Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1972 στο Μόναχο θα έμεναν στην ιστορία ως η μεγάλη στιγμή της Δυτικής Γερμανίας να παρουσιάσει στον κόσμο ένα νέο πρόσωπο· μια χώρα απαλλαγμένη από τη βαριά σκιά του ναζιστικού παρελθόντος και έτοιμη να προβάλει αξίες ειρήνης, ενότητας και δημοκρατίας. Το σύνθημα της διοργάνωσης ήταν «Οι χαρούμενοι αγώνες», μια συνειδητή προσπάθεια να εξαλείψουν κάθε ίχνος αυταρχισμού, σε αντίθεση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, που είχαν χρησιμοποιηθεί από τον Χίτλερ ως προπαγανδιστικό εργαλείο του καθεστώτος του.
Ωστόσο, το Μόναχο επρόκειτο να μείνει στην παγκόσμια μνήμη όχι για τα επιτεύγματα των αθλητών, αλλά για μια από τις πιο αιματηρές και τηλεοπτικά καταγεγραμμένες τρομοκρατικές επιθέσεις του 20ού αιώνα: τη Σφαγή του Μονάχου, που κόστισε τη ζωή σε 11 Ισραηλινούς αθλητές και προπονητές.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε δώσει μάχη για να κερδίσει τη διοργάνωση. Ήθελε να αποδείξει ότι είχε αφήσει πίσω της το φάντασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των εγκλημάτων του ναζισμού. Οι Γερμανοί ήθελαν να παρουσιάσουν ένα «ζεστό και φιλόξενο» πρόσωπο, χωρίς στρατιωτικοποιημένη αστυνόμευση. Το Ολυμπιακό Χωριό σχεδιάστηκε ώστε να μοιάζει περισσότερο με πανεπιστημιούπολη παρά με φυλασσόμενο στρατόπεδο.
Οι αρχές, αν και γνώριζαν ότι υπήρχε κίνδυνος τρομοκρατικών επιθέσεων, πίστευαν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος προερχόταν από την εγχώρια ακροαριστερή οργάνωση Φράξια Κόκκινος Στρατός και το ακροδεξιό Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα. Στις λίστες απειλών η πιθανότητα επίθεσης από Παλαιστίνιους κατατασσόταν μόλις στην 21η θέση. Έτσι, τα μέτρα ασφαλείας απέναντι σε διεθνή τρομοκρατία ήταν στοιχειώδη.
Ξημερώματα 5ης Σεπτεμβρίου 1972, στις 4.00 π.μ., οκτώ μέλη της παλαιστινιακής οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης πέρασαν τον φράχτη του Ολυμπιακού Χωριού. Φορούσαν φόρμες αθλητών και κουβαλούσαν καλάσνικοφ και χειροβομβίδες κρυμμένα σε αθλητικές τσάντες. Ο στόχος τους ήταν σαφής: να εισβάλουν στα διαμερίσματα της ισραηλινής αποστολής, να πάρουν ομήρους και να απαιτήσουν την απελευθέρωση 236 κρατουμένων – μεταξύ αυτών δύο ηγετικών στελεχών της RAF, του Αντρέας Μπάαντερ και της Ουλρίκε Μάινχοφ.
Η επίθεση ήταν αστραπιαία. Ο προπονητής πάλης Μόσε Βάινμπεργκ και ο αρσιβαρίστας Γιόσεφ Ρομάνο αντιστάθηκαν και δολοφονήθηκαν. Οι υπόλοιποι 9 αθλητές και μέλη της αποστολής κρατήθηκαν όμηροι.
Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου. Για πρώτη φορά μια τρομοκρατική ενέργεια μεταδιδόταν ζωντανά στην τηλεόραση. Υπολογίζεται ότι σχεδόν 900 εκατομμύρια θεατές παρακολούθησαν με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις.
Οι γερμανικές αρχές αιφνιδιάστηκαν. Για επτά ώρες δεν υπήρξε καμία σοβαρή αντίδραση, ενώ οι Αγώνες συνεχίζονταν κανονικά. Μόνο αργότερα αποφασίστηκε να διακοπούν προσωρινά.
Η Δυτική Γερμανία δεν διέθετε ειδικές δυνάμεις για τέτοιου είδους κρίσεις. Το Σύνταγμα απαγόρευε τη χρήση στρατού σε καιρό ειρήνης, και η αστυνομία δεν είχε εμπειρία σε επιχειρήσεις διάσωσης ομήρων. Το αρχικό σχέδιο να παγιδευτεί ένα αεροπλάνο με μεταμφιεσμένους αστυνομικούς κατέρρευσε, καθώς οι ίδιοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, θεωρώντας την αποστολή αυτοκτονίας.
Τελικά, αποφασίστηκε να μεταφερθούν οι τρομοκράτες και οι όμηροι με ελικόπτερα στη βάση Fürstenfeldbruck, όπου ελεύθεροι σκοπευτές θα επιχειρούσαν να τους εξουδετερώσουν. Όμως οι σκοπευτές ήταν απροετοίμαστοι, δεν γνώριζαν τον ακριβή αριθμό των τρομοκρατών και δεν είχαν τον απαραίτητο εξοπλισμό.
Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Οι Γερμανοί σκότωσαν πέντε τρομοκράτες και έναν αστυνομικό, αλλά όχι πριν τα μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη εκτελέσουν και τους 9 Ισραηλινούς ομήρους μέσα στα ελικόπτερα.
Η είδηση του θανάτου όλων των ομήρων έπεσε σαν κεραυνός. Ο πρόεδρος της ΔΟΕ, Έιβερι Μπραντζε, αποφάσισε αρχικά να συνεχιστούν οι Αγώνες, υποστηρίζοντας ότι «The Games must go on». Η διοργάνωση διακόπηκε μόνο για 34 ώρες, διάστημα κατά το οποίο τελέστηκε μνημόσυνο στο Ολυμπιακό Στάδιο παρουσία 80.000 θεατών.
Η επιλογή αυτή προκάλεσε αντιδράσεις. Για πολλούς, η συνέχιση των Αγώνων φαινόταν ασέβεια προς τα θύματα. Ωστόσο, η ΔΟΕ επέμεινε ότι οι Ολυμπιακοί πρέπει να παραμείνουν σύμβολο ειρήνης, ανεξάρτητα από τις τραγωδίες.
Μετά την τραγωδία, τρεις από τους τρομοκράτες συνελήφθησαν, αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα απελευθερώθηκαν έπειτα από αεροπειρατεία σε γερμανικό αεροπλάνο. Η απελευθέρωσή τους θεωρήθηκε εθνική ταπείνωση για τη Γερμανία. Στη συνέχεια, και οι τρεις δολοφονήθηκαν από τη Μοσάντ, στο πλαίσιο της μυστικής επιχείρησης «Οργή Θεού», που διήρκεσε σχεδόν 20 χρόνια.
Το ζήτημα των Παλαιστινίων προσφύγων και της σύγκρουσης με το Ισραήλ αναδείχθηκε διεθνώς, αλλά οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, παρέμειναν επικεντρωμένες στον Ψυχρό Πόλεμο.
Οι οικογένειες των θυμάτων κατήγγειλαν για δεκαετίες την ολιγωρία και τα λάθη των γερμανικών αρχών. Η Άνκι Σπίτζερ, χήρα του Ισραηλινού προπονητή ξιφασκίας Αντρέ Σπίτζερ, ηγήθηκε αυτού του αγώνα μνήμης και δικαιοσύνης. Οι αποζημιώσεις που προσφέρθηκαν αρχικά θεωρήθηκαν εξευτελιστικές. Μόλις το 2022 η Γερμανία συμφώνησε να καταβάλει 28 εκατομμύρια ευρώ στις οικογένειες.
Η Σφαγή του Μονάχου αποτέλεσε τομή στην ιστορία της διεθνούς ασφάλειας. Από εκεί και πέρα, κανένας Ολυμπιακός Αγώνας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ασφαλής χωρίς δρακόντεια μέτρα. Στο Μόντρεαλ το 1976, ο προϋπολογισμός για την ασφάλεια ήταν 50 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με το Μόναχο. Οι έλεγχοι ήταν εξονυχιστικοί, οι αθλητές περνούσαν από πολλαπλά σημεία ασφαλείας, και σε πολλές περιπτώσεις τους ζητούσαν ακόμα και να βγάλουν τα ρούχα τους.
Η τρομοκρατία είχε μπει πλέον για τα καλά στο προσκήνιο της παγκόσμιας πολιτικής και οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν θα ξανά ήταν οι ίδιοι.
Το Μόναχο του 1972 επρόκειτο να είναι μια γιορτή ανανέωσης και συμφιλίωσης. Αντί γι’ αυτό, έγινε σύμβολο της ευαλωτότητας των κοινωνιών απέναντι στην τρομοκρατία και της τραγικής ανεπάρκειας των κρατικών μηχανισμών να προστατεύσουν την ανθρώπινη ζωή.
Η Σφαγή του Μονάχου δεν είναι απλώς μια μαύρη σελίδα στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι μια υπενθύμιση ότι η ειρήνη και η ασφάλεια δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες. Κάθε μεγάλη διοργάνωση, κάθε διεθνές γεγονός, φέρει μαζί του την ευθύνη να εξασφαλίζει ότι η γιορτή του αθλητισμού δεν θα μετατραπεί ξανά σε σκηνή θανάτου.
Ωστόσο, το Μόναχο επρόκειτο να μείνει στην παγκόσμια μνήμη όχι για τα επιτεύγματα των αθλητών, αλλά για μια από τις πιο αιματηρές και τηλεοπτικά καταγεγραμμένες τρομοκρατικές επιθέσεις του 20ού αιώνα: τη Σφαγή του Μονάχου, που κόστισε τη ζωή σε 11 Ισραηλινούς αθλητές και προπονητές.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε δώσει μάχη για να κερδίσει τη διοργάνωση. Ήθελε να αποδείξει ότι είχε αφήσει πίσω της το φάντασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των εγκλημάτων του ναζισμού. Οι Γερμανοί ήθελαν να παρουσιάσουν ένα «ζεστό και φιλόξενο» πρόσωπο, χωρίς στρατιωτικοποιημένη αστυνόμευση. Το Ολυμπιακό Χωριό σχεδιάστηκε ώστε να μοιάζει περισσότερο με πανεπιστημιούπολη παρά με φυλασσόμενο στρατόπεδο.
Οι αρχές, αν και γνώριζαν ότι υπήρχε κίνδυνος τρομοκρατικών επιθέσεων, πίστευαν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος προερχόταν από την εγχώρια ακροαριστερή οργάνωση Φράξια Κόκκινος Στρατός και το ακροδεξιό Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα. Στις λίστες απειλών η πιθανότητα επίθεσης από Παλαιστίνιους κατατασσόταν μόλις στην 21η θέση. Έτσι, τα μέτρα ασφαλείας απέναντι σε διεθνή τρομοκρατία ήταν στοιχειώδη.
Ξημερώματα 5ης Σεπτεμβρίου 1972, στις 4.00 π.μ., οκτώ μέλη της παλαιστινιακής οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης πέρασαν τον φράχτη του Ολυμπιακού Χωριού. Φορούσαν φόρμες αθλητών και κουβαλούσαν καλάσνικοφ και χειροβομβίδες κρυμμένα σε αθλητικές τσάντες. Ο στόχος τους ήταν σαφής: να εισβάλουν στα διαμερίσματα της ισραηλινής αποστολής, να πάρουν ομήρους και να απαιτήσουν την απελευθέρωση 236 κρατουμένων – μεταξύ αυτών δύο ηγετικών στελεχών της RAF, του Αντρέας Μπάαντερ και της Ουλρίκε Μάινχοφ.
Η επίθεση ήταν αστραπιαία. Ο προπονητής πάλης Μόσε Βάινμπεργκ και ο αρσιβαρίστας Γιόσεφ Ρομάνο αντιστάθηκαν και δολοφονήθηκαν. Οι υπόλοιποι 9 αθλητές και μέλη της αποστολής κρατήθηκαν όμηροι.
Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου. Για πρώτη φορά μια τρομοκρατική ενέργεια μεταδιδόταν ζωντανά στην τηλεόραση. Υπολογίζεται ότι σχεδόν 900 εκατομμύρια θεατές παρακολούθησαν με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις.
Οι γερμανικές αρχές αιφνιδιάστηκαν. Για επτά ώρες δεν υπήρξε καμία σοβαρή αντίδραση, ενώ οι Αγώνες συνεχίζονταν κανονικά. Μόνο αργότερα αποφασίστηκε να διακοπούν προσωρινά.
Η Δυτική Γερμανία δεν διέθετε ειδικές δυνάμεις για τέτοιου είδους κρίσεις. Το Σύνταγμα απαγόρευε τη χρήση στρατού σε καιρό ειρήνης, και η αστυνομία δεν είχε εμπειρία σε επιχειρήσεις διάσωσης ομήρων. Το αρχικό σχέδιο να παγιδευτεί ένα αεροπλάνο με μεταμφιεσμένους αστυνομικούς κατέρρευσε, καθώς οι ίδιοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, θεωρώντας την αποστολή αυτοκτονίας.
Τελικά, αποφασίστηκε να μεταφερθούν οι τρομοκράτες και οι όμηροι με ελικόπτερα στη βάση Fürstenfeldbruck, όπου ελεύθεροι σκοπευτές θα επιχειρούσαν να τους εξουδετερώσουν. Όμως οι σκοπευτές ήταν απροετοίμαστοι, δεν γνώριζαν τον ακριβή αριθμό των τρομοκρατών και δεν είχαν τον απαραίτητο εξοπλισμό.
Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Οι Γερμανοί σκότωσαν πέντε τρομοκράτες και έναν αστυνομικό, αλλά όχι πριν τα μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη εκτελέσουν και τους 9 Ισραηλινούς ομήρους μέσα στα ελικόπτερα.
Η είδηση του θανάτου όλων των ομήρων έπεσε σαν κεραυνός. Ο πρόεδρος της ΔΟΕ, Έιβερι Μπραντζε, αποφάσισε αρχικά να συνεχιστούν οι Αγώνες, υποστηρίζοντας ότι «The Games must go on». Η διοργάνωση διακόπηκε μόνο για 34 ώρες, διάστημα κατά το οποίο τελέστηκε μνημόσυνο στο Ολυμπιακό Στάδιο παρουσία 80.000 θεατών.
Η επιλογή αυτή προκάλεσε αντιδράσεις. Για πολλούς, η συνέχιση των Αγώνων φαινόταν ασέβεια προς τα θύματα. Ωστόσο, η ΔΟΕ επέμεινε ότι οι Ολυμπιακοί πρέπει να παραμείνουν σύμβολο ειρήνης, ανεξάρτητα από τις τραγωδίες.
Μετά την τραγωδία, τρεις από τους τρομοκράτες συνελήφθησαν, αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα απελευθερώθηκαν έπειτα από αεροπειρατεία σε γερμανικό αεροπλάνο. Η απελευθέρωσή τους θεωρήθηκε εθνική ταπείνωση για τη Γερμανία. Στη συνέχεια, και οι τρεις δολοφονήθηκαν από τη Μοσάντ, στο πλαίσιο της μυστικής επιχείρησης «Οργή Θεού», που διήρκεσε σχεδόν 20 χρόνια.
Το ζήτημα των Παλαιστινίων προσφύγων και της σύγκρουσης με το Ισραήλ αναδείχθηκε διεθνώς, αλλά οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, παρέμειναν επικεντρωμένες στον Ψυχρό Πόλεμο.
Οι οικογένειες των θυμάτων κατήγγειλαν για δεκαετίες την ολιγωρία και τα λάθη των γερμανικών αρχών. Η Άνκι Σπίτζερ, χήρα του Ισραηλινού προπονητή ξιφασκίας Αντρέ Σπίτζερ, ηγήθηκε αυτού του αγώνα μνήμης και δικαιοσύνης. Οι αποζημιώσεις που προσφέρθηκαν αρχικά θεωρήθηκαν εξευτελιστικές. Μόλις το 2022 η Γερμανία συμφώνησε να καταβάλει 28 εκατομμύρια ευρώ στις οικογένειες.
Η Σφαγή του Μονάχου αποτέλεσε τομή στην ιστορία της διεθνούς ασφάλειας. Από εκεί και πέρα, κανένας Ολυμπιακός Αγώνας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ασφαλής χωρίς δρακόντεια μέτρα. Στο Μόντρεαλ το 1976, ο προϋπολογισμός για την ασφάλεια ήταν 50 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με το Μόναχο. Οι έλεγχοι ήταν εξονυχιστικοί, οι αθλητές περνούσαν από πολλαπλά σημεία ασφαλείας, και σε πολλές περιπτώσεις τους ζητούσαν ακόμα και να βγάλουν τα ρούχα τους.
Η τρομοκρατία είχε μπει πλέον για τα καλά στο προσκήνιο της παγκόσμιας πολιτικής και οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν θα ξανά ήταν οι ίδιοι.
Το Μόναχο του 1972 επρόκειτο να είναι μια γιορτή ανανέωσης και συμφιλίωσης. Αντί γι’ αυτό, έγινε σύμβολο της ευαλωτότητας των κοινωνιών απέναντι στην τρομοκρατία και της τραγικής ανεπάρκειας των κρατικών μηχανισμών να προστατεύσουν την ανθρώπινη ζωή.
Η Σφαγή του Μονάχου δεν είναι απλώς μια μαύρη σελίδα στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι μια υπενθύμιση ότι η ειρήνη και η ασφάλεια δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες. Κάθε μεγάλη διοργάνωση, κάθε διεθνές γεγονός, φέρει μαζί του την ευθύνη να εξασφαλίζει ότι η γιορτή του αθλητισμού δεν θα μετατραπεί ξανά σε σκηνή θανάτου.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών