Η κλεψιά ή παράδοση ανταρσίας


Στον κόσμο των μεγάλων, η κλεψιά αποτελούσε δομικό συστατικό της κοινωνικής συγκρότησης και του αξιακού συστήματος, ιδίως η ζωοκλοπή στις κτηνοτροφικές κοινότητες.
Εδώ θα σχοληθούμε με την κλεψιά ως "καθ' έξιν" συνήθεια, σχεδόν θεσμική έκφραση στον κόσμο των παιδιών, κατά κανόνα των αγοριών. Θα μπορούσα να μιλήσω για μια "αντιδομή", όχι απλά για "παράδοση ανταρσίας" , αλλά δεν θέλω να μπλέξω με επιστημονικούρες"!

Θα σας μιλήσω, λοιπόν, για πράγματα που έζησα και έκανα ο ίδιος, όσο γίνεται πιο απλά. Παρότι οι γονείς μας και οι δάσκαλοι μας συμβούλευαν και ήταν πολύ αυστηροί με αυτό το θέμα, ίσως επειδή αποτελούσε μάστιγα σε μια κοινωνία που έπρεπε να εκσυγχρονιστεί, να γίνει κανονική, δηλαδή φρόνιμη, εμείς κάναμε ακριβώς το αντίθετο. Κλέβαμε συστηματικά και οργανωμένα. Ποτέ ατομικά, πάντοτε ομαδικά. Οι ομάδες δε είχαν λίγο πολύ σταθερή σύνθεση, μια στοιχειώδη ιεραρχία και κανόνες που θύμιζαν μαφία. Η κοινή καταγωγή, η συγγένεια και η φιλία αποτελούσαν σημαντικά, αν όχι καθοριστικά, κριτήρια για την συγκρότηση μιας τέτοιας ομάδας. Είχαν αυστηρή εσωτερική οργάνωση, μυστικούς κώδικες επικοινωνίας, σχεδόν μια συνθηματική γλώσσα και όρκο πίστης.
Οι κλοπές που κάναμε ήταν συνήθως μικρές, κυρίως φρούτα από ξένες αυλές, περιβόλια, αμπέλια και κήπους. Συχνά, ωστόσο, επιδιδόμασταν και σε πιο σοβαρές και επικίνδυνες επιχειρήσεις.

Να αρχίσω από τα μικρά, τα σχεδόν καθημερινά. Όλα αυτά που θα περιγράψω συνέβαιναν στο Μουσαλάρι. Στο Ντένισκο υπήρχε κοινοκτημοσύνη!
Στο Μουσαλάρι, λοιπόν, οι περισσότεροι γωργοί, που ήσαν κυρίως Γκρέκοι, είχαν στις περιφραγμένες αυλές τους οπωροφόρα δέντρα. Κορομηλιές, μηλιές, ροδιές, αχλαδιές κλπ. Η πιο συνηθισμένη κλοπή ήταν αυτού του είδους και ήταν συνυφασμένη με διάφορες στρατηγικές, πρακτικές και τεχνικές. Μεγαλύτερης κλίμακας και ρίσκου ήταν οι κλοπές στα περιβόλια, στα αμπέλια και στα μποστάνια, στην περιφέρεια του οικισμού. Ροδάκινα, σταφύλια, καρπούζια και πεπόνια. Με τα ροδάκινα το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε ήταν τα ραντίσματα. Αυτά φοβόμασταν περισσότερο. Θυμάμαι μια φορά σε ένα περιβόλι υπήρχε μια φρεσκογραμμένη με λαδομπογιά επιγραφή " ΠΡΟΣΟΧΙ ΔΙΛΙΤΙΡΙΟ". Σταθήκαμε, λοιπόν, πριν κάνουμε γιουρούσι, να αποφασίσουμε εάν όντως ήταν ραντισμένα. Κάναμε μια μικρή σύσκεψη. Κάποια στιγμή ο Τάσιος πετάγεται και λέει: "Ρε μαλάκες, προς Όχι δηλητήριο γράφει". Τον πιστέψαμε και κάναμε ντου...

Με τα καρπούζια το πρόβλημα που είχαμε αφορούσε την ωρίμανση. Για να μην κάνουμε μεγάλη ζημιά στο αφεντικό, είχαμε ένα μαχαιράκι μαζί μας, χαράσαμε ένα τρίγωνο, το βγάζαμε και εάν ήταν άσπρο ή ροζ τα ξαναβάζαμε στη θέση του. Εάν ήταν κόκκινο κόβαμε το καρπούζι, σαν να μας ανήκε!
Οι πιο επικίνδυνες από κάθε άποψη αποστολές ήτα αυτές που θα τις αποκαλούσα "αστικού τύπου", mutatis mutandis! Ήταν κλοπές σε παντοπωλείο. Μικρές αλλά σοβαρές. Θυμάμαι, για παράδειγμα μια περίπτωση στο καφε- παντοπωλείο " τα πράσινα μάτια" στην γειτονιά μας, στη Βρύση του Κουρκούμπα. Συχνά το αφεντικό, ο Γιώργος ο Γκόρτσος, άφηνε την γριά μητέρα του στο μαγαζί. Για μας αυτή ήταν το εύκολο θύμα. Έτσι , λοιπόν, έχοντας άχτι στον ίδιο, διότι ποτέ κανείς δεν κέρδιζε την μπάλα από τα λαχεία που μας πουλούσε και μας ξεπαράδιαζε, μπήκαμε στο παντοπωλείο όλη η ομάδα, τέσσερα πέντε άτομα, και απασχολώντας την γριά, αρπάξαμε όλη την σακούλα με τα λαχεία. Κρυφτήκαμε σε ένα στενό, ανοίξαμε όλα τα λαχεία, ο λαχνός με την μπάλα πουθενά! Είχαμε το θράσος στη συνέχεια να πάμε και να διαμαρτυρηθούμε για την κοροϊδία!

Και κάτι προσωπικό: Ή μάνα μου είχε υποψιαστεί, αν δεν ήταν σίγουρη, για την δράση μου αυτή και προσπάθησε πολλές φορές να με "εξαγοράσει" , λέγοντάς μου ότι δεν μας λείπει τίποτα και ότι μπορούμε να αγοράζουμε τα πάντα... Έλα όμως που το θέμα δεν ήταν αυτό!
Πέρα από όλα τα άλλα τα θεωρητικά που θα μπορούσα να πω τώρα, περί εφηβείας, ομάδας, κοινωνικοποίησης κλπ, για μένα θα ήταν μεγάλη ντροπή να προδώσω τους κλέφτες συντρόφους μου !!!

* Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Δείτε επίσης

Σχόλια