Η εκπαίδευση στην Εθνική Ελληνική Μειονότητα [ΜΕΡΟΣ Α']

Η εκπαίδευση των Ηπειρωτών στην Τουρκοκρατία τροφοδοτήθηκε με το πάθος ιερωμένων, ειδικά την περίοδο της αλλαξοπιστίας, κι αργότερα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που ίδρυσαν Ηπειρώτες της διασποράς. Τοπικοί επίσκοποι, ιερωμένοι όπως ο Νεκτάριος Τέρπος κι ο Πατροκοσμάς, ίδρυσαν σχολεία, ενώ στο Αργυρόκαστρο, στο Δέλβινο, στη Δερόπολη ή στην ορεινή Μοσχόπολη (με τη «Νέα Ακαδημία») η φιλεκπαιδευτική ατμόσφαιρα εμπλούτιζε την ιδιαίτερη ταυτότητα της περιοχής. Τυπογραφεία και βιβλιοθήκες συμπλήρωναν το έργο αυτό και σχεδόν σε κάθε χωριό (ελληνικό ή μικτό) λειτουργούσε ελληνικό σχολείο. Οι Βορειοηπειρώτες Ζωγράφος, Ζάππας, Μπάγκας, διακρίθηκαν για την προσφορά τους στα γράμματα στην ενιαία Ήπειρο – κι όχι μόνο. Η παιδεία και η μόρφωση πάντα βρισκόταν πολύ ψηλά στην κλίμακα των αξιών της Ηπειρώτικης κοινωνίας, κι αυτό φαίνεται από τα υπάρχοντα ιδρύματα∙ οι δωρεές των ευεργετών Ηπειρωτών ακόμα έχουν τη λειτουργία τους.

Από το 1921 –έτος που η Αλβανία εγγυήθηκε για τα δικαιώματα της Ελληνικής Μειονότητας στην Κοινωνία των Εθνών– μέχρι και τον πόλεμο, η εκπαίδευση των Ελλήνων μειονοτικών συνεχίστηκε εφόσον η μέριμνα είχε ανατεθεί στις τοπικές κοινότητες, στις θρησκευτικές δομές και στις αδελφότητες της διασποράς, οι οποίες χρηματοδοτούσαν τη λειτουργία των σχολείων. Οι πύλες προς τα Ιωάννινα ή την Αθήνα ήταν ανοιχτές στα οικοτροφεία-εκπαιδευτήρια. Χιλιάδες Βορειοηπειρώτες μορφώθηκαν και στήριξαν τους συμπατριώτες τους στην Αλβανία στελεχώνοντας τα σχολεία, δημιουργώντας βιβλιοθήκες και εκδόσεις. Υποτροφίες βοηθούσαν τα φτωχά παιδιά να μορφωθούν στο ανώτερο και ανώτατο επίπεδο. Μοναδική εξαίρεση ήταν η περίοδος της απεργίας-αποχής του 1933-35, επί δικτατορίας του βασιλιά Ζόγκου, που απαγορεύτηκε η λειτουργία των «ιδιωτικών» σχολείων με ένα φωτογραφικό άρθρο του Συντάγματος. Οι αγώνες, που επέφεραν διώξεις και εκτοπίσεις σε εκπαιδευτικούς ή σε στελέχη της παράνομης οργάνωσης «Νέα Φιλική Εταιρία», στέφθηκαν με καθολική επιτυχία το 1935. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης καταδίκασε την Αλβανική κυβέρνηση. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι στο υψηλό μορφωτικό επίπεδο της Μειονότητας βασίστηκε η διάδοση προοδευτικών ιδεών, του μαρξισμού και εν γένει της αριστεράς. Η «αστικοτσιφιλικάδικη τάξη» αποτελούσε κοινή αναφορά που γεφύρωνε προσωρινά τις εθνικές αντιθέσεις. Ήδη από τα μέσα του ’30 υπήρξε μια ιδιαίτερη κινητικότητα για την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού» από το Αλβανικό κράτος.

Μετά το 1946, το Αλβανικό κράτος περιόρισε τη βασική εκπαίδευση αποκλειστικά στα χωριά της Μειονοτικής Ζώνης (σήμερα εκπροσωπείται στους Δήμους Δερόπολης και Φοινίκης), ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ιδρύθηκε η ελληνική έδρα στο Πανεπιστήμιο του Αργυροκάστρου, που προοριζόταν για την κατάρτιση Ελληνοδασκάλων. Στη Χιμάρα, στους Αγίους Σαράντα, στο Δέλβινο ή στην Κορυτσά δεν μπορούσαν να έχουν ελληνικά σχολεία, και η «εκπαίδευση» θα γινόταν στο σπίτι. Θα ήταν περιττό να αναφερθούμε στην παραχάραξη που γινόταν στα βιβλία (ειδικά της Ιστορίας και της Γεωγραφίας) ή στις διώξεις εκπαιδευτικών σε διαφορετικές περιόδους. Φαινόμενα, επίσης, ενός αποκλεισμού μη αρεστών στο καθεστώς από την πρόσβαση ειδικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η προσπάθεια εξασφάλισης της μπούρσας (bursë-υποτροφία) με προϋπόθεση την πιστοποίηση νομιμοφροσύνης, το χαμηλό επίπεδο κατάρτισης των Ελληνοδασκάλων μαζί με τον φόβο για τη «μετάταξή» τους στην κοπερατίβα (kooperativë-γεωργικός συνεταιρισμός) υποβάθμιζαν το επίπεδο της μόρφωσης.

Μετά τη μεταπολίτευση, κι ενώ το κλίμα άλλαζε μες στις καταιγιστικές πολιτικές και οικονομικές κρίσεις, η εκπαίδευση βρέθηκε στο προσκήνιο της ΔΕΕΕΜ «Ομόνοια», που διεκδικούσε την αναβάθμιση της εκπαίδευσης στη Μειονότητα. Διαδηλώσεις έλαβαν χώρα στο Αργυρόκαστρο, στο Δέλβινο και στους Αγίους Σαράντα το 1991. «Στα αιτήματα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και των ελλαδικών κυβερνήσεων» όπως αναφέρει ο Δρ Ιστορίας Θεοφάνης Μαλκίδης «για εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα, η αλβανική κυβέρνηση απάντησε με το διάταγμα αριθ. 19 της 13ης Σεπτεμβρίου 1993… Τα μαθήματα θα διδάσκονταν στην ελληνική μόνο κατά τις τέσσερις πρώτες τάξεις των οκτατάξιων σχολείων, ενώ στις υπόλοιπες τέσσερις τάξεις τα μαθήματα θα διδάσκονταν στην αλβανική, και η ελληνική θα διδασκόταν ως ξένη γλώσσα». Πρόκειται για τη συνέχεια των «μειονοτικών ζωνών», οι οποίες συνέχισαν να λειτουργούν κατά παράβαση κάθε διεθνούς δικαίου.

Απευθυνθήκαμε στον Δρα Κοινωνιολογίας κ. Κωνσταντίνο Δημητρόπουλο*, ο οποίος δίδαξε από το 1998 και για μια 15ετία σε εκπαιδευτήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Αργυρόκαστρο, στο Δημοτικό Σχολείο «Όμηρος» της Χιμάρας και στο ελληνικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου, για να μας εξηγήσει την αιτία της αποτυχίας του εκπαιδευτικού συστήματος της Αλβανίας σχετικά με την Ελληνική Μειονότητα: «Το πρόβλημα της εκπαίδευσης των γηγενών Ελλήνων που κατοικούν εντός της αλβανικής επικράτειας είναι ένα ζήτημα που γεννήθηκε από τα πρώτα χρόνια του βίου του αλβανικού κράτους. Τα όποια ελληνόγλωσσα σχολεία “διατηρήθηκαν” αποκλειστικά και μόνο σε χωριά των “αναγνωρισμένων ζωνών”. Επισήμως, η λειτουργία τους διακόπηκε στις “αλβανόγλωσσες” περιοχές. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: η Άρτα του Αυλώνα ήταν και είναι ελληνόγλωσση, το ίδιο και Χιμάρα (η οποία μάλιστα “έχασε” το σχολείο της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Η Κορυτσά ήταν και είναι δίγλωσση, το ίδιο και το Λεσκοβίκι κ.λπ. Στις μέρες μας το πρόβλημα παραμένει, αν και η ένταξη της Αλβανίας σε διεθνείς οργανισμούς επέτρεψε την λειτουργία τάξεων ελληνικών σε μερικές πόλεις που βρίσκονται στα όρια των “μειονοτικών ζωνών” και την ίδρυση ιδιωτικών σχολείων στη Χιμάρα και την Κορυτσά. Θεωρώ πως η αλβανική πλευρά θα μπορούσε να εναρμονιστεί με τα διεθνή έγγραφα που έχει υπογράψει. Εφ’ όσον δημιουργηθεί το κατάλληλο νομοθετικό κλίμα (και εφ’ όσον και οι κρατικοί ταγοί εναρμονιστούν με αυτό), θα άξιζε να αναλάβουν πρωτοβουλία οι Κοινότητες των Ελλήνων –με τη συνδρομή της Εκκλησίας, της πολιτικοπολιτιστικής τους οργάνωσης και των αποδήμων– για εκπαίδευση: σε όλες τις βαθμίδες (Α΄βάθμια, Β΄βάθμια και Γ΄βάθμια), όπου οι μαθητές θα διδάσκονται στα ελληνικά την πλειοψηφία των μαθημάτων τους, αλλά παράλληλα θα διδάσκονται επαρκώς και τη γλώσσα του κράτους, με ύλη μαθημάτων απαλλαγμένη από κείμενα που θίγουν την ταυτότητά τους, και τα οποία θα δίνουν τη δυνατότητα στους μαθητές να έρθουν κοντά σε θέματα που αφορούν τη σύγχρονη εποχή, με εκπαιδευτικούς επιλεγμένους και μισθοδοτούμενους από τους φορείς των υποκειμένων και ασφαλώς ανοιχτή σε όλους, χωρίς κανέναν περιορισμό».

Το πρόβλημα της εκπαίδευσης των γηγενών Ελλήνων που κατοικούν εντός της αλβανικής επικράτειας είναι ένα ζήτημα που γεννήθηκε από τα πρώτα χρόνια του βίου του αλβανικού κράτους

Το 2020 ιδρύθηκε Γραφείο Μειονοτικής Εκπαίδευσης μόνο για τους Δήμους των «μειονοτικών ζωνών» της Δερόπολης και της Φοινίκης κατόπιν διαβούλευσης που προκάλεσε το πρώην προεδρείο της ΔΕΕΕΜ Ομόνοια. «Η τότε πρόταση δεν αφορούσε μόνο τα σχολεία των δύο αναγνωρισμένων μειονοτικών δήμων, αλλά όλων των δημοσίων μειονοτικών σχολείων (άλλωστε οι περισσότεροι μαθητές είναι στις πόλεις των Αγίων Σαράντα και του Αργυροκάστρου) και, γιατί όχι, και των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων Κορυτσάς, Χιμάρας και του Αρσακείου Τιράνων», όπως έχει γράψει ο πρώην πρόεδρος της Ομόνοιας Λεωνίδας Παππάς. Η καθήλωση στις μειονοτικές ζώνες είναι ένα γεγονός που το αντιμετωπίζουν προσπάθειες από διάφορες κατευθύνσεις. Αυτές –ουσιαστικά– πιέζουν το ελληνικό κράτος ώστε να ενεργεί σε μια κατεύθυνση αναβάθμισης των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων της Μειονότητας, πάντα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο καλής συγκατοίκησης με το σύνοικο αλβανικό στοιχείο.

* Στον κ. Δημητρόπουλο, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, έχει απαγορευτεί η είσοδος στην Αλβανία από το 2019 χωρίς να του έχει επιδειχθεί το οποιοδήποτε έγγραφο που να αιτιολογεί αυτήν την απαγόρευση…


Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια