Σκληρή σύγκρουση Ράμα – Δικαστικού Σώματος: Η κρίση ανεξαρτησίας που απειλεί την ισορροπία των εξουσιών
Η πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στον πρωθυπουργό της Αλβανίας, Έντι Ράμα, και το δικαστικό σώμα έχει λάβει πλέον διαστάσεις ανοιχτής κρίσης. Το τελευταίο διάστημα, ο Ράμα έχει πολλαπλασιάσει τις επιθέσεις του προς δικαστές και δικαστικούς λειτουργούς, καταγγέλλοντας αποφάσεις που –κατά την άποψή του– περιορίζουν τις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας. Η κατάσταση κλιμακώθηκε εκ νέου μετά τη δήλωση της Ένωσης Δικαστών, η οποία καταδίκασε τη στάση του πρωθυπουργού αλλά και την προσφυγή του στο Συνταγματικό Δικαστήριο σχετικά με την αρμοδιότητα της αναπληρώτριας πρωθυπουργού Μπελίντα Μπαλούκου.
Ακολούθησαν δύο ιδιαίτερα οξείες παρεμβάσεις του Ράμα, με τον ίδιο να στρέφεται αυτή τη φορά εναντίον ενός άλλου ευαίσθητου ζητήματος: της αίτησης των δικαστών για σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς τους. Το θέμα βρίσκεται πλέον επισήμως στην ημερήσια διάταξη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, κάτι που ο πρωθυπουργός ερμηνεύει ως απόπειρα άσκησης πίεσης προς την κυβέρνηση.
Η Ένωση Δικαστών ζητά αναπροσαρμογή των μισθών, με τις απαιτήσεις να αγγίζουν:
Ο ίδιος ο Ράμα αντέδρασε με ιδιαίτερα αιχμηρό τόνο, δηλώνοντας πως «με ένα εκατομμύριο ψήφους δεν μπορεί κανείς να θίξει την ανεξαρτησία της κυβέρνησης» και αφήνοντας υπονοούμενα ότι το δικαστικό σώμα επιχειρεί να επηρεάσει τη διακυβέρνηση της χώρας μέσω αποφάσεων που «ανατρέπουν τη δημοκρατική ισορροπία».
Η διαμάχη για τις αποδοχές των δικαστών έχει βαθιές ρίζες και ξεκίνησε ήδη από το 2019. Τότε, το Ανώτατο Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε ότι ο υπολογισμός των μισθών που έκανε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ήταν λανθασμένος και ότι οι δικαστές ελάμβαναν λιγότερα από όσα τους αναλογούσαν βάσει του νόμου για τη μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη.
Το 2021, το Κοινοβούλιο επενέβη αλλάζοντας τον νόμο και επικυρώνοντας την υφιστάμενη μεθοδολογία υπολογισμού των αποδοχών. Οι δικαστές αντέδρασαν έντονα, θεωρώντας ότι πρόκειται για έμμεση μείωση μισθού και καταπάτηση του άρθρου 138 του Συντάγματος, που προστατεύει την οικονομική και λειτουργική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο δικαίωσε τους δικαστές το 2022, ακυρώνοντας τις αλλαγές και ζητώντας από το Κοινοβούλιο να επανασχεδιάσει τον νόμο.
Το 2023 ψηφίστηκαν νέες ρυθμίσεις, που συνέδεσαν τον μισθό των δικαστών με εκείνον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Παρότι αυτό οδήγησε σε αύξηση, αποσύνδεσε πλήρως τις απολαβές τους από τις γενικές αυξήσεις της δημόσιας διοίκησης. Έτσι, ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι έλαβαν νέα αύξηση, οι δικαστές δεν επωφελήθηκαν, γεγονός που –κατά την Ένωση Δικαστών– ισοδυναμεί με «πραγματική μείωση» ύψους περίπου 78.000 λεκ τον μήνα.
Η υπόθεση των μισθών αποτελεί πλέον μέρος ενός ευρύτερου μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και τη Δικαιοσύνη. Οι συνεχείς παρεμβάσεις του Ράμα, οι αναρτήσεις του στα κοινωνικά δίκτυα και οι δημόσιες δηλώσεις του έχουν προκαλέσει ανησυχία για πιθανή προσπάθεια χειραγώγησης ή υπονόμευσης της ανεξαρτησίας του δικαστικού συστήματος.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Δικαιοσύνη επιχειρεί να επιβάλει πολιτικές αποφάσεις μέσω ερμηνειών του Συντάγματος, παρακάμπτοντας θεσμικά αντίβαρα και δημοκρατικές διαδικασίες.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο μιας σύγκρουσης που αφορά όχι μόνο τις αποδοχές των δικαστών, αλλά και τον χαρακτήρα των θεσμικών ισορροπιών στη χώρα. Οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν:
Ακολούθησαν δύο ιδιαίτερα οξείες παρεμβάσεις του Ράμα, με τον ίδιο να στρέφεται αυτή τη φορά εναντίον ενός άλλου ευαίσθητου ζητήματος: της αίτησης των δικαστών για σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς τους. Το θέμα βρίσκεται πλέον επισήμως στην ημερήσια διάταξη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, κάτι που ο πρωθυπουργός ερμηνεύει ως απόπειρα άσκησης πίεσης προς την κυβέρνηση.
Η Ένωση Δικαστών ζητά αναπροσαρμογή των μισθών, με τις απαιτήσεις να αγγίζουν:
- 1.600 ευρώ επιπλέον για τους τακτικούς δικαστές και συμβούλους,
- 3.100 ευρώ επιπλέον για τους δικαστές των ειδικών δικαστηρίων (SPAK και GJKKO), των οποίων οι αποδοχές ήδη φτάνουν τις 6.130 ευρώ μηνιαίως.
Ο ίδιος ο Ράμα αντέδρασε με ιδιαίτερα αιχμηρό τόνο, δηλώνοντας πως «με ένα εκατομμύριο ψήφους δεν μπορεί κανείς να θίξει την ανεξαρτησία της κυβέρνησης» και αφήνοντας υπονοούμενα ότι το δικαστικό σώμα επιχειρεί να επηρεάσει τη διακυβέρνηση της χώρας μέσω αποφάσεων που «ανατρέπουν τη δημοκρατική ισορροπία».
Η διαμάχη για τις αποδοχές των δικαστών έχει βαθιές ρίζες και ξεκίνησε ήδη από το 2019. Τότε, το Ανώτατο Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε ότι ο υπολογισμός των μισθών που έκανε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ήταν λανθασμένος και ότι οι δικαστές ελάμβαναν λιγότερα από όσα τους αναλογούσαν βάσει του νόμου για τη μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη.
Το 2021, το Κοινοβούλιο επενέβη αλλάζοντας τον νόμο και επικυρώνοντας την υφιστάμενη μεθοδολογία υπολογισμού των αποδοχών. Οι δικαστές αντέδρασαν έντονα, θεωρώντας ότι πρόκειται για έμμεση μείωση μισθού και καταπάτηση του άρθρου 138 του Συντάγματος, που προστατεύει την οικονομική και λειτουργική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο δικαίωσε τους δικαστές το 2022, ακυρώνοντας τις αλλαγές και ζητώντας από το Κοινοβούλιο να επανασχεδιάσει τον νόμο.
Το 2023 ψηφίστηκαν νέες ρυθμίσεις, που συνέδεσαν τον μισθό των δικαστών με εκείνον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Παρότι αυτό οδήγησε σε αύξηση, αποσύνδεσε πλήρως τις απολαβές τους από τις γενικές αυξήσεις της δημόσιας διοίκησης. Έτσι, ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι έλαβαν νέα αύξηση, οι δικαστές δεν επωφελήθηκαν, γεγονός που –κατά την Ένωση Δικαστών– ισοδυναμεί με «πραγματική μείωση» ύψους περίπου 78.000 λεκ τον μήνα.
Η υπόθεση των μισθών αποτελεί πλέον μέρος ενός ευρύτερου μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και τη Δικαιοσύνη. Οι συνεχείς παρεμβάσεις του Ράμα, οι αναρτήσεις του στα κοινωνικά δίκτυα και οι δημόσιες δηλώσεις του έχουν προκαλέσει ανησυχία για πιθανή προσπάθεια χειραγώγησης ή υπονόμευσης της ανεξαρτησίας του δικαστικού συστήματος.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Δικαιοσύνη επιχειρεί να επιβάλει πολιτικές αποφάσεις μέσω ερμηνειών του Συντάγματος, παρακάμπτοντας θεσμικά αντίβαρα και δημοκρατικές διαδικασίες.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο μιας σύγκρουσης που αφορά όχι μόνο τις αποδοχές των δικαστών, αλλά και τον χαρακτήρα των θεσμικών ισορροπιών στη χώρα. Οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν:
- αν θα δικαιωθούν τα αιτήματα των δικαστών,
- αν ο πρωθυπουργός θα συνεχίσει ή θα εντείνει τη ρητορική πίεση,
- και, κυρίως, αν η αλβανική δημοκρατία θα βρει έναν σταθερό μηχανισμό ισορροπίας μεταξύ των τριών εξουσιών.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών