Αλλάζει τον πόλεμο η προσάρτηση – Το δίλημμα του Κιέβου

Γράφει ο Σταύρος Λυγερός

Στις 16 Σεπτεμβρίου, μερικές ημέρες πριν ο Πούτιν κηρύξει μερική επιστράτευση και προαναγγείλει την προσάρτηση, είχα δημοσιεύσει άρθρο με τίτλο “Μπορούν οι Ρώσοι να νικήσουν στην Ουκρανία;“, το οποίο άρχισε ως εξής: «Η τακτικού χαρακτήρα ήττα που υπέστησαν οι Ρώσοι στην περιοχή του Χαρκόβου επαναφέρει κρίσιμα ερωτήματα που εξαρχής αιωρούνται. Αυτές είναι όλες κι όλες οι δυνατότητες της ρωσικής στρατιωτικής μηχανής; Γιατί, ενώ υπάρχουν, ο Πούτιν δεν στέλνει πρόσθετες δυνάμεις στην Ουκρανία; Πρόκειται για “αυτοκτονική” ανικανότητα, ή υπάρχει άλλη πολιτική σκοπιμότητα;» Το πρόβλημα της Μόσχας εξαρχής ήταν ότι «οι ρωσικές δυνάμεις που εισέβαλαν στην Ουκρανία ήταν ολιγάριθμες για το μέγεθος της χώρας και για τα πολλά μέτωπα που άνοιξαν οι Ρώσοι».
Αλλά και μετά την αποτυχία τους στην πρώτη φάση του πολέμου, η ενίσχυσή τους ήταν και πάλι μικρή για το μέγεθος της αποστολής. Σε άρθρο μου που δημοσιεύθηκε μόλις τρεις ημέρες μετά την εισβολή (27-2-2022) με τίτλο “Η ‘ήπια’ εισβολή σκόνταψε, μονόδρομος για τον Πούτιν η κλιμάκωση” είχα προβλέψει την αποτυχία της πρώτης φάσης: «Το αρχικό σχέδιο των Ρώσων, όμως, σκόνταψε στην αντίσταση του ουκρανικού στρατού, ο οποίος σωστά οχυρώθηκε σε μεγάλες πόλεις, όπου εκεί μπορούσε να περιορίσει το ρωσικό πλεονέκτημα… Επειδή, όμως, κι από στρατιωτική κι από πολιτική άποψη ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος των εισβολέων, ο Πούτιν είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τακτική, εγκαταλείποντας το σχήμα “ήπια” εισβολή».

Πράγματι μερικές εβδομάδες αργότερα οι ρωσικές δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν και εστίασαν τις προσπάθειές τους στο Ντονμπάς, όπου κέρδισαν εδάφη, έστω και με αργό ρυθμό. Είχαν, όμως, ανοικτά και άλλα μέτωπα (Χάρκοβο, Χερσώνα, Νικολάεφ), με αποτέλεσμα να υπάρχει διασπορά δυνάμεων και άρα ευάλωτα σημεία σ’ ένα τόσο εκτεταμένο μέτωπο, όπως απέδειξε η ουκρανική αντεπίθεση στο Χάρκοβο.
Όποιος κι αν ήταν ο λόγος που ο Πούτιν έστειλε στην Ουκρανία πολύ λιγότερες δυνάμεις από όσες ήταν αναγκαίες για να επιτύχουν τον αντικειμενικό σκοπό τους, τα γεγονότα απέδειξαν –με επώδυνο για τους Ρώσους τρόπο– πως επρόκειτο για λάθος σχεδιασμό. Κι αν η αποτυχία της πρώτης φάσης μπορεί να εξηγηθεί από τις ιδεοληψίες του Κρεμλίνου για τις διαθέσεις των Ουκρανών, η εμμονή του Πούτιν στο να μην ρίχνει στη μάχη όσους στρατιώτες και όποια όπλα ήταν αναγκαία για να καταβάλει την ουκρανική αντίσταση αποδεικνύει κακή σχέση του με την πραγματικότητα.

Το “χαστούκι” στο Χάρκοβο
Χρειάστηκε, λοιπόν, το “χαστούκι” στο Χάρκοβο για να αναγκαστεί να πράξει αυτό που με στρατιωτικούς όρους ήταν εξαρχής επιβεβλημένο. Μπορεί η δυτική προπαγάνδα να μετέφρασε την επιτυχία της ουκρανικής αντεπίθεσης περίπου σαν αρχή της νίκης του Κιέβου σ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Όσο ισχυρό και επώδυνο κι αν είναι ένα “χαστούκι” δεν ρίχνει τον αντίπαλο στο καναβάτσο με νοκάουτ.
Και οι Δυτικοί στρατιωτικοί αναλυτές συμφωνούν ότι η Ρωσία δεν έχει εξαντλήσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες, ώστε να θεωρήσουμε την ήττα τους στο Χάρκοβο στρατηγική ήττα. Όλα δείχνουν πως πρόκειται για τακτική ήττα όχι μόνο επειδή οι Ουκρανοί ανακατέλαβαν ένα πολύ μικρό τμήμα των εδαφών που είχαν περάσει υπό τον έλεγχο των Ρώσων, αλλά κυρίως επειδή δεν υπάρχουν ενδείξεις για κατάρρευση του μετώπου στη ρωσική πλευρά.

Η απόφαση του Πούτιν για μερική επιστράτευση έρχεται με καθυστέρηση να αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων τουλάχιστον αριθμητικά. Χωρίς να υποτιμώ τα μεγάλα προβλήματα που παρουσιάζει ο ρωσικός στρατός στην Ουκρανία σε πολλά επίπεδα, είναι προφανές πως η αριθμητική αύξησή του θα βελτιώσει τα πράγματα για τη Μόσχα. Το ίδιο και η χρήση οπλικών συστημάτων, τα οποία μέχρι τώρα για διάφορους λόγους δεν έχει χρησιμοποιήσει επαρκώς.

Επιστράτευση και αποσταθεροποίηση
Στη Δύση καλλιεργείται η εντύπωση πως η μερική επιστράτευση θα αποσταθεροποιήσει περίπου το καθεστώς Πούτιν. Η πραγματικότητα, όμως, είναι προφανώς διαφορετική. Στο πολιτικό επίπεδο, η πίεση που δεχόταν ο Ρώσος πρόεδρος ήταν επειδή δεν χρησιμοποίησε όλα τα μέσα στην Ουκρανία για να κερδίσει τον πόλεμο, όχι επειδή διέταξε την εισβολή. Μόνο σχετικά περιθωριακές αντιπολιτευόμενες ομάδες με σαφή φιλοδυτικό προσανατολισμό είναι εξαρχής αντίθετες με την εισβολή.
Στο επίπεδο της κοινωνίας, προφανώς οι έφεδροι δεν πάνε στο μέτωπο με ενθουσιασμό. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι να προεξοφλούν στη Δύση κάποιου είδους εξέγερση στη Ρωσία υπάρχει τεράστια απόσταση, την οποία μπορεί να καλύψει μόνο η προπαγανδιστική διάθεση. Υπενθυμίζουμε πως όσο οι Ρώσοι κέρδιζαν βήμα-βήμα εδάφη στο Ντονμπάς, το Ουκρανικό είχε πέσει χαμηλά ως θέμα στα δυτικά Μίντια, η δε δυτική κοινή γνώμη έδειχνε “κουρασμένη” με ό,τι αρνητικό αυτά συνεπάγονται για τη ροή της δυτικής βοήθειας σε χρήμα και όπλα προς το Κίεβο. Η ουκρανική επιτυχία στο Χάρκοβο, εκτός του ότι έριξε το ηθικό του ρωσικού στρατού και ανέβασε του ουκρανικού, αναζωπύρωσε και το υπέρ της Ουκρανίας ενδιαφέρον στη Δύση.

Προφανώς, ο Πούτιν προτιμούσε να μην κάνει καμία επιστράτευση, αλλά όταν διεξάγεις πολεμικές επιχειρήσεις εγείρονται διλήμματα. Και ο Πούτιν το δικό του το απάντησε, ανακαλώντας στα όπλα 300.000 εφέδρους. Παραλλήλως, δρομολόγησε την μέσω δημοψηφισμάτων προσάρτηση στη Ρωσία των ουκρανικών επαρχιών που ελέγχονται από τον ρωσικό στρατό (Λουχάνσκ, Ντονιέτσκ, Χερσώνα, Ζαπορίζια).

Η διαφαινόμενη προσάρτηση
Από τη στιγμή που απέτυχε το αρχικό σχέδιο για κατάληψη (με “επιχείρηση αποκεφαλισμού ηγεσίας”) του Κιέβου και εγκατάσταση φιλορωσικής κυβέρνησης, είχε ανοίξει ο δρόμος για την προσάρτηση στη Ρωσία των ουκρανικών περιοχών που έθεταν υπό τον έλεγχό τους οι ρωσικές δυνάμεις. Στις 22-3-2022 σε άρθρο με τίτλο “Η επόμενη ημέρα του πολέμου στην Ουκρανία” έγραφα: «Ο άμεσος στόχος τους (των Ρώσων) είναι να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη Μαριούπολη. Εάν την καταλάβουν θα έχουν ελέγξει όλη την παράκτια ζώνη της Αζοφικής, ενώνοντας την Κριμαία με το Ντονμπάς και τη Ρωσία. Θα πρέπει δε να θεωρείται δεδομένο πως δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψουν αυτή την περιοχή στην Ουκρανία… Για να κλείσει οριστικά το ζήτημα, δεν αποκλείεται ο Πούτιν… να ζητήσει την ένταξη της ελεγχόμενης από τις ρωσικές δυνάμεις Ουκρανία στη Ρωσική Ομοσπονδία…».
Στις 1-5-2022, σε άρθρο με τίτλο “Πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να οδηγήσει στο πυρηνικό κατώφλι” έγραφα: «η Μόσχα πιθανότατα θα επιχειρήσει να ενώσει τις κατειλημμένες περιοχές της Ουκρανίας σε ένα ή περισσότερα κρατικά μορφώματα. Επειδή αυτά δεν πρόκειται να αναγνωρισθούν διεθνώς, πιθανότατα το Κρεμλίνο θα εντάξει το ή τα κρατικά μορφώματα στη Ρωσική Ομοσπονδία. Προφανώς, οι Ουκρανοί θα θεωρούν αυτές τις περιοχές κατεχόμενες, αλλά για τη Μόσχα αυτές οι περιοχές θα είναι πλέον Ρωσία. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η διαφορετική αυτή θεώρηση μπορεί να έχει πολύ σοβαρές πρακτικές συνέπειες».

Στο ίδιο άρθρο συνέχιζα: «Έχοντας ήδη προσαρτήσει τις κατεχόμενες περιοχές, η Ρωσία μπορεί να διακηρύξει ότι οι ουκρανικές επιθέσεις στρέφονται εναντίον της εδαφικής της ακεραιότητας και ως εκ τούτου συνιστούν άμεση απειλή για την εθνική της ασφάλεια. Το ρωσικό πυρηνικό δόγμα προβλέπει ότι εάν απειλείται σοβαρά η ρωσική εθνική ασφάλεια, η Μόσχα θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα για να εξουδετερώσει την απειλή».
Παρέθεσα τα παραπάνω αποσπάσματα για να αποδείξω ότι η λογική των γεγονότων καθοδηγεί τις επιλογές των ηγετών, εν προκειμένω του Πούτιν. Όλα έδειχναν ότι μετά την αποτυχία κατάληψης του Κιέβου, στρατηγικός στόχος της Μόσχας έγινε η κατάληψη και προσάρτηση της ανατολικής και νότιας (παράκτιας) Ουκρανίας. Προς το παρόν έχει καταλάβει και δρομολογεί την προσάρτηση τμημάτων αυτού του τόξου. Πρέπει να θεωρείται σίγουρο πως θα πράξει το ίδιο εάν καταλάβει τις επαρχίες του Χαρκόβου, του Μικολάεφ και της Οδησσού.

Ολοκληρωτικός πόλεμος
Το γεγονός ότι η Δύση δεν θα αναγνωρίσει τα σχετικά δημοψηφίσματα δεν σημαίνει τίποτα για τη Ρωσία από τη στιγμή που οι σχέσεις της με τη Δύση έχουν οδηγηθεί σε ρήξη και εφαρμόζονται δέσμες αυστηρών κυρώσεων που τραυματίζουν και τις δύο πλευρές. Με την προσάρτηση, όμως, το δίλημμα θα το έχουν το Κίεβο και η Δύση. Όπως είχα εγκαίρως επισημάνει, εάν οι Ουκρανοί επιτεθούν για να ανακαταλάβουν πρώην εδάφη τους, που τώρα έχουν προσαρτηθεί στη Ρωσία, η αντίδραση της Μόσχας –όπως σαφώς έχει προειδοποιήσει– θα είναι η αντίδραση ενός κράτους που δέχεται επίθεση στην επικράτειά του.
Εάν οι Ουκρανοί επιλέξουν αυτό τον δρόμο, οι Ρώσοι θα αντιδράσουν με ολοκληρωτικό πόλεμο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα βομβαρδίσουν-καταστρέψουν κρίσιμες υποδομές και για τη λειτουργία του ουκρανικού κράτους και για την επιβίωση του ουκρανικού πληθυσμού. Με άλλα λόγια, ο πόλεμος θα “ανεβεί πίστα”. Η Μόσχα, μάλιστα, υπενθυμίζει για αποτρεπτικούς λόγους πως το πυρηνικό της δόγμα προβλέπει χρήση πυρηνικών όπλων ως έσχατη επιλογή για την υπεράσπιση της ρωσικής επικράτειας.

Το πώς θα απαντήσει το Κίεβο το δίλημμα που του θέτει η δρομολογημένη προσάρτηση θα το διαπιστώσουμε το επόμενο διάστημα. Το ενδεχόμενο τερματισμού του πολέμου με κάποιον συμβιβασμό, πάντως, συγκεντρώνει αμελητέες, εάν όχι μηδενικές πιθανότητες. Υπάρχει και το ενδεχόμενο οι Ουκρανοί να μην επιτεθούν στις προσαρτημένες περιοχές, αλλά να εστιάσουν στο να εμποδίσουν την κατάληψη νέων εδαφών από τους Ρώσους. Αυτή η αμιγώς αμυντική επιλογή ναι μεν αποφεύγει τον ολοκληρωτικό πόλεμο και μπορεί για ένα διάστημα να “κρυφτεί” από την κοινή γνώμη με διάφορα προσχήματα, αλλά μεσομακροπρόθεσμα δεν βγάζει πουθενά.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι από αυτούς που τελειώνουν. Όταν οι Ρώσοι θεωρήσουν ότι έχουν επιτύχει τους αντικειμενικούς σκοπούς τους και έχουν ολοκληρώσει τις προσαρτήσεις, προφανώς θα επιχειρήσουν να παγώσουν τις εχθροπραξίες, διαμορφώνοντας ένα σύνορο, το οποίο θα αναγνωρίζουν οι ίδιοι, αλλά όχι οι Ουκρανοί. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι Ουκρανοί θα συνεχίσουν να πολεμούν για να ανακαταλάβουν χαμένα εδάφη τους με ό,τι κόστος συνεπάγεται αυτό, ή θα αποδεχθούν de facto την κατοχή, περιοριζόμενοι σε διπλωματικές αντιδράσεις.

Διαβάστε ακόμη:


Σχόλια