Στεκόμαστε σήμερα, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, με δέος μπροστά σε μια από τις πιο μεγάλες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η 28η Οκτωβρίου 1940 δεν είναι απλώς μια ημερομηνία στο ημερολόγιο. Είναι μια πράξη συλλογικής αξιοπρέπειας, ένα σύμβολο εθνικής ενότητας, ένα φωτεινό παράδειγμα της δύναμης που μπορεί να αναδείξει ένας λαός όταν αποφασίζει να πει “όχι” στην υποταγή και “ναι” στην ελευθερία.
Όμως, αν σταθούμε λίγο και σκεφτούμε βαθύτερα, θα καταλάβουμε πως εκείνο το “Όχι” δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Δεν ήταν μια πράξη που “έπρεπε” να συμβεί επειδή έτσι το όριζε η μοίρα ή η ιστορική παράδοση. Ήταν μια απόφαση δύσκολη, ριψοκίνδυνη, σχεδόν παράλογη αν τη δούμε με τα ψυχρά δεδομένα της εποχής. Ήταν ένα θαύμα της βούλησης και της ψυχής.
Η Ελλάδα μπροστά στο σκοτάδι του πολέμου
Το βράδυ της 27ης προς 28η Οκτωβρίου 1940, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες κοιμήθηκαν σε μια χώρα ειρηνική, ίσως με ανησυχία για τον πόλεμο που φούντωνε στην Ευρώπη, αλλά χωρίς να φαντάζονται ότι ξημερώνοντας θα ξυπνούσαν σε μια νέα εποχή. Μια εποχή φωτιάς και αίματος, που θα κρατούσε σχεδόν μια δεκαετία.
Όσοι επιβίωσαν, χρειάστηκαν χρόνια για να ξανακοιμηθούν ήσυχοι στα σπίτια τους. Πολλοί δεν γύρισαν ποτέ. Άλλοι σκοτώθηκαν στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Άλλοι στις εκτελέσεις της Κατοχής. Χιλιάδες πέθαναν από πείνα, από κακουχίες, από ασθένειες. Και δυστυχώς, μετά τη λήξη του πολέμου, η Ελλάδα γνώρισε μια ακόμα τραγωδία: τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο Πόλεμο.
Η δεκαετία 1940–1949 σφράγισε ανεξίτηλα τη συλλογική μας μνήμη. Κι όμως, μέσα σε εκείνο το σκοτάδι, γεννήθηκε ένα φως που ακόμα λάμπει: το “Όχι”.
Οι αβεβαιότητες της Ιστορίας
Συχνά πιστεύουμε πως η Ιστορία έχει μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Ότι οι ήρωες απλώς “εκπληρώνουν το χρέος τους” και οι λαοί “πράττουν το σωστό”. Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. Τίποτα δεν ήταν προδιαγεγραμμένο εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ένας αυταρχικός ηγέτης που κυβερνούσε με δικτατορικές μεθόδους, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πει “ναι” στο τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη Γκράτσι. Θα μπορούσε να είχε επιλέξει την υποταγή, επικαλούμενος τη ρεαλιστική πολιτική, όπως έκαναν άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κι όμως, είπε “Alors c’est la guerre” — “Λοιπόν, έχουμε πόλεμο”. Μια φράση που έμελλε να μείνει στην Ιστορία.
Τι ήταν όμως εκείνο που έκανε τον Μεταξά, έναν στρατιωτικό συντηρητικό και φιλογερμανό στην παιδεία του, να αρνηθεί; Ήταν άραγε πολιτικός υπολογισμός; Ή μήπως μια βαθιά, ιστορική συνείδηση του καθήκοντος; Ίσως ποτέ να μη μάθουμε. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, μέσα σε εκείνη τη στιγμή, εξέφρασε το συλλογικό ένστικτο ενός ολόκληρου λαού που δεν ήταν διατεθειμένος να παραδοθεί αμαχητί.
Οι άλλοι λαοί που είπαν “ναι”
Για να κατανοήσουμε το μέγεθος εκείνης της απόφασης, ας θυμηθούμε πως δεν είπαν όλοι οι λαοί “όχι”.
