Το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη (2 Σεπτεμβρίου 1944)

Η γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα (1941-1944) υπήρξε περίοδος ανείπωτων δοκιμασιών, με λιμούς, καταστροφές και μαζικές σφαγές αμάχων. Στη Μακεδονία, όπου η παρουσία αντιστασιακών ομάδων ήταν ιδιαίτερα έντονη, τα γερμανικά αντίποινα απέκτησαν συχνά χαρακτήρα εξόντωσης ολόκληρων κοινοτήτων. Ένα από τα πιο αποτρόπαια παραδείγματα αποτελεί το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, ενός ορεινού χωριού έξω από τη Θεσσαλονίκη, στις 2 Σεπτεμβρίου 1944. Εκείνη την ημέρα 146 άνθρωποι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, εκτελέστηκαν, κάηκαν ζωντανοί ή σφαγιάστηκαν από στρατιώτες της Βέρμαχτ, τα διαβόητα «αποσπάσματα Σούμπερτ» και Έλληνες συνεργάτες τους.
Η σφαγή του Χορτιάτη δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός, αλλά εντασσόταν σε μια ευρύτερη στρατηγική τρομοκράτησης των πληθυσμών. Ωστόσο, η σκληρότητα, ο αριθμός των θυμάτων και η σιωπή που περιέβαλε για χρόνια το γεγονός την καθιστούν μοναδική στη φρίκη της.

Το καλοκαίρι του 1944, η κατάσταση στη Μακεδονία βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο. Οι Γερμανοί γνώριζαν ότι η στρατηγική τους ήττα στον πόλεμο ήταν αναπόφευκτη, ενώ οι αντάρτικες δυνάμεις του ΕΛΑΣ ενέτειναν τις επιθέσεις τους με σκοπό να περιορίσουν τον έλεγχο των κατοχικών δυνάμεων.
Η περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη είχε μεγάλη σημασία, καθώς διέθετε βασικές υποδομές ανεφοδιασμού και συγκοινωνίας. Ένα από τα πιο νευραλγικά σημεία ήταν το βυζαντινό υδραγωγείο που τροφοδοτούσε την πόλη με νερό. Το υδραγωγείο συντηρούσαν τακτικά συνεργεία του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, συνοδευόμενα συχνά από Γερμανούς στρατιώτες.
Η παρουσία αυτών των συνεργείων αποτέλεσε αφορμή για την ενέδρα του ΕΛΑΣ που θα οδηγούσε τελικά στη σφαγή του Χορτιάτη. Παράλληλα, στη Θεσσαλονίκη και στη γύρω περιοχή δρούσαν ομάδες δωσίλογων, με επικεφαλής τον διαβόητο Φριτς Σούμπερτ, οι οποίες συνεργάζονταν στενά με τις γερμανικές δυνάμεις σε επιχειρήσεις «αντικατασκοπείας» και καταδίωξης ανταρτών.

Το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου 1944, μια διμοιρία του ΕΛΑΣ υπό τον Βάιο Ρικούδη, ενταγμένη στον λόχο του Αντώνη Καζάκου, κινήθηκε από τον Χορτιάτη προς την τοποθεσία «Καμάρα». Εκεί γνώριζαν ότι περνούσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα αυτοκίνητα της ΟΥΘ, συχνά με τη συνοδεία Γερμανών στρατιωτών.
Όταν έφθασε το πρώτο φορτηγό, στο οποίο επέβαιναν αποκλειστικά Έλληνες υπάλληλοι, οι αντάρτες άνοιξαν πυρ. Ο εργοδηγός Γεώργιος Σιδερίδης τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε στο χωριό, όπου κατέληξε λίγο αργότερα. Άλλοι υπάλληλοι τραυματίστηκαν επίσης.
Περίπου μισή ώρα αργότερα εμφανίστηκε δεύτερο όχημα με τρεις Γερμανούς στρατιώτες και δύο ακόμα Έλληνες. Ακολούθησε ανταλλαγή πυρών· δύο Γερμανοί τραυματίστηκαν, ένας βαριά, ενώ ο τρίτος κατόρθωσε να διαφύγει. Ο σοβαρά τραυματίας αιχμαλωτίστηκε από τους αντάρτες.
Η ενέργεια αυτή, αν και μικρής στρατιωτικής σημασίας, προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Οι κάτοικοι του Χορτιάτη ανησύχησαν για τα πιθανά γερμανικά αντίποινα, γνωρίζοντας την αγριότητα με την οποία οι κατακτητές απαντούσαν σε παρόμοιες επιθέσεις. Οι επικεφαλής του ΕΛΑΣ, ωστόσο, προσπάθησαν να τους καθησυχάσουν. Ο Καζάκος μάλιστα διαβεβαίωσε ότι «κανένας Γερμανός δεν θα πατήσει στο χωριό» και ότι δήθεν επίκειται η άφιξη χιλιάδων ανταρτών.

Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, η ανησυχία των κατοίκων επιβεβαιώθηκε. Περίπου είκοσι γερμανικά καμιόνια, γεμάτα στρατιώτες της Βέρμαχτ, άνδρες του αποσπάσματος Σούμπερτ και Έλληνες συνεργάτες, κατευθύνθηκαν προς τον Χορτιάτη. Ολόκληρος ο οικισμός περικυκλώθηκε.
Οι περισσότεροι άνδρες του χωριού έλειπαν για δουλειές στα χωράφια, ενώ γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι παρέμειναν στα σπίτια τους. Οι αντάρτες είχαν ήδη αποσυρθεί προς το Λιβάδι και τα Πετροκέρασα, παίρνοντας μαζί τους τον αιχμάλωτο Γερμανό και μερικούς κατοίκους.
Η τύχη όσων έμειναν ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο πρόεδρος του χωριού, Χρήστος Μπατάτσιος, προσπάθησε να διαπραγματευθεί με τους Γερμανούς, τονίζοντας ότι οι κάτοικοι είχαν βοηθήσει και τους ίδιους και τα Τάγματα Ασφαλείας. Η προσπάθειά του απέβη μάταιη: ο ίδιος τραυματίστηκε από τον Σούμπερτ και λίγο αργότερα οδηγήθηκε στον θάνατο μαζί με την οικογένειά του.

Οι Γερμανοί και οι άνδρες του Σούμπερτ χώρισαν τους κατοίκους σε ομάδες.
  • Σπίτι Νταμπούδη: Περίπου 34 άνθρωποι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, στοιβάχτηκαν στο σπίτι του Ευάγγελου Νταμπούδη και κάηκαν ζωντανοί. Μόνο δύο γυναίκες κατόρθωσαν να διαφύγουν.
  • Φούρνος Γκουραμάνη: Η μεγαλύτερη τραγωδία εκτυλίχθηκε στον φούρνο του Στέφανου Γκουραμάνη. Εκεί οδηγήθηκαν πάνω από 70 κάτοικοι. Έξι παιδιά κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από ένα μικρό παράθυρο, αλλά οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν με πολυβόλα, ενώ οι τραυματίες και τα πτώματα κάηκαν όταν οι στρατιώτες έβαλαν φωτιά με φωτοβολίδες και ξερά χόρτα. Μόνο δύο ενήλικες επέζησαν: ο 70χρονος Παναγιώτης Σαρβάνης και η 38χρονη Μαρία Αγγελινούδη.
  • Εκτελέσεις σε σπίτια και ύπαιθρο: Άλλοι 34 κάτοικοι σκοτώθηκαν σε διάφορα σημεία του χωριού. Μαρτυρίες κάνουν λόγο για διαμελισμούς βρεφών, βιασμούς γυναικών και μαχαιρώματα.
Συνολικά, 146 άνθρωποι βρήκαν φρικτό θάνατο: 37 άνδρες και 109 γυναίκες, ηλικίας από λίγων μηνών έως 81 ετών. Ο ιερέας του χωριού, Δημήτριος Τομαράς, εκτελέστηκε μαζί με τις δύο κόρες του.

Η σφαγή του Χορτιάτη παρουσιάζει ένα ακόμη παράδοξο: ενώ η καταστροφή υπήρξε ολοκληρωτική και το γεγονός έγινε γνωστό σχεδόν αμέσως, δεν καταγράφηκε επίσημα στα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία.
Στη μεταπολεμική του κατάθεση, ο αξιωματικός Wilhelm Hammer αναφέρθηκε μόνο στην «εξόντωση μιας γερμανικής ομάδας επισκευής υδραγωγείου» κοντά στον Χορτιάτη, αποσιωπώντας πλήρως τη σφαγή των αμάχων. Αυτή η «σιωπή» εντάσσεται σε μια γενικότερη πολιτική αποσιώπησης εγκλημάτων πολέμου στη Βόρεια Ελλάδα.

Μεταπολεμικά, συζητήθηκε έντονα κατά πόσο η ενέργεια του ΕΛΑΣ υπήρξε επιπόλαιη και αν υπήρξαν ευθύνες για την τραγωδία.
Ο Βάιος Ρικούδης υποστήριξε αργότερα ότι η μάχη κράτησε ώρες και έδωσε χρόνο στους κατοίκους να φύγουν, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από τις πηγές. Ο Αντώνης Καζάκος τόνισε ότι πήρε μαζί του αρκετούς κατοίκους και ότι το χωριό ήταν έτσι κι αλλιώς στο στόχαστρο των Γερμανών.
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, το γεγονός παραμένει: οι κάτοικοι του Χορτιάτη δεν εγκατέλειψαν μαζικά τον οικισμό και βρέθηκαν απροστάτευτοι μπροστά στην εκδικητική μανία των ναζί.

Ένα από τα σκοτεινά στοιχεία της σφαγής είναι η συμμετοχή Ελλήνων συνεργατών. Οι «γερμανοντυμένοι» του Σούμπερτ, αλλά και άνδρες που είχαν σχέση με τα τοπικά Τάγματα Ασφαλείας, συμμετείχαν ενεργά. Μαρτυρίες κατοίκων αναφέρουν ότι μερικές γυναίκες σώθηκαν μόνο επειδή επικαλέστηκαν συγγενείς στα Τάγματα Ασφαλείας.
Στη Μακεδονία δεν συγκροτήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας με την αθηναϊκή μορφή, αλλά υπήρχαν ένοπλες ομάδες δωσίλογων (όπως οι Πούλος, Δάγκουλας, Κισά-Μπατζάκ), που συνεργάζονταν με τη Βέρμαχτ και διέπραξαν σφαγές κατά αμάχων.

Μετά τον πόλεμο, η Ελλάδα συνέλεξε στοιχεία για 2.250 εγκληματίες πολέμου που είχαν δράσει στη χώρα: 1.127 Γερμανούς, 470 Ιταλούς, 242 Βουλγάρους και 410 Αλβανούς. Παρ’ όλα αυτά, μόλις εννέα εκδόθηκαν και δικάστηκαν στην Ελλάδα.
Ανάμεσά τους ήταν και ο Φριτς Σούμπερτ, ο οποίος συνελήφθη, δικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων στη Θεσσαλονίκη και εκτελέστηκε το 1947. Ήταν από τους ελάχιστους ναζί εγκληματίες πολέμου που πλήρωσαν το τίμημα επί ελληνικού εδάφους.
Η αδικία όμως παραμένει: χιλιάδες άλλοι έμειναν ατιμώρητοι. Ακόμη και πρόσωπα με σαφές παρελθόν συνεργασίας, όπως ο Κουρτ Βαλντχάιμ (μετέπειτα Γ.Γ. του ΟΗΕ και Πρόεδρος της Αυστρίας), διέφυγαν κάθε δίωξη.

Το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη δεν καταγράφηκε αμέσως στη συλλογική μνήμη με την ένταση που θα περίμενε κανείς. Οι κάτοικοι έμειναν να θρηνούν μόνοι για δεκαετίες, ενώ η ελληνική πολιτεία απέφυγε να δώσει μεγάλη δημοσιότητα.
Μόνο με τα χρόνια, μέσα από τα έργα ιστορικών (Στράτος Δορδανάς, Έλλη Αλμετίδου, Θ. Βαϊνάς), αλλά και λογοτεχνών όπως ο φιλέλληνας Έντμουντ Κίλι, το γεγονός άρχισε να αποκτά τη θέση που του αρμόζει στη συλλογική μνήμη.
Σήμερα, στον Χορτιάτη υπάρχουν μνημεία που τιμούν τα θύματα. Κάθε Σεπτέμβριο τελούνται εκδηλώσεις μνήμης, ενώ το καμένο σχολείο και ο φούρνος Γκουραμάνη στέκουν ως μάρτυρες της θηριωδίας.

Η σφαγή του Χορτιάτη υπήρξε μια από τις πιο φρικαλέες πράξεις της ναζιστικής Κατοχής στη Βόρεια Ελλάδα. Ήταν αποτέλεσμα μιας επιπόλαιης ανταρτικής ενέργειας, αλλά κυρίως της απάνθρωπης λογικής των γερμανικών αντιποίνων, που θεωρούσαν νόμιμη την εξόντωση αμάχων για κάθε απώλεια στρατιώτη.
Η εμπλοκή Ελλήνων συνεργατών υπογραμμίζει την τραγική διάσταση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται. Η μεταπολεμική ατιμωρησία των περισσότερων εγκληματιών πολέμου προσθέτει μια ακόμη σκιά στο τραύμα.
Πάνω απ’ όλα, ο Χορτιάτης συμβολίζει την ανείπωτη θυσία αθώων ανθρώπων, την απόλυτη βαρβαρότητα του ναζισμού και την ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης. Γιατί, όπως έγραψε ο Έντμουντ Κίλι, «η σιωπηλή κραυγή της μνήμης» είναι η πιο δυνατή φωνή ενάντια στη λήθη.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια