Πρωτομηνιά του Ιούλη, νωρίς το πρωί μας βρίσκει στο δρόμο για τη Βλαχοψηλοτέρα (Vllahopsiloterrë). Πρόκειται για μια κοινότητα που αποτελείται από δύο οικισμούς, τους Βλάχους και την Ψηλοτέρα, ακριβώς απέναντι από την Τσαρτσόβα στην άλλη πλευρά του Αώου και πολύ κοντά στο σύνορο προς τη μεριά της Μολυβδοσκέπαστης. Αφήνουμε το όχημά μας δίπλα στο ξύλινο γεφύρι, κοντά στην εθνική οδό και στην άκρη της Τσαρτσόβας, και ανηφορίζουμε για τον πρώτο οικισμό, την Ψηλοτέρα. Το μονοπάτι είναι σχετικά στενό και ανηφορικό, μέσα από ρέματα και μια οργιώδη παραποτάμια βλάστηση. Κάπου στη μέση της διαδρομής πέφτουμε, προς μεγάλη μας έκπληξη, σ’ έναν αυτοκινητόδρομο, όπου διακρίνουμε ίχνη από ρόδες τρακτέρ ή φορτηγού αυτοκινήτου. Προσπαθώντας να βρούμε άκρη, διακρίνουμε στην κοίτη του Αώου κάτι σαν πέρασμα. Όπως μας πληροφόρησαν αργότερα οι χωριανοί, τους θερινούς μήνες που τα νερά είναι ρηχά περνάνε μέσα από το ποτάμι τρακτέρ, φορτηγά αλλά και αγροτικά αυτοκίνητα από δύο συγκεκριμένα σημεία. Τον υπόλοιπο χρόνο, ωστόσο, είναι αδύνατη η διάβαση, γι’ αυτό και το κύριο αίτημά τους είναι η κατασκευή μιας σύγχρονης γέφυρας, αίτημα που έχουν υποβάλει και στην ελληνική πλευρά και, ενώ έχουν δεχθεί πολλές υποσχέσεις, μέχρι τώρα δεν έχει γίνει τίποτα.
Φτάνουμε στο χωριό μετά από μισή ώρα περπάτημα. Αντικρίζουμε ένα τυπικό (για μας) ηπειρώτικο χωριό πνιγμένο στο πράσινο. Ενώ ο οικισμός είναι φτιαγμένος κατά βάση από πέτρινες κατασκευές, είναι εμφανείς και οι πρόσφατες επισκευές των σπιτιών, οι επεκτάσεις ή ακόμα και οι καινούργιες κατασκευές. Διακρίνονται από την παρουσία των κόκκινων κεραμιδιών ανάμεσα στις παλιές στέγες από σχιστόπλακα.
Προχωράμε στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Αρκετά σπίτια φαίνονται ανοιχτά, είναι άλλωστε καλοκαίρι. Εντοπίζουμε ένα μεγάλο πλατάνι και δίπλα ένα καμπαναριό, όπου υποθέτουμε πως θα είναι το μεσοχώρι. Κατευθυνόμαστε προς τα εκεί και στο δρόμο μας συναντάμε μια γυναίκα γύρω στα εξήντα της με την οποία πιάνουμε κουβέντα. Είναι η Χρυσαυγή Κήτα, και από τα πρώτα πράγματα που σπεύδει να μας πει είναι ότι το χωριό είναι πια σχεδόν έρημο, μόνο εφτά οικογένειες έχουν απομείνει κι αυτές ηλικιωμένων ζευγαριών. ΄Εχουν φύγει όλοι για την Ελλάδα και ιδιαίτερα οι νέοι, μας λέει. Η Χρυσαυγή είναι γυναίκα του Φώτου Κήτα, συνταξιούχου δασκάλου, ο οποίος εμφανίζεται όταν πια έχουμε φτάσει στο μεσοχώρι. ΄Εχει ιδιαίτερη όρεξη για κουβέντα και αρχίζει αμέσως να αφηγείται ιστορίες κυρίως από το παρελθόν. Θυμάται τα δύσκολα χρόνια του Χότζα. Το γνωστό σκηνικό με τις φυλακές, τις εξορίες και τις εκτοπίσεις. Το 1951, λέει, εκτοπίστηκαν 13 οικογένειες από το χωριό σε διάφορα σημεία της κεντρικής και βόρειας Αλβανίας και άλλες τόσες το 1974. Ο αδελφός του φυλακίστηκε με την κατηγορία περί συνεργασίας με την Ελλάδα, ενώ και ο ίδιος παύτηκε από την υπηρεσία του για λίγους μήνες. Θα τον είχαν απολύσει, εάν δεν είχε συμπληρώσει 15 χρόνια υπηρεσίας, γεγονός που ήταν αποτρεπτικό για κάτι τέτοιο σύμφωνα με το νόμο. Διηγείται διάφορα περιστατικά, που όλα θυμίζουν ιστορίες γνωστές από την έρευνά μου στην ελληνική μειονότητα. Αναφέρει τα δύο σχολεία, ελληνικό και αλβανικό, που λειτούργησαν στο χωριό την εποχή του Βασιλιά Zogu. Παρουσιάζει τους χωριανούς σαν καλούς πατριώτες που αντιστάθηκαν στο αλβανικό καθεστώς.
Μιλώντας για το πρόσωπό του, μας λέει ότι, από τότε που έκλεισε το σχολείο τους στο χωριό λόγω της φυγής του πληθυσμού στην Ελλάδα μετά το 1991, διδάσκει ελληνικά σε φροντιστήριο που λειτουργεί η Μητρόπολη Πωγωνιανής, Δρυϊνουπόλεως και Κονίτσης στο Λεσκοβίκι. Αμείβεται με το ποσό των 90 ευρώ, που κατά τον ίδιο καλύπτει μόλις τα έξοδά του, καθώς πηγαίνει στο Λεσκοβίκι με ταξί δύο φορές τη βδομάδα, Σάββατο και Κυριακή. Το κάνει από αίσθηση καθήκοντος περισσότερο. Παρακολουθούν 54 μαθητές που προέρχονται από όλες τις εθνοτικές ομάδες της περιοχής, ακόμα και από μουσουλμανικές οικογένειες. ΄Ολοι επιδιώκουν να μάθουν τα παιδιά τους ελληνικά, διότι επιθυμούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Ελλάδα. Πράγματι, αρκετά παιδιά συνεχίζουν στην Κόνιτσα, όπου υπάρχει και κατάλληλο οικοτροφείο, ενώ άλλα έχουν εισαχθεί σε ελληνικά πανεπιστήμια. Την ώρα που μας αφηγείται ο δάσκαλος όλα αυτά, σκέφτομαι πως κατά κάποιον τρόπο η «ιστορία επαναλαμβάνεται» σε ό,τι αφορά το ρόλο της ελληνικής παιδείας. Κάτι ανάλογο συνέβαινε στο παρελθόν, κατά το 19ο και 20ο αιώνα, ακόμα και μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους μέχρι την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος, και είχε σημαντικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της νότιας Αλβανίας.
Σχετικά με τα οικογενειακά του ο Φώτος μας λέει ότι τα παιδιά του βρίσκονται στην Ελλάδα και τονίζει το γεγονός ότι είναι καλά αποκατεστημένα εκεί. Ο ένας γιος του ζει στην Πάρο, όπου εργάζεται ως ελαιοχρωματιστής και έχει αποκτήσει ιδιόκτητο σπίτι. Ο άλλος ζει στη Χίο, και αυτός καλά αποκατεστημένος. Η κόρη του κι αυτή στην Ελλάδα. Τους επισκέπτονται κάποιες φορές, καθώς διαθέτουν κάρτα ομογενούς και μπορούν να εισέρχονται στην Ελλάδα ελεύθερα. Σημειώνει ακόμα πόσο σημαντική είναι γι’ αυτούς η σύνταξη του ΟΓΑ που παίρνουν από την Ελλάδα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ το μήνα, τη στιγμή που η σύνταξη του αλβανικού κράτους είναι 40 ευρώ.
Ο Φώτος μας αφηγείται ακόμα την εμπειρία της πρώτης επίσκεψής τους στην Ελλάδα αφότου άνοιξε το σύνορο, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης συνάντησης με τους κατοίκους της Μολυβδοσκέπαστης στο ομώνυμο χωριό το 1992. Τονίζει δύο πράγματα: το γεγονός της επανένωσης με τους γείτονές τους, με τους οποίους έχουν ιστορικούς δεσμούς φιλίας, ως γείτονες, αλλά και συνδέονται και με σχέσεις συγγένειας, και τη μεγάλη εντύπωση που τους έκανε το ελληνικό χωριό με την ανάπτυξη και την ευμάρειά του. Το τελευταίο το αντιπαραθέτει σε όσα τους έλεγε η προπαγάνδα του προηγούμενου καθεστώτος περί της φτώχειας και της δυστυχίας που επικρατούσε στην Ελλάδα.
Την ώρα που μιλούσαμε με το Φώτο, ήρθε στην παρέα μας κι ένας άντρας που δείχνει ιδιαίτερα ταλαιπωρημένος. Είναι ο Βασίλης Χρήστου (Vasili Hristo), για τον οποίο ο Φώτος σπεύδει να πει ότι είχε τον πατέρα του φυλακισμένο για 18 χρόνια (επίσης με την κατηγορία περί συνεργασίας με την Ελλάδα) και ο ίδιος ήταν στιγματισμένος εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Ο στιγματισμός του αυτός τον οδήγησε στην κοινωνική περιθωριοποίηση, από ό,τι μας λέει και ο ίδιος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει γυναίκα να παντρευτεί και να αναγκαστεί στα πενήντα του να πάρει μια Αλβανίδα από το Βορρά. «΄Ημουν ένα μηδενικό», λέει χαρακτηριστικά ο Βασίλης. Τώρα η γυναίκα με τα παιδιά του μένουν στα Τίρανα, επειδή δεν έχει σχολείο στο χωριό, όπου τους επισκέπτεται και ο ίδιος κάπου κάπου. Ο Βασίλης εργάζεται στην Κόνιτσα, όταν υπάρχει δουλειά και μπορεί. Συνήθως του προσφέρουν δουλειά στη βιοτεχνία τους οι αδελφοί Ράγγα, που κατάγονται από την Ψηλοτέρα και είναι και ξαδέλφια του. Του έχουν παραχωρήσει μάλιστα κι έναν χώρο στη βιοτεχνία για να μένει, κι έτσι μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην Κόνιτσα και το χωριό του, όπου φροντίζει και το γέροντα πατέρα του που είναι τώρα 90 χρονών.
Ζητάμε από τον Βασίλη να μας γνωρίσει τον πατέρα του. Δέχεται ευχαρίστως, μας εξηγεί μόνο απολογητικά ότι το σπίτι τους δεν είναι σε καλή κατάσταση, επειδή λείπει η γυναίκα του. ΄Ωσπου να πάει στο σπίτι του και να επιστρέψει να μας πάρει, γνωρίζουμε και έναν έφηβο που παρακολουθεί όλη αυτή την ώρα τις συζητήσεις μας. Είναι από το χωριό και σπουδάζει σε λύκειο της Κόνιτσας, όπου διαμένει στο οικοτροφείο της Μητρόπολης. ΄Εχει έρθει για λίγες μέρες στο χωριό και στη συνέχεια θα πάει στην Κρήτη να εργαστεί με τους θείους του που ζουν εκεί. Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους έρχεται στο χωριό τα Σαββατοκύριακα.
Επιστρέφει εν τω μεταξύ ο Βασίλης και μας καλεί να πάμε στο σπίτι του. Εκεί βρίσκουμε τον πατέρα του Κώστα στην αυλή να μας περιμένει. Ευθυτενής και χαμογελαστός μας υποδέχεται με μεγάλη χαρά. Δεν του φαίνεται καθόλου η ηλικία του, παρά τα βάσανα που πέρασε. Το πρόβλημά του είναι η μειωμένη του όραση. Καθόμαστε μέσα στο σπίτι, σ’ ένα δωμάτιο που φαίνεται νεόκτιστη προέκταση του παλιού σπιτιού. Ο Βασίλης μας προσφέρει ρακί και γλυκό του κουταλιού, ενώ απολογείται συνέχεια που δεν μπορεί να μας περιποιηθεί όπως θα ήθελε, επειδή λείπει η γυναίκα του.
Ο παππούς αρχίζει να διηγείται σχετικά με την ιστορία του χωριού αλλά και τη δική του. Δεν υπήρξε παρτιζάνος, υπήρξε όμως μέλος του κόμματος. Παρόλα αυτά, κατηγορήθηκε και φυλακίστηκε, και πλήρωσε μαζί μ’ αυτόν και η οικογένειά του με στιγματισμό. Μας μιλά για το ελληνικό σχολείο που λειτουργούσε παλιά στο χωριό. Μας λέει για τους μουσουλμάνους μπέηδες που κατοικούσαν στον διπλανό οικισμό «Βλάχοι» και κατείχαν τη γη σαν τσιφλίκι τους, όπου δούλευαν μισακάρηδες όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι των δύο οικισμών. Στους μπέηδες αυτούς αναφέρθηκαν και οι προηγούμενοι συνομιλητές μας, προσδιορίζοντας τον αριθμό τους σε τρεις οικογένειες. Από τη μια οικογένεια υπάρχει ακόμα απόγονος στο χωριό με το επώνυμο Kurani. Από σχετικό έλεγχο που έκανα στους εκλογικούς καταλόγους που ήταν αναρτημένοι στην πόρτα του κοινοτικού καταστήματος επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη αυτού του επωνύμου και η μουσουλμανική του ταυτότητα από τα σχετικά ονόματα.
Τη συζήτηση από ένα σημείο και μετά μονοπωλεί ο Βασίλης. Επαναλαμβάνει όσα μας είχε ήδη αναφέρει για τα βάσανά του στο καθεστώς Χότζα και τώρα κάνει ιδιαίτερη κριτική αναφορά στη στάση και τη συμπεριφορά των συγχωριανών του, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «τότε έβριζαν την Ελλάδα και τώρα παίρνουν σύνταξη από αυτή». Τονίζει τη σκληρότητα και τον παραλογισμό του καθεστώτος επαναλαμβάνοντας διαρκώς τα δικά του βάσανα. Ανάμεσα στα διάφορα περιστατικά που αναφέρει είναι και το παρακάτω χαρακτηριστικό: τον ρωτούσαν συχνά οι τοπικοί εκπρόσωποι του κόμματος και οι άνθρωποι της μυστικής αστυνομίας (sigurimi) αν επισκέφτηκε τον πατέρα του στη φυλακή και, στην απάντησή του ότι δεν το έκανε ούτε ήθελε να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον πατέρα του γιατί «λάθεψε», αντιδρούσαν με απειλές εναντίον του, διότι τη στάση αυτή την εκλάμβαναν σαν αντικαθεστωτική˙ κατ’ αυτούς θα έπρεπε να επισκέπτεται τον πατέρα του για να επιβεβαιώνει το γεγονός ότι δεν τον κακομεταχειρίζονται…
Ο Βασίλης παρουσιάζει την εικόνα ενός δυστυχισμένου ανθρώπου, επαναλαμβάνοντας ωστόσο διαρκώς τη φράση «δόξα τω θεώ». Στενοχωριέται πολύ που είναι αναγκασμένος να στέλνει τα παιδιά του σε σχολείο των Τιράνων και το τελευταίο διάστημα νιώθει πολύ πιεσμένος από το γεγονός ότι για δύο μήνες δεν πήγε στην Κόνιτσα για δουλειά λόγω ασθένειας της γυναίκας του. Τώρα όμως ελπίζει ότι σύντομα θα του τηλεφωνήσουν τα ξαδέρφια του από την Κόνιτσα για να πάει για δουλειά.
΄Οσο μιλά ο Βασίλης, νιώθω ένα γερό σφίξιμο στο στομάχι. Μου θυμίζει τα συναισθήματά μου όταν άκουγα ανάλογες ιστορίες στη Δρόπολη πριν από μια δεκαετία περίπου. Σκέφτομαι ξανά πόσο απίστευτος ήταν ο παραλογισμός του καθεστώτος, με αφορμή όσα ακούω. Σκέφτομαι τα δεινά όλου αυτού του πληθυσμού. Για τους ανθρώπους της ελληνικής μειονότητας η ελληνικότητα φαίνεται ότι ήταν απλά μια επιπλέον πρόφαση για να εφαρμόζει το καθεστώς τις ολοκληρωτικές και απάνθρωπες πρακτικές του. Με την πρακτική της εξορίας και της εκτόπισης φαίνεται ότι, εκτός των άλλων, εξασφάλιζε και εργατικά χέρια για τα εργοστάσια του Βορρά και με την πρακτική της ιδεολογικής τρομοκρατίας και την καλλιέργεια μιας γενικευμένης κοινωνικής καχυποψίας εξασφάλιζε τον απόλυτο έλεγχο των τοπικών κοινωνιών.
Καθώς φεύγουμε από το σπίτι του Βασίλη Χρήστου συναντάμε στο δρόμο μια γυναίκα με το επώνυμο Χρηστίδη. Μας μιλά κι αυτή για τα παιδιά της που βρίσκονται στην Ελλάδα και για τα εγγόνια της που τα περιμένει τις επόμενες μέρες να ’ρθουν για διακοπές. Ο ένας γιος είναι τώρα στη Νορβηγία, καθώς παντρεύτηκε μια Νορβηγίδα, την οποία γνώρισε στην Κέρκυρα, όπου ζούσε και εργαζόταν μέχρι πρόσφατα. Ενώ παραπονιέται που έχουν απομείνει μόνοι με τον άντρα της στο χωριό, από την άλλη δείχνει ευχαριστημένη που έφυγε το παλιό καθεστώς και μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια και δίχως ανέχεια. Το μόνο πρόβλημα τώρα φαίνεται να είναι ο χωρισμός και η μοναξιά των ηλικιωμένων που έχουν μείνει στο χωριό. Μας δείχνει με νόημα μια υπέργηρη γυναίκα που κάθεται μονάχη στη βεράντα του σπιτιού της, λέγοντάς μας ότι είναι εντελώς μόνη.
Επιστρέφοντας στο μεσοχώρι βρίσκουμε δίπλα στη βρύση μια γυναίκα 30-35 χρονών με τη μητέρα της, να αγναντεύουν προς την Ελλάδα. Πιάνουμε κουβέντα και μ’ αυτές. Η νέα γυναίκα λέγεται Μαριέτα Αποστόλη και ζει στην Κόνιτσα εδώ και δεκατρία χρόνια με τον άντρα της Βαγγέλη, ο οποίος κατάγεται από το διπλανό χωριό Βαλοβίστα. ΄Εχει έρθει να ιδεί η μάνα της το Σαββατοκύριακο. Μας λέει ότι έρχεται μόνο γι’ αυτό το λόγο, όπως πάει και στη Βαλοβίστα για τα πεθερικά της. Η Μαριέτα έχει όμορφα γαλανά μάτια σαν τη μάνα της. Η μάνα της είναι πολύ δυνατή φυσιογνωμία. Κατάγεται από ένα αλβανικό χωριό δίπλα στο Λεσκοβίκι, το Cerckë (Τσέρτσκο). Τη λένε Αναστασία και το πατρικό της επώνυμο είναι Dimo, ενώ του άντρα της Χουλιάρας. Μας λέει ότι την έδωσε ο πατέρας της σε ΄Ελληνα γιατί «είχε καλό μοαμπέτι» με τους ΄Ελληνες και τους εκτιμούσε. Όταν ήρθε στο χωριό δεν ήξερε ούτε λέξη από ελληνικά, αλλά σιγά σιγά τα έμαθε. Είχε εννιά αδέρφια αλλά και η ίδια έκανε δέκα παιδιά, από τα οποία τα εννιά είναι στη ζωή, τα περισσότερα στην Ελλάδα. ΄Οσο μιλάμε παρατηρούν και τη θεριστική μηχανή που θερίζει ένα χωράφι τους στον κάμπο δίπλα στο ποτάμι. Πιάνουμε κουβέντα για τα χωράφια. ΄Εχει 10-11 στρέμματα σε τρία διαφορετικά σημεία. Σχολιάζει ότι παλιότερα είχαν πολύ καλά χωράφια. Είχαν απ’ όλα. Δημητριακά, κηπευτικά, οπωροφόρα δέντρα κ.λπ. Όταν ήρθε ο Χότζα επέβαλε τη μονοκαλλιέργεια. Σιτάρι και καλαμπόκι, γιατί μόνο η επάρκεια σε ψωμί τον ενδιέφερε. Το σιτάρι που παράγουν τώρα το αλέθουν στο μύλο, στο χωριό Ljar (Ιλιάρι) ή στην Πρεμετή, και εξασφαλίζουν το αλεύρι της χρονιάς.
Η κουβέντα μας στρέφεται και στις επικείμενες εκλογές. Η Μαριέτα μας λέει πως δεν θα ψηφίσει, δεν την ενδιαφέρει καθόλου η πολιτική. Σχολιάζει αρνητικά το γεγονός ότι στους εκλογικούς καταλόγους έχουν ονόματα ανθρώπων που είναι στην Αμερική ή που έχουν πεθάνει. Θεωρεί ότι «θα ψηφίσουν και οι πεθαμένοι»…Η στάση της απέναντι στα κοινά της Αλβανίας είναι πολύ αρνητική. Η μητέρα της μας λέει ότι ο υποψήφιος για την περιοχή τους βουλευτής του Κόμματος ΚΕΑΔ (Ομόνοια) Γ. Λουλεμές είναι με τον Μπερίσα και μιλά αρνητικά γι’ αυτό. Η Μαριέτα είναι πολύ ευχαριστημένη από τη ζωή της στην Κόνιτσα. Οι δουλειές του άντρα της πάνε καλά και τα παιδιά της δεν θέλουν να έρχονται ούτε για διακοπές στο χωριό τους στην Αλβανία.
Τελειώνοντας τη συζήτησή μας παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, για να επισκεφτούμε την επόμενη μέρα το διπλανό χωριό Βαλοβίστα. Στο δρόμο για την Πρεμετή, κοντά στην Τσαρτσόβα, συναντάμε στην εθνική οδό μερικά αυτοκίνητα με αναρτημένες αφίσες του Γ. Λουλεμέ και ελληνικές σημαίες να κυματίζουν. Πρόκειται για μια ομάδα νέων που κάνουν προεκλογικό αγώνα στην περιοχή. Σχολιάζουμε τη χρήση ελληνικών σημαιών σε μια περιοχή που δεν ανήκει καν στη ζώνη της αναγνωρισμένης ελληνικής μειονότητας…
Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ,Οδυσσέας, Αθήνα 2010
Φτάνουμε στο χωριό μετά από μισή ώρα περπάτημα. Αντικρίζουμε ένα τυπικό (για μας) ηπειρώτικο χωριό πνιγμένο στο πράσινο. Ενώ ο οικισμός είναι φτιαγμένος κατά βάση από πέτρινες κατασκευές, είναι εμφανείς και οι πρόσφατες επισκευές των σπιτιών, οι επεκτάσεις ή ακόμα και οι καινούργιες κατασκευές. Διακρίνονται από την παρουσία των κόκκινων κεραμιδιών ανάμεσα στις παλιές στέγες από σχιστόπλακα.
Προχωράμε στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Αρκετά σπίτια φαίνονται ανοιχτά, είναι άλλωστε καλοκαίρι. Εντοπίζουμε ένα μεγάλο πλατάνι και δίπλα ένα καμπαναριό, όπου υποθέτουμε πως θα είναι το μεσοχώρι. Κατευθυνόμαστε προς τα εκεί και στο δρόμο μας συναντάμε μια γυναίκα γύρω στα εξήντα της με την οποία πιάνουμε κουβέντα. Είναι η Χρυσαυγή Κήτα, και από τα πρώτα πράγματα που σπεύδει να μας πει είναι ότι το χωριό είναι πια σχεδόν έρημο, μόνο εφτά οικογένειες έχουν απομείνει κι αυτές ηλικιωμένων ζευγαριών. ΄Εχουν φύγει όλοι για την Ελλάδα και ιδιαίτερα οι νέοι, μας λέει. Η Χρυσαυγή είναι γυναίκα του Φώτου Κήτα, συνταξιούχου δασκάλου, ο οποίος εμφανίζεται όταν πια έχουμε φτάσει στο μεσοχώρι. ΄Εχει ιδιαίτερη όρεξη για κουβέντα και αρχίζει αμέσως να αφηγείται ιστορίες κυρίως από το παρελθόν. Θυμάται τα δύσκολα χρόνια του Χότζα. Το γνωστό σκηνικό με τις φυλακές, τις εξορίες και τις εκτοπίσεις. Το 1951, λέει, εκτοπίστηκαν 13 οικογένειες από το χωριό σε διάφορα σημεία της κεντρικής και βόρειας Αλβανίας και άλλες τόσες το 1974. Ο αδελφός του φυλακίστηκε με την κατηγορία περί συνεργασίας με την Ελλάδα, ενώ και ο ίδιος παύτηκε από την υπηρεσία του για λίγους μήνες. Θα τον είχαν απολύσει, εάν δεν είχε συμπληρώσει 15 χρόνια υπηρεσίας, γεγονός που ήταν αποτρεπτικό για κάτι τέτοιο σύμφωνα με το νόμο. Διηγείται διάφορα περιστατικά, που όλα θυμίζουν ιστορίες γνωστές από την έρευνά μου στην ελληνική μειονότητα. Αναφέρει τα δύο σχολεία, ελληνικό και αλβανικό, που λειτούργησαν στο χωριό την εποχή του Βασιλιά Zogu. Παρουσιάζει τους χωριανούς σαν καλούς πατριώτες που αντιστάθηκαν στο αλβανικό καθεστώς.
Μιλώντας για το πρόσωπό του, μας λέει ότι, από τότε που έκλεισε το σχολείο τους στο χωριό λόγω της φυγής του πληθυσμού στην Ελλάδα μετά το 1991, διδάσκει ελληνικά σε φροντιστήριο που λειτουργεί η Μητρόπολη Πωγωνιανής, Δρυϊνουπόλεως και Κονίτσης στο Λεσκοβίκι. Αμείβεται με το ποσό των 90 ευρώ, που κατά τον ίδιο καλύπτει μόλις τα έξοδά του, καθώς πηγαίνει στο Λεσκοβίκι με ταξί δύο φορές τη βδομάδα, Σάββατο και Κυριακή. Το κάνει από αίσθηση καθήκοντος περισσότερο. Παρακολουθούν 54 μαθητές που προέρχονται από όλες τις εθνοτικές ομάδες της περιοχής, ακόμα και από μουσουλμανικές οικογένειες. ΄Ολοι επιδιώκουν να μάθουν τα παιδιά τους ελληνικά, διότι επιθυμούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Ελλάδα. Πράγματι, αρκετά παιδιά συνεχίζουν στην Κόνιτσα, όπου υπάρχει και κατάλληλο οικοτροφείο, ενώ άλλα έχουν εισαχθεί σε ελληνικά πανεπιστήμια. Την ώρα που μας αφηγείται ο δάσκαλος όλα αυτά, σκέφτομαι πως κατά κάποιον τρόπο η «ιστορία επαναλαμβάνεται» σε ό,τι αφορά το ρόλο της ελληνικής παιδείας. Κάτι ανάλογο συνέβαινε στο παρελθόν, κατά το 19ο και 20ο αιώνα, ακόμα και μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους μέχρι την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος, και είχε σημαντικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της νότιας Αλβανίας.
Σχετικά με τα οικογενειακά του ο Φώτος μας λέει ότι τα παιδιά του βρίσκονται στην Ελλάδα και τονίζει το γεγονός ότι είναι καλά αποκατεστημένα εκεί. Ο ένας γιος του ζει στην Πάρο, όπου εργάζεται ως ελαιοχρωματιστής και έχει αποκτήσει ιδιόκτητο σπίτι. Ο άλλος ζει στη Χίο, και αυτός καλά αποκατεστημένος. Η κόρη του κι αυτή στην Ελλάδα. Τους επισκέπτονται κάποιες φορές, καθώς διαθέτουν κάρτα ομογενούς και μπορούν να εισέρχονται στην Ελλάδα ελεύθερα. Σημειώνει ακόμα πόσο σημαντική είναι γι’ αυτούς η σύνταξη του ΟΓΑ που παίρνουν από την Ελλάδα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ το μήνα, τη στιγμή που η σύνταξη του αλβανικού κράτους είναι 40 ευρώ.
Ο Φώτος μας αφηγείται ακόμα την εμπειρία της πρώτης επίσκεψής τους στην Ελλάδα αφότου άνοιξε το σύνορο, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης συνάντησης με τους κατοίκους της Μολυβδοσκέπαστης στο ομώνυμο χωριό το 1992. Τονίζει δύο πράγματα: το γεγονός της επανένωσης με τους γείτονές τους, με τους οποίους έχουν ιστορικούς δεσμούς φιλίας, ως γείτονες, αλλά και συνδέονται και με σχέσεις συγγένειας, και τη μεγάλη εντύπωση που τους έκανε το ελληνικό χωριό με την ανάπτυξη και την ευμάρειά του. Το τελευταίο το αντιπαραθέτει σε όσα τους έλεγε η προπαγάνδα του προηγούμενου καθεστώτος περί της φτώχειας και της δυστυχίας που επικρατούσε στην Ελλάδα.
Την ώρα που μιλούσαμε με το Φώτο, ήρθε στην παρέα μας κι ένας άντρας που δείχνει ιδιαίτερα ταλαιπωρημένος. Είναι ο Βασίλης Χρήστου (Vasili Hristo), για τον οποίο ο Φώτος σπεύδει να πει ότι είχε τον πατέρα του φυλακισμένο για 18 χρόνια (επίσης με την κατηγορία περί συνεργασίας με την Ελλάδα) και ο ίδιος ήταν στιγματισμένος εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Ο στιγματισμός του αυτός τον οδήγησε στην κοινωνική περιθωριοποίηση, από ό,τι μας λέει και ο ίδιος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει γυναίκα να παντρευτεί και να αναγκαστεί στα πενήντα του να πάρει μια Αλβανίδα από το Βορρά. «΄Ημουν ένα μηδενικό», λέει χαρακτηριστικά ο Βασίλης. Τώρα η γυναίκα με τα παιδιά του μένουν στα Τίρανα, επειδή δεν έχει σχολείο στο χωριό, όπου τους επισκέπτεται και ο ίδιος κάπου κάπου. Ο Βασίλης εργάζεται στην Κόνιτσα, όταν υπάρχει δουλειά και μπορεί. Συνήθως του προσφέρουν δουλειά στη βιοτεχνία τους οι αδελφοί Ράγγα, που κατάγονται από την Ψηλοτέρα και είναι και ξαδέλφια του. Του έχουν παραχωρήσει μάλιστα κι έναν χώρο στη βιοτεχνία για να μένει, κι έτσι μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην Κόνιτσα και το χωριό του, όπου φροντίζει και το γέροντα πατέρα του που είναι τώρα 90 χρονών.
Ζητάμε από τον Βασίλη να μας γνωρίσει τον πατέρα του. Δέχεται ευχαρίστως, μας εξηγεί μόνο απολογητικά ότι το σπίτι τους δεν είναι σε καλή κατάσταση, επειδή λείπει η γυναίκα του. ΄Ωσπου να πάει στο σπίτι του και να επιστρέψει να μας πάρει, γνωρίζουμε και έναν έφηβο που παρακολουθεί όλη αυτή την ώρα τις συζητήσεις μας. Είναι από το χωριό και σπουδάζει σε λύκειο της Κόνιτσας, όπου διαμένει στο οικοτροφείο της Μητρόπολης. ΄Εχει έρθει για λίγες μέρες στο χωριό και στη συνέχεια θα πάει στην Κρήτη να εργαστεί με τους θείους του που ζουν εκεί. Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους έρχεται στο χωριό τα Σαββατοκύριακα.
Επιστρέφει εν τω μεταξύ ο Βασίλης και μας καλεί να πάμε στο σπίτι του. Εκεί βρίσκουμε τον πατέρα του Κώστα στην αυλή να μας περιμένει. Ευθυτενής και χαμογελαστός μας υποδέχεται με μεγάλη χαρά. Δεν του φαίνεται καθόλου η ηλικία του, παρά τα βάσανα που πέρασε. Το πρόβλημά του είναι η μειωμένη του όραση. Καθόμαστε μέσα στο σπίτι, σ’ ένα δωμάτιο που φαίνεται νεόκτιστη προέκταση του παλιού σπιτιού. Ο Βασίλης μας προσφέρει ρακί και γλυκό του κουταλιού, ενώ απολογείται συνέχεια που δεν μπορεί να μας περιποιηθεί όπως θα ήθελε, επειδή λείπει η γυναίκα του.
Ο παππούς αρχίζει να διηγείται σχετικά με την ιστορία του χωριού αλλά και τη δική του. Δεν υπήρξε παρτιζάνος, υπήρξε όμως μέλος του κόμματος. Παρόλα αυτά, κατηγορήθηκε και φυλακίστηκε, και πλήρωσε μαζί μ’ αυτόν και η οικογένειά του με στιγματισμό. Μας μιλά για το ελληνικό σχολείο που λειτουργούσε παλιά στο χωριό. Μας λέει για τους μουσουλμάνους μπέηδες που κατοικούσαν στον διπλανό οικισμό «Βλάχοι» και κατείχαν τη γη σαν τσιφλίκι τους, όπου δούλευαν μισακάρηδες όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι των δύο οικισμών. Στους μπέηδες αυτούς αναφέρθηκαν και οι προηγούμενοι συνομιλητές μας, προσδιορίζοντας τον αριθμό τους σε τρεις οικογένειες. Από τη μια οικογένεια υπάρχει ακόμα απόγονος στο χωριό με το επώνυμο Kurani. Από σχετικό έλεγχο που έκανα στους εκλογικούς καταλόγους που ήταν αναρτημένοι στην πόρτα του κοινοτικού καταστήματος επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη αυτού του επωνύμου και η μουσουλμανική του ταυτότητα από τα σχετικά ονόματα.
Τη συζήτηση από ένα σημείο και μετά μονοπωλεί ο Βασίλης. Επαναλαμβάνει όσα μας είχε ήδη αναφέρει για τα βάσανά του στο καθεστώς Χότζα και τώρα κάνει ιδιαίτερη κριτική αναφορά στη στάση και τη συμπεριφορά των συγχωριανών του, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «τότε έβριζαν την Ελλάδα και τώρα παίρνουν σύνταξη από αυτή». Τονίζει τη σκληρότητα και τον παραλογισμό του καθεστώτος επαναλαμβάνοντας διαρκώς τα δικά του βάσανα. Ανάμεσα στα διάφορα περιστατικά που αναφέρει είναι και το παρακάτω χαρακτηριστικό: τον ρωτούσαν συχνά οι τοπικοί εκπρόσωποι του κόμματος και οι άνθρωποι της μυστικής αστυνομίας (sigurimi) αν επισκέφτηκε τον πατέρα του στη φυλακή και, στην απάντησή του ότι δεν το έκανε ούτε ήθελε να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον πατέρα του γιατί «λάθεψε», αντιδρούσαν με απειλές εναντίον του, διότι τη στάση αυτή την εκλάμβαναν σαν αντικαθεστωτική˙ κατ’ αυτούς θα έπρεπε να επισκέπτεται τον πατέρα του για να επιβεβαιώνει το γεγονός ότι δεν τον κακομεταχειρίζονται…
Ο Βασίλης παρουσιάζει την εικόνα ενός δυστυχισμένου ανθρώπου, επαναλαμβάνοντας ωστόσο διαρκώς τη φράση «δόξα τω θεώ». Στενοχωριέται πολύ που είναι αναγκασμένος να στέλνει τα παιδιά του σε σχολείο των Τιράνων και το τελευταίο διάστημα νιώθει πολύ πιεσμένος από το γεγονός ότι για δύο μήνες δεν πήγε στην Κόνιτσα για δουλειά λόγω ασθένειας της γυναίκας του. Τώρα όμως ελπίζει ότι σύντομα θα του τηλεφωνήσουν τα ξαδέρφια του από την Κόνιτσα για να πάει για δουλειά.
΄Οσο μιλά ο Βασίλης, νιώθω ένα γερό σφίξιμο στο στομάχι. Μου θυμίζει τα συναισθήματά μου όταν άκουγα ανάλογες ιστορίες στη Δρόπολη πριν από μια δεκαετία περίπου. Σκέφτομαι ξανά πόσο απίστευτος ήταν ο παραλογισμός του καθεστώτος, με αφορμή όσα ακούω. Σκέφτομαι τα δεινά όλου αυτού του πληθυσμού. Για τους ανθρώπους της ελληνικής μειονότητας η ελληνικότητα φαίνεται ότι ήταν απλά μια επιπλέον πρόφαση για να εφαρμόζει το καθεστώς τις ολοκληρωτικές και απάνθρωπες πρακτικές του. Με την πρακτική της εξορίας και της εκτόπισης φαίνεται ότι, εκτός των άλλων, εξασφάλιζε και εργατικά χέρια για τα εργοστάσια του Βορρά και με την πρακτική της ιδεολογικής τρομοκρατίας και την καλλιέργεια μιας γενικευμένης κοινωνικής καχυποψίας εξασφάλιζε τον απόλυτο έλεγχο των τοπικών κοινωνιών.
Καθώς φεύγουμε από το σπίτι του Βασίλη Χρήστου συναντάμε στο δρόμο μια γυναίκα με το επώνυμο Χρηστίδη. Μας μιλά κι αυτή για τα παιδιά της που βρίσκονται στην Ελλάδα και για τα εγγόνια της που τα περιμένει τις επόμενες μέρες να ’ρθουν για διακοπές. Ο ένας γιος είναι τώρα στη Νορβηγία, καθώς παντρεύτηκε μια Νορβηγίδα, την οποία γνώρισε στην Κέρκυρα, όπου ζούσε και εργαζόταν μέχρι πρόσφατα. Ενώ παραπονιέται που έχουν απομείνει μόνοι με τον άντρα της στο χωριό, από την άλλη δείχνει ευχαριστημένη που έφυγε το παλιό καθεστώς και μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια και δίχως ανέχεια. Το μόνο πρόβλημα τώρα φαίνεται να είναι ο χωρισμός και η μοναξιά των ηλικιωμένων που έχουν μείνει στο χωριό. Μας δείχνει με νόημα μια υπέργηρη γυναίκα που κάθεται μονάχη στη βεράντα του σπιτιού της, λέγοντάς μας ότι είναι εντελώς μόνη.
Επιστρέφοντας στο μεσοχώρι βρίσκουμε δίπλα στη βρύση μια γυναίκα 30-35 χρονών με τη μητέρα της, να αγναντεύουν προς την Ελλάδα. Πιάνουμε κουβέντα και μ’ αυτές. Η νέα γυναίκα λέγεται Μαριέτα Αποστόλη και ζει στην Κόνιτσα εδώ και δεκατρία χρόνια με τον άντρα της Βαγγέλη, ο οποίος κατάγεται από το διπλανό χωριό Βαλοβίστα. ΄Εχει έρθει να ιδεί η μάνα της το Σαββατοκύριακο. Μας λέει ότι έρχεται μόνο γι’ αυτό το λόγο, όπως πάει και στη Βαλοβίστα για τα πεθερικά της. Η Μαριέτα έχει όμορφα γαλανά μάτια σαν τη μάνα της. Η μάνα της είναι πολύ δυνατή φυσιογνωμία. Κατάγεται από ένα αλβανικό χωριό δίπλα στο Λεσκοβίκι, το Cerckë (Τσέρτσκο). Τη λένε Αναστασία και το πατρικό της επώνυμο είναι Dimo, ενώ του άντρα της Χουλιάρας. Μας λέει ότι την έδωσε ο πατέρας της σε ΄Ελληνα γιατί «είχε καλό μοαμπέτι» με τους ΄Ελληνες και τους εκτιμούσε. Όταν ήρθε στο χωριό δεν ήξερε ούτε λέξη από ελληνικά, αλλά σιγά σιγά τα έμαθε. Είχε εννιά αδέρφια αλλά και η ίδια έκανε δέκα παιδιά, από τα οποία τα εννιά είναι στη ζωή, τα περισσότερα στην Ελλάδα. ΄Οσο μιλάμε παρατηρούν και τη θεριστική μηχανή που θερίζει ένα χωράφι τους στον κάμπο δίπλα στο ποτάμι. Πιάνουμε κουβέντα για τα χωράφια. ΄Εχει 10-11 στρέμματα σε τρία διαφορετικά σημεία. Σχολιάζει ότι παλιότερα είχαν πολύ καλά χωράφια. Είχαν απ’ όλα. Δημητριακά, κηπευτικά, οπωροφόρα δέντρα κ.λπ. Όταν ήρθε ο Χότζα επέβαλε τη μονοκαλλιέργεια. Σιτάρι και καλαμπόκι, γιατί μόνο η επάρκεια σε ψωμί τον ενδιέφερε. Το σιτάρι που παράγουν τώρα το αλέθουν στο μύλο, στο χωριό Ljar (Ιλιάρι) ή στην Πρεμετή, και εξασφαλίζουν το αλεύρι της χρονιάς.
Η κουβέντα μας στρέφεται και στις επικείμενες εκλογές. Η Μαριέτα μας λέει πως δεν θα ψηφίσει, δεν την ενδιαφέρει καθόλου η πολιτική. Σχολιάζει αρνητικά το γεγονός ότι στους εκλογικούς καταλόγους έχουν ονόματα ανθρώπων που είναι στην Αμερική ή που έχουν πεθάνει. Θεωρεί ότι «θα ψηφίσουν και οι πεθαμένοι»…Η στάση της απέναντι στα κοινά της Αλβανίας είναι πολύ αρνητική. Η μητέρα της μας λέει ότι ο υποψήφιος για την περιοχή τους βουλευτής του Κόμματος ΚΕΑΔ (Ομόνοια) Γ. Λουλεμές είναι με τον Μπερίσα και μιλά αρνητικά γι’ αυτό. Η Μαριέτα είναι πολύ ευχαριστημένη από τη ζωή της στην Κόνιτσα. Οι δουλειές του άντρα της πάνε καλά και τα παιδιά της δεν θέλουν να έρχονται ούτε για διακοπές στο χωριό τους στην Αλβανία.
Τελειώνοντας τη συζήτησή μας παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, για να επισκεφτούμε την επόμενη μέρα το διπλανό χωριό Βαλοβίστα. Στο δρόμο για την Πρεμετή, κοντά στην Τσαρτσόβα, συναντάμε στην εθνική οδό μερικά αυτοκίνητα με αναρτημένες αφίσες του Γ. Λουλεμέ και ελληνικές σημαίες να κυματίζουν. Πρόκειται για μια ομάδα νέων που κάνουν προεκλογικό αγώνα στην περιοχή. Σχολιάζουμε τη χρήση ελληνικών σημαιών σε μια περιοχή που δεν ανήκει καν στη ζώνη της αναγνωρισμένης ελληνικής μειονότητας…
Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ,Οδυσσέας, Αθήνα 2010
Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διαβάστε ακόμη:
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών