Ο Ελληνικός Στρατός στην Ήπειρο μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913

Η θριαμβευτική πορεία του Ελληνικού Στρατού στην Ήπειρο το 1912 και η απελευθέρωση πόλεων και κωμοπόλεων 
– Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και η άγνωστη απόπειρα δολοφονίας του Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου από Αλβανό με εκρηκτικά 
– Η απελευθέρωση όλης της υπόλοιπης Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό και η ίδρυση του αλβανικού κράτους.

Σήμερα θα ασχοληθούμε κυρίως με την πορεία του Ελληνικού Στρατού στην Ήπειρο πριν και μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ο Στρατός μας απελευθέρωσε όχι μόνο τα εδάφη της Ηπείρου που είναι σήμερα ελληνικά αλλά και ολόκληρη τη Βόρειο Ήπειρο. Δυστυχώς η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία, ιδιαίτερα η δεύτερη, Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, πρόσφεραν τη στήριξή τους στην ίδρυση του αλβανικού κράτους, με αποτέλεσμα περιοχές με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό ή με σαφή πλειοψηφία του, να ενταχθούν στο νεοσύστατο κράτος…



Η πρώτη φάση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ήπειρο
Στις 6 Οκτωβρίου 1912, το Τμήμα Στρατιάς του Αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη πέρασε τα σύνορα και το γεφύρι της Άρτας (εκεί βρισκόταν τότε η οροθετική γραμμή Ελλάδας-Τουρκίας). Αν και αρχικά αναγκάστηκαν να επστρέψουν στην Άρτα, τα ελληνικά στρατεύματα ξαναπέρασαν στις 12 Οκτωβρίου τον Άραχθο και απελευθέρωσΑΝ την Φιλιππιάδα και ολόκληρο τον καζά της. Στις 20 Οκτωβρίου 1912 εξουδετερώθηκε η φρουρά της Πρέβεζας (περισσότεροι από 800 άνδρες), ενώ οι Τούρκοι βύθισαν δύο τορπιλοβόλα για να μην πέσουν σε ελληνικά χέρια.
Παράλληλα ο Σαπουντζάκης είχε ζητήσει από το Υπουργείο Στρατιωτικών να σταλούν στην Κέρκυρα 1.000 όπλα για την οργάνωση εθελοντικού σώματος υπό τον Χιμαριώτη Σπύρο Σπυρομήλιο. Ο Σπυρομήλιος με Ηπειρώτες εθελοντές και 200 Κρητικούς που έστειλε ο Σαπουντζάκης, απελευθέρωσε τη Χιμάρα ,όπου έφτασε με το πολεμικό πλοίο «Αχελώος» στις 5 Νοεμβρίου 1912, και τη γύρω περιοχή. Δεν είχε όμως ευτυχή κατάληξη η προσπάθεια αποβατικού αποσπάσματος υπό τον Αντισυνταγματάρχη Μέξη να απελευθερώσει τους Άγιους Σαράντα (29 Νοεμβρίου). Σφοδρές επιθέσεις Αλβανών που είχαν οχυρωθεί στους γύρω λόφους ανάγκασαν τους Έλληνες που είχαν αποβιβαστεί στους Άγιους Σαράντα να επιστρέψουν εσπευσμένα στην Πρέβεζα αφήνοντας πίσω τους πενήντα νεκρούς.

Στις 31 Οκτωβρίου στο μεταξύ, μικρό στρατιωτικό απόσπασμα από Ηπειρώτες και Κρητικούς και επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Σταμάτη Μήτσα απελευθέρωσε το Μέτσοβο. Παρά τη συνδυασμένη επίθεση δύο τουρκικών αποσπασμάτων ο Μήτσας επιτέθηκε πρώτος εναντίον του περιβόητου Μπεκίρ πασά στα «Τρία Χάνια» και τον υποχρέωσε να επιστρέψει στα Γιάννενα ,ενώ και στις 10 Νοεμβρίου εξουδετέρωσε στη θέση «Πολτσιές» δεύτερο απόσπασμα που οπισθοχώρησε έχοντας δεκάδες νεκρούς και αφού εγκατέλειψε στο πεδίο της μάχης 200 μεταγωγικά φορτωμένα με τρόφιμα που είχαν αρπάξει οι Τούρκοι από τα χωριά του Ζαγορίου.
Όμως οι δυνάμεις του Μετσόβου δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν ελεύθερα το Συρράκο και τα υψώματα του Δρίσκου που είχαν απελευθερώσει προσωρινά και συμπτύχθηκαν και πάλι στην γραφική κωμόπολη του Μετσόβου. Στον Δρίσκο στις 28 Νοεμβρίου 1912 έχασε τη ζωή του, ανάμεσα στους άλλους και ο Λορέντζος Μαβίλης.



Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων – Αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Κωνσταντίνου
Από τα τέλη Νοεμβρίου 1912 όλες οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς είχαν στον στόχο την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Παρά τις ενισχύσεις που έλαβε ο Σαπουντζάκης, υπολογίζεται ότι στις 6 Ιανουαρίου 1913 η μάχιμη δύναμη του ελληνικού στρατού που «πολιορκούσε» τα Γιάννενα ήταν 762 αξιωματικοί, 41.000 άνδρες περίπου, 93 πυροβόλα και 48 πολυβόλα, δεν μπόρεσε να πετύχει τίποτα το ιδιαίτερο.
Το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου 1913 έφτασε στη Φιλιππιάδα, ο Αρχιστράτηγος, διάδοχος Κωνσταντίνος, ενώ αργότερα και ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβη στην Ήπειρο. Νέες ενισχύσεις από το 4ο Σύνταγμα της 1ης Μεραρχίας, την 3η Μεραρχία Κορυτσάς, καθώς και μονάδες Ιππικού και Πυροβολικού έφτασαν στην Ήπειρο. Ο Κωνσταντίνος είχε αναλάβει πλέον ο ίδιος τη διοίκηση των στρατιωτικών τμημάτων. Στις 16 Φεβρουαρίου καταστρώθηκε το σχέδιο γενικής επίθεσης της ελληνικής πλευράς , η οποία ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου.


Τα Γιάννενα υπεράσπιζαν 27.500 Τούρκοι, που είχαν στη διάθεση τους 83 πυροβόλα. Τελικά η πρωτεύουσα της Ηπείρου παραδόθηκε από τους αντιπροσώπους του τελευταίου πασά της Εσάτ στους Έλληνες τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου 1913. Στις 5.30 το πρωί της ίδιας μέρας δόθηκε από το Γενικό Στρατηγείο διαταγή κατάπαυσης του πυρός σε όλα τα μέτωπα.
Με τηλεγραφήματα του Γενικού Στρατηγείου προς τον Βασιλιά Γεώργιο, τον Πρωθυπουργό Βενιζέλο και το Υπουργείο Στρατιωτικών, μεταδόθηκε στην Αθήνα η χαρμόσυνη είδηση. Ο ελληνικός λαός πανηγύρισε έντονα τη νίκη του στρατού και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, δίνοντας διέξοδο στη συναισθηματική φόρτιση από την παρατεταμένη πολιορκία των οχυρών του Μπιζανίου. Ωστόσο η απελευθέρωση των Ιωαννίνων παραλίγο να σκιαστεί από ένα τραγικό γεγονός.
Αλβανός με εκρηκτικά επιχείρησε να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο. Είναι άγνωστο αν δρούσε μεμονωμένα ή στο πλαίσιο ευρύτερου αλβανικού σχεδίου. Ο επίδοξος δολοφόνος εξουδετερώθηκε από ευζώνους και ο διάδοχος σώθηκε την τελευταία στιγμή. Περισσότερες πληροφορίες για το, ελάχιστα γνωστό, αυτό συμβάν δίνει στο βιβλίο της «Η Πολιορκημένη Πόλη (Ιωάννινα 1912-1913)», η Guy Chanterpleure (Γκι Σαντεπλέρ, ψευδώνυμο της Jeanne-Violet-Dussap), που ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Η Chanterpleure ήταν σύζυγος του Γάλλου πρόξενου στα Γιάννενα Edgar Dussap.


Η απελευθέρωση της υπόλοιπης Ηπείρου
Ο Ελληνικός Στρατός αιχμαλώτισε στα Γιάννενα περίπου 20.000 Τούρκους. Όμως περίπου 15.000 Τούρκοι δεν παραδόθηκαν αλλά κινήθηκαν οπισθοχωρώντας βόρεια. Δημιουργήθηκε έτσι η ανάγκη να εκκαθαριστεί η Ήπειρος από τις τουρκικές δυνάμεις. Καθώς όμως το μέτωπο της Θεσσαλονίκης παρουσίαζε κενά, έπειτα από πρόταση του Ελευθέριου Βενιζέλου αποφασίστηκε να διατεθούν μόνο δύο μεραρχίες (η 2η και η 8η) για την εκκαθάριση της Ηπείρου και οι υπόλοιπες να μεταφερθούν στη Θεσσαλονίκη, ενώ η 3η Μεραρχία που είχε έδρα την Κορυτσά να κινηθεί δυτικά για να ανακόψει την τουρκική υποχώρηση.
Πραγματικά, στις 23 Φεβρουαρίου η Μεραρχία αυτή κατέλαβε το Λεσκοβίκι, στις 24/2 την Κόνιτσα, στις 27/2 την Πρεμετή και στις 3 Μαρτίου την περιοχή της Κλεισούρας όπου και εγκατέστησε την έδρα της. Οι τουρκικές δυνάμεις οπισθοχώρησαν προς το Τεπελένι. Στη Θεσπρωτία, το Απόσπασμα Αχέροντος κατέλαβε διαδοχικά ως τις 25 Φεβρουαρίου το Μαργαρίτι, την Πάργα και τους Φιλιάτες, ενώ στις 3 Μαρτίου απελευθέρωσε τους Αγίους Σαράντα.
Στο μεταξύ η 2η και η 8η Μεραρχία άρχισαν την προέλαση τους προς τα βόρεια.


Η 8η Μεραρχία ενισχυμένη με το Σύνταγμα Ιππικού κινήθηκε προς το Αργυρόκαστρο. Στις 28 Φεβρουαρίου πέρασε το Καλπάκι και απελευθέρωσε το Δελβινάκι και την Πωγωνιακή (παλαιότερα Βοστίνα), τους σημαντικότερους οικισμούς του Πωγωνίου και στις 2 Μαρτίου συγκρούστηκε στην Κακαβιά με δύναμη 2.500 Τούρκων, οι οποίοι ύστερα από ολιγόωρη μάχη υποχώρησαν για να μην περικυκλωθούν. Στις 3 Μαρτίου απελευθερώθηκαν το Αργυρόκαστρο και το Τεπελένι. Οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν στο Βεράτιο όπου παρέμειναν ως την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης χωρίς να ενοχλήσουν τον Ελληνικό Στρατό. Παράλληλα η 2η Μεραρχία ξεκινώντας από τα Γιάννενα στις 2 Μαρτίου κινήθηκε ανάμεσα στο Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και τους Γεωργουτσάτες, εξασφαλίζοντας τη φρούρηση του Αργυρόκαστρου.
Ο στρατός μας ήταν έτοιμος να απελευθερώσει και την Αυλώνα, που λόγω του λιμανιού της είχε στρατηγική σημασία. Όμως την 1η Μαρτίου, η κυβέρνηση ενημέρωνε τον Κωνσταντίνο ότι οι ελληνικές δυνάμεις δεν έπρεπε να περάσουν τη γραμμή που ξεκινούσε βόρεια του Τεπελενίου, το Δαγκλί-Νταγκ, το Παναρέτι και κατέληγε στη Μοσχόπολη. Η Ιταλία ήταν αυτή που είχε «απαγορεύσει» την κατάληψη της Αυλώνας, κάτι που προκάλεσε ένταση στις σχέσεις Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, που είχε υποσχεθεί τη μη προέλαση του Ελληνικού Στρατού ως εκεί, καθώς δεν ήθελε να έρθει σε σύγκρουση με μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής.


Τελικά στην Ήπειρο έμεινε μόνο η 9η Μεραρχία που συγκροτήθηκε από την Ταξιαρχία Μετσόβου, το Απόσπασμα Χιμάρας και το 24ο Σύνταγμα Πεζικού. Ως τις 29 Ιουλίου 1913 που υπογράφτηκε στο Λονδίνο το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Αλβανίας, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ν’ αντιμετωπίσουν επιθετικές ενέργειες αλβανικών ανταρτικών σωμάτων, που επιχειρούσαν να εισέλθουν στις απελευθερωμένες περιοχές της Ηπείρου.
Μέχρι το τέλος Απριλίου 1913 πάντως, είχε απελευθερωθεί ολόκληρη η Ήπειρος, μετά από 482 χρόνια. Όπως γράφει όμως εύστοχα ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Δ. Παπανικολάου: «…κανείς δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι η απελευθέρωση της Β. Ηπείρου ήταν μόνο προσωρινή».

Πηγές:
«ΗΠΕΙΡΟΣ-4.000 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ 1997
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος ΙΔ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949), Τόμος Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ ,ΑΘΗΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2014
ΚΩΝ. Δ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, «Η ΛΑΚΚΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΛΟΚΑΣΤΡΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ», ΤΟΜΟΣ Α’, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, ΑΘΗΝΑ 2004.

Σχόλια