Ντέν(ιτ)σκο και Κάν(τσι)κο


Το χωριό μας δεν είχε και πολλές σχέσεις με τα κοντινά χωριά τα λεγόμενα Μαστοροχώρια. Βασικός λόγος η εποχική διαμονή αλλά και η δυσκολίες επικοινωνίας. Είχαμε σχέσεις με το Πληκάτι, που βρίσκεται δυτικά, λόγω των παραγωγικών σχέσεων ανταλλαγής, που επισφραγίστηκαν με μια συλλογική κουμπαριά ( αλληλοαποκαλούμαστε " κουμπάροι"), και με το Λούψ(ι)κο, ανατολικά, λόγω του ότι βρισκόταν πάνω στη στράτα για τα χειμαδιά (όπως και το Μπουρμπισκό) και είχαμε διαφορές δοσοληψίες και αμοιβαίες διευκολύνσεις, εξυπηρετήσει κ.λπ.

Με το Κάνσκο, όσο θυμάμαι, δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις, καθώς οι δρόμοι μας δεν συναντιούνταν, είναι στην άλλη πλευρά του Σαραντάπορου. Είχαμε, ωστόσο, σχέσεις με το Κεράσοβο, λόγω των καλών νεροτριβιών και μαντανιών που είχαν εκεί. Πήγαιναν, λοιπόν, οι χωριανοί, εκεί για να κάνουν τις φλοκάτες ακολουθώντας το μονοπάτι κατά μήκος του ποταμού, όπως είναι χαραγμένη σήμερα η εθνική οδός Κοζάνης-Ιωαννίνων.
Εκεί πήγαιναν και οι γονείς μου κάθε Σεπτέμβρη πριν το παζάρι της Κόνιτσας για να κάνουν τις φλοκάτες και στη συνέχεια να τις πάνε για πούλημα στο παζάρι. Μια από αυτές τις φορές ( δεκαετία του 1970) αποφάσισαν στην επιστροφή να "κόψουν δρόμο" και να ακολουθήσουν ένα παλιό μονοπάτι μέσω του Κάνσκου συντομεύουντας τη διαδρομή κατά δύο ώρες, από πέντε σε τρεις. Κι αυτό κυρίως γιατί είχαν αργήσει και θα τους εύρισκε η νύχτα.

Ξεκίνησαν, λοιπόν, με τα τρία άλογα και φορτωμένες τις βελέντζες. Στο δρόμο κι ενώ έπεφτε του σούρουπο τους πιάνει μια καταρακτώδης βροχή. Έπεσε μετά και βαθύ σκοτάδι. Ήταν αδύνατο να διακρίνουν το μονοπάτι. Ο πατέρας έχοντας την πείρα και την εμπιστοσύνη στη φοράδα μας, την Μπρούμα ( το όνομα από το χρώμα της καφέ με άσπρες τρίχες, μπρούμα στη Βλαχική σημαίνει πάχνη), πρότεινε να αφήσουν ελεύθερη μπροστά τη Μπρούμα, με τη σιγουριά ότι θα τους οδηγούσε αλάνθαστα στο Κάνσκο. Αυτό και έγινε. Κακήν κακώς έφτασαν στο χωριό αργά τη νύχτα μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο...

Εκεί αποφασίζουν να χτυπήσουν μια πόρτα. Τους ανοίγει μια γυναίκα. Ρωτάνε αν μπορούν να περάσουν τη νύχτα στη βεράντα. " Περάστε μέσα ", τους λέει, " έξω θα σας αφήσουμε; Είσαστε μούσκεμα"! Τους έβαλε μέσα στο σπίτι, τους έδωσε στεγνά ρούχα, ξεφόρτωσαν τις βελέντζες κι έδεσαν τα άλογα στην αυλή.
Την άλλη μέρα το πρωί γνωρίστηκαν. Κουβέντα την κουβέντα, ανέφεραν ότι στο χωριό εκείνη τη μέρα είχαν μια εκδήλωση τιμής για τον ευεργέτη Λύτρα και πρότειναν στους γονείς μου να μείνουν για να πουλήσουν εκεί τις βελέντζες, καθώς θα είχε πολύ κόσμο. Έτσι και έγινε. Τις άπλωσαν στην πλατεία και μια με την άλλη πουλήθηκαν όλες. Για όσους δεν είχαν χρήματα είπαν να τα μαζέψει η κυρία που τους φιλοξένησε και να τους τα στείλει. Οι δικοί μου της δώρισαν ένα ωραίο πατάκι και αργότερα της έστειλαν και μια ούρδα δικής μας παραγωγής. Όλα έγιναν όπως έπρεπε.

Οι δικοί δεν ξέχασαν ποτέ το καλό που τους έκαναν αυτοί οι άνθρωποι και πάντα μας έλεγαν τι καλό κόσμο έχει το Κάνσκο. Σήμερα που πήγαινα στο Ντένσκο, η μάνα για πολλοστή φορά μου είπε αυτή την ιστορία...Κλείνοντας αναρωτήθηκε: " να ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Δεν θυμάμαι το παρόνομα. Ήταν άκληροι. Δεν ρωτάς κανέναν φίλο σου;"

Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαβάστε ακόμη:

👉Ακολουθήστε μας στο facebook, κάνοντας like στη σελίδα Αγναντεύοντας για να βλέπετε πρώτοι τις δημοσιεύσεις μας

Σχόλια