Η Τσεχοσλοβακία, το 1938, παραδόθηκε αμαχητί στις αποφάσεις της Διάσκεψης του Μονάχου, επιτρέποντας στη Γερμανία να προσαρτήσει τη Σουδητία.
Η Δανία, το 1940, όταν οι Γερμανοί απαίτησαν να χρησιμοποιήσουν το έδαφός της για την εισβολή στη Νορβηγία, υπάκουσε χωρίς να ρίξει ούτε μία σφαίρα.
Η Ρουμανία αποδέχθηκε εδαφικές απώλειες χωρίς αντίσταση.
Κι όμως, οι χώρες αυτές ήταν πλουσιότερες, πιο βιομηχανικά ανεπτυγμένες, με στρατούς καλύτερα εξοπλισμένους από τον ελληνικό. Τι τις κράτησε; Ο φόβος; Ο υπολογισμός; Ο ρεαλισμός; Ίσως όλα μαζί.
Η Ελλάδα, φτωχή, διχασμένη, χωρίς βιομηχανία, με έναν στρατό ανεπαρκώς εξοπλισμένο, διάλεξε τον δύσκολο δρόμο. Διάλεξε να αντισταθεί. Κι αυτό είναι που κάνει την πράξη της μοναδική.
Ο ελληνικός λαός και το θαύμα του μετώπου
Η απόφαση του “Όχι” δεν θα είχε καμία αξία αν δεν την ακολουθούσε η πράξη. Κι εδώ βρίσκεται το πραγματικό μεγαλείο. Ο λαός ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει. Οι φαντάροι ανέβηκαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου τραγουδώντας. Οι γυναίκες της Ηπείρου κουβαλούσαν πολεμοφόδια με τα χέρια και με τα ζώα. Οι αγρότες πρόσφεραν τρόφιμα, οι εργάτες δούλευαν μέρα-νύχτα για να φτιάξουν όπλα, στολές, υποδήματα.
Η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια υπερδύναμη της εποχής, κι όμως κατάφερε το αδιανόητο: να αποκρούσει την ιταλική επίθεση και να περάσει στην αντεπίθεση, απελευθερώνοντας τη Βόρεια Ήπειρο.
Για πρώτη φορά στον πόλεμο, οι δυνάμεις του Άξονα ηττήθηκαν στο πεδίο της μάχης. Κι αυτό έδωσε ελπίδα σε ολόκληρη την Ευρώπη που βρισκόταν υπό κατοχή.
Ο ρόλος της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Από τότε μέχρι σήμερα, οι ιστορικοί διαφωνούν για το πόσο επηρέασε η ελληνική αντίσταση την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η καθυστέρηση της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία ανέβαλε την “Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα” κατά κρίσιμες εβδομάδες, οδηγώντας τον Χίτλερ στην ήττα στη Μόσχα. Άλλοι θεωρούν πως αυτή η επίδραση ήταν μικρή, πως η εκστρατεία στα Βαλκάνια ήταν περισσότερο περισπασμός παρά καθοριστικός παράγοντας.
Όποια εκδοχή κι αν ισχύει, το βέβαιο είναι ένα: η Ελλάδα, με το παράδειγμά της, έσπασε το αίσθημα του φόβου που είχε παραλύσει την Ευρώπη. Από τη Μάχη της Κρήτης μέχρι την Εθνική Αντίσταση, ο ελληνικός λαός απέδειξε ότι η ελευθερία αξίζει κάθε θυσία.
Οι συμμαχίες και η μοναξιά της Ελλάδας
Είναι, όμως, χρήσιμο να θυμόμαστε και κάτι ακόμα: η Ελλάδα δεν πολέμησε έχοντας δίπλα της ισχυρούς συμμάχους.
Η Μεγάλη Βρετανία είχε υποσχεθεί βοήθεια, αλλά εκείνη την περίοδο πάλευε για την ίδια της την επιβίωση. Μετά τη Δουνκέρκη, μετά το Blitz, δεν είχε τη δυνατότητα να στείλει ουσιαστική ενίσχυση.
Η Ελλάδα ήταν μόνη. Πολεμούσε με ό,τι είχε, βασισμένη στις δικές της δυνάμεις. Και ακριβώς αυτή η μοναξιά κάνει τη στάση της ακόμα πιο σπουδαία. Γιατί δεν στηρίχθηκε σε καμία συμμαχική εγγύηση, αλλά μόνο στην αποφασιστικότητα του λαού της.
Η σημασία του “Όχι” σήμερα
Κάθε χρόνο που γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου, υπάρχει ο κίνδυνος να δούμε το “Όχι” σαν ένα παλιό ηρωικό παραμύθι. Σαν κάτι που έγινε τότε και τελείωσε. Όμως το “Όχι” δεν ανήκει στο παρελθόν. Είναι μια διαρκής υπενθύμιση του τι σημαίνει να έχεις εθνική συνείδηση, συλλογική αξιοπρέπεια και πίστη στις αξίες σου.
Το “Όχι” δεν είναι μόνο ιστορικό γεγονός. Είναι στάση ζωής. Είναι η ικανότητα να αντιστέκεσαι στην αδικία, να υπερασπίζεσαι την ελευθερία σου, να επιλέγεις το δύσκολο σωστό αντί για το εύκολο λάθος.
Σήμερα, σε μια εποχή ειρήνης, το “Όχι” μάς καλεί να αντισταθούμε σε άλλες μορφές υποταγής: στην απάθεια, στην αδιαφορία, στη φθορά των αξιών, στη λήθη της Ιστορίας. Μας καλεί να πούμε “όχι” στην παραίτηση, στη διαφθορά, στην υποτίμηση του ανθρώπου. Να πούμε “ναι” στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη, στην υπευθυνότητα.
Ο απόηχος της δεκαετίας 1940–1949
Δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε και τη σκοτεινή πλευρά εκείνης της εποχής. Μετά το “Όχι” και τις νίκες στο μέτωπο, ήρθε η Κατοχή, η πείνα, οι εκτελέσεις, οι εμφύλιες συγκρούσεις. Ήρθε ο πόνος και η διχόνοια.
Η Ελλάδα πλήρωσε βαρύ τίμημα για την ελευθερία της.
Και ίσως γι’ αυτό το “Όχι” να έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία: γιατί ειπώθηκε χωρίς εγγυήσεις, χωρίς βεβαιότητες, χωρίς να γνωρίζει κανείς αν θα υπάρξει αύριο.
Αλλά το είπε. Και αυτό αρκεί για να δικαιώσει όλους όσοι θυσιάστηκαν.
Η Ιστορία δεν γράφεται με “αν”
Συχνά ακούμε τη φράση «η Ιστορία δεν γράφεται με αν». Κι όμως, το να σκεφτόμαστε τι θα γινόταν “αν” είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε πόσο σπουδαία ήταν η επιλογή που έγινε. Αν ο Μεταξάς είχε υποκύψει, αν ο στρατός είχε καταρρεύσει, αν ο λαός είχε φοβηθεί, τότε ίσως η Ελλάδα να είχε την τύχη της Τσεχοσλοβακίας ή της Δανίας.
Αλλά δεν την είχε.
Γιατί εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη, ολόκληρος ο ελληνικός λαός — από τον στρατιώτη στο φυλάκιο μέχρι τη μητέρα που έπλεκε ρούχα στο σπίτι — είπε με μια φωνή: “Όχι”.
Σήμερα, οκτώ δεκαετίες μετά, στεκόμαστε μπροστά σε εκείνο το “Όχι” με σεβασμό και συγκίνηση. Δεν ήταν μια κραυγή πολέμου. Ήταν μια κραυγή ελευθερίας. Μια δήλωση ότι η αξιοπρέπεια ενός λαού αξίζει περισσότερο από τη ζωή μέσα στην υποταγή.
Το “Όχι” της 28ης Οκτωβρίου είναι η απόδειξη ότι, ακόμα και ένας μικρός λαός, όταν έχει ψυχή, μπορεί να σταθεί όρθιος απέναντι στους ισχυρούς. Ότι η Ιστορία δεν γράφεται πάντα από τους μεγάλους στρατούς, αλλά από τις μεγάλες ψυχές.
Ας το θυμόμαστε κάθε φορά που δοκιμαζόμαστε ως κοινωνία, ως άνθρωποι, ως έθνος:
Η ελευθερία δεν χαρίζεται — κερδίζεται.
Και το “Όχι” του 1940 μάς δείχνει τον δρόμο.
Όμως, αν σταθούμε λίγο και σκεφτούμε βαθύτερα, θα καταλάβουμε πως εκείνο το “Όχι” δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Δεν ήταν μια πράξη που “έπρεπε” να συμβεί επειδή έτσι το όριζε η μοίρα ή η ιστορική παράδοση. Ήταν μια απόφαση δύσκολη, ριψοκίνδυνη, σχεδόν παράλογη αν τη δούμε με τα ψυχρά δεδομένα της εποχής. Ήταν ένα θαύμα της βούλησης και της ψυχής.
Η Ελλάδα μπροστά στο σκοτάδι του πολέμου
Το βράδυ της 27ης προς 28η Οκτωβρίου 1940, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες κοιμήθηκαν σε μια χώρα ειρηνική, ίσως με ανησυχία για τον πόλεμο που φούντωνε στην Ευρώπη, αλλά χωρίς να φαντάζονται ότι ξημερώνοντας θα ξυπνούσαν σε μια νέα εποχή. Μια εποχή φωτιάς και αίματος, που θα κρατούσε σχεδόν μια δεκαετία.
Όσοι επιβίωσαν, χρειάστηκαν χρόνια για να ξανακοιμηθούν ήσυχοι στα σπίτια τους. Πολλοί δεν γύρισαν ποτέ. Άλλοι σκοτώθηκαν στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Άλλοι στις εκτελέσεις της Κατοχής. Χιλιάδες πέθαναν από πείνα, από κακουχίες, από ασθένειες. Και δυστυχώς, μετά τη λήξη του πολέμου, η Ελλάδα γνώρισε μια ακόμα τραγωδία: τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο Πόλεμο.
Η δεκαετία 1940–1949 σφράγισε ανεξίτηλα τη συλλογική μας μνήμη. Κι όμως, μέσα σε εκείνο το σκοτάδι, γεννήθηκε ένα φως που ακόμα λάμπει: το “Όχι”.
Οι αβεβαιότητες της Ιστορίας
Συχνά πιστεύουμε πως η Ιστορία έχει μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Ότι οι ήρωες απλώς “εκπληρώνουν το χρέος τους” και οι λαοί “πράττουν το σωστό”. Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. Τίποτα δεν ήταν προδιαγεγραμμένο εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ένας αυταρχικός ηγέτης που κυβερνούσε με δικτατορικές μεθόδους, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πει “ναι” στο τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη Γκράτσι. Θα μπορούσε να είχε επιλέξει την υποταγή, επικαλούμενος τη ρεαλιστική πολιτική, όπως έκαναν άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κι όμως, είπε “Alors c’est la guerre” — “Λοιπόν, έχουμε πόλεμο”. Μια φράση που έμελλε να μείνει στην Ιστορία.
Τι ήταν όμως εκείνο που έκανε τον Μεταξά, έναν στρατιωτικό συντηρητικό και φιλογερμανό στην παιδεία του, να αρνηθεί; Ήταν άραγε πολιτικός υπολογισμός; Ή μήπως μια βαθιά, ιστορική συνείδηση του καθήκοντος; Ίσως ποτέ να μη μάθουμε. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, μέσα σε εκείνη τη στιγμή, εξέφρασε το συλλογικό ένστικτο ενός ολόκληρου λαού που δεν ήταν διατεθειμένος να παραδοθεί αμαχητί.
Οι άλλοι λαοί που είπαν “ναι”
Για να κατανοήσουμε το μέγεθος εκείνης της απόφασης, ας θυμηθούμε πως δεν είπαν όλοι οι λαοί “όχι”.
Η Τσεχοσλοβακία, το 1938, παραδόθηκε αμαχητί στις αποφάσεις της Διάσκεψης του Μονάχου, επιτρέποντας στη Γερμανία να προσαρτήσει τη Σουδητία.
Η Δανία, το 1940, όταν οι Γερμανοί απαίτησαν να χρησιμοποιήσουν το έδαφός της για την εισβολή στη Νορβηγία, υπάκουσε χωρίς να ρίξει ούτε μία σφαίρα.
Η Ρουμανία αποδέχθηκε εδαφικές απώλειες χωρίς αντίσταση.
Κι όμως, οι χώρες αυτές ήταν πλουσιότερες, πιο βιομηχανικά ανεπτυγμένες, με στρατούς καλύτερα εξοπλισμένους από τον ελληνικό. Τι τις κράτησε; Ο φόβος; Ο υπολογισμός; Ο ρεαλισμός; Ίσως όλα μαζί.
Η Ελλάδα, φτωχή, διχασμένη, χωρίς βιομηχανία, με έναν στρατό ανεπαρκώς εξοπλισμένο, διάλεξε τον δύσκολο δρόμο. Διάλεξε να αντισταθεί. Κι αυτό είναι που κάνει την πράξη της μοναδική.
Ο ελληνικός λαός και το θαύμα του μετώπου
Η απόφαση του “Όχι” δεν θα είχε καμία αξία αν δεν την ακολουθούσε η πράξη. Κι εδώ βρίσκεται το πραγματικό μεγαλείο. Ο λαός ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει. Οι φαντάροι ανέβηκαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου τραγουδώντας. Οι γυναίκες της Ηπείρου κουβαλούσαν πολεμοφόδια με τα χέρια και με τα ζώα. Οι αγρότες πρόσφεραν τρόφιμα, οι εργάτες δούλευαν μέρα-νύχτα για να φτιάξουν όπλα, στολές, υποδήματα.
Η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια υπερδύναμη της εποχής, κι όμως κατάφερε το αδιανόητο: να αποκρούσει την ιταλική επίθεση και να περάσει στην αντεπίθεση, απελευθερώνοντας τη Βόρεια Ήπειρο.
Για πρώτη φορά στον πόλεμο, οι δυνάμεις του Άξονα ηττήθηκαν στο πεδίο της μάχης. Κι αυτό έδωσε ελπίδα σε ολόκληρη την Ευρώπη που βρισκόταν υπό κατοχή.
Ο ρόλος της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Από τότε μέχρι σήμερα, οι ιστορικοί διαφωνούν για το πόσο επηρέασε η ελληνική αντίσταση την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η καθυστέρηση της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία ανέβαλε την “Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα” κατά κρίσιμες εβδομάδες, οδηγώντας τον Χίτλερ στην ήττα στη Μόσχα. Άλλοι θεωρούν πως αυτή η επίδραση ήταν μικρή, πως η εκστρατεία στα Βαλκάνια ήταν περισσότερο περισπασμός παρά καθοριστικός παράγοντας.
Όποια εκδοχή κι αν ισχύει, το βέβαιο είναι ένα: η Ελλάδα, με το παράδειγμά της, έσπασε το αίσθημα του φόβου που είχε παραλύσει την Ευρώπη. Από τη Μάχη της Κρήτης μέχρι την Εθνική Αντίσταση, ο ελληνικός λαός απέδειξε ότι η ελευθερία αξίζει κάθε θυσία.
Οι συμμαχίες και η μοναξιά της Ελλάδας
Είναι, όμως, χρήσιμο να θυμόμαστε και κάτι ακόμα: η Ελλάδα δεν πολέμησε έχοντας δίπλα της ισχυρούς συμμάχους.
Η Μεγάλη Βρετανία είχε υποσχεθεί βοήθεια, αλλά εκείνη την περίοδο πάλευε για την ίδια της την επιβίωση. Μετά τη Δουνκέρκη, μετά το Blitz, δεν είχε τη δυνατότητα να στείλει ουσιαστική ενίσχυση.
Η Ελλάδα ήταν μόνη. Πολεμούσε με ό,τι είχε, βασισμένη στις δικές της δυνάμεις. Και ακριβώς αυτή η μοναξιά κάνει τη στάση της ακόμα πιο σπουδαία. Γιατί δεν στηρίχθηκε σε καμία συμμαχική εγγύηση, αλλά μόνο στην αποφασιστικότητα του λαού της.
Η σημασία του “Όχι” σήμερα
Κάθε χρόνο που γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου, υπάρχει ο κίνδυνος να δούμε το “Όχι” σαν ένα παλιό ηρωικό παραμύθι. Σαν κάτι που έγινε τότε και τελείωσε. Όμως το “Όχι” δεν ανήκει στο παρελθόν. Είναι μια διαρκής υπενθύμιση του τι σημαίνει να έχεις εθνική συνείδηση, συλλογική αξιοπρέπεια και πίστη στις αξίες σου.
Το “Όχι” δεν είναι μόνο ιστορικό γεγονός. Είναι στάση ζωής. Είναι η ικανότητα να αντιστέκεσαι στην αδικία, να υπερασπίζεσαι την ελευθερία σου, να επιλέγεις το δύσκολο σωστό αντί για το εύκολο λάθος.
Σήμερα, σε μια εποχή ειρήνης, το “Όχι” μάς καλεί να αντισταθούμε σε άλλες μορφές υποταγής: στην απάθεια, στην αδιαφορία, στη φθορά των αξιών, στη λήθη της Ιστορίας. Μας καλεί να πούμε “όχι” στην παραίτηση, στη διαφθορά, στην υποτίμηση του ανθρώπου. Να πούμε “ναι” στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη, στην υπευθυνότητα.
Ο απόηχος της δεκαετίας 1940–1949
Δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε και τη σκοτεινή πλευρά εκείνης της εποχής. Μετά το “Όχι” και τις νίκες στο μέτωπο, ήρθε η Κατοχή, η πείνα, οι εκτελέσεις, οι εμφύλιες συγκρούσεις. Ήρθε ο πόνος και η διχόνοια.
Η Ελλάδα πλήρωσε βαρύ τίμημα για την ελευθερία της.
Και ίσως γι’ αυτό το “Όχι” να έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία: γιατί ειπώθηκε χωρίς εγγυήσεις, χωρίς βεβαιότητες, χωρίς να γνωρίζει κανείς αν θα υπάρξει αύριο.
Αλλά το είπε. Και αυτό αρκεί για να δικαιώσει όλους όσοι θυσιάστηκαν.
Η Ιστορία δεν γράφεται με “αν”
Συχνά ακούμε τη φράση «η Ιστορία δεν γράφεται με αν». Κι όμως, το να σκεφτόμαστε τι θα γινόταν “αν” είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε πόσο σπουδαία ήταν η επιλογή που έγινε. Αν ο Μεταξάς είχε υποκύψει, αν ο στρατός είχε καταρρεύσει, αν ο λαός είχε φοβηθεί, τότε ίσως η Ελλάδα να είχε την τύχη της Τσεχοσλοβακίας ή της Δανίας.
Αλλά δεν την είχε.
Γιατί εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη, ολόκληρος ο ελληνικός λαός — από τον στρατιώτη στο φυλάκιο μέχρι τη μητέρα που έπλεκε ρούχα στο σπίτι — είπε με μια φωνή: “Όχι”.
Σήμερα, οκτώ δεκαετίες μετά, στεκόμαστε μπροστά σε εκείνο το “Όχι” με σεβασμό και συγκίνηση. Δεν ήταν μια κραυγή πολέμου. Ήταν μια κραυγή ελευθερίας. Μια δήλωση ότι η αξιοπρέπεια ενός λαού αξίζει περισσότερο από τη ζωή μέσα στην υποταγή.
Το “Όχι” της 28ης Οκτωβρίου είναι η απόδειξη ότι, ακόμα και ένας μικρός λαός, όταν έχει ψυχή, μπορεί να σταθεί όρθιος απέναντι στους ισχυρούς. Ότι η Ιστορία δεν γράφεται πάντα από τους μεγάλους στρατούς, αλλά από τις μεγάλες ψυχές.
Ας το θυμόμαστε κάθε φορά που δοκιμαζόμαστε ως κοινωνία, ως άνθρωποι, ως έθνος:
Η ελευθερία δεν χαρίζεται — κερδίζεται.
Και το “Όχι” του 1940 μάς δείχνει τον δρόμο.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών