Τα θύματα βίας και οι ανύπαρκτες εφεδρείες του κράτους δικαίου

Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου

Το ότι ο ανθρωπισμός στην Ελλάδα είναι μια φθίνουσα νοσταλγία όπως ο Ελληνισμός της εποχής που αποτελούσε έμπνευση για τη Δύση, έχει επιβεβαιωθεί πολλάκις μέσα στον χρόνο σαν ατομικό και συλλογικό βίωμα.
Έχει επιβεβαιωθεί απ' όταν άρχισαν να γίνονται εμφανή τα συμπτώματα διάλυσης του κοινωνικού μας ιστού και να ελαττώνεται δραματικά το είδος των ανθρώπων στον δημόσιο χώρο οι οποίοι είναι τίμιοι και δεν κρύβουν ιδιοτέλεια πίσω από τη φροντίδα για τα κοινά και τη διεκδίκηση της εξουσίας.

Ιδιοτέλεια που, στην περίπτωση εκείνων οι οποίοι λειτουργούν συμφεροντολογικά, περνάει απαρατήρητη πίσω απ' το lifestyle της επικοινωνίας και τις φαντασιώσεις γκλαμουριάς και ισχύος τους. Φαντασιώσεις που εκτρέφουν τον ναρκισσισμό τους.
Έναν ναρκισσισμό ο οποίος, σε επίπεδο άσκησης αξιώματος, ταυτίζεται με την κατάχρηση της εξουσίας, την παραποίηση της αλήθειας και τους μειωμένους ηθικούς φραγμούς. Αποτέλεσμα αυτών είναι ο καταιγιστικός ρυθμός κλιμάκωσης της διαφθοράς και η κακή διαχείριση του δημοσίου χρήματος.

Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν με εύγλωττο τρόπο ότι πέρασε ανεπιστρεπτί η εικόνα της ελληνικής Πολιτείας στο μακρινό παρελθόν που παρέπεμπε σε κράτος δικαίου και πλατωνικό ''Παιδαγωγείον''. ''Παιδαγωγείο'' με πολιτικούς οι οποίοι -- χάρη στην ταπεινότητα και την ανιδιοτέλειά τους -- έδιναν το παράδειγμα της αλληλεγγύης του ελληνικού κράτους προς τους στερημένους και αναξιοπαθούντες πολίτες του.
Μακρινές και απίστευτες συμπεριφορές, σε βαθμό που μοιάζουν ασύμβατες με την εποχή μας. Εποχή κατά την οποία καλλιεργήθηκε ως κανόνας η υπέρμετρη αύξηση των υλικών αναγκών (η ''ευζωία'' με δανεικά είλκυε πάντα τους Έλληνες και δη τους πολιτικούς μας), για να καλυφθεί η εσωτερική φτώχεια του κόσμου.

Η φτώχεια του κόσμου και η ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να σταθούν αρωγοί του και να ανταποκριθούν στο χρόνιο αίτημά του για δίκαιο και θεσμικά λειτουργικό κράτος. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτό, ευνόητο είναι να κυριαρχεί στον εργασιακό χώρο ο νόμος της ζούγκλας και της αδικίας λόγω αναξιοκρατίας (σ.σ ο ένας στους δύο Έλληνες εργαζόμενους εργάζεται σε δουλειά κατώτερη των προσόντων του).
Ευνόητο είναι, επίσης, να εμφανίζονται ολοένα και πιο συχνά στην ελληνική κοινωνία φαινόμενα βίας και παραβατικότητας με εγκληματικές καταλήξεις και πρωταγωνιστές νεαρά ή μεγαλύτερης ηλικίας άτομα που ανήκουν στην πλειοψηφία τους στο ''ισχυρό'' φύλο, το οποίο εξακολουθεί δυστυχώς να μεγαλώνει στις ελληνικές οικογένειες με αναχρονιστικά, ρατσιστικά στερεότυπα υπεροχής του έναντι του γυναικείου.

Οι κοινωνικές νόρμες, οι προσδοκίες της κοινωνίας και τα στερεότυπα που συνοδεύουν το βιολογικό μας φύλο επιτάσσουν και στον 21ο αιώνα ακόμα την υποταγή του ''ασθενούς'' στον συμβιβασμό και την παθητικότητα απ' την εφηβική ηλικία.
Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται, δυστυχώς, η αρρωστημένη εντύπωση στα αγόρια ότι οι γυναίκες γίνονται θελκτικές όταν είναι υποταγμένες στον άντρα. Όταν υπακούουν στον νόμο του άντρα-αφέντη , δηλαδή...

Οι κοινωνικές περιπτώσεις κακοποιημένων γυναικών που αντιστρέφουν τον κανόνα και παρουσιάζουν οι ίδιες αποκλίνουσα συμπεριφορά προβαίνοντας σε πράξεις αντεκδίκησης προς τον σύζυγο/σύντροφο που τις κακοποίησε είναι, ασφαλώς, εξαιρέσεις.
Στην πλειοψηφία τους οι γυναίκες είναι τα μόνιμα θύματα βίας στην Ελλάδα και περνούν από φάσεις ''μαθημένης αδράνειας'', προκειμένου να προστατέψουν τη ζωή τους από τους βίαιους συντρόφους τους, οι οποίοι αναπτύσσουν γι' αυτές θανατηφόρα συναισθήματα ζήλιας, στις περιπτώσεις κυρίως που είτε ηλικιακά είτε μορφωτικά ή κοινωνικά το επίπεδο των γυναικών είναι υψηλότερο από το δικό τους.

Φυσικά η κακοποίηση των γυναικών δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά ένα εξελισσόμενο σε φάσεις με πολλές διακυμάνσεις και δευτερεύοντες παράγοντες που την τροφοδοτούν, όπως η κληρονομική προδιάθεση του άντρα που αδυνατεί να ελέγξει το θυμό και τα ξεσπάσματα βίας του ή ο παράγων της αθεΐας ο οποίος τον κάνει αδίστακτο, αποξενωμένο απ' τη δύναμη της αγάπης και έρμαιο της εκδικητικότητας και του εγωισμού του.
Κοντά σ' αυτούς τους κακοποιητές και συχνά δολοφόνους γυναικών, είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεριλάβουμε και εκείνους οι οποίοι κυκλοφορούν ανενόχλητοι (αν και αποπλανητές ανηλίκων) επωφελούμενοι της κατάργησης του β' μέρος της παραγράφου 1 του άρθρου 347 του Ποινικού Κώδικα για τους παιδεραστές (βλ. τροπολογία-πρόταση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ Κατριβάνου, Δουζίνα, Καββαδία, Καραγιαννίδη και Ψυχογιού, 2016), με τη δικαιολογία ότι ήταν ''απαρχαιωμένο'' και... στιγμάτιζε ποινικά αυτήν την κατηγορία των ατόμων διαιωνίζοντας τις... διακρίσεις και τον ρατσισμό σε βάρος τους.

Σε κάθε περίπτωση, για να καταλήξω, Πολιτεία και Δικαιοσύνη διολισθαίνουν επικίνδυνα αφήνοντας να αυξάνεται δραματικά ο αριθμός των ''γυναικοκτονιών'' και των κακοποιημένων και αδικαίωτων πολιτών του ελληνικού κράτους, αφού τα ισόβια για τους δολοφόνους ποτέ δεν είναι ισόβια και οι ένοχοι τα γλιτώνουν με κοινωνική εργασία.
Αλλά και στην περίπτωση των διαφθορέων (βιαστών σωμάτων και ψυχών) οι εφεδρείες του κράτους δικαίου είναι ανύπαρκτες, αφού οι ποινές που τους επιβάλλονται είναι επιεικείς, αν και οι πράξεις τους προσβάλλουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, ισοδύναμα (ειδικά στην περίπτωση της παιδεραστίας) με εγκληματική πράξη.

Όσο για τη στάση των ΜΜΕ απέναντι στις αμέτρητες σιωπές των θυμάτων, η τυφλή κρίση τους κρίνεται. Η διαπλοκή πολλών εξ αυτών με ποικιλώνυμα συμφέροντα τα αναγκάζει να κρατούν χαμηλούς τόνους με την ανοχή να φτάνει στα ύψη για τους δολοφόνους και διαφθορείς και με διάθεση συμπαράστασης προς τα θύματα γύρω ή κάτω από το μηδέν της κοινωνικής τους ευαισθησίας ...

Σχετικές Δημοσιεύσεις

Σχόλια