Βούλτα

Κάποιον Ιούλιο τον πέρασα στο Μπουλιαράτι της Δρόπολης για επιτόπια εθνογραφική έρευνα. Γυρνώντας στα καλντερίμια και τα σοκάκια του χωριού έβλεπα παντού στους πέτρινους τοίχους των αυλών και των σπιτιών κολημμένα φρέσκα ή λιγότερ φρέσκα περιττώματα αγελάδων. Ρωτώντας τους χωριανούς, μου είπαν ότι τα λένε «βούλτα» και ότι τα βάζουν εκεί για να ξεραθούν, ώστε να τα έχουν ως καύσιμη ύλη τον χειμώνα. Η θέση του χωριού είναι έτσι κι αλλιώς προσήλια αλλά κατά κανόνα τα έβλεπες σε τοίχους που τους έβλεπε όλη τη μέρα ο ήλιος, ώστε να στεγνώνουν καλά και γρήγορα, προκειμένου στη συνέχεια να τα αποθηκεύσουν. Να πω, επίσης, ότι τα γύρω βουνά στην περιοχή ήταν εντελώς γυμνά, για λόγους που έχουν να κάνουν με την εκμετάλλευσή τους από το καθεστώς ως «ψωμότοπων», δηλαδή καλλιεργημένων εκτάσεων για την παραγωγή σιταριού και όχι μόνο. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε έλλειψη ξυλείας.

Την πρακτική αυτή τη γνώριζα βασικά από τα διαβάσματά μου, αλλά πρώ τη φορά την είχα μπροστά στα μάτια μου. Είναι γνωστό από τη σχετική βιβλιογραφία ότι τα βούλτα και οι βουνιές χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν από πολλούς λαούς ως θερμαντική ύλη, όχι μόνο για το μαγείρεμα αλλά ακόμα και στη σιδηρουργία, μιας και η θερμαντική ικανότητά τους είναι πολύ μεγάλη.

Σε μια κουβέντα για τα παλιά, για τα βιώματά μας, με τον φίλο μου πολιτικό μηχανικό Χρήστο Καπλάνη από το μαστοροχώρι της Κόνιτσας Κάντσικο ( νυν Δροσοπηγή), μου αφηγήθηκε την εμπειρία του με τα βούλτα (έτσι τα λένε και εκεί) τον καιρό του θερισμού. Στο Κάντσικο είχαν κυρίως βόδια, τα οποία χρησιμοποιούσαν και για τις γεωργικές εργασίες. Στο θέρο, λοιπόν, στις διάφορες τοποθεσίες που καλλιεργούσαν σιτηρά είχαν μαζί τους και τα βόδια. Θυμάται ο Χρήστος ότι ακόμα και τις νύχτες που κοιμόντουσαν όλοι κάτω από τα αστέρια σε αυτά τα μέρη, «με την τσίμπλα στο μάτι» γυναίκες και παιδιά ( οι άνδρες κατά κανόνα έλειπαν στο κουρμπέτι, μαστόροι καθώς ήταν) μόλις σήκωναν την ουρά τα βόδια συναγωνίζονταν ποιος ή ποια θα πάει πρώτος ή πρώτη να βάλει τις χούφτες και να πάρει τα βούλτα! Μάλιστα φώναζαν καθώς έτρεχαν «δικό μου», για να το καπαρώσουν! Αυτά τα βούλτα τα χρησιμποιούσαν για τη στεγανοποίηση των πέτρινων αλωνιών, τα οποία βρίσκονται στις άκρες του οικισμού, μπροστά στις καλύβες-αποθήκες, ώστε τα γεννήματα να πηγαίνουν κατευθείαν από το αλώνι μέσα.

Σε άλλα μέρη τα «βούλτα» τα λένε (σ)βουνιές, αλλά γενικά η λέξη (σ)βουνιές χρησιμοποιείται περισσότερο για τα περιττώματα των αλόγων, μουλαριών και γαϊδουριών. Αυτές, τις βουνιές, τις χρησιμοποιούσαν για άλλους σκοπούς. Θυμάμαι τη γιαγιά μου στα δωμάτια που δεν είχαν ξύλινο πάτωμα και στο μαγεριό να χρησιμοποιεί τις βουνιές φρέσκες ανακατωμένες με λίγο χώμα (άργιλο κατά προτίμηση) και νερό και να πασαλείφει το χωμάτινο πάτωμα. Το έκανε κάθε Άνοιξη. Έλεγε μάλιστα ότι αυτή η ύλη έδιωχνε και τα κουνούπια. Ξερές τις βουνιές τις έκαιγαν επίσης για το διώξιμο των κουνουπιών με τον καπνό που αναδυόταν.

Περιττό να αναφέρω ότι τα απομεινάρια αυτών των περιττωμάτων τα έριχναν στα χωράφια και στους κήπους ως λιπαντική ύλη. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο με αυτές τις πρακτικές της βιωματικής ανακύκλωσης και αειφορίας.

Να συμπληρώσω, κάτι που αποτελεί από μόνο του ξεχωριστό κεφάλαιο, ότι τα περιττώματα των αιγοπροβάτων, που λέγονται «κακαράντζες» ή «γκλουβάνια» ( όταν είναι συμπαγή), χρησιμοποιούνται και σήμερα ακόμα σαν λίπασμα, με τους όρους «φουσκί» ή «κοπριά», πωλούνται δε και στα σούπερ μάρκετ.

Για το θέμα αυτό θα γράψω ξεχωριστά.

Πρώτη φωτογραφία του Π. Βοκοτόπουλου

Βασίλης Νιτσιάκος
Kαθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
- Από το βιβλίο ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΘΥΜΆΤΑΙ

Διαβάστε ακόμη

👉Ακολουθήστε μας στο twitter 

Σχόλια