Γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος
Ένα καυτό μεσημέρι δέχομαι ένα πικρό τηλεφώνημα. Μας έκλεψαν τα πρόβατα Αλβανοί. Το κοπάδι ολόκληρο. Προσπαθώ αμέσως να επικοινωνήσω με τον τότε περιφερειάρχη, που ήταν και προσωπικός μου φίλος. Ατυχώς το ελικόπτερο είχε βλάβη και δεν μπορούσε να πετάξει. Ξεκινώ για το χωριό. Ούτε που κατάλαβα πώς έφτασα...
Στην αυλή μας κόσμος. Σαν σε κηδεία. Παρηγορούσαν τους γονείς μου. Ο πατέρας σε άθλια κατάσταση. Κίτρινος σαν λεμόνι.
" Πάμε να βρούμε τα πρόβατα", μου λέει με σπασμένη φωνή. Ούτε που το σκέφτομαι. Είδα στα μάτια συγγενών την απορία. Για τον κίνδυνο. Ξεκινάμε. Οι δυο μας. Στο δρόμο βλέποντάς τον ωχρό και με το φόβο μην πάθει κάτι, του λέω να μην στενοχωριέται, γιατί μπορώ να του πάρω εγώ ένα άλλο κοπάδι. Μου απαντά σχεδόν θυμωμένος: "το δικό μου ποιος μου φέρνει. Έχω κι εγώ λεφτά για άλλα..."
Σε όλη τη διαδρομή, ώσπου να φτάσουμε στην Πυρσόγιαννη, επαναλάμβανε διαρκώς το "ωχ λέλε", προσθέτοντας κάθε φορά το όνομα ενός ζώου, " Ωχ λέλε καλέσια μου..." " ωχ λέλε μπούτσικα μου..." " ωχ λέλε κουρνούτα μου"..." ωχ λέλε..."
Φτάνουμε με την ψυχή στο στόμα στην Πυρσόγιαννη. Υπάρχει αστυνομικό φυλάκιο. Οι αστυνομικοί- συνοριοφύλακες που βρήκαμε στην Ποταμιά, στην εθνική οδό, μας είχαν προειδοποιήσει πως απαγορεύεται να προσεγγίσουμε το σύνορο προς το Πληκάτι. Πράγματι, και η αστυνομία αλλά και κάποιοι Πυρσογιαννίτες εκτός της απαγόρευσης μας λένε ότι είναι αποκοτιά να πάμε προς το σύνορο. Θα μας φάνε οι μαφιόζοι...
Απαρηγόρητος ο πατέρας. Μέσα μου έλεγα " πάει τον χάνω"... Επιστρέφουμε άπραγοι. Θρήνος. Αναστεναγμοί. Ονόματα προβάτων αλλά και γιδιών. " Ωχ λέλε..."
Στο σπίτι τις δύο επόμενες μέρες κηδεία και κάτι χειρότερο. Τη μέρα όλο και κοιτούσαμε προς τη στάνη μήπως γίνει κανένα θαύμα....Ο Αλβανός βοσκός είχε έρθει στο χωριό με σκισμένα ρούχα και κλαίγοντας είπε πως τον έδειραν και του πήραν το κοπάδι....Τον πλήρωσε ο πατέρας και του είπε να φύγει...Οι υποθέσεις έδιναν και έπαιρναν. Με κυριότερη ότι ο ίδιος συνεργάστηκε στην κλοπή...
Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν, την τρίτη μερα, ως εκ θαύματος είδαμε κοντά στη στάνη ένα κοπάδι να κατηφορίζει. Φαινόταν μικρότερο αλλά ο πατέρας που το αναγνώριζε από χιλιόμετρα μακριά άλλαξε χρώμα. Στο πρόσωπό του είδα ξανά κάτι από το γνωστό φως...
Δίχως δεύτερη κουβέντα, παίρνουμε τον ανήφορο. Φτερά στα πόδια, κομμένη η ανάσα. Είναι το κοπάδι μας. Λειψό ωστόσο.
Τι έχει συμβεί; Αυτό που ήλπιζε κρυφά ο πατέρας. Το μεγάλο μέρος των προβάτων ήταν γκαστρωμένα και δεν μπόρεσαν και μέσα στην κάψα του καλοκαιριού να τα οδηγήσουν στην Αλβανία. Τα εγκατέλειψαν στο δάσος, παίρνοντας τα 15 γίδια και τα νέα πρόβατα, τα ζυγούρια και κάποια μλιώρια, που μπορούσαν να κάνουν όλη αυτή την πορεία. Εν ολίγοις, πήραν το ένα τρίτο σχεδόν του συνόλου των ζώων. Σώθηκε ο πατέρας λέω μέσα μου. " Θα τα κάνω ξανά 300 και μετά θα βγω στη σύνταξη ", μου κάνει. Ξέρω ότι είναι θέμα τιμής για εκείνον. " Όπως νομίζεις", του απαντώ...
Έτσι και έγινε, Τα έκανε ξανά 300 και βγήκε στη σύνταξη περήφανος και τιμημένος!
Επίλογος: χρόνια μετά η μάνα παρακολουθούσε ένα ντοκιμαντέρ για την Κορυτσά στην τηλεόραση. Ξαφνικά άρχισε να φωνάζει: "ελάτε, ελάτε! Οι γίδες μας! Να η μαυροκέφαλη, να και η κόρμπα...!"
* Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών