Συνέχειες και ασυνέχειες στις ελληνοαλβανικές σχέσεις

Του Ηλία Σκουλίδα

Η παρούσα µελέτη αποτελεί κατά κάποιο τρόπο µία συνέχεια ανάλογης προσπάθειας αναστοχασµού, η οποία έχει προηγηθεί µε αφορµή τα εκατό χρόνια από τους Βαλκανικούς πολέµους.

Η αφήγηση ως προς τον «άλλο» κατά την εξεταζόµενη περίοδο περιλαµβάνει και τις κρατικές πολιτικές, όπως εκδηλώνονται µε τη διπλωµατία και την ενίσχυση δικτύων αλληλέγγυων µε την προώθηση των εθνικών προγραµµάτων. Παράλληλα µε τις έννοιες της συνέχειας και της ασυνέχειας στις κοινωνικές επιστήµες, σύµφωνα µε την περιγραφή από τον Michel Foucault στην ανάλυση του λόγου, πρέπει να λάβουµε υπόψη τα µεθοδολογικά εργαλεία των διεθνών σχέσεων. Οι διαφορετικές προτάσεις στη θεωρία των διεθνών σχέσεων στις αρχές του 21ου αιώνα είτε στη βάση του ορθολογισµού ([νέο-]ρεαλισµός, [νέο-]φιλελευθερισµός, [νέο-]µαρξισµός) είτε του κοινωνικού κονστρουκτιβισµού ή των εναλλακτικών προσεγγίσεων (µεταξύ άλλων µεταµοντερνισµός και µετα-αποικιοκρατική θεώρηση) ασχολούνται κατά µεγάλο µέρος µε τις πολιτικές των εθνικών κρατών.
Η έννοια των περιφερειακών εντάσεων θεωρούµε ότι είναι εκείνη η οποία περιγράφει το πλαίσιο των
σχέσεων που µας απασχολεί.

Ιστοριογραφικά ως προς την εξέλιξη των ελληνικών πολιτικών απέναντι στην Αλβανία και στους Αλβανούς καταγράφεται µία αξιόλογη βιβλιογραφική παραγωγή.
Διαπιστώνονται συνέχειες και ασυνέχειες στη σχετική θεµατολογία, οι οποίες συνδέονται µε την ανάλογη πολιτική συγκυρία, κυρίως την περίοδο του Ψυχρού πολέµου αλλά και την αντίστοιχη µεταψυχροπολεµική. Η ακαδηµαϊκή ιστοριογραφία ασχολήθηκε κυρίως µε τις εθνικές αφηγήσεις και µε θέµατα πολιτικής και διπλωµατικής ιστορίας, ενώ σχετικά πρόσφατα θίγονται ζητήµατα µε τη χρήση µεθοδολογικών εργαλείων από το χώρο των µειονοτικών και διασπορικών σπουδών. Θέλουµε να σηµειώσουµε ιδιαίτερα την παρουσίαση µίας σειράς από νέες µεταπτυχιακές εργασίες για τον Ψυχρό πόλεµο, οι οποίες αλλάζουν αρκετά την πρόσληψή µας για τη συγκεκριµένη περίοδο. Επίσης, είναι ενδιαφέρουσα η παρουσία µιας νεώτερης γενιάς ιστορικών και πολιτικών επιστηµόνων, η οποία περιλαµβάνει µέλη της ελληνικής µειονότητας στην Αλβανία ή παιδιά µεταναστών στην Ελλάδα, αλλά και Αλβανών µε σπουδές, είτε στην Ελλάδα, κυρίως, είτε στην Αλβανία, οι οποίοι διαµένουν
στην Αλβανία. Παράλληλα αναπτύσσεται και µία ιστοριογραφία, µη ακαδηµαϊκή, µε µη αυστηρά επιστηµονικά κριτήρια, η οποία συχνά προωθεί εθνικιστικές επιδιώξεις. Στα τέλη
του εικοστού αιώνα αλλά και ιδιαίτερα την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου γνωρίζει
ιδιαίτερη ανάπτυξη και ο χώρος της δηµόσιας ιστορίας.
Επιπρόσθετα, η αρχειακή διαθεσιµότητα έχει αυξηθεί σηµαντικά: στην αλβανική
περίπτωση υπάρχει πρόσβαση στα αρχεία µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ενώ στην
αντίστοιχη ελληνική περίπτωση ασθµαίνοντας έχει τεθεί στο µικροσκόπιο της έρευνας και η
περίοδος της χούντας των συνταγµαταρχών, 1967-1974.

Με την παρούσα µελέτη και στην προσπάθεια κατανόησης συνεχειών και ασυνεχειών
προτείνεται ως τρόπος ανάγνωσης η χρήση µίας περιοδολόγησης, ακολουθώντας τις εξελίξεις
στη διεθνή πολιτική αλλά και στην αλβανική, κυρίως, ιστορία και έχοντας υπόψη τη
σχετικότητα των τοµών στην ιστορική διαδικασία. Σαφώς µπορεί να υπάρξουν τοµές ή
υποπερίοδοι στη συγκεκριµένη κατηγοροποίηση, όπως η αναγνώριση του αλβανικού κράτους
από ελληνική κυβέρνηση ή η αποκατάσταση διπλωµατικών σχέσεων των δύο κρατών από
την ελληνική χούντα των συνταγµαταρχών. Επίσης, τα ζητήµατα προς διερεύνηση δεν
εξαντλούνται αυστηρά στα όρια µιας περιόδου, ούτε τα προβλήµατα ταυτίζονται µε
συγκεκριµένο χρονικό πλαίσιο και αρκετά συχνά είναι δύσκολο να διακριβώσει κανείς µε
ακρίβεια την ενδεχόµενη έναρξη ή λήξη ενός ιστορικού φαινοµένου. Παρά ταύτα η
περιοδολόγηση κρίνεται χρήσιµη, καθώς µετά από έναν περίπου αιώνα ταυτόχρονης ύπαρξης
και γειτνίασης των δύο κρατών θεωρούµε ότι πρέπει να υπάρξει προσπάθεια αναστοχασµού,
η οποία να µη βασίζεται σε µία γραµµική αντίληψη της Ιστορίας. Στη συγκεκριµένη
αναζήτηση η πρώτη φάση περιλαµβάνει την περίοδο από τη συγκρότηση του αλβανικού
κράτους µέχρι το Β΄ Παγκόσµιο πόλεµο. Η δεύτερη, αρκετά µικρότερη είναι ο Β΄
Παγκόσµιος πόλεµος. Η τρίτη αφορά την κοµµουνιστική – «σοσιαλιστική» περίοδο στην
Αλβανία και η τέταρτη τη µεταψυχροπολεµική. Η τελευταία περίοδος αποτελεί ακόµα, όπως
ίσως είναι ευνόητο, προνοµιακό επίπεδο άλλων κοινωνικών επιστηµών, όπως η κοινωνική
ανθρωπολογία και η πολιτική επιστήµη. Το αντικείµενο της µελέτης περιορίζεται στις
πολιτικές επιλογές και πράξεις των κρατικών ελίτ, καθώς, στο βαθµό που αντιλαµβάνονται
και εξυπηρετούν τα κρατικά συµφέροντα των κρατών τους, αποτελούν τους εκφραστές της
περιφερειακής έντασης στην περιοχή.
Υπενθυµίζουµε ότι µέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, στον ελληνικό δηµόσιο λόγο,
οι αλβανόφωνοι πληθυσµοί του βασιλείου, οι Αρβανίτες, αντιµετωπίστηκαν αρχικά στο
πλαίσιο εθνοφυλετικών θεωριών ως «εθνικώς άστεγοι»
και σύµφωνα µε έλληνες λογίους εντάχθηκαν στο σχήµα της ελληνικής «συνέχειας» στην ιστορία ως συστατικό φύλο του ελληνικού έθνους. Μεταγενέστερα, οι Αρβανίτες της Ελλάδας αποτέλεσαν «όχηµα» του ελληνικού επεκτατισµού για την προσέγγιση των Αλβανών, ιδιαίτερα των µουσουλµάνων. Οι δύο έννοιες «Αλβανός» και «Αρβανίτης» µέχρι τους Βαλκανικούς πολέµους δήλωναν κατ’ουσία τον αλβανόφωνο εντός και εκτός ελληνικών συνόρων και ανεξάρτητα από τη
θρησκεία, µε κάποιες επιµέρους διαφοροποιήσεις ανάλογα µε τη χρονική συγκυρία.

Οι Βαλκανικοί πόλεµοι (1912-1913) διαµόρφωσαν νέες πραγµατικότητες. Η
συγκρότηση του αλβανικού κράτους αποτελεί, όπως είναι ευνόητο, θεµέλιο λίθο στις
διακρατικές σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας. Κατά την πρώτη περίοδο τα σηµαντικότερα
προβλήµατα στις διακρατικές σχέσεις υπήρξαν: α. η χάραξη των συνόρων β. τα δικαιώµατα
της υπό συγκρότηση ελληνικής µειονότητας στην Αλβανία γ. η ίδρυση της αλβανικής
ορθόδοξης Εκκλησίας και δ. το ζήτηµα των Τσάµηδων.
Ως προς τη χάραξη της γραµµής των συνόρων χρειάστηκαν περισσότερα από δέκα
έτη, ώστε να υπάρξει πραγµατική λύση και η Αλβανία να αποκτήσει σύνορα και στο έδαφος
εκτός από το χάρτη. Κατά τη γνώµη µας η έννοια του συνόρου στην πράξη εφαρµόστηκε τη
«σοσιαλιστική» περίοδο και έως το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου πολέµου τα σύνορα ήταν µία
περισσότερο τυπική κατάσταση, καθώς δεν εµπόδιζαν τη µετακίνηση ανθρώπων και
προϊόντων. Με τη χάραξη των συνόρων συνδέεται και η δηµιουργία του
«Βορειοηπειρωτικού» ζητήµατος. Πρέπει να σηµειωθεί ότι ευρεία χρήση του όρου «Βόρειος
Ήπειρος» γίνεται τη συγκεκριµένη περίοδο στην προσπάθεια περιγραφής των περιοχών που,
σύµφωνα µε τις ελληνικές διεκδικήσεις, είχαν κατά πλειοψηφία ελληνόφωνους ή
«ελληνίζοντες», µε όρους εθνικής συνείδησης, κατοίκους και δεν είχαν ενσωµατωθεί στο
ελληνικό εθνικό κράτος.
Όπως όλοι οι όροι που συνδέονται µε την πολιτική και τη γεωγραφία ο όρος «Βόρειος Ήπειρος» επιδέχεται πολλαπλές ερµηνείες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Σχηµατικά, µία ελληνική ανάγνωση ταυτίζει την περιοχή µε την περιοχή της Δρυινούπολης (Δερόπολη/Δρόπολη), χωριών του Δελβίνου και του Βούρκου, της αλβανικής πλευράς του Πωγωνίου και χωριών της Χειµάρρας. Ενίοτε περιλαµβάνει και τα αστικά σύνολα Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα. Μία δεύτερη ανάγνωση περιλαµβάνει την περιοχή και την πόλη της Κορυτσάς, καθώς και τις ενδιάµεσες περιοχές αναφορικά µε την πρώτη ανάγνωση, όπως της Πρεµετής. Αυτή η θέση υπήρξε κυρίαρχη στις πολιτικές διαπραγµατεύσεις τη συγκεκριµένη περίοδο. Μία τρίτη ταυτίζει τη «Βόρειο Ήπειρο» µε την περιοχή νότια του ποταµού Σκούµπι (Γενούσου). Η χρήση του όρου σε µεγάλο βαθµό
αναφέρεται στην προώθηση του ελληνικού αλυτρωτισµού.

Στη χάραξη των συνόρων κατά τη διάρκεια της συµφωνίας ειρήνης µετά το τέλος του
Α΄ Παγκοσµίου πολέµου, ο Βενιζέλος ζήτησε η «Βόρειος Ήπειρος» να προσαρτηθεί στην
Ελλάδα έπειτα από δηµοψήφισµα και µε κριτήριο την εθνική συνείδηση, κάτι το οποίο δεν
έγινε αποδεκτό από τις νικήτριες δυνάµεις, καθώς δεν υπήρχε συµφωνία µεταξύ τους ενώ και
η ιταλική πολιτική ήταν αντίθετη. Γενικά, το µεγαλύτερο διάστηµα του εικοστού αιώνα οι
επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν συνέπιπταν µε τις ιταλικές προτεραιότητες.
Στις 17 Δεκεµβρίου 1920 η Αλβανία έγινε δεκτή στην Κοινωνία των Εθνών και στις 9
Νοεµβρίου 1921 η πρεσβευτική συνδιάσκεψη στο Παρίσι (αντιπρόσωποι Μεγάλης
Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας) επιβεβαίωσε τα αλβανικά σύνορα του 1913,
συµπεριλαµβανοµένου του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας, το οποίο κατοχύρωνε τη «Βόρειο
Ήπειρο» στην Αλβανία.
Ένα νέο πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (25 Ιανουαρίου 1925) και µία
τελική πράξη στο Παρίσι (30 Ιουλίου 1926) µε τις υπογραφές των εκπροσώπων της Γαλλίας,
της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών
και Σλοβένων οδήγησαν στον τελικό καθορισµό των αλβανικών συνόρων.
Το δεύτερο ζήτηµα σε σχέση µε περιφερειακές εντάσεις ήταν η αναγνώριση του
καθεστώτος της ελληνικής µειονότητας στο νότο του αλβανικού κράτους. Η µειονότητα
απέκτησε εµβληµατικό χαρακτήρα στην αντιπαράθεση Ελλάδας και Αλβανίας, σε επίπεδο
πολιτικής πρακτικής αλλά και εθνικής ιδεολογίας. Το αλβανικό κράτος αναγνώριζε µία
ελληνόφωνη χριστιανική ορθόδοξη µειονότητα και όχι µία αµιγώς εθνική µειονότητα.

Επίσης, αναγνώριζε ως µέλη της µειονότητας πληθυσµούς που κατοικούσαν στις περιοχές
του Αργυροκάστρου και των Αγίων Σαράντα, καθώς και τριών ελληνόφωνων χωριών στην
περιοχή της Χειµάρρας (Χειµάρρα, Δρυµάδες [Δέρµι] και Παλιάσα), αλλά δεν περιελάµβανε
στο καθεστώς προστασίας επίσηµης µειονότητας κατοίκους άλλων περιοχών, όπως π.χ. των
αστικών κέντρων (Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα κ.λπ.).
Το τρίτο θέµα άπτεται των σχέσεων των αλβανών χριστιανών ορθοδόξων (Αλβανών,
Ελλήνων και Βλάχων αλλά και Σλάβων) µε το αλβανικό κράτος και το Οικουµενικό
πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη. Το καθεστώς της αλβανικής ορθόδοξης Εκκλησίας,
καθώς και η γλώσσα της λειτουργίας και των λοιπών τελετουργικών πρακτικών ήταν τα δύο
µεγαλύτερα προβλήµατα στις σχέσεις του αλβανικού εθνικού κράτους µε το Οικουµενικό πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη.
Αλβανοί εθνικιστές πρόκριναν την ιδέα της αυτοκέφαλης ορθόδοξης Εκκλησίας ως το πλέον αποφασιστικό µέσο για την αποµάκρυνση των χριστιανών ορθόδοξων από την επιρροή της Ελλάδας και του Οικουµενικού πατριαρχείου. Το ζήτηµα επιλύθηκε µερικά χρόνια αργότερα, το 1937, έπειτα από διαπραγµατεύσεις. Το Οικουµενικό πατριαρχείο εξέδωσε έναν πατριαρχικό και συνοδικό
τόµο, µε το οποίο απένειµε επίσηµα στην ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας το καθεστώς της
αυτοκέφαλης εκκλησίας και σύστησε ως ανώτατη διοικητική της αρχή τη Σύνοδο, η οποία
έπρεπε να επανασυγκροτηθεί από κανονικούς ορθόδοξους ιεράρχες.
Οι δύο από τους τέσσερεις ήταν ο Ευλόγιος Κουρίλας, επίσκοπος Κορυτσάς και ο Παντελεήµων Κοτόκος, επίσκοπος Αργυροκάστρου, οι οποίοι µεταγενέστερα θα αποτελέσουν ηγετικές µορφές του
ελληνικού αλυτρωτισµού ως προς τη νότια Αλβανία.

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέµου ένα άλλο ζήτηµα, το οποίο απασχόλησε τις
σχέσεις των δύο κρατών, αυτή τη φορά από την ελληνική πλευρά των συνόρων, ήταν το
ζήτηµα των Τσάµηδων. Στον αλυτρωτικό λόγο των Αλβανών υπάρχουν ανάλογες αναγνώσεις
µε τις αντίστοιχες ελληνικές για τη «Βόρειο Ήπειρο». Μία αλβανική ανάγνωση περιλαµβάνει
περιοχές των σηµερινών διοικητικών ενοτήτων Θεσπρωτίας, κυρίως, και Πρέβεζας, µία
δεύτερη εκτείνεται έως την πόλη της Πρέβεζας και τα σύνορα Ελλάδας και Οθωµανικής
αυτοκρατορίας το 1881, ενώ µία τρίτη εκτείνεται µέχρι τον Αµβρακικό κόλπο και
συµπεριλαµβάνει την πόλη της Άρτας. Οι Τσάµηδες ήταν αλβανόφωνοι, κυρίως
µουσουλµάνοι, αλλά υπήρχαν και χριστιανοί ορθόδοξοι.
Μερικοί από τους µουσουλµάνους έφυγαν στην Τουρκία µε την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσµών, η οποία υπογράφηκε στη Λωζάννη της Ελβετίας (1923), δείγµα και της βούλησης του ελληνικού κράτους να απαλλαγεί από «ανεπιθύµητους» συµπατριώτες. Οι Τσάµηδες είχαν εξαιρεθεί από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσµών µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μετά την
ανταλλαγή των πληθυσµών σταδιακά διαπιστώνεται η µετάλλαξη µιας µουσουλµανικής κοινότητας σε εθνική.
Ο έλληνας δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, αρβανίτης στην καταγωγή, ήταν αποφασισµένος να βελτιώσει τις σχέσεις της Ελλάδας µε την Αλβανία. Έτσι, αποφάσισε να χορηγήσει αµνηστία σε εκείνους τους Τσάµηδες που είχαν καταδικαστεί για διάδοση πολιτικής προπαγάνδας, ουσιαστική επιβεβαίωση προγενέστερων διώξεων. Το ζήτηµα των Τσάµηδων συνδέεται και µε τη δυσαρέσκειά τους αναφορικά µε τις αποζηµιώσεις για τα απαλλοτριωθέντα κτήµατα. Η περιγραφή του πλαισίου πιέσεων και βίας δεν πρέπει να εστιάζει στον κρατικό µηχανισµό αλλά σε ένα «πεδίο» εξουσίας γύρω από το κράτος, το οποίο ουσιαστικά µπορεί να οικειοποιείται τις µεθόδους του και να επωφελείται από αυτές.
Ζήτηµα υπήρξε και µε τις περιουσίες αλβανών υπηκόων στην Ελλάδα.

Μαζί µε τα προαναφερθέντα θέµατα οι διακρατικές σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας
επηρεάζονται σε µεγάλο βαθµό από τις αντίστοιχες ιταλοαλβανικές. Περαιτέρω εξοµάλυνση
παρατηρείται µε την επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία (Ιούλιος 1928). Αναγνωρίζεται η
Αλβανία ως βασίλειο και ο Ζώγου ως βασιλιάς. Σε µία χειρονοµία καλής θέλησης ο
Βενιζέλος διέταξε τη διάλυση των βορειοηπειρωτικών συλλόγων που δρούσαν στο ελληνικό
κράτος, κάτι που είχε εισηγηθεί και ο Πάγκαλος.

Η επέκταση της ιταλικής επιρροής στην Αλβανία επέφερε και τη στρατιωτική κατοχή του
αλβανικού κράτους (Απρίλιος 1939). Με αυτό το σηµείο αναφοράς ξεκινά η δεύτερη
περίοδος στην περιοδολόγηση που προτείνεται. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσµίου
πολέµου ελληνικά στρατεύµατα κατέλαβαν για µία ακόµα φορά περιοχές στη νότια Αλβανία,
αυτή τη φορά φθάνοντας µέχρι το Τεπελένι και το Πόγραδετς. Κατά τη διάρκεια των
παράλληλων κατοχών σε Ελλάδα και Αλβανία από τις δυνάµεις του Άξονα, διαπιστώνονται
κινήσεις συνεργασίας µεταξύ Ελλήνων και Αλβανών αλλά και αντιπαλότητας. Στο πλαίσιο
των ευρύτερων ιδεολογικών συµµαχιών ήδη από το 1943 υπήρξαν επαφές µεταξύ διαφόρων
οµάδων ανταρτών. Έτσι, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλβανίας, υπό την ηγεσία
Αλβανών κοµµουνιστών, ήταν σε επαφή µε το ελληνικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο
(όπου οι κοµµουνιστές διαδραµάτιζαν ένα σηµαντικό ρόλο, επίσης). Περίπου 1500
αντάρτες της ελληνικής µειονότητας ήταν οργανωµένοι σε τρία µειονοτικά τάγµατα που
δηµιουργήθηκαν από το Αλβανικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Θανάσης Ζήκος,
Παντελής Μπότσαρης, Λευτέρης Τάλιος). Αξίζει να τονιστεί η ύπαρξη Τσάµηδων οι οποίοι
είχαν ανάλογους ιδεολογικούς προσανατολισµούς και συνεργάστηκαν µε το ελληνικό
ΕΑΜ.
Στο χώρο της ελληνικής µειονότητας στην Αλβανία βραχύβια δραστηριοποιήθηκε
µία ακόµη µειονοτική οµάδα εθνικιστικού προσανατολισµού και χαρακτήρα, το Μέτωπο για
την Απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου (ΜΑΒΗ), το οποίο ήταν σε επαφή µε τους έλληνες
αντάρτες του ΕΔΕΣ. Ωστόσο, πολύ σύντοµα οι αλβανικές αντιστασιακές οµάδες (εθνικιστές
και παρτιζάνοι) ανέλαβαν δράση εναντίον της και τελικά διέλυσαν τη συγκεκριµένη οµάδα.

Πρέπει να επισηµανθεί ότι ακόµη και οι κυβερνήσεις «δωσιλόγων» στην Ελλάδα και
Αλβανία επιχείρησαν, χωρίς αποτέλεσµα ωστόσο, να έλθουν σε επαφή µεταξύ τους, στις
αρχές του 1944, σε µία απόπειρα να αντιµετωπίσουν τον ανερχόµενο «κοµµουνιστικό
κίνδυνο».

Κατά τη διάρκεια της ιταλικής και έπειτα της γερµανικής κατοχής στην Ελλάδα
(1941-1943), Τσάµηδες µε επικεφαλής µουσουλµάνους γαιοκτήµονες, κυρίως της
οικογένειας Ντίνο και ιδιαίτερα στις περιοχές Μαργαριτίου και Παραµυθιάς, συνεργάστηκαν
ως «δωσίλογοι» µε τους Ιταλούς και τους Γερµανούς. Μετά την ιταλική παράδοση, αρκετοί
Τσάµηδες συνέχισαν τη συνεργασία µε τους Ναζί. Ο «κύκλος του αίµατος» που ξεκίνησε από
την οθωµανική περίοδο και συνεχίστηκε µε την επέκταση του ελληνικού κράτους στην
περιοχή είχε νέα θύµατα. Οµάδες «δωσίλογων» Τσάµηδων σε συνεργασία µε κατοχικά
στρατεύµατα πραγµατοποίησαν επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων και των χριστιανών της
ευρύτερης περιοχής. Στο πλαίσιο της αποχώρησης των κατοχικών δυνάµεων στρατιωτικά
τµήµατα του ΕΔΕΣ πραγµατοποίησαν νέες επιχειρήσεις µε θύµατα αρκετούς Τσάµηδες, και
άµαχους.
Οι µουσουλµάνοι Τσάµηδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή τους
και να εισέλθουν σε αλβανικό έδαφος, καθώς είτε εκδιώχθηκαν από την πίεση και τις
εκτελέσεις των δυνάµεων του Ζέρβα είτε αποχώρησαν λόγω του φόβου και των φηµών για
εκκαθαρίσεις.

Το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου πολέµου σηµατοδοτεί και το τέλος του επίσηµου
ελληνικού αλυτρωτικού λόγου για τη «Βόρειο Ήπειρο». Η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε
στο συνέδριο ειρήνης (1946) να επιτύχει µία συµφωνία των Συµµάχων στην προσάρτηση της
«Βορείου Ηπείρου» στην Ελλάδα, αλλά απέτυχε. Οι βρετανοί και οι αµερικανοί
αντιπρόσωποι είχαν να αντιµετωπίσουν τις νέες πραγµατικότητες του Ψυχρού πολέµου αλλά
και την αδυναµία της ελληνικής κυβέρνησης να προβάλει µε επιτυχία τις επιδιώξεις της, ενώ
οι σοβιετικοί εκπρόσωποι είχαν διαφορετικές προτεραιότητες.

Μπορούµε να διακρίνουµε δύο ακόµη σηµαντικές φάσεις στην εξέλιξη των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Η τρίτη κατά σειρά σχετίζεται µε τη «σοσιαλιστική» περίοδο στην
Αλβανία (1944 έως 1991). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η προσοχή µας εστιάζεται
σε δύο ζητήµατα: α) τις σχέσεις των δύο κρατών στο πλαίσιο του Ψυχρού πολέµου και β) την
ελληνική – έκτοτε εθνική µειονότητα στην Αλβανία.

Στη διάρκεια του Ψυχρού πολέµου η Ελλάδα και η Αλβανία ήταν σε διαφορετικούς
πολιτικούς και στρατιωτικούς σχηµατισµούς. Όταν οι κοµµουνιστές ανήλθαν στην εξουσία
στην Αλβανία, παρείχαν βοήθεια στο Δηµοκρατικό Στρατό στην Ελλάδα στον αγώνα του
ενάντια στον Εθνικό Στρατό της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εµφυλίου
πολέµου. Μετά τη ρήξη του Τίτο µε την Κοµινφόρµ, ο κοµµουνιστής ηγέτης Ενβέρ Χότζα
συνέχισε να παρέχει σηµαντική υποστήριξη και επέτρεψε στους στρατιώτες του
Δηµοκρατικού Στρατού, καθώς είχαν ηττηθεί να εισέλθουν, σε περίπτωση που το
επιθυµούσαν, στην Αλβανία. Τον Αύγουστο του 1949 πολλοί ηττηµένοι αντάρτες διέσχισαν την ελληνο-αλβανική µεθόριο.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται να ακροβατεί µεταξύ του πολιτικού
ρεαλισµού και της αναγνώρισης του αλβανικού κράτους µε «σοσιαλιστική» διακυβέρνηση ή
µελλοντική φιλοδυτική και του αλυτρωτισµού (τα ζητήµατα του εµπολέµου αλλά και της
αλλαγής των συνόρων ή η αναγνώριση αυτονοµίας και µε ποιους όρους για τη µειονότητα θα
παρέµεναν στην ατζέντα των διεκδικήσεων).
Η υποστήριξη µυστικών δικτύων γοήτευε αρκετά ένα µέρος του πολιτικού
συστήµατος, όσο και εάν επισήµως δεν αποδεχόταν την ύπαρξή τους.
Μετά το τέλος του ελληνικού Εµφυλίου πολέµου Αµερικανοί και οι Βρετανοί χρησιµοποίησαν την Ελλάδα και την Ιταλία ως βάσεις, από τις οποίες Αλβανοί µη κοµµουνιστές στέλνονταν στην Αλβανία σε µία απόπειρα να πετύχουν ανατροπή του καθεστώτος. Η όλη επιχείρηση απέτυχε. Η Ελλάδα επισήµως δήλωνε ότι δεν είχε επιθετικές βλέψεις ενάντια στην Αλβανία. Ωστόσο, υπήρχαν
στελέχη στον κρατικό µηχανισµό, κυρίως στρατιωτικοί, οι οποίοι επεξεργάζονταν λύση του
«Βορειοηπειρωτικού ζητήµατος» µε στρατιωτική επέµβαση στην Αλβανία, είτε στο πλαίσιο
του ΝΑΤΟ είτε σε συνεννόηση µε τη Γιουγκοσλαβία και την Ιταλία. Επιπρόσθετα, το
ελληνικό κράτος ενίσχυε οικονοµικά τις οργανώσεις και έντυπα που ασχολούνταν µε το
«βορειοηπειρωτικό». Η ίδρυση της Πανηπειρωτικής Οµοσπονδίας Αµερικής µε συµµετοχή
τοπικών οργανώσεων στις ΗΠΑ από απόδηµους Έλληνες και από τις περιοχές της Αλβανίας
αποτέλεσε έναν νέο παράγοντα επηρεασµού της αµερικανικής και της ελληνικής εξωτερικής
πολιτικής. Οι βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι στις ΗΠΑ είχαν ως στόχο την ένωση της «Βορείου
Ηπείρου» µε την Ελλάδα.

Οι ελληνο-αλβανικές σχέσεις βελτιώθηκαν µερικώς µετά το θάνατο του Στάλιν. Κατά
τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το «Βορειοηπειρωτικό ζήτηµα» υποχώρησε στις
ελληνικές «εθνικές διεκδικήσεις», καθώς στην πολιτική ατζέντα προτάχθηκε η εκστρατεία για την «Ένωση» της Κύπρου µε την Ελλάδα.
Ωστόσο, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις διαταράχθηκαν τον Ιούνιο του 1960 έπειτα από τις συνοµιλίες του Σοφοκλή Βενιζέλου (πρωθυπουργού της Ελλάδας) µε το Χρουστσόφ στη Μόσχα. Ο Χρουστσόφ παρείχε υποσχέσεις στο Βενιζέλο ότι θα συνοµιλήσει µε τον Ενβέρ Χότζα σχετικά µε τη δυνατότητα
να παραχωρήσει η Αλβανία στην ελληνική µειονότητα αυτονοµία µεγαλύτερου βαθµού, όσον
αφορά την εκπαίδευση και την Εκκλησία . Η αλβανική κυβέρνηση ερµήνευσε αυτές τις
συνοµιλίες ως ένδειξη ότι οι Σοβιετικοί δεν ήταν εντελώς αντίθετοι στα ελληνικά αιτήµατα.
Ωστόσο, η σοβιετο-γιουγκοσλαβική επαναπροσέγγιση και ο φόβος ότι η Ελλάδα µπορεί να
προσαρτούσε τη «Βόρειο Ήπειρο» υπήρξαν σηµαντικοί παράγοντες στη ρήξη της Αλβανίας
µε τη Σοβιετική Ένωση και την προσέγγισή της µε την Κίνα.
Το 1962 η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι σχέσεις µε την Αλβανία µπορούσαν να αποκατασταθούν εάν βρίσκονταν τα κατάλληλα µέσα και οι (κατάλληλοι) τρόποι. Σε µία κίνηση καλής θέλησης οι Αλβανοί επέτρεψαν σε ένα µεγάλο αριθµό Ελλήνων να επιστρέψουν στην Ελλάδα, καθώς το ζήτηµα των αιχµαλώτων υπήρξε σηµαντικό αυτή την περίοδο.
Ουσιαστική µεταβολή στην ελληνική εξωτερική πολιτική διαπιστώνεται κατά τη
διάρκεια της χούντας των συνταγµαταρχών, στο πλαίσιο µίας διαφορετικής πολιτικής
απέναντι στην ανατολική Ευρώπη, η οποία τώρα µελετάται αναλυτικά.
Το 1970 οι διαπραγµατεύσεις µεταξύ Ελλήνων και Αλβανών στα Ηνωµένα Έθνη οδήγησαν σε µία
εµπορική συµφωνία που υπογράφτηκε από τα εµπορικά επιµελητήρια και των δύο χωρών. Οι
διπλωµατικές σχέσεις αποκαταστάθηκαν το Μάιο του 1971.32 Τον Οκτώβριο του 1972
υπογράφτηκε στα Τίρανα η πρώτη διακρατική εµπορική συµφωνία µία δεύτερη ακολούθησε
το Μάιο του 1976.
Κατά τη διάρκεια της ελληνικής Μεταπολίτευσης και µετά τα «ανοίγµατα» κατά την
περίοδο της «αποµόνωσης» της Αλβανίας µετά τη διακοπή των επαφών της χώρας µε την
Κίνα, ο Ενβέρ Χότζα εξέδωσε ένα βιβλίο µε τον τίτλο «Δύο λαοί – φίλοι» και προσπάθησε να
πραγµατοποιήσει µία νέα προσέγγιση µε την Ελλάδα.
Τον Αύγουστο του 1987, η ελληνική κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και του τότε υπουργού εξωτερικών Ηπειρώτη Κάρολου Παπούλια (µεταγενέστερου προέδρου της Ελληνικής Δηµοκρατίας) τερµάτισε µονοµερώς, επισήµως, την εµπόλεµη κατάσταση µε την Αλβανία (η οποία είχε δηµιουργηθεί από το 1940), θεωρώντας ότι µία τέτοια κίνηση θα µπορούσε να οδηγήσει στην επίλυση ζητηµάτων που αφορούσαν, κυρίως, την Ελληνική µειονότητα. Έλληνες πολιτικοί, δηµοσιογράφοι και καλλιτέχνες επισκέφθηκαν την Αλβανία.
Την ίδια περίοδο ο µητροπολίτης Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανός αναδείχθηκε σε ηγετική µορφή των βορειοηπειρωτικών σωµατείων και του ελληνικού αλυτρωτισµού, µε εκφορά λόγου που συχνά δε συµβάδιζε µε την ελληνική κρατική πολιτική.

Όσον αφορά το δεύτερο θέµα, τη θέση της ελληνικής µειονότητας υπό το καθεστώς
του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία, ο τελευταίος προσπάθησε να ενσωµατώσει την ελληνική
µειονότητα στο αλβανικό κράτος. Το 1945 η κυβέρνηση περιόρισε την επίσηµα καθορισµένη
περιοχή, όπου κατοικούσε ο ελληνικός πληθυσµός. Αυτή η περιοχή επίσηµα χαρακτηριζόταν
ως «µειονοτική ζώνη» και περιελάµβανε 99 χωριά στην επαρχία του Αργυροκάστρου
(σηµειώνεται ότι τα τρία χωριά της Χειµάρρας που αναγνωρίστηκαν ως µειονοτικά χωριά το
1921, αποκλείστηκαν από τη «µειονοτική ζώνη»). Όλοι οι Έλληνες που ζούσαν εκτός των
ορίων της µειονοτικής αυτής ζώνης (π.χ. στην πόλη του Αργυροκάστρου ή στην περιφέρεια
της Κορυτσάς ή ακόµη και στην πρωτεύουσα τα Τίρανα) δε θεωρούνταν πλέον ότι είχαν το
καθεστώς του µειονοτικού Έλληνα.

Οι Έλληνες που ζούσαν στη «µειονοτική ζώνη» απολάµβαναν ορισµένα στοιχειώδη
δικαιώµατα. Φοιτούσαν σε ελληνικά µειονοτικά δηµοτικά σχολεία, αλλά από το πέµπτο έως
και το όγδοο έτος των σπουδών τους µπορούσαν να διδαχθούν την ελληνική ως ξένη γλώσσα.
Υπήρχε µία ακαδηµία στο Αργυρόκαστρο όπου οι φοιτητές εκπαιδεύονταν για να γίνουν
δάσκαλοι και µε την ολοκλήρωση των σπουδών τους µπορούσαν να διοριστούν σε ελληνικά
µειονοτικά σχολεία. Τα σχολικά τους εγχειρίδια ήταν αποκλειστικά και µόνο µεταφράσεις
των αλβανικών, και κατά συνέπεια οι µαθητές διδάσκονταν µόνο την αλβανική ιστορία και
τον (αλβανικό) πολιτισµό, όντας εκτός επαφής µε οτιδήποτε αφορούσε την Ελλάδα. Μία
ελληνόγλωσση εφηµερίδα κυκλοφορούσε στα µειονοτικά χωριά, προωθώντας τις απόψεις
του αλβανικού κόµµατος Εργασίας, όπως µετονοµάστηκε το κοµµουνιστικό κόµµα.
Επιπλέον, όπως όλοι οι Αλβανοί πολίτες βίωναν την κατάργηση της θρησκείας από το 1967.
Η καταπίεση δικαιωµάτων της µειονότητας δε συνεπαγόταν απαραίτητα ότι οι µειονοτικοί
πληθυσµοί δεν ήταν ενταγµένοι στην αλβανική κοινωνία. Αντίθετα, αυτός ήταν ο στόχος του
Ενβέρ Χότζα.

Σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι Έλληνες και οι Αλβανοί φαίνεται ότι
επιδόθηκαν στην καταµέτρηση του αριθµού των µελών της ελληνικής µειονότητας.

Οι Έλληνες από τη µία πλευρά, εκτιµούσαν ότι ο αριθµός αυτός ήταν ιδιαίτερα υψηλός, συχνά
συµπεριλαµβάνοντας στη µειονότητα Βλάχους ή τους χριστιανούς ορθόδοξους Αλβανούς,
ενώ οι Αλβανοί επιχειρούσαν να µειώσουν τον αριθµό µη αναγνωρίζοντας ως ελληνικούς
τους πληθυσµούς που δεν κατοικούσαν στις επίσηµα αναγνωρισµένες µειονοτικές ζώνες.

Το τέταρτο τµήµα της προτεινόµενης περιοδολόγησης σχετίζεται µε την πτώση του
κοµµουνιστικού καθεστώτος και τη µετάβαση στη µεταψυχροπολεµική περίοδο. Ένα νέο και
τελείως διαφορετικό πρόβληµα προέκυψε από την ταυτόχρονη µετανάστευση µεγάλου
αριθµού Αλβανών και Ελλήνων µειονοτικών πληθυσµών σε αναζήτηση καλύτερων
συνθηκών διαβίωσης. Η Ελλάδα αντιµετώπισε µία νέα εµπειρία ως χώρα υποδοχής
µεταναστών. Μία σειρά «αρνητικών» στερεοτύπων διαµορφώθηκε και κοινωνικές οµάδες
στην ελληνική κοινωνία δεν έχουν προσδιορίσει µε ακρίβεια τη στάση τους απέναντι σε µία
σειρά από ζητήµατα, όπως η δεύτερη γενιά µεταναστών, δηλαδή τα παιδιά των µεταναστών,
τα οποία γεννήθηκαν στην Ελλάδα.

Η ανάδυση νέων εθνικισµών προκάλεσε ένταση κατά περιόδους στα θέµατα των
ελληνο-αλβανικών σχέσεων40 και έφερε στο προσκήνιο το ζήτηµα των Τσάµηδων, κυρίως σε
µία οικονοµική βάση – διεκδίκηση αποζηµιώσεων για τις περιουσίες. Αξίζει να σηµειωθεί ότι
την προηγούµενη περίοδο ο Χότζα δεν υποστήριζε και δεν ενέκρινε τις διεκδικήσεις των
Τσάµηδων, καθώς θεωρούσε τους ηγέτες των κοινοτήτων τους ρεβιζιονιστές (αναθεωρητές).
Στην Ελλάδα, ο αλυτρωτικός λόγος υπήρξε ιδιαίτερα περιθωριοποιηµένος, στον πολιτικό
χώρο κυρίως της άκρας δεξιάς, ενώ µία αναζωπύρωση απέκτησε µε την ένταξη ελλήνων
µειονοτικών σε συλλόγους βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα και τη διασπορά.
Η ίδια η αλβανική κοινωνία, αφού βίωσε µία σοβαρή οικονοµική κρίση (χρεοκοπία
του 1997), επιχείρησε να αλλάξει τον τρόπο ανάπτυξης, όπως και άλλα κράτη, τα οποία
βίωσαν την αποκαλούµενη «περίοδο της µετάβασης», σε καπιταλιστικό µοντέλο οικονοµικής
πρακτικής. Η ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ και η προοπτική ένταξή της στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, έστω και χωρίς σαφές χρονοδιάγραµµα, η συνεργασία στον τοµέα της ενέργειας
λειτούργησαν ως δέλεαρ συνεργασίας µεταξύ των πολιτικών ελίτ των δύο κρατών. Όµως και
οι νέοι εθνικισµοί έχουν επίσης εισέλθει σε νέα φάση. Η διαχείριση του εθνισµού των
Κοσοβάρων και του ζητήµατος της συλλογικής τους ταυτότητας, οι αλβανικές µειονότητες σε
γειτονικά βαλκανικά κράτη, ο έντονος αλυτρωτισµός των κατακερµατισµένων οργανώσεων
των Τσάµηδων στην Αλβανία και στην αλβανική διασπορά, οι δυσκολίες στη χάραξη
οικονοµικών ζωνών εκµετάλλευσης (γνωστών ως ΑΟΖ) είναι µερικά από τα ζητήµατα που συνέχισαν να απασχολούν τους σχεδιασµούς των ελληνικών ελίτ στην αρχή της δεύτερης
εκατονταετηρίδας του αλβανικού κράτους. Ο ρεαλισµός όµως δείχνει να αποτελεί την κύρια
επιλογή σε µία γειτονία, η οποία δεν αποδεικνύεται εύκολη, και µε τις περιφερειακές εντάσεις
να έχουν επεκταθεί στο χώρο της Μεσογείου.

*Ο Ηλίας Γ Σκουλίδας είναι ιστορικός. Επίκουρος Καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας ΤΕΙ Ηπείρου

Σχόλια