"Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου..."
Ήταν ένα από τα όνειρά μου να αποκτήσω ένα μπαλκόνι με κληματαριά. Θυμάμαι στην Αγγλία να ακούω και να τραγουδώ πολύ συχνά το τραγούδι "κάτω από την κληματαριά πόσο μου 'λειψες πατρίδα/ πόσα μες στον ήλιο σου θαύματα δεν ειδα..." και να βουρκώνω από νοσταλγία κάτω από τον γκρίζο ουρανό του Καίμπριτζ.
Κληματαριά δεν είχαμε ποτέ στα δυο σπίτια μας. Ούτε στο βουνό ούτε στον κάμπο. Στο Ντένισκο δεν ευδοκιμεί, άρα ούτε λόγος. Στο Μουσαλάρι δεν ήταν δυνατό, γιατί στην αυλή είχαμε τα άλογα, που δεν επέτρεπαν όχι κληματαριά αλλά κανένα δέντρο να έχουμε. Υπήρχαν έξι με εφτά άλογα και μουλάρια, με τα οποία μεταφέραμε τον "καρπό" για τα πρόβατα που τα είχαμε μέχρι το 1971 στο Ρετζούνι, στα ρίζα του Ολύμπου, σε τοποθεσία που δεν έφτανες παρά μέσω ενός μονοπατιού. Ο "καρπός" ( κριθάρι, καλαμπόκι, βαμβακόπιτα, αργότερα και πούλπα) αποθηκευόταν στο υπόγειο ενός σπιτιού θείου μου και σε μια αποθήκη άλλου θείου. Καθε μέρα, λοιπόν, κατέβαζαν το γάλα στο χωριό να το πάρει ο έμπορος και το μεσημέρι φόρτωναν στα ζώα τον καρπό για τη στάνη. Αυτό γινόταν όλη τη χειμερινή περίοδο. Η Γκέσα, ο Μέρτζιος ( μουλάρια), ο Καρράς, ο Ρούσος, η Μπρούμα ( άλογα) είναι κάποια από τα φορτηγά ζώα που θυμάμαι. Ο ξάδερφός μου ο Τόλης, ήταν αυτός που συνήθως έκανε αυτή τη δουλειά. Τον θυμάμαι λιγομίλητο και εργατικό να φορτώνει με σβελτάδα μόνος του, βάζοντας μια φούρκα στη μια πλευρά του σαμαριού να μη γέρνει. Συχνά φώναζε εμένα να "κρατάω τη μεριά", κάτι που μου άρεσε πολύ να κάνω, γιατί έβρισκα ευκαιρία να χαϊδέψω τ άλογα!
Δεν είχαμε, λοιπόν, κληματαριά και ζήλευα πάρα πολύ τους συγχωριανούς φίλους μου που είχαν. Θυμάμαι, όταν σταμάτησε αυτή η ιστορία και θεωρήσαμε ότι μπορούσαμε να φυτέψουμε μια κληματαριά, το κάναμε στο πίσω μέρος του σπιτιού και την φράξαμε για μην την πειράξει το ένα άλογο που είχαμε πια του χεριού για τις νέες ανάγκες του κτηνοτροφικού μας βίου. Δυστυχώς, το καλοκαίρι που λείπαμε άλλα ζώα την κατέστρεφαν, με αποτέλεσμα να μείνει μικρή και να μην απλώσει τα κλωνάρια της, να μη γίνει κληματαριά.
Προσωπικά, μεγάλωσα χωρίς πολλά απωθημένα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα υλικά αγαθά, καθόλου. Όμως η κληματαριά ήταν ένα μεγάλο απωθημένο μου. Κάτι που με έκανε να νιώθω στερημένος...Φυσικά δεν ήταν υλικό, το συνειδητοποίησα αργότερα.
Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να "δώσει" το κοπάδι ο πατέρας λόγω περασμένης ηλικίας ( κράτησε λίγα για συναισθηματικους λόγους), αποφασίσαμε να πάρουμε από κοινού ένα σπίτι στην Κόνιτσα και να εγκατασταθούν εδώ για τους χειμερινούς μήνες, εγκαταλείποντας το Μουσαλάρι. Τότε, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να φυτέψω ντόπια κλήματα, για να κάνω κληματαριά. Μια ηλικιωμένη γειτόνισσα από το Πεκλάρι μου έκανε τη χάρη και τα φύτεψε με "χέρι καλό", πιάσανε όλα, τα ντάντεψα σαν μωρά και εδώ και πολλά χρόνια απολαμβάνω τη σκιά της κληματαριάς και όχι μόνο. Κυρίως νιώθω ευλογημένος που αυτό το όνειρο έγινε πραγματικότητα....
Ήταν ένα από τα όνειρά μου να αποκτήσω ένα μπαλκόνι με κληματαριά. Θυμάμαι στην Αγγλία να ακούω και να τραγουδώ πολύ συχνά το τραγούδι "κάτω από την κληματαριά πόσο μου 'λειψες πατρίδα/ πόσα μες στον ήλιο σου θαύματα δεν ειδα..." και να βουρκώνω από νοσταλγία κάτω από τον γκρίζο ουρανό του Καίμπριτζ.
Κληματαριά δεν είχαμε ποτέ στα δυο σπίτια μας. Ούτε στο βουνό ούτε στον κάμπο. Στο Ντένισκο δεν ευδοκιμεί, άρα ούτε λόγος. Στο Μουσαλάρι δεν ήταν δυνατό, γιατί στην αυλή είχαμε τα άλογα, που δεν επέτρεπαν όχι κληματαριά αλλά κανένα δέντρο να έχουμε. Υπήρχαν έξι με εφτά άλογα και μουλάρια, με τα οποία μεταφέραμε τον "καρπό" για τα πρόβατα που τα είχαμε μέχρι το 1971 στο Ρετζούνι, στα ρίζα του Ολύμπου, σε τοποθεσία που δεν έφτανες παρά μέσω ενός μονοπατιού. Ο "καρπός" ( κριθάρι, καλαμπόκι, βαμβακόπιτα, αργότερα και πούλπα) αποθηκευόταν στο υπόγειο ενός σπιτιού θείου μου και σε μια αποθήκη άλλου θείου. Καθε μέρα, λοιπόν, κατέβαζαν το γάλα στο χωριό να το πάρει ο έμπορος και το μεσημέρι φόρτωναν στα ζώα τον καρπό για τη στάνη. Αυτό γινόταν όλη τη χειμερινή περίοδο. Η Γκέσα, ο Μέρτζιος ( μουλάρια), ο Καρράς, ο Ρούσος, η Μπρούμα ( άλογα) είναι κάποια από τα φορτηγά ζώα που θυμάμαι. Ο ξάδερφός μου ο Τόλης, ήταν αυτός που συνήθως έκανε αυτή τη δουλειά. Τον θυμάμαι λιγομίλητο και εργατικό να φορτώνει με σβελτάδα μόνος του, βάζοντας μια φούρκα στη μια πλευρά του σαμαριού να μη γέρνει. Συχνά φώναζε εμένα να "κρατάω τη μεριά", κάτι που μου άρεσε πολύ να κάνω, γιατί έβρισκα ευκαιρία να χαϊδέψω τ άλογα!
Δεν είχαμε, λοιπόν, κληματαριά και ζήλευα πάρα πολύ τους συγχωριανούς φίλους μου που είχαν. Θυμάμαι, όταν σταμάτησε αυτή η ιστορία και θεωρήσαμε ότι μπορούσαμε να φυτέψουμε μια κληματαριά, το κάναμε στο πίσω μέρος του σπιτιού και την φράξαμε για μην την πειράξει το ένα άλογο που είχαμε πια του χεριού για τις νέες ανάγκες του κτηνοτροφικού μας βίου. Δυστυχώς, το καλοκαίρι που λείπαμε άλλα ζώα την κατέστρεφαν, με αποτέλεσμα να μείνει μικρή και να μην απλώσει τα κλωνάρια της, να μη γίνει κληματαριά.
Προσωπικά, μεγάλωσα χωρίς πολλά απωθημένα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα υλικά αγαθά, καθόλου. Όμως η κληματαριά ήταν ένα μεγάλο απωθημένο μου. Κάτι που με έκανε να νιώθω στερημένος...Φυσικά δεν ήταν υλικό, το συνειδητοποίησα αργότερα.
Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να "δώσει" το κοπάδι ο πατέρας λόγω περασμένης ηλικίας ( κράτησε λίγα για συναισθηματικους λόγους), αποφασίσαμε να πάρουμε από κοινού ένα σπίτι στην Κόνιτσα και να εγκατασταθούν εδώ για τους χειμερινούς μήνες, εγκαταλείποντας το Μουσαλάρι. Τότε, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να φυτέψω ντόπια κλήματα, για να κάνω κληματαριά. Μια ηλικιωμένη γειτόνισσα από το Πεκλάρι μου έκανε τη χάρη και τα φύτεψε με "χέρι καλό", πιάσανε όλα, τα ντάντεψα σαν μωρά και εδώ και πολλά χρόνια απολαμβάνω τη σκιά της κληματαριάς και όχι μόνο. Κυρίως νιώθω ευλογημένος που αυτό το όνειρο έγινε πραγματικότητα....
Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διαβάστε ακόμη:
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών