Του Αχιλλέα Σύρμου
Τον Μάη του 1973 ήμουν φυλακισμένος στο στρατόπεδο-ορυχείο του Σπατς, στην Αλβανία. Είχα κάνει τα εννιά χρόνια της ποινής και μου έμεναν άλλα τόσα. Την περίοδο εκείνη είχε ολοκληρωθεί ο τριώροφος πύργος εγκλεισμού. Το Στρατόπεδο 303 του Σπατς ήταν χτισμένο στους πρόποδες μιας απότομης βουνοπλαγιάς στη βόρεια επαρχία της Μιρντίτα. Το πρώτο εξάμηνο του 1973 οι κατάδικοι ξεπέρασαν τους χίλιους. Μας έβαζαν γύρω στα εξήντα άτομα στο ίδιο κελί.
Υπήρχαν τρεις κατηγορίες φυλακισμένων: Οι πρώην αντίπαλοι των Αλβανών Κομμουνιστών και οι απόγονοί τους, οι οποίοι έπεσαν φυλακή μόνο γιατί ήταν γιοι των πατεράδων τους. Αυτοί προέρχονταν κυρίως από το Μπαλ Κομπετάρ (Εθνικό Μέτωπο) και άλλα φιλοβασιλικά κινήματα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκαν οι πρώην καθεστωτικοί κομμουνιστές που φυλακίστηκαν από το ίδιο το καθεστώς τους.
Τρίτη ομάδα ήμασταν εμείς οι Βορειοηπειρώτες. Όλοι δουλεύαμε μέσα στο ορυχείο για την εξόρυξη του χαλκού σε τρεις εργατικές βάρδιες. Και επειδή ήταν πολύ εύκολο να σκοτωθείς μέσα στις υπόγειες στοές, το Σπατς είχε αποκτήσει δίκαια τη φήμη της χειρότερης φυλακής σε όλη τη χώρα. Η εξέγερση ξέσπασε νωρίς το πρωί, λίγο πριν την αλλαγή της τρίτης από την πρώτη βάρδια.
Πώς ξεκίνησε η εξέγερση στο Σπατς
Εκείνη την ώρα, εμείς της δεύτερης βάρδιας, ήμασταν ακόμα στα κρεβάτια. Ξαφνικά, ένα τράνταγμα συντάραξε συθέμελα τον πύργο του στρατοπέδου. Παντού φωνές και ποδοβολητά. Μαζί με τους άλλους βγήκαμε στον εξωτερικό διάδρομο. Πρόλαβα να δω ένα σμήνος φυλακισμένων που είχαν περικυκλώσει τους φρουρούς και είχαν αρχίσει να τους ξυλοφορτώνουν. Οι στρατιώτες στα παρατηρητήρια δίσταζαν να ρίξουν. Οι μπριγκάτες των φρουρών είχαν γίνει ένα με τους φυλακωμένους.
Χωρίς να έχουμε καταλάβει ακριβώς τί γίνεται, ριχτήκαμε και οι υπόλοιποι στο δαρμό. Με ξύλα, με πέτρες και με φτυάρια κατατροπώσαμε σχετικά γρήγορα τους πολίτσες (μέλη της φρουράς). Κάποιους τους κρατήσαμε όμηρους στο κέντρο της φυλακής. Ακούστηκαν τότε τα πρώτα συνθήματα: Θάνατος στο δικτάτορα Χότζα! Θάνατος! Ελευθερία! Ελευθερία! Ζήτω η Ευρώπη! Ζήτω η Δημοκρατία! Σε λίγη ώρα πέρασαν μέσα στο στρατόπεδο και οι συγκρατούμενοι της τρίτης βάρδιας. Καπνισμένοι και σκονισμένοι από τις γαλαρίες, έτρεξαν προς το μέρος μας με ζητωκραυγές και αλαλαγμούς. Οι περισσότεροι δεν ξέραμε ακόμα τί είχε συμβεί.
Τότε είδα μια ομάδα φυλακωμένων μαζεμένη γύρω από τον Παλ Ζέφι, ο οποίος έμαθα ότι ήταν η αιτία που οδηγήθηκαν τα πράγματα σε τέτοια απρόσμενη τροπή. Πλησίασα κι εγώ τον Παλ για να τον ακούσω καλύτερα. Λίγο πολύ η ιστορία είναι η εξής: Ο συγκρατούμενος Παλ Ζέφι είχε ένα μήνα κλεισμένος στο πειθαρχικό κελί, ένα τσιμεντένιο κλουβί που δεν σε χωρούσε ξαπλωμένο. Αυτά τα “πειθαρχικά” είναι μια ιστορία από μόνα τους. Εγώ ακόμα πιστεύω ότι ήταν χειρότερα από το ορυχείο. Για όσους το έζησαν, καλύτερα ένα χρόνο στο ορυχείο παρά δέκα μέρες το χειμώνα στο πειθαρχικό.
Πρωτόγνωρο βίωμα
Ο Παλ ήξερε ότι εκείνο το πρωί, σύμφωνα με τον κανονισμό, έπρεπε να τον βγάλουν από το πειθαρχικό. Ο υπεύθυνος φρουρός όμως προσπάθησε να τον ξανασπρώξει μέσα χωρίς να έχει την σχετική εντολή, για πάνω από μήνα χρειάζονταν εισαγγελική εντολή. Ο αστυνομικός τον χτύπησε αλλά ο Παλ κατάφερε να του ξεφύγει και να αρπάξει ένα σιδερένιο λοστό. Τότε όρμησαν να τον βοηθήσουν όσοι συγκρατούμενοι βρέθηκαν στη βάση του πύργου, κυρίως εκείνοι της πρώτης βάρδιας που ετοιμάζονταν για το ορυχείο, και κάπου εκεί άρχισε ο δαρμός.
Μόλις πήρε να βραδιάσει, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζονταν με τα δευτερόλεπτα. Στείλαμε για ύπνο τους περισσότερους από την τρίτη βάρδια που δεν είχαν προλάβει καθόλου να ξεποστάσουν. Οι υπόλοιποι καθίσαμε άγρυπνοι φυλάγοντας τα νώτα μας από μια πιθανή ξαφνική εισβολή του Στρατού. Αυτό που ζήσαμε όλο το βράδυ ήταν πρωτόγνωρο. Ένα ατελείωτο πανηγύρι με ζητωκραυγές και συνθήματα.
Κάποια στιγμή, ένα νεαρό αδύνατο παλικάρι ξεκόρμισε μπροστά και άρχιζε να φωνάζει. Ήταν ο κατάδικος Σκεντέρ Ντάγια. Μιλούσε με παράπονο και με θάρρος ενάντια στο καθεστώς και μας εμψύχωσε όλους. Οι στρατιώτες πυροβολούσαν σπασμωδικά στον αέρα. Εμείς απαντούσαμε με δυνατότερα γιουχαΐσματα και νέα συνθήματα κατά του Ενβέρη: «Δο-λο-φό-νοι! Δο-λο-φό-νοι! Δο-λο-φό-νοι! Δη-μο-κρα-τί-α! Δη-μο-κρα-τί-α!».
Η δεύτερη μέρα, 22 Μαΐου
Μόλις ξημέρωσε, είδαμε μια απέραντη αρμάδα πάνοπλων αστυνομικών και στρατιωτών να έχουν περικυκλώσει το στρατόπεδο. Η ουρά των οχημάτων χάνονταν στο βάθος. Στην αρχή μας μίλησε από το μεγάφωνο ο διοικητής της φυλακής. Μας απείλησε ότι εξετάζουν ακόμα και το ενδεχόμενο της μαζικής εκτέλεσης. Εμείς ήμασταν ακόμα ζεστοί και του απαντήσαμε με συνθήματα.
Προς το τέλος της δεύτερης μέρας, εμείς οι παλιότεροι καταλαβαίναμε ότι η Ρεβόλτα (εξέγερση) κάπου έπρεπε να οδηγήσει. Κάπου εκεί, με πλησίασαν διακριτικά για να μου μιλήσουν τρία άτομα, ο Γκεζίμ Τσέλια, ο Μούχο Μπάλια και ο Κώστας Παππάς. Φίλοι μου και οι τρεις, με μεγάλη επιρροή στη φυλακή. Μου είπαν ότι θα μαζευτούμε αντιπρόσωποι από όλες τις επαρχίες της χώρας για να συζητήσουμε τι πρέπει να γίνει από δω και πέρα.
Μετά από πολύωρες συζητήσεις, καταλήξαμε σε μια λίστα αιτημάτων. Ώρες μετά, η επιτροπή που εκλέξαμε τα παρέδωσε στην κομάντα (κτίριο διοίκησης). Ανάμεσα στ’ άλλα, ζητήσαμε την έλευση διεθνών επιτροπών από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, την παύση της βίας, την επανάληψη των δικών και την μείωση των παράλογων ποινών μας και άλλα τέτοια.
Η τρίτη μέρα
Την τρίτη μέρα άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια ψυχολογικής κόπωσης και σωματικής εξάντλησης από τη στέρηση της τροφής και του νερού. Διαδίδονταν πως είχαν μολύνει τις δεξαμενές για να μας δηλητηριάσουν ή να μας ναρκώσουν και να καταλάβουν το στρατόπεδο. Κάπου εκεί, η πλειοψηφία των εθνικιστών συγκρατουμένων ύψωσε μια τεράστια αλβανική σημαία χωρίς το κίτρινο κομμουνιστικό αστέρι του Ενβέρη. Οι αριστεροί ομοεθνείς τους αντέδρασαν, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, γιατί θεωρούσαν πως το ήδη υπάρχον καθεστώς χρειάζονταν ρεβιζιονιστικές τομές και πάει λέγοντας.
Εμείς οι Βορειοηπειρώτες είχαμε αποθαρρυνθεί. Η ενότητα και η ομοψυχία των προηγούμενων ημερών πήγε στράφι. Άρχισαν ν’ ακούγονται και συνθήματα μ’ εθνικιστικό χαρακτήρα. Υπήρχε ακόμα και η ομάδα των πενήντα ανένδοτων συγκρατουμένων που απομονώθηκε οριστικά. Επέμεναν να μη δεχτούν καμιά επαφή με την διοίκηση. Ήταν έτοιμοι να σκοτωθούν. Τους πήραμε με τα λόγια. Ο καθένας όποιον ήξερε. Μέχρι που ξεκόπηκαν τελείως και άλλο πια δε μας άκουγαν. Παρακάλεσα το φίλο μου τον Γιώργο Παππά από το Αλίκο που είχε ενωθεί σε αυτή την ομάδα ν’ αλλάξει στάση. Μου είπε ότι πλέον ήταν αργά.
Τις ενέργειες για την καταστολή της Ρεβόλτας συντόνιζε ο ίδιος ο υφυπουργός Εσωτερικών Υποθέσεων Φετσόρ Σέχου από το διοικητικό κτίριο μαζί με μια αρμάδα επίλεκτων αρχιανακριτών, δικαστών και εισαγγελέων. Κάποια στιγμή, παρατηρήσαμε τους πολίτσες να ξεφορτώνουν από τα στρατιωτικά οχήματα σιδερένιους λοστούς. Τότε, ο κομισάριος φώναξε από τα μεγάφωνα πως όποιος θ’ αντισταθεί κατά τη διάρκεια της επιχείρησης ανακατάληψης του στρατοπέδου, θα εκτελείται. Άρχισαν τότε κατά εκατοντάδες να ορμούν τρέχοντας στη φυλακή. Μας σακάτεψαν με τους λοστούς και με τους υποκόπανους των όπλων ανελέητα. Κάποιοι λιποθυμούσαν εδώ κι εκεί. Μια δεύτερη συντονισμένη ταξιαρχία φρουρών μας περνούσε σφιχτά τις χειροπέδες.
