Μετάβαση

Ο θείος μου ο Τάκης, ο μεγάλος αδερφός του πατέρα μου, ήταν η αδυναμία μου. Κι αυτός με αγαπούσε κάπως ιδιαίτερα, δεν μπορώ να πω! Μού δινε πάντα συμβουλές, παίρνοντας ένα σοβαρό και στοχαστικό ύφος. Είναι αλήθεια, είχε μια τάση να φιλοσοφεί, θυμόσοφος. Κι εγώ τον άκουγα. Τον άκουγα προσεκτικά. Θυμάμαι κάμποσες από τις παροιμίες ή τα δικά του αποφθέγματα. Όπως "ώσπου να σκεφτεί ο λογικός, πέρασε ο παλαβός" ή "όπου πας να γίνεσαι απαραίτητος". Του άρεσε πολύ να λέει και ιστορίες. Να αφηγείται. Θυμάμαι στην καλύβα στη Χούνη, όταν τρώγαμε όλοι μαζί βρασμένο γάλα στο κακάβι γύρω από τη φωτιά. Είχαμε μια τσιουμπάνα (ξύλινο κουτάλι)- δεν κατάλαβα ποτέ, αλήθεια γιατί είχαμε μόνο ένα- και παίρναμε με τη σειρά τέσσερις πέντε νοματαίοι από μια κουταλιά. Όταν ερχόταν η σειρά του, έπαιρνε με το κουτάλι καθώς έλεγε ιστορίες, το έφερνε μπρος στο στόμα του, όπου έμενε ώσπου να ολοκληρώσει το επεισόδιο. Εμείς οι υπόλοιποι περιμέναμε με ανοιχτό το στόμα....

Τον θυμάμαι, πολύ έντονα, να σηκώνεται τη νύχτα να βγαίνει από την καλύβα, για να δεί την ώρα από τη θέση του φεγγαριού, για να αρμέξουμε. Είχε πρόβλημα και αγχωνόταν, όταν είχε πυκνή συννεφιά...

Αυτός ο θείος μου, λοιπόν, ακολουθώντας την επιθυμία του γιου του, του Θόδωρου, που σπούδασε γεωπόνος και ειδικεύτηκε στην Ολλανδία στην πτηνοτροφία, εγκαταστάθηκε στα Γιάννινα, αφού πούλησε το κοπάδι, προκειμένου να στηρίξει τον γιο του που "άνοιγε" επιχείρηση. Νοίκιασαν διαμέρισμα στα Γιάννινα. Έλα που θείος δεν μπορούσε με τίποτα να προσαρμοστεί. Πέρα από το ότι έκανε συνέχεια γκάφες, στενοχωριόταν στην κλεισούρα της πόλης. Τον έσωσε το γεγονός ότι δίπλα στα εκκολαπτήρια και τα πρώτα κοτέτσια που έκανε ο Θόδωρος, έχτισε κι ένα σπιτάκι, για τους εργάτες. Βρήκε την υγειά του ο μπάρμπα Τάκης. Εκεί πέρναγε τη ζωή του, βοηθώντας κιόλας τα μέγιστα τον γιο του. Στην πόλη δύσκολα γύρναγε. Τον θυμάμαι πάντα κινητικό να φροντίζει για τα πάντα...

Τα χρόνια πέρασαν, η επιχείρηση μεγάλωσε. Έφερε κι άλλες επιχειρήσεις. Εργοστάσιο ζωοτροφών, ξενοδοχεία και πάει λέγοντας. Ο θείος και θεία μαζί σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή τους. Κυρίως στη νοοτροπία, στο ήθος τους. Συνέχιζαν τη λιτή ζωή την οικονομία όπως τα προηγούμενα χρόνια, που ήταν δύσκολα, Θυμάμαι τον θείο να μαζεύει σπυρί σπυρί το καλαμπόκι να μην πάει χαμένο. Να μαλώνει τον γιο του για σπατάλες. Τη θεία μου να μαζεύει αυγά, που αλλιώς θα πήγαιναν χαμένα, και να τα πουλάει σε ζαχαροπλαστεία η ίδια. Σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Ο γιος είχε γίνει μεγάλος και τρανός και αυτοί μένανε όπως ήταν. Σαν να μην τους αφορούσε. Η θεία, έχοντας χάσει και τον γιο της τον Κώστα νέο, μοίραζε συχνά αυγά και κοτόπουλα για την συγχώρεσή του. Αυτή ήταν ίσως η μόνη "σπατάλη" που έκαναν. Και δεν ήταν βέβαια σπατάλη, γιατί εντασσόταν στον δικό τους ηθικό σύμπαν, στο σύμπαν της δικής τους οικονομικής λογικής, που ήταν ηθική και ανθρώπινη. Δυο κόσμοι σε ένα σπίτι. Από τη μια ο νέος θαυμαστός κόσμος του καπιταλισμού και από την άλλη ο κόσμος της αυτάρκειας. Από τη μια ο κόσμος της παραγωγής ανταλλακτικών αξιών και από την άλλη αυτός της παραγωγής αξιών χρήσης. Από τη μια ο κόσμος της ελεύθερης αγοράς, της συσσώρευσης και της ανέλιξης και από την άλλη της επιβίωσης, της εξοικονόμησης, της αυτοσυντήρησης. Μαζί, στην ίδια οικογένεια...

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα εγκαίνια του πρώτου ξενοδοχείου. Στην Κέρκυρα. Καλεσμένος πολύς κόσμος. Εδέσματα, ποτά, μουσικές, φώτα, κροτίδες...Καλεσμένοι να τρωγοπίνουν, να χορεύουν, να πέφτουν και στην πισίνα. Τέλη Ιουνίου. Εγώ με τον θείο κάπου απόμερα. Να μου λέει και να ακούω ιστορίες, Σαν αυτές που έλεγε τότε στην καλύβα στη Χούνη..

Κάποια στιγμή σταματάει και μου λέει με νόημα: " κάνει κρυότι, ανηψιέ, κρυότι". Η θερμοκρασία ήταν γύρω στους 23 βαθμούς κελσίου.

Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαβάστε ακόμη:



Σχόλια