Το μυστικό της Τούλας

Ξεκινάμε τις ερευνητικές επιτόπιες επισκέψεις με άξονα τα δύο αυτά χωριά στις 3 Δεκεμβρίου. Η πρώτη επίσκεψη γίνεται στην Οστανίτσα (Αηδονοχώρι) . Φτάνουμε στο χωριό σχετικά νωρίς το πρωί και σταθμεύουμε μπροστά στο κεντρικό καφενείο στην πλατεία του χωριού. Διαπιστώνουμε βλάβη στο αυτοκίνητο, διαρροή βενζίνης. Ο καφετζής που τυχαίνει να είναι έξω αυτή την ώρα μας καθησυχάζει λέγοντας ότι γνωρίζει από τέτοια πράγματα και πράγματι διορθώνει προσωρινά τη βλάβη. Ο άντρας αυτός είναι στα σαράντα του και είναι εγκατεστημένος στο χωριό πάνω από δέκα χρόνια ασχολούμενος με την ξυλογλυπτική, παράλληλα με τη φροντίδα του καφενείου. Το εργαστήριό του βρίσκεται μάλιστα στο χώρο του καφενείου, όπου αυτό το διάστημα σκαλίζει τμήματα ενός τέμπλου που του έχουν κάνει παραγγελία.

Η γυναίκα του είναι Αλβανίδα. Μπορεί να το πει κανείς τόσο από την εμφάνιση όσο και από την προφορά της. Την ώρα που ο άντρας της ασχολείται με το αυτοκίνητό μου, εκείνη περιφέρεται κάνοντας διάφορα σχόλια. Σε λίγο καταφθάνουν και τα δυο τους παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Μαθαίνουμε ότι πρόκειται για τα μόνα παιδιά του χωριού και ότι πηγαίνουν σχολείο στην Κόνιτσα.

Λίγο αργότερα εμφανίζεται κι ένας παλιός μου γνώριμος, ο Δημήτρης Χρηστίδης, ξυλογλύπτης κι αυτός. Τον είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια με αφορμή μια έκθεση λαϊκής τέχνης που είχαμε οργανώσει στην Κόνιτσα με πρωτοβουλία του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου. ΄Εχει και αυτός εγκατασταθεί στο χωριό εδώ και πολλά χρόνια. Πιάνουμε την κουβέντα και τον ρωτάω, ανάμεσα στα άλλα, και για την καταγωγή του. Μου λέει ότι κατάγεται από το χωριό Badëlonjë (Μπαντλόνα) της Πρεμετής. Ο πατέρας του είχε φύγει το 1928 και ήρθε στο Αηδονοχώρι, όπου παντρεύτηκε τη μάνα του και έγινε ουσιαστικά «σώγαμπρος», όπως λέει. Το επώνυμό του ήταν άλλο και το άλλαξε για λόγους ασφάλειας μετά τη φυγή του από την Αλβανία. Στην ερώτησή μου αν γνωρίζει το αρχικό τους επώνυμο απαντά ότι τα πράγματα είναι πολύ μπερδεμένα. Ο πατέρας του δεν τους το είχε πει από φόβο μη διαρρεύσει και τον συλλάβουν. Επιμένω διακριτικά να μου πει εάν μετά το 1990 είχε κάποια επαφή με τους συγγενείς του από την Αλβανία. Μου λέει ότι πήγε και βρήκε το σπίτι τους. Ανήκει σε μια χήρα Αλβανίδα, η οποία μάλιστα φοβήθηκε μην το διεκδικήσει. Την καθησύχασε λέγοντας ότι ήθελε απλά να το ιδεί. Σχετικά με το επώνυμο ξαναλέει ότι είναι μπερδεμένα τα πράγματα. «Παίζουν» δύο τρία επώνυμα, λέει, αλλά αποφεύγει να τα αναφέρει. Δεν επιμένω. Μου λέει ότι το 1990 που έπεσε το σύνορο ήρθαν αρκετοί που παρουσιάστηκαν σαν συγγενείς. Τους καλοδέχτηκε στην αρχή αλλά τους «έδιωξε» στη συνέχεια, επειδή ήταν πολύ απαιτητικοί. Προσθέτει ότι έπαθαν πολλοί το ίδιο πράγμα. Αναγνώρισαν στην αρχή συγγενείς που ήρθαν από την Αλβανία, αλλά στη συνέχεια ανακάλεσαν. Αναγνωρίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό και πρακτικό, αλλά έχει ευρύτερες ιδεολογικο-πολιτικές διαστάσεις. Όταν αναγνωρίζει κανείς ότι έχει Αλβανούς συγγενείς, είναι σαν να παραδέχεται έμμεσα την αλβανική του καταγωγή. Ο ίδιος δείχνει αρκετά άνετος ως προς αυτό το ζήτημα. Ξέρει, καθώς λέει, ότι το αίμα του είναι από ’κει. Μιλάει και για τη συγκίνηση που ένιωσε όταν άκουσε αλβανικά τραγούδια σε πρόγραμμα της αλβανικής τηλεόρασης που πιάνουν στην περιοχή. Του θύμισε, λέει, τον τρόπο που τραγουδούσε ο πατέρας του…

Ο Δημήτρης δεν φαίνεται διατεθειμένος να μου πει τα πάντα, παρότι χαίρεται που ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα. Μου δίνει επιπλέον στοιχεία για άλλους χωριανούς που έλκουν την καταγωγή τους από την Αλβανία. Για την έντονη παρουσία τους δίνει την εξήγηση ότι τους έπαιρναν σώγαμπρους ξενιτεμένοι χωριανοί.

Τον ρωτώ και για τους Αλβανούς που διαμένουν τώρα στο χωριό. Μου λέει ότι είναι τώρα μόνο δύο εγκατεστημένοι στο χωριό ασχολούμενοι με όλες τις δουλειές («έχουν φτιάξει το χωριό», κατά πως λέει) και άλλοι δύο έρχονται περιοδικά. Στους πρώτους έχουν παραχωρήσει δύο ακατοίκητα σπίτια για να μένουν. Αναφέρει επίσης και τη γυναίκα του Τάκη του καφετζή που είναι κι αυτή Αλβανίδα. Επαναλαμβάνει διαρκώς ότι ο ίδιος δεν έχει κανένα πρόβλημα με τους Αλβανούς, μόνο με τους συγγενείς του συνέβη αυτό, διότι ήταν πιεστικοί και είχαν παράλογες απαιτήσεις.

Εν τω μεταξύ ο Λάκης τελειώνει με την επιδιόρθωση του αυτοκινήτου και καθόμαστε για τσίπουρο. Το τσίπουρο, ως συνήθως, βοήθησε την επικοινωνία μας. Συμφωνήσαμε να έρθουμε κι άλλη φορά για να μιλήσουμε περισσότερο.

Πηγαίνουμε ξανά την επόμενη βδομάδα. Φτάνουμε γύρω στις 10 το πρωί, μέρα Σάββατο, 10 Δεκεμβρίου, και το καφενείο είναι ανοιχτό. Μας υποδέχεται πολύ εγκάρδια η γυναίκα του Τάκη, η Τούλα. Η Τούλα κατάγεται από το χωριό Τσαρτσόβα, που βρίσκεται πολύ κοντά στο σύνορο. Σε λίγο έρχονται στο καφενείο ένας ηλικιωμένος χωριανός και δύο κυνηγοί και αργότερα και ο ίδιος ο Λάκης που ήταν στην Κόνιτσα για δουλειές, καθώς και ο γνώριμος σε μένα πρώην πρόεδρος του χωριού Ιωσήφ Γκούρας, που ζει μόνιμα στα Γιάννινα, αλλά επισκέπτεται αρκετά συχνά το χωριό.

Η συζήτηση αρκετά νωρίς στρέφεται σε θέματα σχετικά με την καταγωγή των χωριανών, τη «Βόρειο ΄Ηπειρο» και την Αλβανία. Ο ηλικιωμένος χωριανός αντιδρά κάπως σπασμωδικά, λέγοντας ότι δεν πρόκειται να πει τίποτα γι’ αυτά τα θέματα. Παρόλα αυτά, άκουγε με ενδιαφέρον την κουβέντα, φάνηκε κάποια στιγμή να θέλει να παρέμβει, αλλά δεν το έκανε, καθώς μιλούσαν συνεχώς οι άλλοι, και έτσι κάποια στιγμή αποχώρησε κρατώντας το λόγο του.

Κάποια στιγμή η κουβέντα στρέφεται γύρω από την οικογένεια του Ιωσήφ. Ο ίδιος δείχνει πρόθυμος να μιλήσει για τα πάντα. Λέει ότι η οικογένειά του ήρθε από το χωριό Μπαντλόνα, ενώ η απώτερη καταγωγή τους είναι από τη Ρούμελη. Το επώνυμό τους ήταν Ηλιάδης, ενώ το Γκούρας ήταν αρχικά παρατσούκλι του παππού του, που σκότωσε έναν μπέη της περιοχής σ’ έναν βράχο (gurë=πέτρα). Αναφέρει επίσης ότι στο σόι του ήταν μυλωνάδες στην Αλβανία, επάγγελμα που συνέχισαν και στο Αηδονοχώρι. Παρουσιάζει τους προγόνους του σαν ανυπότακτους κλέφτες-ήρωες, που εγκατέλειψαν την Αλβανία μετά από φιλελληνικές ηρωικές πράξεις…Ο ίδιος αρνείται να πάει στην Αλβανία, παρότι πολλοί χωριανοί την επισκέπτονται τακτικά, και δεν πήγε ούτε το 1990 που είχε οργανωθεί εκδρομή-συνάντηση με τους κατοίκους των ελληνόφωνων χωριών της άλλης πλευράς. Επικαλείται το φόβο του για κάτι τέτοιο. Εγώ διακρίνω ωστόσο και μια άρνηση να ταυτιστεί με τους ανθρώπους πέρα από το σύνορο. Καθώς η κουβέντα προχωρά ξανοίγεται περισσότερο και ομολογεί με έντονο τρόπο ότι μετά το 1990 όλοι οι παλιοί Βορειοηπειρώτες της Ελλάδας ντρέπονται να πουν ότι είναι Βορειοηπειρώτες, ενώ πριν ήταν περήφανοι γι’ αυτό. Μάλιστα αναφέρεται σ’ ένα ευφυολόγημα που έκαναν μ’ έναν φίλο του στα Γιάννινα ότι τώρα είναι καλύτερα να είναι κανείς από τη συνοικία Λεμονιά (δηλαδή Γύφτος) παρά Βορειοηπειρώτης! Να σημειώσω εδώ ότι σε μια σχετική συζήτηση με γνωστή μου από την Αμερική ελληνοαλβανικής καταγωγής μου ανέφερε ότι και οι Αλβανοί εκεί αρνούνται να ταυτιστούν με τους νεότερους Αλβανούς μετανάστες και διαφοροποιούν γενικά την προπολεμική Αλβανία από τη σύγχρονη. Ο Ιωσήφ πάντως συνεχίζει να δηλώνει τη δυσκολία του και απορρίπτει χωρίς συζήτηση την πρότασή μας να πάμε παρέα στη Μπαντλόνα.

Ο Ιωσήφ αναχωρεί για την Κόνιτσα, όπου θα ασχοληθεί με τη συγκρότηση συνδυασμού για τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές. Μένουμε στο καφενείο εμείς με το ζεύγος και δυο Κερκυραίους κυνηγούς, οι οποίοι ακούν όλη αυτή την ώρα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη συζήτηση για την Αλβανία και τους Αλβανούς και δεν χάνουν βέβαια την ευκαιρία να εκφράσουν την απόλυτα αρνητική τους άποψη γι’ αυτόν το λαό, λέγοντας ότι «είναι το αίμα τους τέτοιο»…

Μένουμε τελικά μόνο με το ζεύγος και κάνουμε μαζί τους μια φιλική και ουσιαστική συζήτηση για την περίπτωσή τους αλλά και για γενικότερα ζητήματα ταυτοτήτων, σχέσεων κ.λπ. Οι δυο τους γνωρίστηκαν σ’ ένα γάμο στην Τσαρτσόβα. Παντρεύονταν δυο νέοι από εκεί, που ζούσαν τότε, στις αρχές της δεκαετίας 1990, στο Αηδονοχώρι. Η Τούλα είχε ξαδέρφη τη νύφη. Γνωρίστηκαν, λοιπόν, και αυτή συμφώνησε να έρθει στην Ελλάδα. Θυμούνται πόσο δύσκολο ήταν που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Η Τούλα δεν μιλούσε καθόλου ελληνικά. Προσπαθούσαν ο ένας να διδάξει τη γλώσσα του στον άλλο με χειρονομίες…Εγκαταστάθηκαν αρχικά στα Γιάννινα, όπου εκείνη αντιμετώπισε δυσκολίες προσαρμογής και επικοινωνίας με τον κόσμο.

Πάνω στην κουβέντα για την καταγωγή της μας αποκαλύπτει το μεγάλο της «μυστικό». Ο πατέρας της είχε δραπετεύσει από την Αλβανία, όταν αυτή ήταν μικρό κορίτσι. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά στα Γιάννινα όπου είχε εγκατασταθεί και απέκτησε δύο αγόρια από αυτόν το γάμο. Λέγεται Δ.Χ. και ασκούσε μέχρι πρόσφατα το επάγγελμα του ταξιτζή. Μας λέει ότι συμπτωματικά στα Γιάννινα έμεναν στην ίδια συνοικία. Υπήρξε γενικά μεγάλη αμηχανία ανάμεσά τους και δεν επιδίωξε ποτέ να προσεγγίσει ούτε αυτόν ούτε τα ετεροθαλή της αδέλφια. Τον είδε από μακριά αλλά απέφυγε να τον πλησιάσει. Έτσι δεν γνωρίστηκαν ποτέ. Λέει ότι παλιά τους έστελνε γράμματα αλλά δεν τα λάβαιναν ποτέ. ΄Ετσι αποξενώθηκαν. Τώρα η ίδια δεν θα ήθελε να του δημιουργήσει πρόβλημα με την παρουσία της, άλλωστε τον είχαν διαγράψει.

Η Τούλα μεγάλωσε με τη μητέρα της, στο Ελμπασάν και στα Τίρανα. Δεν τιμωρήθηκαν αυστηρά για την πράξη του πατέρα της, διότι είχαν στενούς συγγενείς από την πλευρά της μητέρας της σε υψηλές θέσεις στον κομματικό μηχανισμό. Απλά τους εκτόπισαν, και εκεί που ήταν η ίδια ένιωσε κάποια διάκριση σε βάρος της.

Η μητέρα της κατάγεται από το Pobickë (Μπομπίτσκο), ένα μικρό χωριό δίπλα στο Λεσκοβίκι προς την πλευρά του συνόρου. Το επώνυμό της είναι Σουλιώτη και οφείλεται στο γεγονός ότι κατάγονταν από το Σούλι. Τώρα εκείνη ζει στην Πρεμετή σε ιδιόκτητο διαμέρισμα και την επισκέπτονται αρκετά συχνά τόσο η ίδια όσο και τα παιδιά της.

Οι παππούδες της ήταν και οι δυο ξενιτεμένοι στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζονταν ως «μπαξεβάνηδες» (κηπουροί). Θυμάται για τον ένα παππού της ότι μιλούσε ελληνικά, αλλά στην οικογένειά τους μιλούσαν αλβανικά, που είναι και η δική της μητρική γλώσσα. Η θέση της για την ταυτότητά της είναι ξεκάθαρη: είναι Αλβανίδα Χριστιανή Ορθόδοξη και στην οικογένειά της ιστορικά έτρεφαν συμπάθεια για τους ΄Ελληνες και τον ελληνισμό. Καυτηριάζει πολύ έντονα όλη αυτή την ιστορία με τους «Βορειοηπειρώτες», ότι δηλαδή όλοι οι Αλβανοί του νότου θέλουν να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους σαν «Βορειοηπειρώτες», και ασκεί κριτική στις διακρίσεις που γίνονται στην Ελλάδα. Για τον εαυτό της λέει ότι μπορεί να έχει ελληνικές ρίζες αλλά μεγάλωσε ως Αλβανίδα και δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι είναι Βορειοηπειρώτισσα ή Ελληνίδα. Είναι Αλβανίδα και τώρα που ζει στην Ελλάδα προσπαθεί απλά να ζει σαν Ελληνίδα. Προβληματίζεται ωστόσο αρκετά σχετικά με τα παιδιά της, διότι στο σχολείο τους οι διακρίσεις σε βάρος των Αλβανών είναι έντονες. Η ίδια προσπαθεί να μην επηρεάσει τα παιδιά της ως προς αυτό και να είναι αντικειμενική. Στα ίδια τα παιδιά αρέσει να επισκέπτονται τη γιαγιά τους στην Αλβανία και μαθαίνουν την αλβανική γλώσσα. Ο άντρας της έχει μάθει κι αυτός αλβανικά. Κατάγεται από το Λεσκοβίκι αλλά στην οικογένειά του δεν μιλούσαν την αλβανική γλώσσα. Ο Λάκης μας λέει ότι ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης στο χωριό και ότι έκανε και δυο χρόνια στην εξορία ως αριστερός. Σκέφτομαι ότι έτσι εξηγούνται και οι προοδευτικές ιδέες του γύρω από το ζήτημα των εθνικών ταυτοτήτων. Καυτηριάζει κι αυτός με τη σειρά του την «ιστορία με τη Βόρειο ΄Ηπειρο και τους Βορειοηπειρώτες». Διηγείται στη συνέχεια τη δική του περιπέτεια. Μικρό παιδί τον πήγαν στο ΄Ιδρυμα Γεωργίου Σταύρου στα Γιάννινα, όπου έμαθε την τέχνη του σκαλιστή (ξυλογλύπτη). Στη συνέχεια, σε ηλικία δεκαέξι ετών, πήγε στην Αθήνα, όπου δούλεψε αρχικά στο ζαχαροπλαστείο κάποιου κοντοχωριανού και έπειτα ως σκαλιστής σε διάφορες βιοτεχνίες. Τελικά ήρθε ξανά στα Γιάννινα, όπου συνέχισε να εργάζεται ως σκαλιστής, ώσπου μετά το γάμο του με τη Τούλα αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο χωριό. Εδώ παράλληλα με το καφενείο, ο ίδιος αναλαμβάνει δουλειές με το κομμάτι από βιοτεχνίες των Ιωαννίνων. Η κουβέντα μας πάει σε βάθος. Δείχνουν ότι έχουν ανάγκη να μιλήσουν. Αποχωρούμε αργά το μεσημέρι με μεγάλη δυσκολία, συμφωνώντας να ξαναβρεθούμε. Νιώθω ότι φτιάχτηκε μια ουσιαστική σχέση, που μπορεί να αξιοποιηθεί ερευνητικά ποικιλοτρόπως.

Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ , Οδυσσέας, Αθήνα 2010

Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαβάστε ακόμη:

👉Ακολουθήστε μας στο facebook, κάνοντας like στη σελίδα Αγναντεύοντας για να βλέπετε πρώτοι τις δημοσιεύσεις μας

Σχόλια

  1. Γιατί έχουν τόσο μένος οι ήρωες σας με τους Βορειοηπειρώτες,κε καθηγητά;Τους αλβανούς δεν τους αντέχουν γιατί είναι απαιτητικοί,τους βορειοηπειρώτες γιατί δεν τους αντέχουν;Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε...Μήπως έγινε συνωστισμός στη Σμύρνη,τελικά;!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστούμε για την διήγηση! Ονομάζομαι Ιωάννης Μαυρικάκης και γνωρίζω τον κ. Δημήτρη Χρηστίδη από την Κυψέλη. Είμαστανφίλοι και θα ήθελα να ξέρω αν εχει κάποια διεύθυνση στο Facebook. Έχω υπηρετήσει στο Γυμνάσιο Κόνιτσας ως καθηγητής Εικαστικών το 1987 και ονειρεύομαι μια επίσκεψη στα μέρη αυτά για να συναντήσω παλιούς φίλους και γνώριμους. Επίσης έχω επισκεφτεί το Αηδονοχώρι και έχω φιλοξενηθεί απο την οικογένεια του Δημήτρη. Θα εκτιμήσω οποιαδήποτε πληροφορία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών