Υπήρξε ένας από τους πιο μακροχρόνια εγκλείστους των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Πέρασε το κατώφλι της φυλακής στα δεκαέξι του χρόνια και αποφυλακίστηκε έπειτα από τριάντα δύο έτη αδιαλείπτως μέσα στα κάτεργα, λίγο πριν από τα πενήντα. Ο Κουγιτίμ Αλία (Kujtim Aliaj) γεννήθηκε το 1940 στο χωριό Τσορούς της Μαλακάστρα, στη Νότια Αλβανία. Αν και μόλις δεκαπέντε ετών, το χοτζικό καθεστώς τον υποχρέωσε σε καταναγκαστική εργασία σε αγροτική φάρμα. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης αλλά και ο αποκλεισμός του από τη στοιχειώδη εκπαίδευση ήταν οι αιτίες που τον οδήγησαν το 1956, κατά την εφηβεία του, στην απόφαση να αυτομολήσει στην Ελλάδα, με απώτερο σκοπό να εγκατασταθεί στη Μεγάλη Βρετανία. Πάνω στη συνοριακή γραμμή, εντοπίστηκε την ύστατη στιγμή από στρατιωτική περίπολο. Συνελήφθη και καταδικάστηκε αρχικά σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών με ταυτόχρονη δήμευση της περιουσίας του.
Το 1958, ενώ εξέτιε την ποινή του στο στρατόπεδο-φυλακή του Αρτιζανάτι των Τιράνων, δέχτηκε επίθεση από ποινικούς κατάδικους. Στη διάρκεια της συμπλοκής, ένας ποινικός έχασε τη ζωή του με αποτέλεσμα ο ενήλικος πλέον Κουγιτίμ να καταδικαστεί με νέα εικοσιπενταετή ποινή. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1963, επιχείρησε να αποδράσει μαζί με δύο συγκρατουμένους του από το στρατόπεδο 303-Ρουμπίκ. Κατάφεραν να απομακρυνθούν από το στρατόπεδο αλλά στάθηκε αδύνατο να φτάσουν στην παραμεθοριακή ζώνη. Εντοπίστηκαν από τη SIGURIMI και οδηγήθηκαν στις κεντρικές φυλακές των Τιράνων.
Ενώπιον του ανακριτή, ο Κουγιτίμ Αλία δήλωσε πως ήθελε να εγκαταλείψει τη χώρα για να ακολουθήσει ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό και να λάβει γενική μόρφωση. Καταδικάστηκε σε άλλα είκοσι πέντε χρόνια φυλακή, ενώ ο συγκρατούμενός του, που θεωρήθηκε ότι οργάνωσε την απόδραση, καταδικάστηκε εις θάνατον και εκτελέστηκε. Ο Κουγιτίμ Αλία αποφυλακίστηκε, εν τέλει, το 1988, έχοντας περάσει από το στρατόπεδο-ορυχείο του Σπατς και τη φυλακή του Μπουρρέλι. Πέθανε λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή του.
Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, επέδειξε ιδιαίτερη συνέπεια στην καλλιέργεια της ποιητικής του κλίσης, αφήνοντας μία σειρά ποιημάτων τα οποία εκδόθηκαν συγκεντρωτικά δύο δεκαετίες μετά την πτώση της χοτζικής τυραννίας υπό την επιμέλεια του Βισάρ Ζίτι (Visar Zhiti). Είναι, ωστόσο, αξιοσημείωτο ότι ο Καναδός αλβανολόγος Robert Elsie συμπεριλαμβάνει το όνομα του Αλία μεταξύ των πιο σημαντικών εκπροσώπων της νεότερης αλβανικής ποίησης πριν ακόμη έρθει στο φως η συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού του έργου.
Συνοψίζοντας τα ποιητικά του γνωρίσματα, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι το μόνιμο θέμα που επαναλαμβάνεται στην ποίηση του Αλία είναι εκείνη η αίσθηση του αναπόφευκτου μοιραίου που εγκλώβισε το πεπρωμένο του στην ατέρμονη παγίδα του ολοκληρωτισμού. Η libido formandi του κατάδικου Κουγιτίμ Αλία, ως μύχια ανθρωπιστική παρόρμηση, μετατρέπει σε vim formandi το τραύμα του ισόβιου εγκλεισμού και την επώδυνη απώλεια της νιότης του μέσα στα χοτζικά κάτεργα.
Απόρροια αυτής της vis formandi υπήρξε και το παράτολμο διανοητικό πόνημα του Αλία ο οποίος, με κίνδυνο να προστεθούν κι άλλα χρόνια στην πολυετή του ποινή, αποφάσισε, προσπαθώντας να μείνει πιστός στα ιδεώδη του ανθρωπισμού και στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού πνεύματος, να μεταφράσει και τις εφτά τραγωδίες του Σοφοκλή από ένα γαλλικό χειρόγραφο που για χρόνια κυκλοφορούσε στα αλβανικά γκουλάγκ. Οι μεταφράσεις αυτές εκδόθηκαν το 2014 υπό την επιμέλεια του Φατός Λιουμπόνια (Fatos Lubonja) ο οποίος έγραψε και τον πρόλογο του βιβλίου (τόσο ο Ζίτι όσο και ο Λιουμπόνια υπήρξαν συγκρατούμενοι του Κουγιτίμ Αλία).
Στο προλογικό κείμενο-μανιφέστο ο Λιουμπόνια υπερτονίζει τη σπουδαιότητα και τη μοναδικότητα της μεταφραστικής εργασίας του φίλου του κάτω από συνθήκες η αντιξοότητα των οποίων παραμένει ακόμη ασύλληπτη για το δυτικό κόσμο: «Αυτή δεν είναι μια συνηθισμένη επανέκδοση των τραγωδιών του Σοφοκλή. Είναι ένα ιδιαζόντως μοναδικό βιβλίο, τόσο μοναδικό που θα ήταν αρκετά δύσκολο να βρεθεί αντίστοιχό του στο βάθος της παγκόσμιας ιστορίας των εκδόσεων και επανεκδόσεων των έργων του Σοφοκλή. Τη μοναδικότητα αυτή την προσδίδει η ιστορίας της ζωής του μεταφραστή που συνδέεται ακόμα και με το ίδιο το μεταφραστικό του πόνημα».
Στη συνέχεια, ο Λιουμπόνια επιχειρεί να ιχνηλατήσει τις πηγές αυτού του ανθρωπισμού και τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν έναν «απόκληρο» ισοβίτη της χοτζικής τυραννίας να επιδοθεί στη μετάφραση του σοφόκλειου έργου, απευθύνοντας, ταυτόχρονα, πρόσκληση στη νέα γενιά να τον ακολουθήσει έντιμα σε αυτή την επίπονη ιχνηλασία της μνήμης της ανθρώπινης παρουσίας στον τόπο και την εποχή της βασάνου.
Αχιλλέας Σύρμος
lifo.gr
Διαβάστε ακόμη:
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών