Ο Μύλος του Παππά και ο ιδρυτής του από το Σελλειό

Ο Μύλος του Παππά είναι ένα μουσείο πολιτιστικής κληρονομιάς για την Λάρισα, ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της πόλης με σημαντική παρακαταθήκη αναμνήσεων.
Νερόμυλος, ατμόμυλος, κυλινδρόμυλος στις διαδοχικές φάσεις της εξέλιξής του από την ίδρυσή του στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1980 που σταμάτησε τη δραστηριότητά του.

Οι ιδρυτές του Κωνσταντίνος Παππάς, Κωνσταντίνος Σκαλιώρας και Χρήστος Δημητριάδης αφού αγόρασαν στη συνοικία Ταμπάκικα έκταση 10 στρεμμάτων ίδρυσαν στη συνέχεια εταιρεία και έθεσαν σε λειτουργία τον μύλο στα 1893, την εποχή που η Λάρισα διατηρούσε ακόμα έντονα το χρώμα της τούρκικης πόλης.
Άνθρωποι δραστήριοι, επιχειρηματίες ικανοί κατάφεραν σύντομα να δημιουργήσουν υποκατάστημα στον Βόλο για να διακινούν την παραγωγή τους μέσω του λιμανιού σε όλη την Ελλάδα.

Μετά την αποχώρηση του Δημητριάδη πρώτα και του Σκαλιώρα στη συνέχεια, ανέλαβε την επιχείρηση ο Φώτης Παππάς, ανεψιός του Κων/νου Παππά, που από 10 χρονών εργάζεται κοντά στον θείο του και μαθαίνει τα μυστικά της δουλειάς. Παρακολουθώντας στη συνέχεια την Εμπορική Σχολή του Βόλου, απέκτησε και διοικητικές γνώσεις και εξελίσσεται σε ηγετική μορφή της επιχείρησης στα μέσα της δεκαετίας του 1900.

Η παραγωγή αλευριού συνεχώς αυξάνει και ο Μύλος του Παππά γίνεται ο κύριος τροφοδότης ολόκληρης της Θεσσαλίας.

Ο Φώτης Παππάς είχε πολύπλευρη δραστηριότητα και στα κοινά. Προσέφερε στον μακεδονικό αγώνα, υπήρξε πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Λάρισας, πρωτοστάτησε στην προσπάθεια ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού της πόλης, εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος.

Η τελευταία ηγετική μορφή του Μύλου και διάδοχος του Φώτη Παππά ήταν ο γιος Άγγελος Παππάς. Με σπουδές στα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ανέλαβε την ηγεσία της επιχείρησης στις αρχές του 1960 και παρέμεινε σε αυτή μέχρι το κλείσιμό της στα 1983.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η αλευροποίηση των σιτηρών από τα πέτρινα γουδιά και τους τριπτήρες πέρασε στους μύλους, νερόμυλους και ανεμόμυλους.
Η Θεσσαλία λόγω της αφθονίας των νερών της είχε νερόμυλους πολλούς, στην Πορταριά, στους Γόννους και στο Συκούριο. Στη Λάρισα, στη δεξιά όχθη του Πηνειού πέρα από τη συνοικία των Αμπελοκήπων λειτουργούν οι πρώτοι αλευρόμυλοι των Τσιμπούκη, Δημητριάδη, εκεί όπου υπήρχαν στενά και ακανόνιστα σοκάκια με πολλά τσικμάζ, τα στολισμένα με κόπρανα περαστικών και αδιάκριτων τετραπόδων και με λιμνάζοντα βρωμόνερα.

Σ’ αυτή λοιπόν την καμπίσια μεγαλούπολη στα 1892 έρχεται ο Ηπειρώτης Κωνσταντίνος Παππάς με άλλους 40 εργάτες από το Αργυρόκαστρο. Ο Κωνσταντίνος Παππάς λοιπόν αγοράζει στη συνοικία Ταμπάκικα 6 τούρκικα στρέμματα από τον κτηματία Ρουσόπουλο και άλλα 4 από τον Μουφτή Χασάν Εφένδη βακούφια, στον χώρο ακριβώς του παλιού τουρκικού νεκροταφείου.
Τα 10.000 τ.μ. έκταση που αγοράζει ο Κωνσταντίνος Παππάς βρίσκονται στη συνοικία Ταμπάκικα που ήταν λαϊκή συνοικία και που κατά την τουρκοκρατία λειτουργούσε το γνωστό εσνάφι των ταμπάκηδων. Σύμφωνα δε με το συμβόλαιο του 1893 που υπεγράφη στο συμβολαιογραφείο του Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, συμβολαιογράφου Λάρισας, περιέρχεται στην οριστική κατοχή και κυριότητα του Κωνσταντίνου Παππά και των συνεργατών του Σκαλιώρα και Δημητριάδη μετά από συμβιβασμό του Ελληνικού Δημοσίου και της βακουφικής επιτροπής. Ορίζεται δε από δρόμο που οδηγεί στο τέμενος το Οθωμανικό του Μουχαρέμ Πασά, τον Πηνειό ποταμό και την αποβάθρα του Πηνειού, οικόπεδο και την οδό Γεωργιάδου.

Οι εταίροι συνάπτουν ομόρρυθμο εταιρεία εμπορική με την επωνυμία Δημητριάδης - Παππάς - Σκαλιώρας και με εμπορικό κεφάλαιο 300.000 δρχ.
Η περιοχή γύρω από τον Μύλο ήταν γεμάτη τριβόλια, χαντάκια, σκουπίδια βρω-μούσο. Στις παρόδους και τα αδιέξοδα υπήρχαν πολλά κακόφημα σπίτια με κακοποιους, χασισοπότες και μαχαιροβγάλτες, καυγατζήδες, μεθυσμένους, ανθρώπους γενικά του υποκόσμου. Όλη αυτή η περιοχή με τα βούζια και τα ρίχια, ανάμεσα στα πλινθόκτιστα χαμόσπιτα διατηρούσε έντονα το χρώμα της τούρκικης πόλης.

Η πόλη είχε ελάχιστο πληθυσμό, όμως η παραγωγή σιτηρών ήταν μεγάλη στην ευρύ-τερη περιοχή χάρη στους Σπύρο και Παναγή Χαροκόπου που ανέδειξαν την πεδιάδα μας σε μια από τις μεγαλύτερες σιταποθήκες της χώρας μας.
Κοντά λοιπόν στο Φρούριο της πόλης και στο Μπεζεστένι λειτουργεί στα 1893 ο μύλος του Παππά και των συνεργατών του. Ο μύλος όμως αυτός διαφέρει από τους συνηθισμένους γιατί κινείται με ατμό, κάτι που αποτελούσε μεγάλο τεχνολογικό άλμα για την εποχή του.

Σκοπός της εταιρείας που συστάθηκε στα 1893 ήταν η αγορά δημητριακών και η μεταπώλησή τους μετά από επεξεργασία σε αλεύρι ή ζυμαρικά. Παράλληλα οι τρεις εταίροι βρίσκουν την εξής έξυπνη λύση να δημιουργήσουν υποκατάστημα στον Βόλο μια και στον Βόλο τότε λειτουργούσαν μόνο πετρόμυλοι και νερόμυλοι. Εκτός τούτων ο Βόλος με το λιμάνι του θα διευκόλυνε το εμπόριο προς τον Πειραιά και προς όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο Μύλος του Παππά λόγω του ατμού του και λόγω των μηχανημάτων με τα οποία είναι εξοπλισμένος πρωτοπορεί έναντι των άλλων.

Στα 1897 οι ατυχίες και τα τραγικά γεγονότα του πολέμου ζημίωσαν την παραγωγή και το εμπόριο σιτηρών. Η εταιρεία παρουσιάζει ζημίες και αναγκάζεται να καταφύγει στον δανεισμό.
Στα 1899 η Εταιρεία χρηματοδοτείται με δάνειο 250.000 δραχμών από την Εθνική Τράπεζα. Συγκεκριμένα με το νόμο ΒΧΛΕ «περί εγγυήσεως του Δημοσίου υπέρ της εν Λαρίση Εμπορικής Εταιρείας υπό την επωνυμία Δημητριάδης – Παππάς – Σκαλιώρας προς συνομολόγησιν δανείου μέχρι 250.000 δρχ. για δέκα έτη και επιτόκιο 5%» η Εταιρεία καταφέρνει να ορθοποδήσει. Η δανειοδότηση αυτή αποδεικνύει ότι πρόκειται για μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση της εποχής.

Στα 1899 αποχώρησε ο Χρήστος Δημητριάδης από την εταιρεία λόγω γήρατος και κλονισμένης υγεία και ο μύλος παραμένει στους άλλους δύο Παππά και Σκαλιώρα. Η παραγωγή έχει εν τω μεταξύ αυξηθεί και έχει αρχίσει να λειτουργεί παράλληλα μέσα στον μύλο και αρτοποιείο, εκεί ακριβώς όπου σήμερα βρίσκεται το θέατρο του Μύλου. Η Λάρισα ζυμώνει βέβαια αλλά κυρίως τρώει λευκό ψωμί με άλευρα Παππά. Χαρακτηριστικά του μύλου η ποιοτική υπεροχή, η αύξηση της παραγωγής και μάλιστα σε περίοδο που οι άνθρωποι ζύμωναν, αφού το ψωμί δεν ήταν βιομηχανικό είδος.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1900 αποχώρησε και ο Σκαλιώρας και η επιχείρηση μένει αποκλειστικά στην οικογένεια Παππά, η οποία έχει αυξηθεί καθώς έχουν έρθει και δουλεύουν σε αυτή οι ανεψιοί του Κωνσταντίνου Παππά, Μιχαήλ και Φώτιος. Ο τελευταίος μάλιστα δουλεύει σκληρά και φοιτά παράλληλα στην Εμπορική Σχολή του Βόλου, αποκτώντας και διοικητικές ικανότητες.

Προς το τέλος της δεκαετίας αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο. Εν τω μεταξύ επιστημονικό δυναμικό αναλαμβάνει την εγκατάσταση μηχανών στον Μύλο. Απόφοιτοι Πολυτεχνείου όπως ο Κωνσταντίνος Σαρίμβεης έχει την τεχ-νολογική εποπτεία του Μύλου. Ο Γ. Παπαχρήστος τελευταίος μυλωνάς (1910-1983) μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τον μύλο και την εποχή του. Είναι η εποχή που ο Φώτιος Παππάς συνεργάζεται με τον Μακεδονικό Σύλλογο για την απελευθέρωση της πολύπαθης Μακεδονίας.
Με την εξόρμηση του ελληνικού στρατού από την Μελούνα τροφοδοτεί με άλευρα όλους τους φούρνους για να παράγουν κουραμάνες και γαλέτες. Συνεργάζεται με τον δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα, έρχεται σε επαφή με τον Παύλο Μελά, δίνει, χορηγεί, προσφέρει και βοηθά τον ελληνικό στρατό.

Στη Λάρισα δε την ξετουρκισθείσα ο μύλος είναι σταθμός, σημείο οικονομικής ανάπτυξης και προόδου, σταθμός όλης της πόλης που αριθμούσε τότε 2000 οικοδομές αλλά και όλης της Θεσσαλίας. Σύμφωνα δε με τις πληροφορίες του τότε σούμπαση, επιστάτη Ιωαννίδη το ημερομίσθιο στα 1905 ήταν κατά μέσο όρο 3,20 δρχ και έφτασε στα χρόνια 1910-1915 τις 5,40 περίπου.
Η παραγωγή δε σε άλευρα ήταν 45 οκάδες ανά ώρα και υπήρχαν 2 βάρδιες εργασίας. Στις 11 Αυγούστου 1918 και παράλληλα με την επιχείρηση του Κ. Παππά, ο Φώτης, ο Μιχαήλ Παππάς και ο Αλκιβιάδης Μακρής, πατέρας του γνωστού ιστορικού και λαογράφου Κίτσου Μακρή συνιστούν ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία Φ. και Μ. Παππάς και Α. Μακρής με έδρα την Λάρισα. Σκοπός της νέας εταιρείας ήταν η μεταποίηση δημητριακών καρπών σε άλευρα και το εμπόριό τους.

Ο Φώτης διορίζεται διευθυντής και διαχειριστής της εταιρείας ως κατέχων το 38% μερίδιο της. Οι άλλοι μοιράζονται το 62%. Ταμίας ορίζεται ο Α. Μακρής, ο οποίος απεχώρησε ένα χρόνο αργότερα για άγνωστους λόγους.
Ο Μύλος συνεχίζει μέχρι το 1920 την ανοδική του πορεία και εξέλιξη οπότε και καταστρέφεται από πυρκαγιά που οφειλόταν στα ξένα στρατεύματα που στάθμευαν στη Λάρισα. Πολλοί θέλουν την πυρκαγιά να είναι αποτέλεσμα ενεργειών των βενιζελικών ως αντίδραση στα φιλοβασιλικά αισθήματα του Κωνσταντίνου Παππά, ο οποίος επισκεπτόταν συχνά τα ανάκτορα και συναντούσε τον πρίγκιπα Νικόλαο στο γνωστό κήπο των Ανακτόρων όπου βρισκόταν το οίκημα, συνοδευόμενος από τον Μιχαήλ Σάπκα και άλλους φιλοβασιλικούς Λαρισαίους. Με την καταστροφή αυτή λήγει και η πρώτη περίοδος λειτουργίας του Μύλου. Η τοπική οικονομία δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα καθώς χάνεται μια σημαντική βιομηχανική μονάδα της περιοχής.

Στα 1921 ο Μύλος ανασυγκροτείται και λειτουργεί με την επωνυμία Φώτης και Μιχαήλ Παππάς. Η νέα φάση λειτουργίας του Μύλου χαρακητρίζεται από το δυναμικό πνεύμα και την σύγχρονη αντίληψη των συνεχιστών του Κωνσταντίνου Παππά και κυρίως από την προσωπικότητα του Φώτη, που παρακολουθεί την εξέλιξη της τεχνολογίας στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας.
Η νέα εταιρεία είναι ομόρρυθμη, όπου ο Φώτης κατέχει το 55% και ο εξάδελφός του Μιχαήλ το 45%. Ο Φώτης είναι ο διαχειριστής και ταμίας ενώ ο Μιχαήλ κρατά το βιβλίο της εταιρείας. Οι δύο εταίροι ορίζουν επιδιαιτητή των υποθέσεων σε ενδεχόμενη διαφωνία τον θείο τους Κωνσταντίνο Παππά.

Στα 1925 ο Φώτης Παππάς αγοράζει από τον Δήμο οικόπεδο στα Ταμπάκικα 2.203 τμ, αντί 12.000 δραχμών για να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις του Μύλου. Σύμφωνα με το πωλητήριο συμβόλαιο το οικόπεδο ορίζεται ανατολικά με δημοτικό αγρό, δυτικά με δρόμο, βόρεια με ιδιοκτησία Γ. Ριζόπουλου και νότια με την περιοχή του ατμόμυλου Παππά (θέση παλιού μακαρονοποιείου, σήμερα ιδιοκτησία Σαπουνά).
Στα 1930 ο Μιχαήλ Παππάς αγοράζει αντί 16.000 δραχμών από τον Δήμο Λάρισας αγρό 6 περίπου στρεμμάτων στη θέση Πλάτανος (Ταμπάκικα) και η έτσι η οικοπεδική έκταση εξαπλώνεται. Τα σχέδια του Μύλου από το 1927 διασώζονται σε μεγάλο βαθμό και δείχνουν με κάθε λεπτομέρεια το σύνολο των εγκαταστάσεων που εκπόνησε και εφάρμοσε ο γερμανικός οίκος κατασκευής μύλων AMME-LUTHER.

Σύμφωνα με την έκθεση της Εθνικής Τράπεζας στις 4-2-1930: «Ο μύλος είναι αυτόματος, κατασκευασμένος από υλικά εκλεκτά με εγκατάσταση ηλεκτροφωτισμού, εγκατάσταση αλεξικέραυνων, δίκτυο κατά της πυρκαγιάς και εν γένει παντός ότι απαιτεί η σημερινή επιστήμη». Το νέο κτίριο συνολικού εμβαδού 3062 τ.μ έχει πύργο πέντε ορόφων, αποθήκες, μηχανήματα εσωτερικής καύσης με μεταλλικούς κυλίνδρους, διαχωριστές πέτρας, χρώματος, μηχανές φυγοκέντρισης, στεγνωτήρια, βούρτσες σιταριού, σιμιγδαλομηχανές, χαρμανιέρες αλεύρων, αναβατήρια.

Σύμφωνα σε με πληροφορίες που αντλούμε από τον μυλεργάτη Γιάννη Παπαχρήστο «από το 1910 έγινε κυλινδρόμυλος με μηχανή τρακτέρ, στα 1928 έβγαζε το καλύτερο σιμιγδάλι, ετάιζε 30 οικογένειες μέχρι το 1930 και πήρε βραβείο στην Ιταλία. Από πιτς παιν εκλεκτή ξυλεία είναι κατασκευασμένα τα μηχανήματα μέχρι τα πατώματα». Οι άλλοι μύλοι της περιοχής των Τσιμπούκη και Γ. Καλύβα δεν μπορούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό.

Η υπεροχή του Μύλου Παππά είναι έκδηλη για τους παρακάτω λόγους:
  • ο Μύλος βρίσκεται στο κέντρο της πόλης που αποτελεί την μεγαλύτερη σιτο-φόρο πεδιάδα
  • η ποιότητα του σιταριού που παράγεται είναι άριστη, σκληρό ντεβέ σιτάρι που εξασφαλίζει άλευρα εξαιρετικής ποιότητας και ο κόσμος τώρα μπορεί και τρώει όχι πια μαύρο ψωμί αλλά άσπρο
  • η καλή συγκοινωνιακή σύνδεση της Λάρισας βοήθησε πολύ καθώς βρίσκεται στο κέντρο της χώρας.
Στα 1936 άλλωστε έχει για πρώτη φορά θεσμοθετηθεί νόμος για ολιγοπωλιακή οργάνωση των ήδη υπαρχόντων βιομηχανικών μύλων αφού το κράτος για να θέσει σε λειτουργία νέους κυλινδρόμυλους ζητά σκοπιμότητες από τους υποψήφιους αλευρόμυλους. Εκτός τούτων η ολιγοπωλιακή αυτή οργάνωση δεν άφηνε τους μικρούς μύλους να εξελιχθούν και να γίνου μεγάλοι.
Όλοι αυτοί οι λόγοι κάνουν την αλευροβιομηχανία Παππά μεγάλη βιομηχανία, μεγάλων δυνατοτήτων παραγωγής και άριστης ποιότητας αλεύρων. Χαρακτηριστικές εικόνες είναι τα διπλόκαρα που μπαινόβγαιναν από την φαρδιά μακροσιδερένια πόρτα ενώ ασπρισμένοι μέχρι τα φρύδια καροτσιέρηδες άφηναν από τις ρόδες και τις οπλές των αλόγων λευκές γραμμές στο πλακόστρωτο περίβολο του μύλου καθώς έμπαιναν και έβγαιναν από αυτόν.

Όλοι οι ζυγιστές, οι γραφιάδες, οι τεχνίτες, οι βοηθοί, οι επιστάτες βρίσκονταν σε αδιάκοπη λειτουργία, ενώ φωνές, γέλια και βρισιές μαζί με τους ήχους των μηχανών έδιναν μια γραφικότητα ξεχωριστή στον μύλο σχεδόν επί 24ωρου. Όλοι έτρεχαν για να προλάβουν την παραγωγή. Σύμφωνα με πληροφορίες του Ιωαννίδη ο ημερήσιος χρόνος δεν έφτανε για να καλυφθεί η παραγωγή.
Έχοντας λοιπόν ο Φώτης Παππάς από το 1927 εξασφαλίσει την έμπρακτη συμπαράσταση μεγαλοεισαγωγέων σίτου όπως η ΧΑΣΩΝ της Θεσσαλονίκης και αφού εξασφάλισε δάνεια τραπεζών, καταθέτει αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας νέας αλευροβιομηχανίας. Δίνεται η άδεια και έτσι ο μύλος καταφέρνει να εξυπηρετεί την αγορά με άλευρα αρίστης ποιότητας και χαμηλού κόστους. Εξυπηρετεί αρτοποιούς, εμπόρους αλλά και το υπόλοιπο καταναλωτικό κοινό που εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένο να ζυμώνει κατ’ οίκον. Εδώ τρώει ψωμί η μισή Λάρισα, αφού άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει σύμφωνα με τον στίχο του ψαλμωδού Δαβίδ.

Και ενώ το υνί του Ησιόδου αροτριά, λευκός άρτος παρασκευάζεται στον Μύλο του Παππά. Ο Παππάς προχωρεί στις εισαγωγές σταριού από τον Καναδά, Αργεντινή και άλλες χώρες του εξωτερικού, προκειμένου να έχει επάρκεια σίτου, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκούσε και οι μεγαλέμποροι σιτοεισαγωγείς της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης που αποτελούσαν τα μεγάλα οργανωμένα τραστ ήταν μεγάλο και σοβαρό εμπόδιο στην εξέλιξη και ανάπτυξη στην ανάπτυξη του Μύλου, αφού αυτοί καθόριζαν αποκλειστικά και τις τιμές και τη διακίνηση των σιτηρών.
Ο μύλος χρησιμοποιούσε τότε 25% σιτάρι εγχώριο και 75% εισαγόμενο. Αυτή η κίνηση του Φώτη Παππά ήταν αναγκαία, αφού σπάζοντας το μονοπώλιο της σιτοεισαγωγής των μεγάλων εμπορικών οίκων βοηθά και στην ντόπια παραγωγή αλλά και τους σιτοπαραγωγούς. Ιδιαίτερα αυτή η κίνηση έκανε τον Φώτη Παππά περισσότερο αγαπητό στο Λαρισαϊκό κοινό. Ο Φώτης είναι γνωστός και αγαπητός ήδη από τον Μακεδονικό Αγώνα. Εξάλλου ήταν και ο πρώτος σύμβουλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, συμπαραστάτης των προσφύγων το 1922. Η κοινωνική του δράση φαίνεται στο ότι έβαλε την περιουσία του μαζί με τον Ν. Φίλιο και τον Ηλία Κολέσκα προκειμένου να εξαγοράσει ο Δήμος από τη Γαλλική Εταιρεία Omnium το προνόμιο ρεύματος και ύδατος και να γίνει μετά ο ΟΥΗΛ.

Ο Φ. Παππάς υπήρξε πρωτεργάτης στην ίδρυση στη συνέχεια αυτού του κοινωφελούς οργανισμού. Η προσφορά του εκείνη εκτιμήθηκε από όλη την πόλη, η οποία ως γνωστόν μέχρι τότε δεν είχε σύστημα ύδρευσης και θεωρήθηκε σαν μια μεγάλη ευεργεσία. Και πρέπει να ομολογηθεί ότι ο Φ. Παππάς υπήρξε ευεργέτης εμποτισμένος ως ηπειρώτης και αυτός από το πνεύμα των μεγάλων ευεργετών της Ηπείρου Αβέρωφ, Τοσίτσα, Ζάπππα, καπλάνη κ.α. Προσφέρει γενναία και αθόρυβα στους πρόσφυγες, δίνει δουλειά, αμέτρητες δωρεές σε ιδρύματα, ναούς, σωματεία άτομα που υποφέρουν. Δείχνει ενδιαφέρον για το προσωπικό του μύλου.

Κατά την Πρωτομαγιά και τις άλλες γιορτές οργανώνονται ομαδικές εκδρομές, εργοδότες και εργαζόμενοι μαζί. Δίνει δώρα και άλλες παροχές όταν μα-θαίνει ότι κάποιος από το προσωπικό αντιμετωπίζει ένα έκτακτο ευχάριστο ή δυσάρεστο γεγονός γάμο ή αρρώστια, δείχνοντας έτσι παράλληλα με την ακούραστη δραστηριότητά του ως επιχειρηματίας και την άλλη πλευρά του, την ανθρωπιστική.
Και ενώ ο νόμος δεν υποχρεώνει το δώρο των Χριστουγέννων και Πάσχα αυτός στα 1930 καθιερώνει πρώτος δώρο Πάσχα και Χριστουγέννων για του εργαζόμενους. Η πόλη αναγνωρίζει την κοινωνική του δραστηριότητα και τον τιμά επανειλημμένα με αξιώματα όπως του Δημοτικού Συμβούλου και του Προέδρου του Δημοτικού Συμ-βουλίου της πόλης.

1940-1941 Η κατοχή θα φέρει την επίταξη του Μύλου και από τους Ιταλούς και από τους Γερμανούς και την καταστροφή του σε αρκετά σημεία. Συνεχίζει παρόλα αυτά τη λειτουργία του, γιατί ο μύλος πρέπει να παράξει για τον γερμανικό στρατό. συγκεκ-ριμένα έξω από την πόρτα του μύλου υπήρχαν Γερμανοί αξιωματικοί που ήλεγχαν την παραγωγή. Ο Φ. Παππάς συνελήφθη από άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και κρατήθηκε για αρκετό διάστημα στην ορεινή περιοχή των Τρικάλων, ευρισκόμενος μάλιστα κατηγορούμενος ενώπιον στρατοδικείου των ανταρτών.

Η κατηγορία ήταν ότι πρωτοστάτησε στην πραγματοποίηση μυστικής σύσκεψης αντιδραστικών πολιτικών και οικονομικών παραγόντων της Θεσσαλίας με στόχο τη σύσταση προδοτικής οργάνωσης. Η δίκη πήρε αναβολή λόγω έλλειψης μαρτύρων και ο Φ. Παππάς αφέθηκε ελεύθερος με τον όρο να παραμείνει στην ελεύθερη ζώνη.
Ο Γ. Παπαχρήστος, τελευταίος μυλωνάς του μύλου – παρέμεινε μέχρι το 1983, αναφέρει πως ο μύλος βομβαρδίζεται από τους Ιταλούς, οι οποίοι έκαναν αληθινή λεηλασία και πως με την απελευθέρωση του Παππά αρχίζει η ανασυγκρότηση του μύλου και η παραγωγή αρχίζει και πάλι να ανέρχεται καθημερινά.

Χαρακτηριστικά στα 1945 στην ανασυγκρότηση του μύλου βοήθησε και το προσωπικό για να φτάσει σε μικρό διάστημα να λειτουργεί με δυναμικότητα 50 τόνων ημερησίως. Και τότε και πάντοτε το προσωπικό υπήρξε σύμμαχος της εταιρείας. Ο Παπαχρήστος αναφέρει επίσης πως αποφεύχθηκε η ανατίναξη του μύλου από τους αντάρτες, αφού ο ίδιος πίσω από την πόρτα του μύλου απευθυνόμενος σε αντάρτη είπε: «Κρίκα, μη βάζετε φωτιά, λυπηθείτε εμάς και τα παιδιά μας, δεν θα έχουμε ψωμί να φάμε». Στα 1942 ο Φώτιος και Ο Μιχαήλ Παππάς έχουν διαλύσει το εταιρικό και ο Μιχαήλ αφού κράτησε το 45% και ο Φώτης το 55%, αναγκάζεται να πουλήσει.
Έτσι στα 1943 ο Φώτιος γίνεται κύριος μέτοχος και ο μύλος συνεχίζει την ανοδική του πορεία από το 1947 μέχρι το 1983 με τον Φώτη και Άγγελο Παππά. Εκείνο ακριβώς το διάστημα έρχονται Γερμανοί εκπαιδευτές να εκπαιδεύσουν το προσωπικό. Συγκεκριμένα ο Χάους Καρμ παρέμεινε έξι μήνες στην πόλη μας βοηθώντας τεχνικά την εταιρεία. Εξήντα οικογένειες αριθμούσε τότε το προσωπικό που ζουν από τον Μύλο.

Στα 1950 με την απόλυση από τις τάξεις του στρατού του Άγγελου Παππά του γιού του επέρχεται μεταβολή στον φορέα της επιχείρησης που γίνεται πλέον εταιρεία με την επωνυμία «Κυλινδρόμυλοι Φ. Παππά και Υιού». Η επιχείρηση ζητά δάνειο βιομηχανικό. Τα αρτοποιεία στην πόλη μας αυξάνονται και από 172 έγιναν 530.
Μέσα στον μύλο λειτουργεί και μακαρονοποιείο, πίσω ακριβώς από το θέατρο, το οποίο διευθύνει ο γαμβρός του Φ. Παππά Ουτσελάτση. Μέχρι εκείνη την εποχή τα μακαρόνια ήταν είδος εισαγωγής από την Ιταλία, τώρα κατάλληλοι σωλήνες φέρνουν το σιμιγδάλι στις μηχανές και με κατάλληλη επεξεργασία, γίνεται μαλλί ρευστό και μετά αφού ψυχθεί γίνεται το μακαρόνι. Σύμφωνα με πληροφορίες του Ιωαννίδη πελάτες του μύλου ήταν ακόμη οι μεγάλες βιομηχανίες ζυμαρικών ΜΙΣΚΟ και ΑΒΕΖ. Παρόλα αυτά το μακαρονοποιείο δεν προχώρησε, γιατί ο ανταγωνισμός με τις ευρωπαϊκές χώρες ήταν σκληρός και οι συνθήκες πολύ δύσκολες από πλευράς χρηματοδότησης.

Στα 1960 ο Φώτης Παππάς μετά από ενεργή δράση στα κοινά, δημοτικός σύμβουλος, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης και υποψήφιος δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές του 1954 κατά τις οποίες έχασε το αξίωμα από τον Δ. Χατζηγιάννη, παραδίδει τη διοίκηση του Μύλου στον γιο του Άγγελο, ο οποίος αναλαμβάνει πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Εταιρείας.
Η σύζυγός του Αλίκη γίνεται αντιπρόεδρος και σύμβουλοι οι Γ. Ιωαννίδης, Γ. Χατζηγιάννης και Γ. Περδικάρης. Ο Φώτης Παππάς που στήριξε τόσο πολύ τη πόλη μας λόγω του ευγενικού του ήθους και των προτερημάτων του, πέθανε το 1963. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στη μελέτη και τον πολιτισμό, βοηθώντας την Φιλάρχαιο Θετταλική Εταιρεία.

Στα 1967 ο μύλος μετατρέπεται σε Ανώνυμη Εταιρεία «Α.Ε. Αλευροβιομηχανία Παππά». Γίνεται νέος εκσυγχρονισμός εγκαταστάσεων και μηχανημάτων και η ημε-ρήσια παραγωγή αρχίζει να ανεβαίνει στους 90 τόνους.
Απασχολείται προσωπικό 49 μυλεργατών και κατά την εικοσαετία 1960-1980 ο μύλος αποτελεί υη μεγαλύτερη αλευροβιομηχανία της Θεσσαλίας. Οι άλλες αλευροβιομηχανίες όπως του Κατσάρη στην Καρδίτσα, των Καπουρνιώτη και Παντή στον Βόλο. Διδάξη, Λεοντίου και Χατζηνίκου είναι σαφώς μικρότερες. Η δε αλευροβιομηχανία Λούλη αργότερα θα πρωτοπορήσει. Ο Άγγελος Παππάς δραστήριος πολύ και με πανεπιστημιακή μόρφωση θα οδηγήσει τον μύλο σε μεγάλα ύψη. Το προσωπικό αυξάνεται σε ογδόντα άτομα.

Η ημερήσια παραγωγή φτάνει τους 80-90 τόνους με τρεις βάρδιες εργασίας. Φυσικά υπάρχει και μεγάλη αλεστική ικανότητα αλλά και αποθηκευτική. Η εταιρεία του Άγγελου Παππά προμηθεύει τα μπισκετοποιεία της Ελλάδας (Παπαδοπούλου), τη ζαχαραπλαστική αλλά και τον ελληνικό στρατό.
Ο κύκλος εργασιών είναι 60 με 70 εκατ. Δραχμές και παρακολουθεί όλες τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα των αλεύρων σε Ελβετία, Γερμανία, Αγγλία.

Διαθέτει 16 ζεύγη κυλινδρομηχανών, πολλαπλά παννζίκ-τερ, τέλεια και σύγχρονα καθαριστήρια και πλυντήρια, σύγχρονους αναμικτήρες αλεύρων, κοντισιονέρ.
Ευνόητο είναι ότι ο μύλος με την τεράστια του ανάπτυξη συνέβαλε στην οικονομία της περιοχής μας.

Στα 1974 μπαίνει στην επιχείρηση και νέο αίμα ο Φώτιος Παππάς εγγονός, που έχοντας σπουδάσει οικονομικά αναλαμβάνει δίπλα στον πατέρα του Άγγελο.
Όμως η εταιρεία έχει αρχίσει να είναι ζημιογόνο και να βρίσκεται σε φθίνουσα κατάσταση.

Η δικτατορία του Παπαδόπουλου, που άφησε ελεύθερο το εμπόριο, η χαμηλή τιμή των αλεύρων, η εξέλιξη της τεχνολογίας που έκανε τα μηχανήματα του Μύλου να μην είναι ανταγωνιστικά και παραγωγικά, τα χρέη και ίσως η κακή διαχείριση συνέβαλαν στην πτωτική της πορεία. Οι μέτοχοι Άγγελος και Φώτης Παππάς κάνουν στα 1980 μια ύστατη προσπάθεια διάσωσης του Μύλου. Πούλησαν 5 στρέμματα στην περιοχή που βρισκόταν ο Μύλος και αγόρασαν 10 στρέμματα στην εθνική οδό Λάρισας – Αθήνας προκειμένου να λειτουργήσει εκεί νέος σύγχρονος μύλος γερμανοελβετικών προδιαγραφών.

Δυστυχώς, όμως, τα πολλά προβλήματα οδήγησαν στην διάλυση της Εταιρείας. Έτσι ο Μύλος του Παππά μετά από έναν ολόκληρο αιώνα έσβησε και η οικογένεια Παππά έπαψε να θεωρείται οικογένεια μυλωνάδων.
Το 1988 ο Δήμος Λάρισας αγοράζει τον Μύλο έναντι του ποσού των 180.000.000 δραχμών καθώς και τα δύο οικόπεδα που τον περικλείουν συνολικής έκτασης 10.924 τ.μ.
Στα 1989 ο Μύλος χαρακτηρίζεται κτίριο διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού σαν αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα παραδοσιακής βιομηχανικής εγκατάστασης του 20ου αιώνα.

Στα 2002 μια πυρκαγιά θα σπάσει τον συνδετικό κρίκο από την αλυσίδα της τοπικής ιστορίας. Η ευθύνη του εμπρησμού αποδόθηκε σε περιθωριακά άτομα τα οποία ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν. Η φωτιά κατάστρεψε τα ξύλινα πατώματα με ότι υπήρχρ σ’ αυτά και η στέγη σωριάστηκε στο έδαφος. Εκεί όπου αλέθονταν οι καρποί της γης η σκουριά και η σκόνη σκέπασε τον ιδρώτα των ανθρώπων του κάμπου της Λάρισας…
Σήμερα μετά την αποκατάστασή του ο Μύλος φιλοξενεί πολιτιστικές δραστηριότητες. Στεγάζονται και λειτουργούν σχολή χορού, εργαστήρια εικαστικών τεχνών, μικρό θέατρο χωρητικότητας 150 ατόμων, η φιλαρμονική του Δήμου, κινηματογραφική λέσχη, κουκλοθέατρο.
Συνεχίζει λοιπόν και σήμερα να προσφέρει στην πόλη διαφορετικά. Η επιβλητική πρόσοψη προκαλεί δέος στον επισκέπτη, ξυπνά μνήμες του παρελθόντος και συνδέει το παρόν με τις παλιότερες εποχές ανάπτυξης.
Η γεωργική και ιστορική Λάρισα, η πόλη των Αλευάδων και Σκοπάδων, η πόλη του Κούμα και του Αγίου Αχιλείου γίνεται μέγα οχυρό γραμμάτων και ακμής πνευματικής, εσαεί φρούριο πολιτισμού χάρη στον Μύλο, στον μύλο του Φώτη και Άγγελου Παππά που αποτελεί αληθινή κυψέλη πολιτισμού και αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της πόλης.

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια