Σήμερα η επέτειος από την καταστροφή της Σμύρνης, ως το αποκορύφωνα της Μικρασιάτικης καταστροφής και συρρίκνωσης του Ελληνισμού προς Ανατολή.
Ασφαλώς, πρόκειται για αναλλοίωτες τραγικές μνήμες που σημαδεύουν την εθνική ταυτότητα και αξιοπρέπεια, όπως και την ανεπιστρεπτί (απ΄ ό, τι φαίνεται) μοίρα του διαχρονικού Ελληνισμού στην Μικρά Ασία και την Άπω Ανατολή. (Βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για τον Ελλαδισμό, (ελληνικό κράτος) στο όνομα του οποίου επλήγη θανάσιμα ο εκεί Ελληνισμός που συντέλεσε στην μακραίωνη ιστορία ως η γεννήτρα του Γένους και της θαλπωρής πορείας του !).
Ωστόσο, για το γεγονός έχω σημειώσει παλιότερα, ότι σε περίπτωση που στην Μικρά Ασία μπήκε ένα τραγικό άμεσο τέλος, υπάρχει ωστόσο και ένα άλλο κομμάτι Ελληνισμού, της Βορείου Ηπείρου, ή στην Αλβανία, που αντέχει (αργοσβήνοντας) και έναν αιώνα μετά την Μικρασιάτικη καταστροφή.
Μπορεί να ειπωθεί ότι και τα δύο διακρίνονται για την πολύτιμη προσφορά στο Γένος.
Ωστόσο, πέρα από την διαφορά που αναφέραμε (το άμεσο τραγικό τέλος για την Μικρά Ασία και την ατέλειωτη τραγική μοίρα για τον δικό μας Ελληνισμό), υπάρχουν και πολλές άλλες σημαντικές διαφορές.
Η καταστροφή της Μικράς Ασίας και η βίαιη εκδίωξη των Μικρασιατών προς μάνα Πατρίδα, έφερε την έξοδο από τη βαθιά και ολόπλευρη κρίση της Ελλαδίτσας (κοινωνική, πολιτική, οικονομική, πολιτιστική, στα γράμματα, στις τέχνες, στη μουσική), ανεξαρτήτως από το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία εκδήλωσε τρομαχτικές επιφυλάξεις και η πολιτεία δεν συνέβαλε στην ομαλή και άμεση αποκατάσταση και ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Είναι γεγονός ότι και σήμερα, μετά από έναν αιώνα, οι Μικρασιάτες στην Ελλάδα συνεχίζουν να δίνουν με έμφαση τη συμβολή τους σε κάθε τομέα.
Διατήρησαν και καλλιέργησαν το δικό τους κοινοτισμό και την ιδιαίτερή τους ταυτότητα με σπουδαίο ρόλοστο ελληνικό γίγνεσθαι, (οργανώσεις, συλλόγους, ποδοσφαιρικές ομάδες, εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, πολιτιστικά κέντρα επιχειρήσεις, καταστήματα…).
Καλλιέργησαν ένα χειραφετημένο προφίλ στις ανθρώπινες σχέσεις, κυρίως της γυναικείας μορφής. Προώθησαν τον ανθρωπισμό, το πνεύμα αλληλεγγύης, τον σεβασμό της εργασίας ως πηγή όλων των αγαθών κλπ)
Τίμησαν και έδωσαν αξιοπρέπεια στην ιδιαίτερη ταυτότητά τους και απέσπασαν γενικώς τον σεβασμό! Αν δε θέλουν στην Ελλάδα να τιμήσουν τις δικές τους αξίες, προσωπικότητες, έργα και συνεισφορά, το κάνουν οι ίδιοι και το επιβάλουν με τρόπο στην ελληνική κοινωνία και πραγματικότητα
Να μιλήσουμε τώρα για μας.
Στην Ελλάδα, μετά το 1990, εισήλθαμε και εμείς, οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες. Δεν πηγαίναμε εκεί εκδιωγμένοι, ως καταστροφή, αλλά με την αγάπη για την Πατρίδα από όπου μας είχαν αποκόψει απολύτως τα 45 τελευταία χρόνια, (πριν από το 1990). Ήμασταν όμως κατεστραμμένοι εκ΄των έσω. Δεν γνωρίζαμε την δική μας πραγματική ιστορική ελληνική ταυτότητα και κουβαλούσαμε μια επικίνδυνη υβριδική ταυτότητα η οποία αποδείχτηκε ότι δεν ήταν καν εθνική.
Στην Ελλάδα, δεν εισήλθαμε ως κοινότητα, αλλά ως άτομα, ως μονάδες. Δεν μπορέσαμε να παίξουμε κάποιο ρόλο, να δώσουμε πνοή και ζωή, έστω και στα δικά μας θέματα. Δεν ενταχθήκαμε καν ως κοινότητα με ξεχωριστή, ιδιαίτερη ταυτότητα. Σκορπιστήκαμε στο ανώνυμο ελληνικό πλήθος και για την προσωπική μας επιβίωση, απωθούσαμε κάθε συλλογική εθνική αξία (Όπως εμπιστευτικά μας είχε χαρακτηρίσει ο αείμνηστος Μητσοτάκης , πήγαμε στην Ελλάδα με ένα μανίκι και θα καταλήγαμε εκεί αμάνικοι-εθνικά)
Το μόνο πάτημα που έδειχνε ότι μας ένωνε ήταν η ονομασία «Βορειοηπειρώτης». Ούτε καν θελήσαμε ποτέ να εξυπηρετήσουμε την προσδοκία του όρου αυτού, (να επεξεργαστούμε και επικαιροποιήσουμε τα ιστορικά κεκτημένα και στόχους). Απλώς, επικαλεστήκαμε τον όρο αυτό για προσωπικά οφέλη, κάτι που εξυπηρετούσε και το παλιό κατεστημένο στην Ελλάδα για να δικαιολογήσει την πολύχρονη δαπάνη και επένδυση που επωφελήθηκε «για να κρατήσει ζωντανό και να διεκδικήσει το Βορειοηπειρωτικό !!».
Για τον ίδιο σκοπό, για προσωπικά οφέλη και κέρδη, μοιράσαμε την ιστορική μας αυτή ταυτότητα με αλλοεθνείς, τόσο που στην κοινή γνώμη στην Ελλάδα εξισώθηκε ή με την αναξιότητα, ή με την αλβανική ταυτότητα.
Για προσωπικά οφέλη, παραδώσαμε κάθε εξουσία και αρχή, είτε στα Τίρανα είτε στην Αθήνα. Ιδρύουμε οργανώσεις, κόμματα, συλλόγους, ιδρύματα, ως τον καλύτερο τρόπο διάσπασης και ελέγχου από τρίτους, (ξανά για να βολεύονται μερικοί), ενώ η ιστορία μας έχει διδάξει εντελώς το αντίθετο.
Επιτρέψαμε να μας εκπροσωπούν και διοικούν άτομα εξαρτώμενα, είτε από την μία είτε από την άλλη πρωτεύουσα, είτε από τις δύο. Στον έλεγχο αυτό τα Τίρανα εκδηλώνουν ανωτερότητα, τόσο που και η Αθήνα, μέσω αυτών, των δικών μας εκπροσώπων, «χορεύει» στους ρυθμούς τους.
Πρόκειται εντέλει για συμπεριφορά που ξεκινάει από το άτομα και καταλήγει στην πολιτική ηγεσία, σε σημείο όμως που επιτρέπει να δεσπόζει στο μεγαλείο του ο ραγιαδισμός, όπως ποτέ στην ιστορία, όπως σε καμιά άλλη κοινότητα.
Μέσα σ΄αυτή την «εθνική» βαβούρα, επιτρέψαμε την εγκαθίδρυση ενός νέου «Βορειοηπειρωτικού» κατεστημένου, που καταφέρνει και πουλάει τα πάντα. – περιουσίες, γης, αξίες, ιστορία, πολιτισμό…..! Κλειστό και σκληρό προς κάθε άλλη προσπάθεια!
Όσο για τον χαρακτηριστικό διαπρεπή ιστορικό κοινοτισμό μας, τον διαλύσαμε και το μόνο που καταφέραμε, - καταπιαστήκαμε από την προσπάθεια για να σύρουμε στο δικό μας βάλτο κάθε αξία. Να αμφισβητούμε τους πάντες, να μη μπορούμε να ενωθούμε τρία άτομα, να μη μπορούμε να αναπτύξουμε διάλογο, να μη…. Καμιά αξία δεν υφίσταται και δεν αναγνωρίζεται αν δεν εξυπηρετεί το γνωστό πλέον κατεστημένο (το οποίο τελευταία, ύστερα από την ανείπωτη εκλογική ήττα, δείχνε να μεταλλάσσατε, αλλά ξανά επικίνδυνα).
Εντούτοις, για να αποδείξουμε την ύπαρξή μας, την δημόσια επικαιρότητά μας έχει καταλάβει η αναφορά στην ιστορία και τα ιστορικά μας γεγονότα (στην ουσία επιβεβαιώνει περισσότερο τη βαθιά μας κρίση, τόσο το περισσότερο όταν φανερά αγωνιζόμαστε να αφήσουμε τον τόπο μας χωρίς μνήμη, διάβασε για να μη φέρει κανείς ευθύνη), ή αναλαμβάνουμε ρόλο προστάτη του Ελληνισμού συνολικά. Γενικώς για την βαθιά μας κρίση ζητούμε τους ενόχους σε τρίτους, πλάθουμε αντιπάλους σε μια κούφια εθνικιστική αντιπαράθεση και ρητορική (όταν εκείνοι κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους). Και όλα αυτά, ελπίζοντας ότι θα κρύψουμε τις δικές μας βαρύτατες ιστορικές εθνικές ευθύνες, προσωπικές και συλλογικές!
Και μετά απ΄ όλα αυτά θα σβήσουμε ως ανάξια γενιά των προγόνων μας, χωρίς να έχουμε καν ημερομηνία θανάτου.
Ασφαλώς, πρόκειται για αναλλοίωτες τραγικές μνήμες που σημαδεύουν την εθνική ταυτότητα και αξιοπρέπεια, όπως και την ανεπιστρεπτί (απ΄ ό, τι φαίνεται) μοίρα του διαχρονικού Ελληνισμού στην Μικρά Ασία και την Άπω Ανατολή. (Βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για τον Ελλαδισμό, (ελληνικό κράτος) στο όνομα του οποίου επλήγη θανάσιμα ο εκεί Ελληνισμός που συντέλεσε στην μακραίωνη ιστορία ως η γεννήτρα του Γένους και της θαλπωρής πορείας του !).
Ωστόσο, για το γεγονός έχω σημειώσει παλιότερα, ότι σε περίπτωση που στην Μικρά Ασία μπήκε ένα τραγικό άμεσο τέλος, υπάρχει ωστόσο και ένα άλλο κομμάτι Ελληνισμού, της Βορείου Ηπείρου, ή στην Αλβανία, που αντέχει (αργοσβήνοντας) και έναν αιώνα μετά την Μικρασιάτικη καταστροφή.
Μπορεί να ειπωθεί ότι και τα δύο διακρίνονται για την πολύτιμη προσφορά στο Γένος.
Ωστόσο, πέρα από την διαφορά που αναφέραμε (το άμεσο τραγικό τέλος για την Μικρά Ασία και την ατέλειωτη τραγική μοίρα για τον δικό μας Ελληνισμό), υπάρχουν και πολλές άλλες σημαντικές διαφορές.
Η καταστροφή της Μικράς Ασίας και η βίαιη εκδίωξη των Μικρασιατών προς μάνα Πατρίδα, έφερε την έξοδο από τη βαθιά και ολόπλευρη κρίση της Ελλαδίτσας (κοινωνική, πολιτική, οικονομική, πολιτιστική, στα γράμματα, στις τέχνες, στη μουσική), ανεξαρτήτως από το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία εκδήλωσε τρομαχτικές επιφυλάξεις και η πολιτεία δεν συνέβαλε στην ομαλή και άμεση αποκατάσταση και ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Είναι γεγονός ότι και σήμερα, μετά από έναν αιώνα, οι Μικρασιάτες στην Ελλάδα συνεχίζουν να δίνουν με έμφαση τη συμβολή τους σε κάθε τομέα.
Διατήρησαν και καλλιέργησαν το δικό τους κοινοτισμό και την ιδιαίτερή τους ταυτότητα με σπουδαίο ρόλοστο ελληνικό γίγνεσθαι, (οργανώσεις, συλλόγους, ποδοσφαιρικές ομάδες, εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, πολιτιστικά κέντρα επιχειρήσεις, καταστήματα…).
Καλλιέργησαν ένα χειραφετημένο προφίλ στις ανθρώπινες σχέσεις, κυρίως της γυναικείας μορφής. Προώθησαν τον ανθρωπισμό, το πνεύμα αλληλεγγύης, τον σεβασμό της εργασίας ως πηγή όλων των αγαθών κλπ)
Τίμησαν και έδωσαν αξιοπρέπεια στην ιδιαίτερη ταυτότητά τους και απέσπασαν γενικώς τον σεβασμό! Αν δε θέλουν στην Ελλάδα να τιμήσουν τις δικές τους αξίες, προσωπικότητες, έργα και συνεισφορά, το κάνουν οι ίδιοι και το επιβάλουν με τρόπο στην ελληνική κοινωνία και πραγματικότητα
Να μιλήσουμε τώρα για μας.
Στην Ελλάδα, μετά το 1990, εισήλθαμε και εμείς, οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες. Δεν πηγαίναμε εκεί εκδιωγμένοι, ως καταστροφή, αλλά με την αγάπη για την Πατρίδα από όπου μας είχαν αποκόψει απολύτως τα 45 τελευταία χρόνια, (πριν από το 1990). Ήμασταν όμως κατεστραμμένοι εκ΄των έσω. Δεν γνωρίζαμε την δική μας πραγματική ιστορική ελληνική ταυτότητα και κουβαλούσαμε μια επικίνδυνη υβριδική ταυτότητα η οποία αποδείχτηκε ότι δεν ήταν καν εθνική.
Στην Ελλάδα, δεν εισήλθαμε ως κοινότητα, αλλά ως άτομα, ως μονάδες. Δεν μπορέσαμε να παίξουμε κάποιο ρόλο, να δώσουμε πνοή και ζωή, έστω και στα δικά μας θέματα. Δεν ενταχθήκαμε καν ως κοινότητα με ξεχωριστή, ιδιαίτερη ταυτότητα. Σκορπιστήκαμε στο ανώνυμο ελληνικό πλήθος και για την προσωπική μας επιβίωση, απωθούσαμε κάθε συλλογική εθνική αξία (Όπως εμπιστευτικά μας είχε χαρακτηρίσει ο αείμνηστος Μητσοτάκης , πήγαμε στην Ελλάδα με ένα μανίκι και θα καταλήγαμε εκεί αμάνικοι-εθνικά)
Το μόνο πάτημα που έδειχνε ότι μας ένωνε ήταν η ονομασία «Βορειοηπειρώτης». Ούτε καν θελήσαμε ποτέ να εξυπηρετήσουμε την προσδοκία του όρου αυτού, (να επεξεργαστούμε και επικαιροποιήσουμε τα ιστορικά κεκτημένα και στόχους). Απλώς, επικαλεστήκαμε τον όρο αυτό για προσωπικά οφέλη, κάτι που εξυπηρετούσε και το παλιό κατεστημένο στην Ελλάδα για να δικαιολογήσει την πολύχρονη δαπάνη και επένδυση που επωφελήθηκε «για να κρατήσει ζωντανό και να διεκδικήσει το Βορειοηπειρωτικό !!».
Για τον ίδιο σκοπό, για προσωπικά οφέλη και κέρδη, μοιράσαμε την ιστορική μας αυτή ταυτότητα με αλλοεθνείς, τόσο που στην κοινή γνώμη στην Ελλάδα εξισώθηκε ή με την αναξιότητα, ή με την αλβανική ταυτότητα.
Για προσωπικά οφέλη, παραδώσαμε κάθε εξουσία και αρχή, είτε στα Τίρανα είτε στην Αθήνα. Ιδρύουμε οργανώσεις, κόμματα, συλλόγους, ιδρύματα, ως τον καλύτερο τρόπο διάσπασης και ελέγχου από τρίτους, (ξανά για να βολεύονται μερικοί), ενώ η ιστορία μας έχει διδάξει εντελώς το αντίθετο.
Επιτρέψαμε να μας εκπροσωπούν και διοικούν άτομα εξαρτώμενα, είτε από την μία είτε από την άλλη πρωτεύουσα, είτε από τις δύο. Στον έλεγχο αυτό τα Τίρανα εκδηλώνουν ανωτερότητα, τόσο που και η Αθήνα, μέσω αυτών, των δικών μας εκπροσώπων, «χορεύει» στους ρυθμούς τους.
Πρόκειται εντέλει για συμπεριφορά που ξεκινάει από το άτομα και καταλήγει στην πολιτική ηγεσία, σε σημείο όμως που επιτρέπει να δεσπόζει στο μεγαλείο του ο ραγιαδισμός, όπως ποτέ στην ιστορία, όπως σε καμιά άλλη κοινότητα.
Μέσα σ΄αυτή την «εθνική» βαβούρα, επιτρέψαμε την εγκαθίδρυση ενός νέου «Βορειοηπειρωτικού» κατεστημένου, που καταφέρνει και πουλάει τα πάντα. – περιουσίες, γης, αξίες, ιστορία, πολιτισμό…..! Κλειστό και σκληρό προς κάθε άλλη προσπάθεια!
Όσο για τον χαρακτηριστικό διαπρεπή ιστορικό κοινοτισμό μας, τον διαλύσαμε και το μόνο που καταφέραμε, - καταπιαστήκαμε από την προσπάθεια για να σύρουμε στο δικό μας βάλτο κάθε αξία. Να αμφισβητούμε τους πάντες, να μη μπορούμε να ενωθούμε τρία άτομα, να μη μπορούμε να αναπτύξουμε διάλογο, να μη…. Καμιά αξία δεν υφίσταται και δεν αναγνωρίζεται αν δεν εξυπηρετεί το γνωστό πλέον κατεστημένο (το οποίο τελευταία, ύστερα από την ανείπωτη εκλογική ήττα, δείχνε να μεταλλάσσατε, αλλά ξανά επικίνδυνα).
Εντούτοις, για να αποδείξουμε την ύπαρξή μας, την δημόσια επικαιρότητά μας έχει καταλάβει η αναφορά στην ιστορία και τα ιστορικά μας γεγονότα (στην ουσία επιβεβαιώνει περισσότερο τη βαθιά μας κρίση, τόσο το περισσότερο όταν φανερά αγωνιζόμαστε να αφήσουμε τον τόπο μας χωρίς μνήμη, διάβασε για να μη φέρει κανείς ευθύνη), ή αναλαμβάνουμε ρόλο προστάτη του Ελληνισμού συνολικά. Γενικώς για την βαθιά μας κρίση ζητούμε τους ενόχους σε τρίτους, πλάθουμε αντιπάλους σε μια κούφια εθνικιστική αντιπαράθεση και ρητορική (όταν εκείνοι κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους). Και όλα αυτά, ελπίζοντας ότι θα κρύψουμε τις δικές μας βαρύτατες ιστορικές εθνικές ευθύνες, προσωπικές και συλλογικές!
Και μετά απ΄ όλα αυτά θα σβήσουμε ως ανάξια γενιά των προγόνων μας, χωρίς να έχουμε καν ημερομηνία θανάτου.
Παναγιώτης Μπάρκας
13 Σεπτεμβρίου 2021
Αναδημοσίευση από τη σελίδα facebook.com/panibar2011
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών