Βλαχόφωνος Ελληνισμός : Προσφορά και σκόπιμη αμφισβήτηση

Οι θεωρίες περί ξεχωριστής εθνικότητας των Βλάχων στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη αποδείχτηκε ότι δεν είχαν καμία επιστημονική βάση και τις καλλιεργούσαν «στρατευμένοι» επιστήμονες.

Του Αντώνη Μπέζα

Η συμπλήρωση των 200 χρόνων από την εθνική παλιγγενεσία με τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, ξαναφέρνει στο προσκήνιο το ιστορικά αποδεδειγμένο γεγονός πως για ό,τι σοβαρό μπορεί να υπερηφανευθεί ο Ελληνισμός, την εκπαιδευτική, οικονομική ή επαναστατική δραστηριότητα, τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα έως την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αυτό οφείλεται σε καθοριστικό βαθμό στην ουσιαστική συμβολή των Βλάχων.

Από τις τάξεις τους προήλθε μεγάλο μέρος των Ορθόδοξων ιεραρχών, των δασκάλων και λογίων, των πολεμιστών του γένους στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία αλλά και πλήθος από εμποροβιοτέχνες που στελέχωσαν τις ελληνορθόδοξες κοινότητες των αστικών κέντρων της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Παρόλα αυτά, μια σειρά από θέματα έχουν προκύψει κατά καιρούς από τα οποία θα εστιάσω στα τρία σοβαρότερα: Στην καταγωγή των Βλάχων και την ταυτότητά τους, τη λατινοφωνία τους και τον πολιτισμός τους.

Η καταγωγή και ταυτότητα των Βλάχων
Οι Βλάχοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες.

Πέρα όμως απ’ αυτό, μια σειρά από επιστήμονες έχουν παρουσιάσει τεκμηριωμένες απόψεις για την αυτοχθονία και τη διαχρονική παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο και την ευρύτερή του περιοχή. Οι θεωρίες περί ξεχωριστής εθνικότητας των Βλάχων στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη αποδείχτηκε ότι δεν είχαν καμία επιστημονική βάση και τις καλλιεργούσαν «στρατευμένοι» επιστήμονες και δήθεν προοδευτικοί διανοούμενοι με ιδιοτελείς σκοπούς. Ακόμα και σοβαροί Ρουμάνοι ερευνητές παραδέχονται ότι δεν υπήρξε ποτέ κάθοδος των Βλάχων από τον Βορρά.

Μόνο ένας θεληματικά «τυφλός τον νουν» δεν θα αντιλαμβανόταν το παιχνίδι που επιχειρείται να παιχτεί για ακόμη μια φορά στις πλάτες των Βλάχων και το οποίο βρίσκεται σε έξαρση στην Αλβανία, εν’ όψει της επικείμενης απογραφής του πληθυσμού, με σκοπό την δημιουργία βλάχικης μειονότητας πέραν της ελληνικής. Οι Βλάχοι, δεν είναι ούτε το γραφικό υπόλειμμα του κτηνοτροφικού βίου, ούτε μουσειακό είδος, ούτε εξελληνισμένοι πληθυσμοί, ούτε μειονότητα ή εθνοτική ομάδα χειραγωγούμενη από επιτήδειους προστάτες, ούτε πολιτισμική ομάδα διχασμένη ανάμεσα στις εθνικές προπαγάνδες του 20ου αιώνα.

Οι Βλάχοι αποτελούν γνησιότατη έκφραση του Ελληνισμού, με τεράστια συνεισφορά στην οικοδόμηση της Ελληνικής πατρίδας. Και οι μαρτυρίες υπάρχουν παντού: Από τα προεπαναστατικά κινήματα μετά την Άλωση, τον πρώτο πρωθυπουργό της Ελλάδας – Βλάχο στην καταγωγή – Ιωάννη Κωλέττη, τα επιβλητικά δημόσια κτίρια των Αθηνών και τους επιφανείς εθνικούς ευεργέτες, μέχρι τους άγνωστους ήρωες των βλαχοχωριών που σκοτώθηκαν για την πατρίδα στους αγώνες των Ηπειρωτών και τα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα.

Η λατινοφωνία των Βλάχων
Η λεγόμενη «βλάχικη γλώσσα», δεν είναι μια ενιαία και «κανονική» γλώσσα. Είναι ένα σύνολο από τοπικές προφορικές διαλέκτους («φαρσεριώτικη», «μετσοβίτικη», «γραμμουστιάνικη» κλπ), που δεν είναι ομογενοποιημένες, διαφέρουν ακόμη και μεταξύ γειτονικών χωριών και διαμορφώθηκαν λόγω της μακραίωνης παρουσίας της ρωμαϊκής και βυζαντινής λατινοφωνίας στο χώρο της ελληνικής χερσονήσου. Λατινοφωνία Ελλήνων μαρτυρείται από την εποχή του Ιωάννη Λυδού, διοικητή της Βαλκανικής και χρονογράφου σύγχρονου του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο οποίος αναφέρει ότι «…καίπερ Έλληνας εκ του πλείονας όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή».

Με απλά λόγια δημιουργήθηκαν επίκτητες διάλεκτοι στους αυτόχθονες πληθυσμούς, με λέξεις από την καθομιλουμένη τότε ελληνική γλώσσα που μιλούσαν οι ίδιοι και τη δημώδη λατινική που έφεραν οι κατακτητές. Όλες αυτές οι διάλεκτοι δεν υπήρξαν ποτέ γλώσσα ενός ξεχωριστού λαού ή κράτους των Βαλκανίων. Έχουν πολύ περιορισμένο αριθμό λέξεων και δε διαθέτουν αλφάβητο και γραφή , αφού σε αντίθεση με άλλες λατινογενείς γλώσσες που έχουν γραπτά γλωσσικά μνημεία από τον 9ο αιώνα, η «κουτσοβλαχική» δεν παρουσίασε γραπτά μνημεία, παραχώρησε τη θέση της στην ελληνική γραμματεία και περιορίστηκε στην προφορική της και μόνο έκφραση.

Τα «βλάχικα» διατηρήθηκαν μόνο για ενδοσυνεννόηση και χρήση στον ιδιωτικό βίο, δεν έχουν πλαστικότητα στην έκφραση βαθύτερων και πολύπλοκων φιλοσοφικών και επιστημονικών νοημάτων και μεταδίδονταν στους νεότερους προφορικά γιατί οι Βλάχοι σαν Έλληνες ήταν δίγλωσσοι και χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά την ελληνική ως γραπτή γλώσσα για τις διοικητικές, εμπορικές, εκκλησιαστικές και εκπαιδευτικές τους ανάγκες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το «Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης» του Κ. Νικολαΐδη (1909) περιλαμβάνει μόλις 6.657 λέξεις από τις οποίες οι 3.650 έχουν ελληνική προέλευση (πολλών η ετυμολογία ανάγεται στους ομηρικούς χρόνους), 2.605 λατινική, 185 σλάβικη, 150 αλβανική και οι υπόλοιπες 67 είναι άγνωστης προέλευσης. Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης, η ελληνική γλώσσα -που έχει γραπτή παράδοση 3.500 ετών- με τις διαλέκτους και τα ιδιώματά της διαθέτει σήμερα περισσότερες από 500.000 λέξεις, όσες περίπου και η αγγλική, παγκόσμια γλώσσα με τεράστιο κύρος.

Τα «βλάχικα» έχουν ήδη καταγραφεί και μελετηθεί επαρκώς από επιστήμονες όπως ο Αχιλλέας Λαζάρου, ο Αντώνης Μπουσμπούκης, ο Αντώνης Κολτσίδας, ο Τηλέμαχος Κατσουγιάννης, ο Νίκος Κατσάνης, ο Αστέριος Κουκούδης και άλλους γλωσσολόγους και ιστορικούς. Τίποτα δυστυχώς δεν μπορεί ν’ αναστρέψει την φθίνουσα πορεία τους διότι έπαψαν πλέον να είναι χρηστικά αφού διατηρήθηκαν στα απομονωμένα χωριά όσο υπήρχαν μόνιμοι κάτοικοι και η αστυφιλία όπως και οι μικτοί γάμοι επίσπευσαν την εξαφάνισή τους. Τελευταία επιχειρείται μία τεχνητή αναβίωσή τους με προσπάθειες «ομογενοποίησης» και εγγραμματισμού τους με χρήση του λατινικού και του ρουμάνικου αλφαβήτου και μεγαλεπήβολα σχέδια από νεόκοπες εταιρείες μελέτης, λες και οι προηγούμενοι επιστήμονες δεν ασχολήθηκαν σοβαρά με το θέμα!

Οι δύο κύριοι εκπρόσωποι της προσπάθειας να αναλυθούν και να σωθούν τα «βλάχικα», ο ρωμανιστής – βαλκανολόγος Αχιλλέας Λαζάρου και ο λατινιστής- γλωσσολόγος Αντώνης Μπουσμπούκης ποτέ δεν συνέστησαν τη συστηματική γραφή τους, σεβόμενοι την παράδοση της προφορικότητας, κυρίως από τη στιγμή που έπαψαν οι λόγοι της χρήσης τους!

Ο πολιτισμός (;) των Βλάχων
Το ιδεολόγημα περί πολιτισμού των Βλάχων είναι το βασικό εργαλείο με το οποίο προπαγανδίζεται το ανιστόρητο επιχείρημα της ξεχωριστής εθνοτικής ομάδας, γιατί μέσα από αυτό «οικοδομείται» περίτεχνα η δακριτότητά τους από τον Ελληνισμό!

Είναι πασιφανές ότι ο πολιτισμός των Βλάχων είναι ο Ελληνικός πολιτισμός! Δεν υπάρχει κάποιο ξεχωριστό πολιτιστικό στοιχείο στους Βλάχους που να τους διαχωρίζει από τους υπόλοιπους Έλληνες. Δεν υπάρχουν υλικά και πνευματικά δημιουργήματα, σε οποιαδήποτε εποχή, δηλαδή δημιουργήματα στα Γράμματα, τις Τέχνες, τον τρόπο ζωής και τις παραδόσεις (ήθη και έθιμα), αλλά και στο σύστημα αξιών που να είναι διαφορετικά από εκείνα των υπόλοιπων Ελλήνων. Δεν υπάρχει αρχιτεκτονική βλάχικη, ούτε λογοτεχνία, ούτε 3 ποίηση, ούτε φιλοσοφία, ούτε τέχνη και βεβαίως δεν υπάρχει ξεχωριστή πολιτιστική κληρονομιά.

Όλα τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των Βλάχων, εκτός της επίκτητης λαλιάς, είναι ίδια με αυτά των υπολοίπων Ελλήνων, με διαφοροποιήσεις ανά περιοχή ανάλογα με τον τρόπο ζωής. Ακόμη και η μουσική τους είναι όμοια με των γειτόνων τους ανά περιοχή. Το μόνο ξεχωριστό που διαθέτουν τα βλάχικα απλοϊκά δημοτικά τραγούδια είναι μια μουσικότητα αλλά και αυτή οφείλεται στην ελληνική και όχι στην «άκαμπτη» λατινική.

Καλλιεργήθηκαν επίσης και τέχνες για να εκφράζουν οι άνθρωποι τις έμφυτες δεξιότητές τους, η ξυλογλυπτική για τους άνδρες και η υφαντική για τις γυναίκες σε κοινωνίες απομονωμένες στα βουνά και έχουμε δείγματα υψηλής τέχνης σε αυτούς τους τομείς, κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβαινε και στις άλλες περιοχές που δεν ήταν βλαχόφωνες αλλά ήταν αυτοσυντηρούμενες. Όταν λοιπόν ακούμε τον όρο «ο πολιτισμός των Βλάχων» καλό είναι να είμαστε επιφυλακτικοί γιατί σίγουρα κάτι άλλο κρύβεται από πίσω του!

Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υφυπουργός και βουλευτής και πρόεδρος της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ) ΑΕ

Σχόλια