Το ισνάφι

Η πιο σημαντική στιγμή στην κτηνοτροφική ζωή του χωριού μας ήταν το μοίρασμα των βοσκοτόπων τις πρώτες μέρες της ανόδου στα ορεινά από τα χειμαδιά. Τις πρώτες βδομάδες τα κοπάδια έμεναν στη χαμηλή ζώνη τριγύρω από τον οικισμό, ώσπου να καλοκαιριάσει για τα καλά και να ανέβουν στις αλπικές βοσκές. Αυτή η χαμηλή ζώνη λέγεται «λάζινα» και χρησιμοποιείται επίσης και το φθινόπωρο που ο καιρός χαλάει στα αλπικά και φυσικά το χόρτο εξαντλείται.
Να πούμε κατ’ αρχάς, ότι οι βοσκότοποι στο σύνολό τους ανήκουν στην κοινότητα και ότι γενικά δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, παρά μόνο το σπίτι με την αυλή του. Έτσι, η κοινότητα έχει ιστορικά καθιερώσει έναν εθιμικό τρόπο πρόσβασης και νομής των βοσκοτόπων με βάση τη φέρουσα ικανότητα κάθε νομής. Οι βοσκότοποι είναι επακριβώς καθορισμένοι με φυσικά σύνορα ( ρέματα, κορυφές κ.λπ.) και περιέχουν όλα τα απαραίτητα φυσικά στοιχεία (χλωρίδα, ισιώματα, νερά κλπ), για την άνετη διαμονή συγκεκριμένου αριθμού προβάτων για το χρονικό διάστημα που προβλέπεται. Εννοείται ότι όλοι φέρουν τα τοπωνύμιά τους, με τα οποία αναφέρονται σε αυτά κατά τη διαδικασία του μοιράσματος.

Αυτό που στη δική μας τεχνική γλώσσα λέγεται διαδικασία, στο χωριό είναι μια ολόκληρη τελετουργία, ένα έθιμο, μια επιτέλεση με συγκεκριμένη δομή, συγκεκριμένες επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και εκφράσεις, με εντάσεις, συγκρούσεις και φωνασκίες, οι οποίες στο τέλος καταλήγουν σε μια συναίνεση και λύτρωση και βεβαίως ενίσχυση της συνοχής της κοινότητας και συνέχισης της συλλογικής της ύπαρξης.
Να αναφέρω χαρακτηριστικά πως, κάθε φορά που φτάνουν σε αδιάξοδο ή κάποιος εκνευρίζεται (θεωρώντας τον εαυτό του αδικημένο) και κραυγάζει απειλώντας « Μουσιάς!», που σημαίνει ο καθένας να πάει όπου θέλει. Κάτι τέτοιο θα ήταν πράγματι απειλή, διότι θα χαλνούσε την προγονική «τάξη» και θα οδηγούσε σε χαοτική κατάσταση και κυρίως σε διαρκείς συγκρούσεις, καθώς όλα τα κοπάδια θα κινούνταν ελεύθερα σε όλους τους βοσκοτόπους…

Το έθιμο ξεκινά με τον ντελάλη του χωριού να αναγγέλει από το μεσοχώρι το γεγονός. « Ακούστε χωριό…» (στη Βλάχικη γλώσσα). Έτσι, σιγά σιγά αρχίζουν να μαζεύονται όλοι, προκειμένου να ορίσουν ποιος θα πάει που, με βάση τις συντροφιές που έχουν ήδη συγκροτηθεί για συνεργασία τόσο στη βοσκή (σμίξιμο κοπαδιών ανά δύο),όσο και στο άρμεγμα ( κοινή αρμεγή ανα δύο συντροφιές), με σκοπό τη μείωση των αναγκών σε εργατικά χέρια ( οικονομία κλίμακας).
Έχοντας ορισμένη τη φέρουσα ικανότητα κάθε βοσκότοπου, οι ομάδες των συντροφιών «χτυπάνε» ( πλειοδοτούν) από εκεί και πάνω με πόσα πρόβατα επιθυμούν να δοθεί σε αυτές. Η όλη υπόθεση μπορεί να διαρκέσει και μια βδομάδα, εάν δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία. Εάν έστω και μια συντροφιά διαφωνεί, δεν γίνεται. Μέχρι τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας αυτής της εθιμικής πρακτικής στις αρχές της δεκετίας του 1990, προσωπικά δεν θυμάμαι να υπήρξε περίπτωση μη ομόφωνης απόφασης. Παλαιότερα, όταν τα κοπάδια ήταν περισσότερα και το μοίρασμα των βοσκών ήταν πιο δύσκολο, κάθιε φορά που έφταναν σε αδιέξοδο καλούσαν το « ισνάφι». Το ισνάφι ήταν μια επιτροπή γερόντων που απολάμβαναν το γενικό σεβασμό και είχαν κύρος στην κοινότητα. Αυτοί εξέταζαν τα πράγματα και συμβούλευαν με βάση το αίσθημα του δικαίου να ομονοήσουν, να συμφωνήσουν όσοι διαφωνούσαν και έτσι λύνονταν τα προβλήματα. Το « ισνάφι», περιττό να το πω, συγκαλούνταν κάθε φορά που προέκυπταν διαφορές ανάμεσα σε χωριανούς, όχι μόνο στο μοίρασμα των βοσκοτόπων.

Δίχως καμιά διάθεση εξωραϊσμού και εξιδανίκευσης, δύο παρατηρήσεις έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρώτο, το γεγονός της κοινοκτημοσύνης, της απουσίας δηλαδή ατομικής ιδιοκτησίας και, δεύτερο, η λειτουργία του εθιμικού δικαίου με δικλείδες ασφαλείας. Το πρώτο συνδέεται με τον «νομαδο-κτηνοτροφικό τρόπο παραγωγής», όπου απουσιάζει η γεωργία και, κατά συνέπεια, το χωράφι σαν ατομική ιδιοκτησία. Το δεύτερο έχει να κάνει με τη συλλογική οικειοποίση των φυσικών πόρων στη βάση της ισορροπίας ανθρώπων-ζώων-βοσκοτόπων και, οπωσδήποτε, του κοινοτικού πνεύματος, που τρέφεται από την ανάγκη επιβίωσης και αναπαραγωγής του συνόλου της μικρής κοινωνίας και διαρκεί όσο διαρκεί η ίδια η παραγωγική δραστηρίοτητα, ο ιδιος ο τρόπος ζωής.
Εννοείται ότι χρησιμοποίησα «λαογραφικό εναστώτα», διότι αυτή η πρακτική δεν υφίσταται πια, για λόγους που έχουν να κάνουν με τη συρρίκνωση, που τελευταία αγγίζει το τέλος, αυτού του είδους της μετακινούμενης κτηνοτροφίας, αυτού του τρόπου ζωής…

Βασίλης Νιτσιάκος 
Kαθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
- Από το βιβλίο ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΘΥΜΆΤΑΙ 

Διαβάστε ακόμη

👉Ακολουθήστε μας στο twitter 

Σχόλια