Νερά, σύνορα, μνήμες

Γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος

Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας πήραμε μαζί μας και το Χρίστο, για να πάμε στο παζάρι της Κλεισούρας (Këlsyrë). O δρόμος συνεχίζει από την Πρεμετή παράλληλα προς τον Αώο. Σκέφτομαι, καθώς οδηγώ, αυτό το ποτάμι. Ξεκινά κάπου κοντά στο Μέτσοβο ως Bëiasa των Βλάχων (μάλιστα έχει δώσει το όνομά του και σ’ ένα από τα Βλαχοχώρια, που είναι χτισμένο πάνω στις όχθες του και χωρίζεται σε δύο μαχαλάδες που ενώνονται με ένα πανέμορφο πέτρινο γεφύρι, Bëiasa στα βλάχικα και Βωβούσα στα ελληνικά), περνά στην άκρη της Κόνιτσας, όπου κι άλλο θαυμαστό γεφύρι, διαρρέει τον κάμπο της, για να πάρει κοντά στα ελληνο-αλβανικά σύνορα μαζί του το Βοϊδομάτη, που έρχεται από το Ζαγόρι, και το Σαραντάπορο, που έρχεται από το Γράμμο, και να διασχίσει το σύνορο μπαίνοντας στην Αλβανία. Εδώ θα συνεχίσει την πορεία του στα ριζά της Νεμέρτσικας μέχρι την Κλεισούρα, όπου θα εισέλθει στα στενά της (Gryka e Këlsyrës), για να βγει κοντά στο Τεπελένι, να πάρει και το Δρίνο, που έρχεται απ’ τη Δρόπολη, και να χυθεί στην Αδριατική. ΄Ενα ποτάμι με δικό του ιδιαίτερο οικοσύστημα αλλά κι ένα ποτάμι «πολυπολιτισμικό». Ακούει στο πέρασμά του διαφορετικές γλώσσες, βλέπει διαφορετικά «ζακόνια», διαμορφώνοντας ωστόσο με τον τρόπο του και μια ενότητα μέσα από τις διαφορές. Στη μουσική, για παράδειγμα αυτή η ενότητα είναι αρκετά εμφανής. Είναι ενδιαφέρον να πάρει κανείς με τη σειρά τα χωριά και τις πόλεις που είναι χτισμένα πάνω και δίπλα στον Αώο για ν’ ακούσει τις μουσικές τους. Είναι μια υπόθεση εργασίας που συζητάμε με Αλβανούς συναδέλφους, προετοιμάζοντας ένα κοινό πρόγραμμα καταγραφών με σκοπό τη συγκριτική προσέγγιση: «Μουσικές του Αώου», το έχουμε βαφτίσει και κάθε φορά που προφέρω τη φράση είναι σαν να με πλημμυρίζουν συγκαθιστοί βλάχικοι, γκάιντες μαστοροχωρίτικες, κολωνιάρικα και πρεμετάτικα καγκέλια, όλα σε μια εξαίσια αρμονία που πάει του ποταμού…

Σκέφτομαι το ποτάμι σαν δρόμο. Σαν δρόμο των ανθρώπων και των πολιτισμών. Σαν δρόμο που τέμνει τα σύνορα που χαράσσουν οι πολιτικές εξουσίες. Σαν δρόμο που ενώνει και γεφυρώνει διαφορές. ΄Αλλωστε, οι πραγματικοί δρόμοι έχουν χαραχτεί στα χνάρια του. Σκέφτομαι και τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους που ακολουθούν την πορεία του, κατεβαίνοντας από τα βουνά στα χειμαδιά και αντίστροφα. Τους συναντά κανείς ακόμα φθινόπωρο και άνοιξη να κατεβαίνουν και να ανεβαίνουν στο Γράμμο, από τα πεδινά και τα παράλια της χώρας. Τους συνάντησα κι εγώ πρόσφατα δίπλα στο ποτάμι, πριν το διασχίσουν για να περάσουν τη Νεμέρτσικα και να πάρουν το δρόμο για τους Αγίους Σαράντα. Τους συνάντησα όμως και πάνω στα λιβάδια του Γράμμου, δίπλα στη δρακόλιμνη Γκιζντόβα, που βρίσκεται ακριβώς πάνω στο σύνορο. Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια που φάγαμε ψωμί με έναν Αλβανό βοσκό ακριβώς δίπλα στη λίμνη.

Θυμάμαι όμως και το δέος με το οποίο κοιτούσα προς τα μέρη της Αλβανίας, όταν παιδί ακόμα έβγαινα με το κοπάδι του πατέρα μου στις βουνοκορφές από όπου φαινόταν αλβανικά χωριά. Ούτε εμείς ούτε αυτοί πλησιάζαμε στο σύνορο. Είχα μέσα μου πλάσει τους Αλβανούς σαν πολύ παράξενους και εξωτικούς ανθρώπους. ΄Ακουγα ιστορίες μεγαλύτερων ανθρώπων που μολογούσαν ότι πιάσανε κουβέντα στο σύνορο με Αλβανούς και ανατρίχιαζα. Κάποιοι λέγανε ιστορίες για συνομιλίες από μακριά με Βλάχους τσομπαναραίους. Πολλοί χωριανοί μου μιλάνε αλβανικά, καθώς βρέθηκαν για πολλά χρόνια στην Αλβανία σαν πολιτικοί πρόσφυγες μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Αρκετοί φίλοι μου έχουν γεννηθεί στην Αλβανία. ΄Ολους αυτούς τους λέγαμε «Αλβανούς», μέχρι που ήρθαν οι πραγματικοί Αλβανοί μετά το 1990 και πια αυτό έχει αλλάξει.

Θυμάμαι ακόμα πως προβληματιζόμουνα τότε με παιδική αφέλεια γύρω από αυτά τα θέματα. Γιατί να χωρίζονται έτσι οι άνθρωποι; Πως γίνεται άνθρωποι που μιλάνε την ίδια γλώσσα να ανήκουν σε διαφορετικά κράτη;

΄Ερχονται στο νου μου και οι ιστορίες της γιαγιάς μου για την Κορυτσά (Korcë). Η Κορυτσά ήταν το εμπορικό κέντρο της περιοχής μας, το παζάρι. Εκεί πήγαιναν πριν τον πόλεμο για τα ψώνια τους. Υπήρχε μονοπάτι που διέσχιζε το Γράμμο και έβγαζε κατ’ ευθείαν στην Κορυτσά μέσω του χωριού ΄Αρζα (Arrëz). Σκέφτομαι όλα αυτά και νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που τώρα μπορώ να τα ερμηνεύω, να δίνω απαντήσεις σε ό,τι παλιά φάνταζε μέσα μου παράξενο ή παράλογο. Αισθάνομαι και ένα είδος δικαίωσης για την επιλογή του συγκεκριμένου κλάδου που σπούδασα. Ωστόσο, με «ταλαιπωρεί» διαρκώς η αναζήτηση της ισορροπίας ανάμεσα στα συναισθήματα και την τάση μου να θεωρητικοποιώ τις διάφορες καταστάσεις. Πώς μπορεί κανείς να ελέγχει τον ψυχικό του κόσμο δίχως να καταντά ένας εντελώς αποστασιοποιημένος αναλυτής και από την άλλη να αναλύει και να κάνει θεωρητικές αναγωγές δίχως να αποστεώνεται συναισθηματικά;

Με παίρνουν τα νερά, με πάνε στις πηγές τους. Μέσω του Σαραντάπορου ανεβαίνω στις νερομάνες του Γράμμου. Με τα νερά ορίζονται και τα σύνορα στα βουνά. Μια κορυφογραμμή γίνεται όριο και όπως πάνε τα νερά χωρίζονται κατά κανόνα οι περιοχές, σε οποιαδήποτε διοικητική ή πολιτική τους εκδοχή. Στην κορυφογραμμή του Γράμμου ό,τι βρίσκεται ανατολικά είναι Ελλάδα και ό,τι δυτικά Αλβανία. Σκέφτομαι τη δρακόλιμνη Γκιζντόβα που βρίσκεται δίπλα στην οριογραμμή, στο μέρος της Ελλάδας. Στο δέος που προκαλούν έτσι κι αλλιώς όλοι ο μύθοι, οι θρύλοι και οι παραδόσεις με τις οποίες είναι συνυφασμένη στη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων της περιοχής προστίθεται και η επικινδυνότητα του ορίου. Μια στοιχειωμένη λίμνη πάνω στο εθνικό σύνορο. Το στοιχειό που την κατοικεί δεν βαστάει απλά τον τόπο. Προστατεύει τρόπον τινά και την πατρίδα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο το στοιχειό από προστάτης της τοπικής μετατρέπεται σε προστάτη της εθνικής πατρίδας μετά την χάραξη και την επιβολή του εθνικού συνόρου. Το στοιχειό έχει «εθνικοποιηθεί». Σύμφωνα με την προφορική παράδοση του χωριού μου, όταν κάποτε οι Αλβανοί προσπάθησαν να φέρουν τη λίμνη στη δική τους επικράτεια, δηλ. να την πάνε λίγα μέτρα δυτικότερα, πνίγηκαν. Τους τιμώρησε το στοιχειό.

Να η δυναμική των τοπικών παραδόσεων, των μύθων. Πώς προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Πώς ενσωματώνουν νέες ιδεολογίες και πώς αποτυπώνουν την εσωτερίκευσή τους εκ μέρους των τοπικών κοινωνιών. Ένα όριο που πριν ήταν απλά φυσικό-τοπικό πολιτικοποιείται καθώς γίνεται εθνικό σύνορο. Οι τοπικοί πληθυσμοί δεν το εσωτερικεύουν με το χρόνο απλά ως τέτοιο αλλά το ζουν και ως μια έμπρακτη απαγόρευση. Οι κτηνοτρόφοι, παραδείγματος χάριν, που παλιά πήγαιναν να ξεχειμάσουν στην Αυλώνα ή στους Αγίους Σαράντα, απλά τώρα πια δεν μπορούν να το κάνουν, γιατί εκεί είναι άλλη εθνική επικράτεια. Οι σχέσεις μεταξύ των περιοχών εκατέρωθεν της κορυφογραμμής διακόπτονται απόλυτα και με έναν ιδιαίτερα βίαιο τρόπο μετά την επιβολή του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία και απαγορεύεται οποιαδήποτε επαφή, μέχρι το 1990 που καταρρέει αυτό το καθεστώς. Τότε, η ενεργοποίηση των παλιών σχέσεων γίνεται με τον τρόπο που γνωρίζουμε και που θα έχουμε την ευκαιρία να σχολιάσουμε σε πολλά σημεία αυτού του βιβλίου και βεβαίως αυτές είναι πια σχέσεις δι-εθνικές (transnational) και όχι δια-τοπικές, δια-κοινοτικές ή δι-εθνοτικές (transethnic), όπως ήταν πριν τη χάραξη των εθνικών συνόρων. Η ιδέα της μετατροπής δια-τοπικών σε δι-εθνικές σχέσεις, των δια-τοπικών δικτύων σε δι-εθνικά με απασχολεί ιδιαίτερα. Οι περιοχές της Κόνιτσας και της Πρεμετής αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα μελέτης. ΄Εχουμε ήδη δημοσιεύσει σχετικά με τον συνεργάτη μου Κώστα Μάντζο, αλλά η βαθύτερη γνώση των πραγμάτων οδηγεί σε νέα ερωτήματα και νέους προβληματισμούς. Θα τα δούμε κι αυτά στη συνέχεια. Μ’ όλες αυτές τις σκέψεις φτάνουμε στην είσοδο της πόλης της Κλεισούρας.

(Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ, 2010, εκδ. Οδυσσέας)
Φωτο: Λίμνη Γκιζντόβα στον Γράμμο

* Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Σχετικές Δημοσιεύσεις

Σχόλια