Θέλετε δημοκρατία;
Μόλις ολοκληρώθηκε η επιχείρηση ανακατάληψης και η φυλακή πέρασε ξανά στον έλεγχο του Στρατού, ανέβηκε πάνω στην εξέδρα που είχε στηθεί στην κομάντα ο υπουργός Φετσόρ Σέχου και άρχισε να μας ειρωνεύεται: «Ε! Μωρέ παλικάρια! Τι ζητάνε τα μούτρα σας; Μου θέλατε δημοκρατίες και κουραφέξαλα, ε! Την πολιτική την κάνει ο Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία, μάθετέ το καλά γιατί βλέπω ότι δεν το έχετε καταλάβει ακόμα. Ε! Μωρέ παλικάρια! Τι νομίσατε πως θα κάνετε; Τι σας είχαμε εσάς! Αν θέλαμε, σας πιάναμε σαν τα ποντίκια. Να πού είναι ο διοικητής των χημικών όπλων. Να και ο σύντροφος στρατηγός Μπάκο Ντερβίσι! Σας αφανίζαμε σε πέντε λεπτά. Πού είναι μωρέ εκείνα τα παλικάρια που μου θέλανε τη Δημοκρατία; Σε ποιον πήγατε να σηκώσετε κεφάλι, στη δικτατορία του προλεταριάτου; Ε! Μωρέ παλικάρια! Γιατί βουβαθήκατε;»
Αυτήν ακριβώς τη στιγμή βρήκε το θάρρος ένας συγκρατούμενός μας και του αντιμίλησε. Ονομάζονταν Αϊρί Πάσα. Η στιχομυθία κατέληξε σε βρισιές. Ο υπουργός Σέχου διέταξε επιτόπου να τον πάρουν για το απόσπασμα. Σε λίγο, ο αξιωματικός υπηρεσίας άνοιξε την κεντρική πύλη και μπήκαν μέσα τα στρατιωτικά οχήματα ενώ ο Αρχηγός της Αστυνομίας Κασέμ Κάτσι άρχισε να διαβάζει δυνατά έναν κατάλογο με ονόματα. Όποιον άκουγε τ’ όνομά του τον οδηγούσαν βίαια στις στρατιωτικές κλούβες. Η ατμόσφαιρα ήτανε τεταμένη. Περιμέναμε όλοι με αγωνία πότε θα τελείωνε επιτέλους αυτός ο κατάλογος. Και ο κατάλογος κάποια στιγμή τέλειωσε, αφού πρώτα διαβάστηκε και το δικό μου όνομα.
Με σβάρισαν δεμένο και με πέταξαν σε μια από τις κλούβες μαζί με καμιά κατοστή άλλους και μας οδήγησαν στις Κεντρικές Φυλακές των Τιράνων. Κάποια νύχτα μπήκε στο κελί μας ο εισαγγελέας και μας έδειξε φτύνοντας τις φωτογραφίες τεσσάρων συγκρατουμένων μας που είχαν εκτελεστεί: του Παλ Ζέφι, του Σκεντέρ Ντάγια, του Αϊρί Πάσα και του Ντερβίς Μπέικο. Απ’ όσο ξέρω, τα κόκαλά τους ακόμα δεν έχουν βρεθεί.
* Ο Αχιλλέας Σύρμος παραθέτει τη ζωντανή μαρτυρία του πατέρα του Ηρακλή, ο οποίος έζησε εκείνα τα γεγονότα.
** Ο Αχιλλέας Σύρμος γεννήθηκε το 1984 στη Δερβητσάνη της Δερόπολης. Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλολογίας και ειδικεύεται σε ζητήματα κουλτούρας του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Είναι συγγραφέας του βιβλίου "Νεοελληνική Γλώσσα και Νεοελληνικά Κείμενα της Γ΄ Γυμνασίου" (2012-2013) για τα σχολεία της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή “Ύστερα από ένα ταξίδι στην Karlstad” (εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2016).
Διαβάστε ακόμη:
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών