Η αλβανική οικονομία εισήλθε στο 2025 κουβαλώντας τις ίδιες δομικές αντιφάσεις που τη συνοδεύουν εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια. Το βασικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο: πώς μπορεί να παραχθεί πραγματική, βιώσιμη και δίκαια κατανεμημένη ανάπτυξη για τους πολίτες, και όχι μια εικονική μεγέθυνση που αποτυπώνεται μόνο στους στατιστικούς δείκτες αλλά δεν γίνεται αισθητή στην καθημερινή ζωή;
Τα τελευταία χρόνια, ο μοναδικός πυλώνας της φαινομενικής οικονομικής σταθερότητας υπήρξε η αύξηση των μισθών και της κατανάλωσης. Πρόκειται για ένα μοντέλο που δεν απαιτεί βιομηχανία, παραγωγή ή τεχνολογία· στηρίζεται κυρίως στα εμβάσματα των μεταναστών, στην καταναλωτική πίστη και σε μια ατέρμονη οικοδομική δραστηριότητα. Αυτό, όμως, δεν συνιστά ανάπτυξη. Είναι απλώς μια μορφή «διαχειριζόμενης φτώχειας».
Η παραγωγικότητα στην Αλβανία παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Το κράτος δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει μια σοβαρή πολιτική στήριξης κλάδων με υψηλή προστιθέμενη αξία, ούτε διαθέτει σαφές όραμα για την τεχνολογία και την καινοτομία. Η γεωργία εγκαταλείπεται, η βιομηχανία ουσιαστικά απουσιάζει, ενώ ο τουρισμός λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό άτυπα, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η παρανομία και η έλλειψη κανόνων έχουν κανονικοποιηθεί.
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν αποτυγχάνουν λόγω έλλειψης ιδεών, αλλά λόγω έλλειψης χώρου για ανάπτυξη. Η δημόσια διοίκηση δεν τις στηρίζει, το τραπεζικό σύστημα δεν τις χρηματοδοτεί επαρκώς και η αγορά δεν τις προστατεύει από αθέμιτο ανταγωνισμό. Το ανθρώπινο κεφάλαιο —που σε άλλες χώρες αποτελεί τη βάση του μέλλοντος— στην Αλβανία έχει μετατραπεί σε εξαγώγιμο προϊόν. Οι νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα, όχι από επιλογή, αλλά επειδή η οικονομία αδυνατεί να τους προσφέρει προοπτική.
Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για απόκρυψη των προβλημάτων πίσω από θετικούς δείκτες. Η αύξηση του κατώτατου μισθού έχει νόημα μόνο όταν αντανακλά άνοδο της παραγωγικότητας και όχι όταν χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικού εντυπωσιασμού. Η αύξηση του ΑΕΠ έχει αξία μόνο εφόσον προέρχεται από νέες βιομηχανίες, εξαγωγές, τεχνολογία και καινοτομία — όχι από δάνεια που διοχετεύονται στην αγορά ακινήτων.
Η Αλβανία δεν αντιμετωπίζει μια πρόσκαιρη οικονομική κρίση. Αντιμετωπίζει κρίση μοντέλου. Και αυτή είναι πιο επικίνδυνη από οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική ύφεση, γιατί είναι σιωπηλή, καθημερινή και βαθιά. Αν δεν υπάρξει άμεση αλλαγή πορείας, η φτώχεια δεν θα αφορά πλέον μόνο τους ανέργους, αλλά και τους εργαζόμενους. Και τότε, ούτε οι μισθοί, ούτε η πίστη, ούτε η οικοδομή θα μπορούν να καλύψουν το πραγματικό κόστος: μια χώρα χωρίς ελπίδα, χωρίς ανάπτυξη και χωρίς μέλλον.
Τα τελευταία χρόνια, ο μοναδικός πυλώνας της φαινομενικής οικονομικής σταθερότητας υπήρξε η αύξηση των μισθών και της κατανάλωσης. Πρόκειται για ένα μοντέλο που δεν απαιτεί βιομηχανία, παραγωγή ή τεχνολογία· στηρίζεται κυρίως στα εμβάσματα των μεταναστών, στην καταναλωτική πίστη και σε μια ατέρμονη οικοδομική δραστηριότητα. Αυτό, όμως, δεν συνιστά ανάπτυξη. Είναι απλώς μια μορφή «διαχειριζόμενης φτώχειας».
Η παραγωγικότητα στην Αλβανία παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Το κράτος δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει μια σοβαρή πολιτική στήριξης κλάδων με υψηλή προστιθέμενη αξία, ούτε διαθέτει σαφές όραμα για την τεχνολογία και την καινοτομία. Η γεωργία εγκαταλείπεται, η βιομηχανία ουσιαστικά απουσιάζει, ενώ ο τουρισμός λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό άτυπα, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η παρανομία και η έλλειψη κανόνων έχουν κανονικοποιηθεί.
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν αποτυγχάνουν λόγω έλλειψης ιδεών, αλλά λόγω έλλειψης χώρου για ανάπτυξη. Η δημόσια διοίκηση δεν τις στηρίζει, το τραπεζικό σύστημα δεν τις χρηματοδοτεί επαρκώς και η αγορά δεν τις προστατεύει από αθέμιτο ανταγωνισμό. Το ανθρώπινο κεφάλαιο —που σε άλλες χώρες αποτελεί τη βάση του μέλλοντος— στην Αλβανία έχει μετατραπεί σε εξαγώγιμο προϊόν. Οι νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα, όχι από επιλογή, αλλά επειδή η οικονομία αδυνατεί να τους προσφέρει προοπτική.
Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για απόκρυψη των προβλημάτων πίσω από θετικούς δείκτες. Η αύξηση του κατώτατου μισθού έχει νόημα μόνο όταν αντανακλά άνοδο της παραγωγικότητας και όχι όταν χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικού εντυπωσιασμού. Η αύξηση του ΑΕΠ έχει αξία μόνο εφόσον προέρχεται από νέες βιομηχανίες, εξαγωγές, τεχνολογία και καινοτομία — όχι από δάνεια που διοχετεύονται στην αγορά ακινήτων.
Η Αλβανία δεν αντιμετωπίζει μια πρόσκαιρη οικονομική κρίση. Αντιμετωπίζει κρίση μοντέλου. Και αυτή είναι πιο επικίνδυνη από οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική ύφεση, γιατί είναι σιωπηλή, καθημερινή και βαθιά. Αν δεν υπάρξει άμεση αλλαγή πορείας, η φτώχεια δεν θα αφορά πλέον μόνο τους ανέργους, αλλά και τους εργαζόμενους. Και τότε, ούτε οι μισθοί, ούτε η πίστη, ούτε η οικοδομή θα μπορούν να καλύψουν το πραγματικό κόστος: μια χώρα χωρίς ελπίδα, χωρίς ανάπτυξη και χωρίς μέλλον.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών