Μητριά πατρίδα

 έργο του Χρήστου Μποκόρου

Μιχάλη, σου γράφω 20 του Σεπτέμβρη ξανά. Φθινόπωρο καιρό. Που πέφτουνε τα φύλλα της αποδημίας. Της πλατύφυλλης. Με πανσέληνο κιόλας. Πικρά μαντάτα. Άδικο για τη μητριά. Κρίμα για την πατρίδα. Την πατρίδα που πληγώνει. Την πατρίδα που τρώει τα παιδιά της. Την πατρίδα των τρωκτικών. Την πατρίδα που γίνεται ξενιτιά ξανά και ξανά. Ξενιτιά είναι η λέξη. Ξενιτιά. Μια ξενιτιά που σου τρώει τα σωθικά. Όσο πιο πολύ την αγαπάς, άλλο τόσο αυτή. Πεθαίνω σαν χώρα. Είπε. Πεθαίνουμε κάθε ώρα. Για την πατρίδα. Για την πατρίδα ξενιτιά. Δεν περιμένουμε να μας πεθάνει, που μας πεθαίνει. Χρόνια στα ξένα, Μιχάλη μου. Μα τέτοιες στιγμές ξενιτεμένου δεν μού 'λαχαν. Τι είναι η πατρίδα; Ακόμα δεν κατάλαβα. Μην είναι οι χωροφύλακες; Μην είναι οι της μυστικής; Μην είναι τα ζαγάρια της εξουσίας. Μην είναι το βαθύ, το σκοτεινό υπόγειο των ξεπουλημένων; Μην είναι ο γκρεκο-μασκαράς; Μην ειν' ο πονηρός πολιτευτής κι ο πιο πονηρός ακόμα οπαδός του;

Εσύ, Μιχάλη, ξέρεις. Δεν είναι όλα αυτά. Είναι το αίμα στη Μουργκάνα. Είναι το δάκρυ του στοιχειού στο Γράμμο. Είναι η τιμή κι η μπάλα. Είναι η μπέσα των κλεφτών, των αδικημένων ο πόνος. Είναι η μαύρη μαντήλα στα μαλλιά, ο ίδρωτας στο μέτωπο. Αυτά και τ' άλλα που 'χουμε ακριβά. Κρυμμένα σε κασέλες χιονιαδίτικες, θαμμένα σε τάφους ηττημένων προγόνων. Όλα πατρίδα μου, κι αυτά κι εκείνα, δεν θα προδώσουμε ποτέ. Γιατί αυτά είναι η μάνα μας, αυτά η αδερφή μας. Αυτά κάνουνε ξανά την ξενιτιά πατρίδα....

Τα άλλα τα χαρίζουμε σ' αυτούς που πατρίδα τους είναι το κέρδος. Σ' αυτούς που και τη μάνα τους πουλούν γι' αυτό. Σ' αυτούς που δεν γνωρίζουνε τι πάει να πει τιμή, τι πάει να πει θυσία. Τι πάει να πει το μέτωπο καθάριο να το έχεις.

Μιχάλη, ξέρω πως δεν λες πολλά. Δεν θέλεις περισσότερα. Σου στέλνω από τον πλάτανο πατρίδα πονεμένη. Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.

Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια