Η πρόσφατη τραγωδία στα Βορίζια της Κρήτης με φόντο μια ακόμη βεντέτα επανέφερε στο προσκήνιο έναν ανομολόγητο αλλά διαρκώς παρόν προβληματισμό: πόση σιωπή, πόση ανοχή και πόση συνενοχή μπορεί να αντέξει μια κοινωνία; Και κυρίως, πόσοι από εκείνους που έχουν θεσμική ευθύνη – πολιτικοί, τοπικοί άρχοντες, κυβερνητικοί παράγοντες – έχουν κάποτε συμβιβαστεί για να μη διαταραχθεί η «ηρεμία» των ψηφοφόρων;
Η χρήση και κυκλοφορία όπλων, η βεντέτα ως «παράδοση», η ζωοκλοπή που πολλές φορές παρουσιάζεται σχεδόν ως εξιδανικευμένη πράξη ανδρείας, δεν είναι απλά «τοπικές ιδιαιτερότητες». Είναι παθογένειες με βαθιές ρίζες, που διαβρώνουν το κράτος δικαίου και την κοινωνική συνοχή. Γιατί λοιπόν, όταν το αίμα χύνεται ξανά, τόσο λίγες φωνές υψώνονται από εκείνους που θα όφειλαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων;
Πού είναι οι πολιτικοί αρχηγοί που κατάγονται από την Κρήτη; Πού είναι οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι δήμαρχοι και οι περιφερειακοί άρχοντες; Γιατί δεν ακούγονται καθαρά και δυνατά, ούτε πριν ούτε μετά από τέτοια τραγικά γεγονότα; Γιατί αυτή η εκκωφαντική απουσία;
Η απάντηση μοιάζει απλή αλλά είναι σκληρή: για λίγες ψήφους. Για την πολιτική επιβίωση. Για να μη χαθούν δεσμοί με συγκεκριμένα συμφέροντα ή ισχυρές τοπικές οικογένειες. Γιατί είναι πιο εύκολο να κλείσεις τα μάτια μπροστά στην παρανομία, παρά να έρθεις σε σύγκρουση με αυτήν. Κι έτσι, η ανοχή γίνεται συνήθεια, η σιωπή γίνεται συνενοχή και η παραβατικότητα μετατρέπεται σε «λεβεντιά» και «παράδοση».
Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι απλώς να καταδικαστούν τα γεγονότα. Είναι να βρεθεί το θάρρος να σπάσει ο κύκλος της σιωπής. Να σταθούν οι υπεύθυνοι μπροστά στον κόσμο και να πουν: «Φτάνει». Να μη φοβηθούν το πολιτικό κόστος. Να αναμετρηθούν με τις ρίζες αυτών των αντιλήψεων, όχι να τις κρύβουν κάτω από το χαλί.
Είναι δύσκολο; Ναι. Θα το κάνουν; Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος. Όμως, αν όχι τώρα, πότε; Και αν όχι αυτοί, ποιοι;
Η κοινωνία της Κρήτης δεν είναι μόνο αυτή που κρατάει όπλο∙ είναι και αυτή που πενθεί, που ντρέπεται, που θέλει να αλλάξει. Κι αυτή η κοινωνία αξίζει κάτι καλύτερο από τη σιωπή των εκπροσώπων της.
Η χρήση και κυκλοφορία όπλων, η βεντέτα ως «παράδοση», η ζωοκλοπή που πολλές φορές παρουσιάζεται σχεδόν ως εξιδανικευμένη πράξη ανδρείας, δεν είναι απλά «τοπικές ιδιαιτερότητες». Είναι παθογένειες με βαθιές ρίζες, που διαβρώνουν το κράτος δικαίου και την κοινωνική συνοχή. Γιατί λοιπόν, όταν το αίμα χύνεται ξανά, τόσο λίγες φωνές υψώνονται από εκείνους που θα όφειλαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων;
Πού είναι οι πολιτικοί αρχηγοί που κατάγονται από την Κρήτη; Πού είναι οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι δήμαρχοι και οι περιφερειακοί άρχοντες; Γιατί δεν ακούγονται καθαρά και δυνατά, ούτε πριν ούτε μετά από τέτοια τραγικά γεγονότα; Γιατί αυτή η εκκωφαντική απουσία;
Η απάντηση μοιάζει απλή αλλά είναι σκληρή: για λίγες ψήφους. Για την πολιτική επιβίωση. Για να μη χαθούν δεσμοί με συγκεκριμένα συμφέροντα ή ισχυρές τοπικές οικογένειες. Γιατί είναι πιο εύκολο να κλείσεις τα μάτια μπροστά στην παρανομία, παρά να έρθεις σε σύγκρουση με αυτήν. Κι έτσι, η ανοχή γίνεται συνήθεια, η σιωπή γίνεται συνενοχή και η παραβατικότητα μετατρέπεται σε «λεβεντιά» και «παράδοση».
Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι απλώς να καταδικαστούν τα γεγονότα. Είναι να βρεθεί το θάρρος να σπάσει ο κύκλος της σιωπής. Να σταθούν οι υπεύθυνοι μπροστά στον κόσμο και να πουν: «Φτάνει». Να μη φοβηθούν το πολιτικό κόστος. Να αναμετρηθούν με τις ρίζες αυτών των αντιλήψεων, όχι να τις κρύβουν κάτω από το χαλί.
Είναι δύσκολο; Ναι. Θα το κάνουν; Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος. Όμως, αν όχι τώρα, πότε; Και αν όχι αυτοί, ποιοι;
Η κοινωνία της Κρήτης δεν είναι μόνο αυτή που κρατάει όπλο∙ είναι και αυτή που πενθεί, που ντρέπεται, που θέλει να αλλάξει. Κι αυτή η κοινωνία αξίζει κάτι καλύτερο από τη σιωπή των εκπροσώπων της.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών