Νίκος Κατσαλίδας: Η γραφή δικαιώνει τον συγγραφέα της

«Οι ιστορίες του κόσμου που περνούνε μπροστά σου είναι τόσες που δεν μπορείς να τις διακρίνεις, αλλά νομίζω ότι αυτές που ’ναι αποκλειστικά για σένα και ταιριάζουν, σε πλησιάζουν, στέκονται μόνες και σου γνέφουν όπως τα πουλιά, όπως ο αβρός έρωτας στην αρχή, που αν μείνει με τόσο, απλώς με μια αγνή εμφάνιση, σταματάει, δεν πάει πιο πέρα. Θέλει προσοχή και περιποίηση η τέχνη κι ο έρωτας», μας λέει στο Liberal.gr ο ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής και δοκιμιογράφος Νίκος Κατσαλίδας, που γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα, περιοχής Θεολόγου των Αγίων Σαράντα, γιος του λαογράφου Γρηγόρη Κατσαλίδα, ανοίγοντας το εργαστήρι του.

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ποιήματα συμπεριλαμβάνονται σε παγκόσμιες Ανθολογίες στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, βουλγαρικά, ρουμανικά, ισπανικά, ο ίδιος μετέφρασε στα αλβανικά πενήντα Έλληνες ποιητές και πεζογράφους, χρημάτισε υπουργός Επικρατείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλβανία, κατά το 2004-2008 διετέλεσε Μορφωτικός Σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα, το 2001 απέσπασε το βαλκανικό βραβείο «Αίμος» στη Σόφια για την ποιητική συλλογή «Τα εκατό εκατόφυλλα της Πούλιας», το 2002 του απονεμήθηκε η «Ασημένια πένα» από το Υπουργείο Πολιτισμού της Αλβανίας για τη μετάφραση του Ελύτη, το 2018 του απονεμήθηκε από την Εταιρεία Μεταφραστών Βραβείο Ευποιίας για την μετάφραση του Ελύτη και Ουράνη, έχει χρόνια που γράφει κι εκδίδει βιβλία στην Αθήνα.

Το μυθιστόρημα «Περί ομονοίας και άλλων δαιμονίων», 2019, ήταν στην Βραχεία λίστα βραβείου The Athens Prize for Literature.

Ωστόσο στην τέχνη της ανάγνωσης μικρό παιδάκι μυήθηκε επικινδύνως:

«Είδα κατά καιρούς στοίβες στο τραπέζι ή στα κασόνια που έσερνε κάτω από τα κρεβάτια και τα αναφέρω με την οπτική εικόνα: Ιλιάδα, Οδύσσεια, Προμηθέας, Μήδεια, Οιδίποδας, Μάκβεθ, Η γέννηση της τραγωδίας, Παλαμάς, Σολωμός, Κρυστάλλης, Πορφύρας.

Στίχους όπως: “Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες τη χώρα”, “Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη”, “Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος” και το ποίημα “Βράδυ σ’ ένα χωριό”, θυμάμαι από την παιδική ηλικία. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ή καλύτερα μου διάβαζε το βράδυ η γιαγιά και την επομένη ξαναδιάβαζα μόνος, ήταν η Οδύσσεια, μια διασκευή για παιδιά. Ήταν τότε που έφτιαξα μέσα μου την φανταστική εικόνα ότι ο Οδυσσέας ήταν ο παππού- Νικόλας μου ο ταξιδευτής στην Αμερική και η Πηνελόπη η γιαγιά Όλγα που τον περίμενε και το διάβαζε να φύγει η δυσφορία της».

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα και το Liberal.gr

- Κύριε Κατσαλίδα, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Το μόνο που μπορώ να πω εξαρχής όντας πεπεισμένος είναι: ποιος μπορεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα της γραφής και της δημιουργίας; Μην είναι πράξη που γίνεται κάπως μόνη της; Μπορείς να πεις, πότε και πώς ωριμάζει ένας καρπός;

Το εργαστήρι μου ως τόπος δεν έμεινε στον τόπο. Συνέχεια κινήθηκε σε πολλές τοποθεσίες. Κι όπου βρέθηκε άνοιξε το τραπέζι, άφησε τα ίχνη του. Τα τελευταία χρόνια εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή της Αθήνας, με εκλάμψεις και νεραντζιές που σε μεθούν, σε τρελαίνουν.
Όμως, το περίεργο είναι ότι κι εδώ που είμαι με την έννοια του τόπου κατοικίας, αν και με άνεση, υπολογιστή και σύγχρονη καρέκλα, στέκομαι σα στ’ αγκάθια, που λέμε εμείς οι ηπειρώτες της βόρειας ακρώρειας και νοερά γυρίζω, μέρα ή νύχτα να ’ναι στη δρύινη καρέκλα στο πατρικό τραπέζι της Λεσινίτσας, ανοίγω τα άγραφα χαρτιά μου να εντοπίσω τα καθεαυτού δικά μου τοπία σε ωκεανό εικόνων του έσω κόσμου που σε βγάζουν στον έξω κόσμο μου.

Δεν εμποδίζουν οι τόποι όπου κι αν βρίσκομαι, να ρίχνω στο χαρτί και στη μνήμη σημειώσεις, αλλά η τελετουργία της γραφής είναι κάτι άλλο, γίνεται αποκλειστικά όταν είμαι μόνος, εγώ κι ο εαυτός μου. Και πάλι επιστρέφω νοερά, τα ελέγχω τοποθετημένα στο πλαίσιο του τόπου μου, να τα δω όλα από την οπτική της γενέτειρας μου.
Αν και υπάρχει χιλιομετρική απόσταση από τον γενέθλιο τόπο, εσωτερικά είμαι κοντύτερα απ’ όλες τις άλλες τοποθεσίες, γιατί εκεί είναι η μεγάλη δεξαμενή της πρώτης ηλικίας που αντλώ τα μοτίβα. Αν αυτό είναι συνήθεια ή μανία επιστροφής στον πρώτο σκληρό δίσκο, μ’ αρέσει αυτή η μανία στη διάρκεια της τελετουργίας.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Βασικά είσαι ένας αρχιτέκτονας που σχεδιάζει πρώτα κεντρικούς δρόμους και συνάμα στην ομίχλη ουρανοξύστες. Όχι όμως με τόσον ψυχρό πολεοδομικό σχεδιασμό. Εδώ υπάρχει και το εν θερμώ. Ιδέες κι εικόνες παρελαύνουν μπροστά σου. Πλάθουμε ζύμη στη σκάφη του δημιουργού και εκείνη τη στιγμή χανόμαστε πάνω της. Κι αν αυτό που ζυμώνεται λέγεται ιστορία, ας λέγεται ιστορία. Μια ιστορία που προορίζεται να γίνει λογοτεχνία, ανεξαρτητοποιείται. Όλα αυτά δεν είναι κομμένα με μαθηματικούς όρους ένα κι ένα δύο.

Πολλές φορές ψάχνεις με σχολαστικό πείσμα το αίνιγμα, γυρίζεις όρθια κι ανάποδα στον ύπνο και ξύπνο μια αρχική εισαγωγική φράση κλειδί, σα νήμα της Αριάδνης να μπεις στον λαβύρινθο, όπως σε θεμέλια σπιτιών με τους ακρογωνιαίους λίθους, για στήριγμα, για δόλωμα δομής και πλοκής, βασανίζεσαι, τυραννιέσαι, την ανακαλύπτεις τη φράση εικόνα που ίσως περιέχει σε μικρογραφία όλη την ιστορία, γράφεις, σβήνεις.
Είναι σα να οδοιπορείς στα βυθισμένα βουνά στην ομίχλη που φτάνουν οι κορυφογραμμές να σε οδηγούν να περπατάς στις ατραπούς με τα μάτια κλεισμένα. Και στο τέλος αναρωτιέσαι: πώς ξεκίνησε και πού κατέληξε η ιστορία από μια φράση ή μια εικόνα; Πώς δομήθηκε κι από εικόνα έγινε σώμα στο χαρτί απάνω; Από τις φλέβες σου ορθώθηκε το σώμα. Το δέντρο φύτρωσε, η ιστορία έγινε και εσύ σαν ένα μωρό, την απολαμβάνεις ολομόναχος, γιατί μόνος πάλεψες κι είναι δική σου. Αυτή η ιστορία που έφτιαξες λέγεται: τι είπες. Γιατί το αίνιγμα μένει: πώς το είπες. Υπάρχουν ιστορίες έτοιμες που χτυπούν την πόρτα, τις λαξεύεις κι υπακούουν στη μυθοπλασία σου.



- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Όλα τα βιβλία μου γράφτηκαν με κάποιον παράξενο κι αλλόκοτο τρόπο, αφού παράξενα και αλλόκοτα ήταν δομημένα μέσα μου. Εδώ ένιωθα μέσα μου ότι κάτι χανότανε όταν δεν έγραφα κι άφηνα το χειρόγραφο και κάτι κερδιζόταν με την αποστασιοποίηση ταράζοντας τη δεξαμενή μου.

Τουλάχιστον στα δυο μεγάλα μυθιστορήματα «Περί ομονοίας και άλλων δαιμονίων», Νίκας 2018, «Ο νυχτοπαρωρίτης», Φίλντισι, 2019, που μελετούσα από χρόνια τις ρίζες της γενέτειρας μου και αφήνοντας τη σεμνότητα, είχα βάλει στόχο να πιάσω από τα κέρατα και να δαμάσω ταύρους, να μπω στα εντόσθιά τους γεμάτα σφρίγος, να τους φέρω στα μέτρα της αντιπαλότητας να παλέψουν σε γνωστά ιστορικά θέατρα ταυρομαχίας, να δείξουν ικανότητες κι αντοχές, να γίνουν ήρωες, χαρακτήρες, να δράσουν, ν’ αναλάβουν το βάρος της γης, να βαστάξουν το χώμα και τα βράχια του τόπου τους, βγαίνοντας από το αληθινό τομάρι να γίνουν λογοτεχνία.
Κάτι παράξενο μου συνέβη και με ένα διήγημα της συλλογής «Νύχτας ανομήματα», Κέδρος, 2006. Τ’ απέσυρα στην τελική φάση πριν την έκδοση. Κάτι μου ’λεγε ότι ήταν αδικημένο στην οικογένεια που το είχα υιοθετήσει. Αργότερα έγινε μυθιστόρημα και συνυπάρχουν πλάι στον υπολογιστή οι δυο εκδοχές: διήγημα έμβρυο πρώτης γραφής και μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα και το θυσιασμένο διήγημα που δεν σβήνεται, το προσέχω και με πονάει.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Η μεγαλύτερη συγγραφική εμμονή που με κυνηγάει όσον αφορά θεματική και μορφή και μετατρέπεται εντωμεταξύ και σε αίνιγμα και γρίφος είναι: αν μπόρεσα να δώσω τα χρώματα της ιδιαίτερης μικρής πατρίδας, που μέσα μου έχουν μεταμορφωθεί σύμβολα, αν έχουν κάτι στην εξωτερική αρχιτεκτονική και δομή από τα βουνά, τους κάμπους, τα ποτάμια, τις ακρογιαλιές, τα θεϊκά ουράνια μου, αν μπόρεσα να δώσω την πεμπτουσία της ψυχής του συμπατριώτη μου και συντοπίτη μου, από τα Βόρεια μέρη της Ηπείρου.

Όλες οι εμμονές που με πλακώνουν σαν ίσκιοι μερόνυχτα έχουν σχέση με το κύριο μοτίβο μου. Κι όλα αυτά εντός μου έχουν μετατραπεί σε άρρητα σύμβολα κι εγώ περπατώ πάνω τους σαν στα ψηφιδωτά που έστρωσα μόνος ξεκινώντας από το πατρικό σπίτι. Τα σύμβολα μου, χώμα, βράχια, νερά, πέτρες, ουρανός, δέντρα, πουλιά, παλεύω να τα υψώνω μια ζωή μέσα μου, γιατί αυτό τουλάχιστον εξαρτιέται από μένα.
Τ’ άλλα σύμβολα της ιστορίας σημαίες, ύμνοι και σύνορα δεν εξαρτούνται από μένα. Αν όμως θα στρώσεις καλά τα ψηφιδωτά σύμβολα, διευκολύνεις και ιστορικές καταστάσεις. Μπορεί η λογοτεχνία να λύσει γρίφους και αινίγματα; Τα μοτίβα πολλές φορές επιβάλουν τις τεχνικές. Και τα μοτίβα μου επέλεξαν μόνα τεχνικές της γραφής και παντρεύουν ρεαλιστικό και μαγικό ρεαλισμό. Με ποιητικές κι ονειρικές τεχνικές συνδέονται συνήθως οι ιστορίες των ηρώων μου.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Πρώτα πρέπει να υπάρχει μέσα σου ο άνθρωπος που μόνο εσύ θα τον βλέπεις ζωντανό να κινιέται μπροστά σου, να συνοδεύεις τις κινήσεις του και να επιλέγεις τις πιο αντιπροσωπευτικές για να τον κάμεις χαρακτήρα. Μια ιστορία είναι σαν ένας κορμός δέντρου, που για να σταθεί όρθιο, αγέρωχο, ανεξάρτητο, πρέπει να ’χει τις ρίζες βαθιά στη γη, η ραχοκοκαλιά ν’ αντέχει κεραυνούς κι αστροπελέκια, να δίνει να παίρνει να δέρνεται με τους βοριάδες, να ’χει κλαριά και φύλλα για οξυγόνο και αύρες και πουλιά για κελαηδίσματα.

Οι ιστορίες του κόσμου που περνούνε μπροστά σου είναι τόσες που δεν μπορείς να τις διακρίνεις, αλλά νομίζω ότι αυτές που ’ναι αποκλειστικά για σένα και ταιριάζουν, σε πλησιάζουν, στέκονται μόνες και σου γνέφουν όπως τα πουλιά, όπως ο αβρός έρωτας στην αρχή, που αν μείνει με τόσο, απλώς με μια αγνή εμφάνιση, σταματάει, δεν πάει πιο πέρα.

Θέλει προσοχή και περιποίηση η τέχνη κι ο έρωτας.



- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Υπάρχουν ειδών-ειδών ήρωες. Οι εντός σου και οι εκτός σου. Τους εκτός σου, από τις πηγές της ζωής, που έχουν ψάξει και σκαλίσει πολλοί γνωστοί σύντεχνοί σου, δεν είναι εύκολο να προσεγγίσεις. Τους εντός σου, τους δικούς σου, που κι αυτούς από κει τους πήρες, και τους φτιάχνεις μόνος σου, πρέπει να τους έχεις χωνεμένους μέσα σου, γιατί ξέρουν πολλά και πάνω στα πολλά, σου φεύγουν από τα χέρια κι αντί να ’σαι από πάνω τους εσύ να τους ελέγχεις, να τους προσέχεις, σε κάνουν όπως θέλουν στην αποτυχία σου.
Δεν φτάνουν τα εξωτερικά πορτρέτα του κόσμου. Πρέπει να ’ναι μέσα σου δοκιμασμένα αν αντέχουν να μπουν στη λογοτεχνική ιστορία σου πορτρέτα για να δώσουν τις μεγάλες της τέχνης μάχες τους.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Οι κυριότεροι ήρωές μου έφτασαν σε μένα μ’ ένα αλλόκοτο τρόπο. Ο Οδυσσέας στο «Το άροτρο του φεγγαριού», ήρθε και μπλέχτηκε από μυθολογικό ομηρικό πρόσωπο και έγινε σύγχρονος Οδυσσέας που σπάει τον κλοιό και τα τείχη, δραπετεύει για έναν καινούργιο κόσμο, απογοητεύεται και ξαναγυρνά στην ιδιαίτερή πατρίδα του.

Ο Μάμης Μάστορας, ένα πολύ γνωστό οικείο μου πρόσωπο, με περίπαιζε συνέχεια ως άνθρωπος με τα λαξεύματα της πέτρας και τις επεξεργασίες της ψυχής με τους στίχους που έγραφε στις πέτρες, ώσπου κατάφερε μετά από χρόνια συσσώρευσης και με τον κόσμο και τις λεπτομέρειες του έγινε κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα «Περί ομονοίας και άλλων δαιμονίων». Και πήρε μεγάλο φορτίο να αφηγηθεί εκατό χρόνια ιστορίας της γενέτειρας του.
Κι ο άλλος ήρωας ο ονειροπαρμένος Πέτρος Πρωτομάστορας, σπουδασμένος, γραμματισμένος έλληνας, αλαφροΐσκιωτος που νυχτοπερπάτησε κι αυτός με τα εδάφιά του, ένα πασίγνωστο πρόσωπο στον γενέθλιο χώρο, στα περίχωρα και την ενδοχώρα, επιστήθιος φίλος του πατέρα μου, στο μυθιστόρημα «Ο νυχτοπαρωρίτης», από ένα πρώιμο στοιχείο γνωριμίας, εικόνα που ’χε εισδύσει χρόνια μέσα μου κι ερευνούσα την οδοιπορία του, μπόρεσε φόρτωσε πάνω του μια εποχή, μια ιστορία ακέρια για μυθιστορηματικό άνοιγμα στον κόσμο, ιστορία που τότε φαινότανε ουτοπία ενός νυχτοπαρωρίτη.

Και η νουβέλα «Νυχτερινή κατάνυξη», γράφτηκε μ’ έναν περίεργο τρόπο, αλλιώς από τ’ άλλα βιβλία που αντέχουν και δεν βιάζονται. Η θεία Παρασκευή, η μάνα του Λάζου, που έφαγε 25 χρόνια στις φυλακές μας επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι ως ξαδέρφη της μάνας. Προπάντων τις Κυριακές που η σύζυγος μου έκανε πίτες. Εκείνη την Κυριακή, ενώ κοιτούσα το σταφιδιασμένο πρόσωπο της, κάτι γυρόφερνε μέσα μου και της άνοιξα κουβέντα να μου διηγηθεί τα ταξίδια στις φυλακές για να βρει το Λάζο της. Όταν έφυγε, αμέσως έγραψα απνευστί πενήντα σελίδες, δίχως ν’ αλλάξω σχεδόν τίποτε σημαντικό από τις λεπτομέρειες κι έτσι τυπώθηκε στον Κέδρο.

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Συλλάβιζα πριν πάω σχολείο μικρούλικα κείμενα. Ο πατέρας μου δάσκαλος λαογράφος, με Ελληνικές σπουδές, είχε πολλά βιβλία. Τα περισσότερα κατασχέθηκαν αλλά με διορατικότητά είχε κρύψει πολλά σε κλεισμένα κασόνια στο ταβάνι μας κι όταν πέρασαν οι μπόρες έβαζε στην καταπακτή τη σκάλα, τα κατέβαζε στην κάμαρη και τα ’κρυβε κάτω από τα κρεβάτια. Είδα κατά καιρούς στοίβες στο τραπέζι ή στα κασόνια που έσερνε κάτω από τα κρεβάτια και τα αναφέρω με την οπτική εικόνα: Ιλιάδα, Οδύσσεια, Προμηθέας, Μήδεια, Οιδίποδας, Μάκβεθ, Η γέννηση της τραγωδίας, Παλαμάς, Σολωμός, Κρυστάλλης, Πορφύρας.

Στίχους όπως: «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες τη χώρα», «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη», «Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος» και το ποίημα «Βράδυ σ’ ένα χωριό», θυμάμαι από την παιδική ηλικία.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ή καλύτερα μου διάβαζε το βράδυ η γιαγιά και την επομένη ξαναδιάβαζα μόνος, ήταν η Οδύσσεια, μια διασκευή για παιδιά. Ήταν τότε που έφτιαξα μέσα μου την φανταστική εικόνα ότι ο Οδυσσέας ήταν ο παππού- Νικόλας μου ο ταξιδευτής στην Αμερική και η Πηνελόπη η γιαγιά Όλγα που τον περίμενε και το διάβαζε να φύγει η δυσφορία της.
Πώς να μη μ’ εντυπωσίαζε η Οδύσσεια, αφού οι δύο ομηρικοί ήρωες ήταν ο πάππου- Νικόλας κι η γιαγιά- Όλγα μου;

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Ξαναδιαβάζω, ξεφυλλίζω ομηρικά έπη, ελληνική τραγωδία, Άγια Γραφή, κλασικούς και σύγχρονους ποιητές και πεζογράφους, από Μάρκες μέχρι Ελύτη. Πιστεύοντας στην αισθητική διαπίστωση ότι η ομορφιά της τέχνης θ’ αλλάξει τον κόσμο, φυσικά επανέρχομαι συχνά στον δημιουργό της, τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Υπάρχουν στιγμές που μου χρειάζεται μια σιωπηλή διαδικασία ώσπου να μαζέψω τα σύνεργά μου σαν το ζευγολάτη μπροστά στο άροτρό του και τα βόδια του και να αράξω μπροστά στο χαρτί (υπολογιστή), να αποστασιοποιηθώ από το περιβάλλον που ζει ο υλικός κόσμος, να συγκεντρωθώ να μπω στις μεταφορικές βραγιές της καλλιέργειας αυτού του χωραφιού που λέγεται δημιουργία.
Αυτή η στιγμή όταν κάθομαι και σκέφτομαι τι πρέπει να είναι, μου φαίνεται κι εμένα περίεργη κι αν δεν είναι θεϊκή, συνηθισμένη πάντως δεν είναι. Πάντως τη στιγμή της δημιουργίας και όταν υπάρχει απόλυτη σιωπή, μου φαίνεται πάλι ότι κάτι θροΐζει, κάτι ψιθυρίζει, κάτι κελαρύζει, κάτω βαθιά ή ανάμεσα στις γραμμές του γραψίματος, αφού πολλές φορές μου φαίνεται ότι στην αφάνταστη σιωπή, ακούω τους παλμούς της καρδιάς και τις εισπνοές και εκπνοές μου.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Δεν είμαι απ’ αυτούς που γράφουν κι εκδίδουν. Στο τέλος κάθε βιβλίου η ημερομηνία της γραφής που δεν συμπίπτει μ’ αυτή της έκδοσης. Διάφορα χειρόγραφα περιμένουν την έκδοσή τους. Η γραφή και όχι ο χρόνος δικαιώνει το συγγραφέα της.

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια