Το τελευταίο διάστημα γίνεται πολύς λόγος για την από-αποικιοποίση της Ελλάδας (decolonize Hellas) με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη της επανάστασης του 1821. Η έννοια αυτή δεν είναι καινούργια ούτε και η γενικότερη ιδέα που ξεκίνησε στους κόλπους της ίδιας της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας ως μια αυτοκριτική για τον ρόλο της στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας, άλλωστε η ίδια η επιστήμη αυτή είναι «παιδί» της αποικιοκρατίας. Στο ζήτημα, όπως τίθεται σήμερα από μια κίνηση Ελλήνων κυρίως ακαδημαϊκών, θα επανέλθω.
Εδώ θα ασχοληθώ με αυτή την κριτική στον Δυτικό «εθνοκεντρισμό», όπως τον συνειδητοποίησα προσωπικά κατά τη διάρκεια των ανθρωπολογικών μου μεταπτυχιακών σπουδών στη Βρετανία.
Παρακολουθώ το 1981 μια διάλεξη ενός Ινδιάνου από την Αμερική σε αγγλικό πανεπιστήμιο. Ξεκινά ως εξής: «Μας λένε όλοι εις -«ολόγος» Δυτικοί πως ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική! Κι εμείς απλά λέμε πως εμείς ανακαλύψαμε τον Κολόμβο, όταν έπλεε χαμένος στης γης μας τις ακτές…». Συνέχισε με ήρεμο τόνο και βαθυστόχαστο ύφος να κριτικάρει το Δυτικό πολιτισμό και τη Δυτική κοινωνία, εστιάζοντας στην υπεροψία και την αλαζονία απέναντι στους ιθαγενείς πληθυσμούς, που τους βάφτισε μάλιστα και «πρωτόγονους». Βλέπω τους φοιτητές γύρω μου να ανταλλάσσουν αμήχανες ματιές. Ο τρόπος που μας έχουν μάθει να σκεφτόμαστε, οι εμπειρίες μας που έχουν καθορίσει και ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τις διανοητικές μας λειτουργίες και τις γνωστικές μας δυνατότητες έχουν υψώσει φράγματα στο νου μας για τέτοιου είδους υποθέσεις…
Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, έκανα τις παρακάτω σκέψεις, όπως τις ανασύρω από σχετικό μου γραπτό. Το συγκεκριμένο γεγονός δίνει σε μας με έναν προκλητικό τρόπο την άλλη άποψη, την άλλη οπτική, σε σχέση με τον εθνοκεντρισμό της Δύσης. Αρκετές ειδικότητες -ολίγων από την εποχή των «Ανακαλύψεων» έχουν αναλάβει το «ιερό» καθήκον του «εκπολιτισμού» των ιθαγενών, που σαν «απολίτιστοι» που είναι χρειάζονται τα φώτα μας και ως εκ τούτου και τις θρησκείες μας. Ένα σωρό έρευνες και πειράματα, αναλύσεις «διανοητικών χαρτών» κάποιων ανθρώπων από κάποιους άλλους, με σκοπό την απαλλαγή των πρώτων από την άγνοια και τη δεισιδαιμονία, έρευνες και αναλύσεις που αυτό που τελικά αναδεικνύουν δεν είναι η «άλογη» σκέψη των «πρωτόγονων» αλλά μάλλον ο παραλογισμός των ιεραποστόλων του Πολιτισμού.
Αντιγράφω απόσπασμα από εθνογραφικό κείμενο Βρετανού Ανθρωπολόγου, που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενσωματωθεί ένας τέτοιος πληθυσμός «δεισιδαιμόνων»: «…Αλλά κοινοβουλευτική δημοκρατία ή άλλες μορφές πολιτικού εκσυγχρονισμού και πολλές οικονομικές καινοτομίες και κοινωνικές αναμορφώσεις δεν είναι δυνατό να φέρουν άμεσα και χειροπιαστά αποτελέσματα, αυτά φαίνεται ότι μπορούν να επιφέρουν άμεσες και χειροπιαστές καταστροφές. Το συμπέρασμα πρέπει να είναι ότι, δεδομένης της αντίστασης των αγροτών, μια ριζοσπαστική πολιτική πολιτικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνο με πίστη και συνεχείς επιτυχίες από υλιστική άποψη…».
Σαν αντίστιξη ή απάντηση στα παραπάνω παραθέτω απλά τα λόγια ενός ιθαγενή: «Στ’ αλήθεια εγώ εκτιμώ τους Δυτικούς που έρχονται στη χώρα μας. Εμείς μάθαμε πολλά και χρήσιμα πράγματα από αυτούς. Μα κάτι που μ’ όλη μου την καρδιά θέλω από αυτούς είναι να μάθουν να μας καταλαβαίνουν κι αυτοί. Και ο τρόπος να το κάνουν αυτό είναι να επικοινωνούν με όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται ή να διαβάζουν τα βιβλία μας, κι εγώ μπορώ να τους βεβαιώσω ότι θα βρουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα σε μας.
Και μ’ αυτόν τον τρόπο θα μας καταλάβουν και δεν θα μας βλέπουν αφ’ υψηλού, όπως οι περισσότεροί τους κάνουν τώρα. Όταν πρωτόρθαν στη χώρα μας αυτοί, εκείνο που οι περισσότεροί τους έκαναν ήταν να εκτελούν το καθήκον τους και έμαθαν λίγα από τη γλώσσα μας, μόλις αρκετά να διατάζουν τους δούλους τους στο σπίτι και τους οδηγούς τους να πηγαίνουν δεξιά ή αριστερά ή ίσια, αν ήταν γιατροί μάθαιναν μόνο προτάσεις χρήσιμες για να συνεννοούνται με τους αρρώστους, κι αν ήταν παπάδες μάθαιναν πώς να λένε «ο Κύριος», «ο Παντοδύναμος», «η Δόξα» , «ο Λυτρωτής», «το Φως του κόσμου» κ.ο.κ. Η γλώσσα μας δεν είναι δύσκολη να τη μάθεις…Για μένα που στη γλώσσα μας τα ρήματα δεν αλλάζουν χρόνους είναι πολύ δύσκολο να μιλώ Αγγλικά. Εγώ έχω να στενοχωριέμαι και να σκέφτομαι πολύ ώρα τι χρόνο πρέπει να βάλω.
Σε μια πρόταση που έχει «χτες, τώρα, αύριο, ή μετά» πάει καλά, μα εκεί που δεν έχει είναι δύσκολο για μένα να κρίνω τι χρόνος πηγαίνει. Γιατί πρέπει να αλλάζετε τους χρόνους στο κάτω-κάτω, αφού όταν λες χτες ο καθένας ξέρει ότι είναι παρελθόν… Στη γλώσσα μας τα ρήματα δεν αλλάζουν καθόλου, αν θέλουμε αυτός που μας ακούει να ξέρει τον χρόνο, εμείς προσθέτουμε μια μόνο λέξη κι αυτό είναι όλο.
Νομίζω ότι είναι πολύ ευκολότερο από τα Αγγλικά. Αλλα νομίζω ο τρόπος να σκέφτεσαι για τα πράγματα έχει σχέση με το περιβάλλον. Όταν κάποιος λέει ή κάνει κάτι που σε σένα φαίνεται παράλογο, αν εξετάσεις τον πραγματικό λόγο, θα δεις πως κι εκεί υπάρχει κάποια λογική.. Και αν οι άνθρωποι προσπαθούν να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο, όλοι θα αισθάνονται πιο ευτυχισμένοι και θα μπορούν να είναι φίλοι ανάμεσά τους πιο εύκολα…»
Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα in.gr
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών