξικόπημα και η διεθνής αντίδραση
Στις 15 Ιουλίου, το πραξικόπημα υλοποιείται, και οι Ηνωμένες Πολιτείες μεταδίδουν σαφή μηνύματα προς την ελληνική κυβέρνηση. Το τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ζητά την άμεση επικοινωνία με τον Ιωαννίδη και επισημαίνει ότι οποιαδήποτε βίαιη αλλαγή στην πολιτική δομή της Κύπρου θα έχει καταστροφικές συνέπειες.
Ωστόσο, η επικοινωνία αυτή γίνεται καθ’ υπόδειξη εναλλακτικών καναλιών, και το μήνυμα δεν φτάνει στον Ιωαννίδη με την πειθώ που απαιτείται. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται τα σήματα ως ένδειξη ανοχής ή ουδετερότητας, γεγονός που επιτρέπει την προώθηση των γεγονότων σύμφωνα με την πρωτοβουλία του.

Τουρκική αντίδραση
Τα τηλεγραφήματα της Πρεσβείας στην Άγκυρα (15-16 Ιουλίου) αποκαλύπτουν ότι η Τουρκία αντιλήφθηκε άμεσα την ελληνική δράση ως απειλή για τους Τουρκοκύπριους και για τις συμφωνίες του 1960. Η στρατιωτική κινητοποίηση ήταν αναπόφευκτη, με κύρια στόχο την αποτροπή της ένωσης. Η Τουρκία κινήθηκε γρήγορα και αποφασιστικά, οδηγώντας στην εισβολή της 20ης Ιουλίου και στις σφοδρές συγκρούσεις στη Λευκωσία.

Οι συνέπειες του πραξικοπήματος
Η ελληνική στρατιωτική αδράνεια και η περιορισμένη διπλωματική παρέμβαση των ΗΠΑ συνέβαλαν στην εκτροπή της κρίσης σε στρατιωτική σύγκρουση. Η Τουρκία κατέλαβε το βόρειο τμήμα της Κύπρου, δημιουργώντας προσφυγικό πρόβλημα και διαχωρισμό των κοινοτήτων. Οι Ελληνοκύπριοι εθνικιστές και οι Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς είχαν ήδη περιορισμένη αίσθηση της διεθνούς δυναμικής, ενώ η αμερικανική στρατηγική προτεραιότητα ήταν η σταθερότητα του ΝΑΤΟ και η αποφυγή σοβιετικής επέμβασης.
Ο Ιωαννίδης, παρά την αυτοπεποίθησή του, απέτυχε να εκτιμήσει σωστά τις συνέπειες της πράξης του. Το πραξικόπημα δεν οδήγησε σε ελληνική επιρροή στην Κύπρο, ούτε σε ειρηνική επίλυση με την Τουρκία, αλλά σε μόνιμη διχοτόμηση του νησιού. Παράλληλα, η εικόνα του Ιωαννίδη ως «αντικομμουνιστή σταυροφόρου» αντικατοπτρίζει την προσωπική του εμμονή και την ανεπαρκή στρατηγική κρίση.

Η αμερικανική διπλωματία και τα διπλά μηνύματα
Η αμερικανική πολιτική στην κρίση της Κύπρου ήταν σύνθετη: προσπάθησε να σταματήσει τη βία, να διασφαλίσει τη σταθερότητα της περιοχής και να προστατεύσει τα στρατηγικά συμφέροντα του ΝΑΤΟ. Τα τηλεγραφήματα αναδεικνύουν την προσπάθεια αποτροπής της ένωσης και της βίαιης ανατροπής του Μακαρίου, αλλά και την αδυναμία να επιβληθεί πειστικά η πολιτική αυτή στον Ιωαννίδη.
Οι Αμερικανοί κατανόησαν τη δυσκολία της κατάστασης: η προσωπικότητα του Ιωαννίδη, οι επιθυμίες των Ελληνοκυπρίων εθνικιστών, οι εσωτερικές εντάσεις στην Ελλάδα, και οι ευρύτερες γεωπολιτικές προτεραιότητες. Η στρατηγική τους περιορίστηκε σε συστάσεις, μηνύματα και «διακριτική πίεση», χωρίς άμεση παρέμβαση.

Το τέλος της κρίσης και η ολοκλήρωση της κατοχής
Η τουρκική στρατιωτική επέμβαση ολοκληρώθηκε στις 14 Αυγούστου 1974. Η Κύπρος διαχωρίστηκε σε βόρειο και νότιο τμήμα, με χιλιάδες πρόσφυγες και σημαντικές ανθρωπιστικές απώλειες. Η Χούντα στην Ελλάδα αποδυναμώθηκε, και η τραγωδία της Κύπρου αποτέλεσε σημείο καμπής στην πολιτική ιστορία της χώρας και της περιοχής.
Τα τηλεγραφήματα των ΗΠΑ αποκαλύπτουν ότι η κυριότερη ανησυχία τους ήταν η διατήρηση της σταθερότητας, η αποφυγή ελληνοτουρκικής σύγκρουσης και η πρόληψη ενίσχυσης της Σοβιετικής επιρροής, παρά η προστασία της δημοκρατίας ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο.

Συμπεράσματα
Η κυπριακή τραγωδία του 1974, όπως αποτυπώνεται μέσα από τα αμερικανικά τηλεγραφήματα, δείχνει έναν συνδυασμό παραγόντων:
  • Προσωπικότητα και ψυχολογία Ιωαννίδη: εμμονική με τον αντικομμουνισμό, με περιορισμένη στρατηγική αντίληψη.
  • Αμερικανική διπλωματία: γνώση των γεγονότων, αλλά αδυναμία άμεσης και αποτελεσματικής παρέμβασης.
  • Διεθνείς αντιδράσεις: η Τουρκία αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα των γεγονότων και αντέδρασε στρατιωτικά, προκαλώντας την διχοτόμηση.
  • Στρατηγική αποτυχία της Χούντας: το πραξικόπημα όχι μόνο απέτυχε να ενσωματώσει την Κύπρο στην Ελλάδα, αλλά οδήγησε σε μόνιμο διαχωρισμό και αποσταθεροποίηση της περιοχής.
Η ανάλυση των τηλεγραφημάτων αποκαλύπτει επίσης την πολυπλοκότητα της διεθνούς διπλωματίας και τον τρόπο που προσωπικές αποφάσεις ηγετών μπορούν να επιφέρουν δραματικές συνέπειες για ολόκληρες χώρες.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια