Στην κεντρική πλατεία του χωριού Αλύκο πραγματοποιήθηκε εκδήλωση μνήμης για τα 35 χρόνια από τη δολοφονία τεσσάρων νέων στα σύνορα, ένα από τα πιο σκοτεινά και τραυματικά γεγονότα της ύστερης κομμουνιστικής περιόδου στην Εθνική Ελληνική Μειονότητα. Συγγενείς, κάτοικοι της περιοχής, εκπρόσωποι θεσμών και δημόσιες προσωπικότητες τίμησαν τη μνήμη των Θύμιου Μάσσιου, Θανάση Κότση, Αϊδώνη Ράφτη και Βαγγέλη Μήτρου, που έπεσαν νεκροί στις 12 Δεκεμβρίου 1990.
Μεταξύ των παρευρισκόμενων ήταν ο δήμαρχος Φοινίκης Ρωμαίος Τσάκουλης, ο Έλληνας πρόξενος στο Αργυρόκαστρο Σωκράτης Σουρβίνος, ο πρόεδρος του κόμματος ΕΕΜΜ - MEGA Λευτέρης Νίκας, ο πρώην βουλευτής Νίκος Κούρης και άλλοι εκπρόσωποι της πολιτικής και δημόσιας ζωής.
Η τραγική νύχτα της 12ης Δεκεμβρίου 1990
Στα ύστερα της κομμουνιστικής δικτατορίας, όταν οι προσπάθειες φυγής προς την Ελλάδα είχαν γίνει συχνότερες, οι τέσσερις νέοι από το Αλύκο επιχείρησαν να περάσουν τα σύνορα στην περιοχή του Τσιφλικιού Κονίσπολης. Κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς τους, δέχθηκαν πυρά από τους Αλβανούς συνοριοφύλακες, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και οι τέσσερις.
Με εντολή των τότε αρχών Ασφαλείας, οι οικογένειες αρχικά εμποδίστηκαν να παραλάβουν τις σορούς, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη οργή στην κοινότητα. Οι κάτοικοι του Αλύκου, κρατώντας στα χέρια ξύλα, αξίνες και άλλα εργαλεία, ξεσηκώθηκαν και πορεύτηκαν προς το χωριό Σκάλα, αναγκάζοντας τις δυνάμεις της Αστυνομίας και της Εσωτερικής Ασφάλειας να υποχωρήσουν και να επιτρέψουν την παραλαβή των σορών.
Η πορεία διαμαρτυρίας προς τους Αγίους Σαράντα
Την επόμενη ημέρα, οι κάτοικοι του Αλύκου και των γύρω χωριών ξεκίνησαν πεζοί μια ιστορική πορεία προς τους Αγίους Σαράντα, μεταφέροντας στους ώμους τους τα φέρετρα. Η πομπή έφτασε μέχρι τη διάβαση της Γκιάστας, όπου βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρές αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν διαταχθεί να αποτρέψουν την είσοδο στο κέντρο της πόλης.
Από το Κομματικό Γραφείο της περιοχής διαδόθηκαν τότε ισχυρισμοί πως «οι κάτοικοι του Αλύκου θέλουν να καταστρέψουν την πόλη» και πως «πίσω τους κρύβονται εχθρικά στοιχεία», επιχειρώντας να σπείρουν πανικό και να δικαιολογήσουν την καταστολή. Η κατάσταση οξύνθηκε, ενώ κατά τη διάρκεια της έντασης έπεσαν πυροβολισμοί με σκοπό τον εκφοβισμό του πλήθους. Βαριά τραυματίστηκε ο Δημήτρης Μάνος, που κρατούσε έναν από τους νεκρούς.
Ύστερα από έντονες διαβουλεύσεις και επιμονή των κατοίκων, οι δυνάμεις ασφαλείας αναγκάστηκαν να επιτρέψουν τη μεταφορά του τραυματία στο νοσοκομείο. Τελικά, η πορεία εμποδίστηκε να συνεχιστεί προς το κέντρο των Αγίων Σαράντα και οι κάτοικοι επέστρεψαν στο Αλύκο, όπου τελέστηκαν οι ταφές.
Μια πληγή που παραμένει ανοιχτή
Η φετινή τελετή στο Αλύκο δεν αποτέλεσε μόνο φόρο τιμής στους τέσσερις νέους, αλλά και μια υπενθύμιση των σκοτεινών σελίδων της κρατικής βίας στα χρόνια της κομμουνιστικής περιόδου στην Αλβανία. Οι κάτοικοι και οι ομιλητές της εκδήλωσης τόνισαν την ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης και της ηθικής δικαίωσης των θυμάτων, ώστε τέτοια γεγονότα να μην ξεχαστούν και να μην επαναληφθούν.
Μεταξύ των παρευρισκόμενων ήταν ο δήμαρχος Φοινίκης Ρωμαίος Τσάκουλης, ο Έλληνας πρόξενος στο Αργυρόκαστρο Σωκράτης Σουρβίνος, ο πρόεδρος του κόμματος ΕΕΜΜ - MEGA Λευτέρης Νίκας, ο πρώην βουλευτής Νίκος Κούρης και άλλοι εκπρόσωποι της πολιτικής και δημόσιας ζωής.
Η τραγική νύχτα της 12ης Δεκεμβρίου 1990
Στα ύστερα της κομμουνιστικής δικτατορίας, όταν οι προσπάθειες φυγής προς την Ελλάδα είχαν γίνει συχνότερες, οι τέσσερις νέοι από το Αλύκο επιχείρησαν να περάσουν τα σύνορα στην περιοχή του Τσιφλικιού Κονίσπολης. Κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς τους, δέχθηκαν πυρά από τους Αλβανούς συνοριοφύλακες, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και οι τέσσερις.
Με εντολή των τότε αρχών Ασφαλείας, οι οικογένειες αρχικά εμποδίστηκαν να παραλάβουν τις σορούς, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη οργή στην κοινότητα. Οι κάτοικοι του Αλύκου, κρατώντας στα χέρια ξύλα, αξίνες και άλλα εργαλεία, ξεσηκώθηκαν και πορεύτηκαν προς το χωριό Σκάλα, αναγκάζοντας τις δυνάμεις της Αστυνομίας και της Εσωτερικής Ασφάλειας να υποχωρήσουν και να επιτρέψουν την παραλαβή των σορών.
Η πορεία διαμαρτυρίας προς τους Αγίους Σαράντα
Την επόμενη ημέρα, οι κάτοικοι του Αλύκου και των γύρω χωριών ξεκίνησαν πεζοί μια ιστορική πορεία προς τους Αγίους Σαράντα, μεταφέροντας στους ώμους τους τα φέρετρα. Η πομπή έφτασε μέχρι τη διάβαση της Γκιάστας, όπου βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρές αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν διαταχθεί να αποτρέψουν την είσοδο στο κέντρο της πόλης.
Από το Κομματικό Γραφείο της περιοχής διαδόθηκαν τότε ισχυρισμοί πως «οι κάτοικοι του Αλύκου θέλουν να καταστρέψουν την πόλη» και πως «πίσω τους κρύβονται εχθρικά στοιχεία», επιχειρώντας να σπείρουν πανικό και να δικαιολογήσουν την καταστολή. Η κατάσταση οξύνθηκε, ενώ κατά τη διάρκεια της έντασης έπεσαν πυροβολισμοί με σκοπό τον εκφοβισμό του πλήθους. Βαριά τραυματίστηκε ο Δημήτρης Μάνος, που κρατούσε έναν από τους νεκρούς.
Ύστερα από έντονες διαβουλεύσεις και επιμονή των κατοίκων, οι δυνάμεις ασφαλείας αναγκάστηκαν να επιτρέψουν τη μεταφορά του τραυματία στο νοσοκομείο. Τελικά, η πορεία εμποδίστηκε να συνεχιστεί προς το κέντρο των Αγίων Σαράντα και οι κάτοικοι επέστρεψαν στο Αλύκο, όπου τελέστηκαν οι ταφές.
Μια πληγή που παραμένει ανοιχτή
Η φετινή τελετή στο Αλύκο δεν αποτέλεσε μόνο φόρο τιμής στους τέσσερις νέους, αλλά και μια υπενθύμιση των σκοτεινών σελίδων της κρατικής βίας στα χρόνια της κομμουνιστικής περιόδου στην Αλβανία. Οι κάτοικοι και οι ομιλητές της εκδήλωσης τόνισαν την ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης και της ηθικής δικαίωσης των θυμάτων, ώστε τέτοια γεγονότα να μην ξεχαστούν και να μην επαναληφθούν.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών