Η μάχη της Πελαγονίας (1259)- Η σύγκρουση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας με το Δεσποτάτο της Ηπείρου

Του Μιχάλη Στούκα 

- Ο θάνατος του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρου Β 
– Η άνοδος στον θρόνο του Μιχαήλ Παλαιολόγου 
– Η σύγκρουση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας με το Δεσποτάτο της Ηπείρου 
– Η μάχη της Πελαγονίας (1259) και οι συνέπειές της

Μία από τις πλέον σημαντικές μάχες, όχι μόνο για το Βυζάντιο αλλά και για ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο ήταν αυτή που έγινε στην Πελαγονία της Μακεδονίας το 1259 μεταξύ της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και της συμμαχίας που την αποτελούσαν το δεσποτάτο της Ηπείρου, το πριγκιπάτο της Αχαΐας και το βασίλειο της Σικελίας. Πώς όμως φτάσαμε σε αυτή τη σύγκρουση;

Ο θάνατος του Θεόδωρου Β’ και η άνοδος στο θρόνο του Μιχαήλ Παλαιολόγου
Τον Αύγουστο του 1258 ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης πέθανε και τάφηκε στη μονή Σωσσάνδρων της Μαγνησίας της Μικράς Ασίας. Ήδη ανάμεσα στην αυτοκρατορία της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου είχε ξεσπάσει πόλεμος.
Ο Θεόδωρος είχε αποκτήσει με τη σύζυγό του Ελένη 4 κόρες και έναν γιο, τον Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη, που ήταν μόλις 8 ετών. Στη διαθήκη του ορίζει ως αντιβασιλέα τον πρωτοβεστιάριο (ανώτερος αυλικός, υπεύθυνος της βασιλικής ιματιοθήκης) Γεώργιο Μουζάλωνα που θα διοικούσε την αυτοκρατορία ως την ενηλικίωση του Ιωάννη με την προϋπόθεση ότι όλες οι κοινωνικές τάξεις θα ορκίζονταν πίστη σε αυτόν, κάτι που έγινε. Ωστόσο οι διατάξεις αυτές της διαθήκης, ήταν απαράδεκτες για την αριστοκρατία, που θεωρούσε τον Μουζάλωνα και την οικογένειά του ως νεόπλουτους που αναδείχθηκαν λόγω της εύνοιας του Θεόδωρου.

Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1258 στο μνημόσυνο του Θεόδωρου στη μονή Σωσσάνδρων συνέβησαν δραματικά γεγονότα. Ανάμεσα στους άλλους παρέστησαν και Λατίνοι μισθοφόροι με τον διοικητή τους, κοντόσταβλο Μιχαήλ Παλαιολόγο. Οι Λατίνοι, που είχαν πολλά παράπονα από τον Θεόδωρο, ο οποίος είχε καθυστερήσει τους μισθούς τους, ζήτησαν να δουν τον οκτάχρονο αυτοκράτορα Ιωάννη με το πρόσχημα πως είχαν πληροφορίες πως εξυφαινόταν συνωμοσία εναντίον του. Ο Ιωάννης ανέβηκε σε μια εξέδρα και ένευσε προς τους μισθοφόρους, οι οποίοι σα να δόθηκε ένα σύνθημα κατευθύνθηκαν στην Αγία Τράπεζα όπου είχε καταφύγει ο Μουζάλωνας και τον έσφαξαν μαζί με τους δύο αδελφούς του. Οι Λατίνοι όπως αναφέραμε είχαν πολλά παράπονα από το Θεόδωρο Λάσκαρη που δεν πλήρωνε τους μισθούς τους, καθώς σκόπευε να αντικαταστήσει τους Λατίνους με Έλληνες στρατιώτες.
Επιτακτική ήταν πλέον η ανάγκη για την εκλογή αντιβασιλέα. Στη σύσκεψη των αξιωματούχων που ακολούθησε, ως επικρατέστερος υποψήφιος εμφανίστηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος βέβαια ήταν κοινό μυστικό ότι είχε κάποιου είδους συμμετοχή στην δολοφονία του Μουζάλωνα. Μόνο ο πατριάρχης Αρσένιος ο Αυτωρειανός δεν πρόλαβε να έρθει από τη Νίκαια και υποχρεώθηκε να επικυρώσει εκ των υστέρων ένα τετελεσμένο γεγονός.

Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ήταν ένας ικανός στρατιωτικός που μπορούσε να αποκαταστήσει την τάξη στις ευρωπαϊκές κτήσεις της αυτοκρατορίας, να την προστατεύσει από τους Τούρκους και ίσως να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τους Λατίνους. Μόνο η τιμιότητα του χαρακτήρα του ήταν αμφισβητήσιμη.

Στις 13 Νοεμβρίου 1258 μια νέα συνέλευση προήγαγε τον Μιχαήλ από μεγάλο Δούκα σε Δεσπότη. Ο νεαρός Ιωάννης με τη βοήθεια του Πατριάρχη του απένειμε τα διάσημα του βαθμού του. Την Πρωτοχρονιά του 1259 ο Μιχαήλ στέφθηκε συναυτοκράτορας του Ιωάννη Λάσκαρη. Ο Αρσένιος διαφωνούσε με την εξέλιξη αυτή, τελικά όμως υποχρεώθηκε να στέψει τον Παλαιολόγο με το στέμμα του αυτοκράτορα και τον Ιωάννη Λάσκαρη με ένα άλλο μικρότερο στέμμα που φτιάχτηκε ειδικά για την περίσταση. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτούσε αναμφίβολα την άνοδο στον θρόνο του Μιχαήλ, ως Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. Ο πατριάρχης Αρσένιος που είχε αντιδράσει κατέφυγε σ’ ένα μοναστήρι κοντά στη Νίκαια. Λίγους μήνες αργότερα ο Μιχαήλ συγκάλεσε σύνοδο η οποία τον έπαυσε και εξέλεξε στη θέση του ως νέο πατριάρχη τον Νικηφόρο Β’.

Η κατάσταση στο Δεσποτάτο της Ηπείρου
Στο θρόνο του δεσποτάτο της Ηπείρου, του άλλου μεγάλου ελληνικού κράτους εκείνης της εποχής, βρισκόταν όταν πέθανε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο Μιχαήλ Β’ Κομνηνός Δούκας (από τον οίκο των Αγγέλων). Αυτός πίστεψε ότι ήρθε η ώρα να ανακαταλάβει την Θεσσαλονίκη, που είχε καταληφθεί το 1246 από την αυτοκρατορία της Νίκαιας και να ανακτήσει όλα τα εδάφη που ο θείος του Θεόδωρος Δούκας είχε κατακτήσει πριν 34 χρόνια.

Ποιες περιοχές του ελλαδικού χώρου βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του δεσποτάτου της Ηπείρου το 1258;
Όλη η βόρεια Ελλάδα δυτικά του ποταμού Αξιού, η Ήπειρος, η Αιτωλία και η Ακαρνανία ήταν πιστές στον Μιχαήλ Δούκα, καθώς από το 1204 και μετά δεν είχαν γνωρίσει άλλη κυριαρχία. Στη Φθιώτιδα μοναδική λατινική κτίση παρέμενε η Βοδονίτσα στους λόφους πάνω από τον Σπερχειό κοντά στα σημερινά Καμένα Βούρλα. Αντίθετα, την πόλη των Νέων Πατρών (σήμερα Υπάτη) έλεγχε σταθερά το δεσποτάτο της Ηπείρου.

Κυβερνήτης της περιοχής ήταν ο πρωτότοκος από τους δύο νόθους γιος του Μιχαήλ, Ιωάννης Δούκας, ο οποίος είχε νυμφευθεί μια κόρη του Βλάχου φύλαρχου Ταρωνά, εξασφαλίζοντας έτσι την συνεργασία των Βλάχων της Θεσσαλίας. Ο γνήσιος πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ Νικηφόρος, παρέμενε στην αυλή του πατέρα του με σκοπό να τον διαδεχθεί σε όλες τις κτήσεις του.
Αν και οι περισσότεροι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας υποστήριζαν τον Μιχαήλ Δούκα, για να μπορέσει αυτός να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη χρειαζόταν εξωτερικές ενισχύσεις.

Οι ετερόκλητες συμμαχίες του Μιχαήλ Δούκα
Τον Φεβρουάριο του 1258 ο Μανφρέδος της Σικελίας κατάλαβε το Δυρράχιο, που πρόσφατα είχε περάσει στην αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ακολούθησε το φρούριο του Βερατίου (Βελέγραδα) και της Αυλώνας. Τον Ιούνιο του 1258 ένας ακόμα στόλος με διοικητή τον Φίλιππο Chinardo, Φράγκο γεννημένο στην Κύπρο, κατέλαβε και την Κέρκυρα. Ο Chinardo φαίνεται ότι συνεργάστηκε με κάποιον τρόπο με τον Μιχαήλ Δούκα, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την εισβολή του Μανφρέδου στην Ήπειρο.
Το 1258 του πρότεινε να παντρευτεί την κόρη του Ελένη και να του δοθούν ως προίκα οι πρόσφατες κατακτήσεις του στην Ήπειρο. Η πρόταση αυτή ήταν ιδιαίτερα δελεαστική για τον Μανφρέδο, που τον Ιανουάριο του 1258 είχε χάσει τη σύζυγό του.

Όμως ο Μιχαήλ Δούκας βρήκε έναν ακόμα εταίρο. Επρόκειτο για τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο, έναν ιδιαίτερα ικανό στρατιωτικό, ο οποίος είχε ξεκινήσει την δράση του το 1248 με την κατάληψη του βράχου της Μονεμβασιάς, του τελευταίου ελληνικού ερείσματος στην Πελοπόννησο.

Τον Ιούνιο του 1258 με τη βοήθεια του Μιχαήλ Β’, ο Γουλιέλμος νίκησε τον Guy de la Roche, κυβερνήτη του Δουκάτου των Αθηνών, ο οποίος είχε ενισχυθεί από τους Βενετούς, στα περάσματα του όρους Καρυδιού, μεταξύ Θήβας και Μεγάρων και επέβαλε πάλι την κυριαρχία του στον υποτελή στασιαστή.

Ο Μιχαήλ Δούκας τον χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει τον στρατό της Νίκαιας. Καθώς ο Γουλιέλμος ήταν χήρος, ο Μιχαήλ του έδωσε ως σύζυγο τη δεύτερη κόρη του Άννα.
Η προίκα της ήταν 60.000 υπέρπυρα, το φρούριο της Λεχωνίας και μερικά άλλα εδάφη της νότιας Θεσσαλίας απέναντι από τις κτήσεις του Guy de la Roche στην Εύβοια.
Ο γάμος έγινε στην Πάτρα το καλοκαίρι του 1258. Ο Μιχαήλ Δούκας και ο Γουλιέλμος αντάλλαξαν υποσχέσεις αμοιβαίας αλληλοϋποστήριξης. Ο Λατίνος ηγεμόνας με τη σύζυγό του εγκαταστάθηκαν στο νέο φρούριο του Μυστρά.
Πάντως και οι δύο Λατίνοι, δεν είχαν τόσο αγνές προθέσεις καθώς απώτερος στόχος τους ήταν η κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ίσως και της Κωνσταντινούπολης…

Πριν τη μάχη
Η συμμαχία του Δούκα με τους Λατίνους, θορύβησε τους ηγέτες της Νίκαιας. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έστειλε στη Θεσσαλονίκη τον αδελφό του Ιωάννη, που είχε ονομάσει μεγάλο δομέστικο και είχε υπό τις διαταγές του τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο (ο οποίος το 1261 ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη) και άλλους ικανούς στρατηγούς. Διπλωματικές αντιπροσωπείες που έστειλε ο Παλαιολόγος στον Μιχαήλ Δούκα και τον Μανφρέδο τον Δεκέμβριο του 1258, δεν κατάφεραν τίποτα. Έτσι έμεινε ως μόνη λύση ο πόλεμος. Η πρώτη εκστρατεία του Ιωάννη Παλαιολόγου απέτυχε. Ο στρατός του ηττήθηκε κοντά στη Βέροια από ένα σώμα Βλάχων που διοικούσε ο νόθος γιος του Μιχαήλ Δούκα. Έτσι ο Ιωάννης συμπτύχθηκε στην ανατολική όχθη του Αξιού προστατεύοντας τις προσβάσεις προς τη Θεσσαλονίκη και αναμένοντας ενισχύσεις. Ο Δούκας και οι σύμμαχοί του είχαν σαν αρχικό στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.


Στα τέλη του 1258 ο Μιχαήλ και ο Γουλιέλμος συναντήθηκαν στην Πάτρα και οριστικοποίησαν το σχέδιό τους.
Ο Γουλιέλμος έστειλε διαταγές προς τον Δούκα των Αθηνών, τον Μαρκήσιο της Βοδονίτσας, τους Βαρόνους της Θήβας και των Σαλώνων, καθώς και τους Τριτημόριους της Εύβοιας (επρόκειτο για τρεις βαρόνους που κατείχαν από 1/3 του νησιού ο καθένας), να συγκεντρώσουν τα στρατεύματά τους την άνοιξη του 1259 στη Θεσσαλία. Ο Δούκας, θα ενημέρωνε τον Μανφρέδο για όσα είχαν συμφωνηθεί.

Και στη Νίκαια όμως δεν έμειναν άπραγοι. Ο Μιχαήλ συγκέντρωσε μισθοφόρους από πολλές περιοχές. 500 Τούρκους, 2.000 Κουμάνους, Βούλγαρους, 1.500 έφιππους Ούγγρους τοξότες, 600 Σέρβους και 300 Γερμανούς ιππείς με αρχηγό τον δούκα της Καρινθίας.
Τον Μάρτιο του 1259 οι ξένοι μισθοφόροι συναντήθηκαν με τα ελληνικά στρατεύματα στην κοιλάδα του Βολερού, νότια της Αδριανούπολης. Όλοι μαζί ετοιμάστηκαν για την πορεία τους προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Παλαιολόγος έδωσε στον αδελφό του τον τίτλο του «σεβαστοκράτορος» και στον Αλέξιο Στρατηγόπουλο τον τίτλο του «μεγάλου δομέστικου».

Ο Ιωάννης Παλαιολόγος στο μεταξύ, επιτέθηκε νύχτα και αιφνιδιαστικά στα στρατεύματα του Μιχαήλ Δούκα κοντά στην Καστοριά, αναγκάζοντάς τα σε άτακτη υποχώρηση προς την Αλβανία. Μάλιστα στις μάχες που έγιναν, σκοτώθηκε και ο κουνιάδος του Δούκα Θεόδωρος Πετραλείφας, που έπεσε από το αφηνιασμένο άλογό του. Ο Ιωάννης συνέχισε την προέλασή του στην περιοχή βόρεια της Καστοριάς και έφτασε μέσω Πελαγονίας στην Αχρίδα, οι κάτοικοι της οποίας παρέδωσαν την πόλη μετά από διαπραγματεύσεις. Ακολούθως προχώρησε προς την Αδριατική, καταλαμβάνοντας τα φρούρια της Δεαβόλεως, του Βερατίου και της Κανίνας.
Όμως ο στρατός του Μιχαήλ Δούκα ανασυντάχθηκε στην περιοχή της Αυλώνας. Ο Μανφρέδος έστειλε στόλο από οκτώ γαλέρες για να μεταφέρει τη νέα σύζυγό στο Τράνι της Απουλίας. Εκεί έγινε ο γάμος στους στις 2 Ιουνίου 1259. Ο Μανφρέδος έστειλε έπειτα στην Ήπειρο 400 λογχοφόρους Γερμανούς ιππείς, οι οποίοι με τις δυνάμεις του Μιχαήλ Δούκα άρχισαν να πολιορκούν το Βεράτιο.

Όμως ο άλλος… γαμπρός του Μιχαήλ, ο Γουλιέλμος ξεκίνησε από την Πάτρα και έφτασε στην Άρτα. Έτσι ο Δούκας εγκατέλειψε την πολιορκία του Βερατίου και κατευθύνθηκε προς την Άρτα. Από εκεί, μαζί με τους λογχοφόρους Γερμανούς, μετέβησαν στην Νέα Πάτρα (Υπάτη), όπου συναντήθηκαν με τις δυνάμεις του Ιωάννη Δούκα. Το ετερόκλητο στράτευμα από Έλληνες, Βλάχους, Γάλλους και Γερμανούς στρατοπέδευσε στην πεδιάδα του Θαλασσινού μεταξύ Νέων Πατρών και Λαμίας. «Ένας τόσο μεγάλο στρατός που ήταν θαύμα να τον βλέπεις», γράφει ο συγγραφέας του γαλλικού «Χρονικού του Μορέως» Στη συνέχεια ο στρατός αυτός έφτασε στη Λάρισα και κατόπιν στην Καστοριά.

Η μάχη της Πελαγονίας
Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην Πελαγονία, χώρα που κατά τον Μεσαίωνα περιλάμβανε την Αχρίδα, το Μορίχοβο και το Μοναστήρι (Μπίτολα), χτισμένο στη θέση της αρχαίας Ηράκλειας. Το όνομα Πελαγονία είχε μείνει από τότε που οι μητροπολίτες είχαν έδρα το Μοναστήρι και έφεραν τον τίτλο «της Πελαγονίας». Κάποιοι την Πελαγονία την τοποθετούν κοντά στην Καστοριά.

Ο σεβαστοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στην ύπαιθρο της Αχρίδας. Είχε 27 φάλαγγες στρατού. Κυριότεροι στρατηγοί του ήταν ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος και ο Ιωάννης Ραούλ.
Τη γενική διοίκηση όμως είχε ο ίδιος. Η ενιαία διοίκηση των στρατευμάτων ήταν το μεγάλο πλεονέκτημα του στρατού της Νίκαιας. Αντίθετα ο στρατός του Δεσποτάτου της Ηπείρου είχε πολλούς διοικητές. Ο Μιχαήλ Δούκας και ο γιος του Νικηφόρος διοικούσαν τις ελληνικές δυνάμεις. Ο άλλος γιος του Ιωάννης τους Βλάχους της Θεσσαλίας. Οι Γερμανοί του Μανφρέδου υπάκουαν μόνο στον διοικητή τους και οι άνδρες του Γουλιέλμου μόνο στον πρίγκιπα τους. Έτσι σύντομα άρχισαν οι προστριβές μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων.

Για τη μάχη της Πελαγονίας έχουμε αρκετές πηγές οι οποίες όμως διαφωνούν μεταξύ τους. Έγραψαν για αυτή οι βυζαντινοί συγγραφείς Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282) ,Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310), Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1353) και Γεώργιος Φραντζής (1401-1466).

Παράλληλα εκτενής αναφορά γίνεται και στις τρεις παραλλαγές (ελληνική, γαλλική, αραγωνική) του Χρονικού του Μορέως. Ακόμα και για το πότε έγινε η μάχη υπάρχει διάσταση απόψεων. Κάποιες πηγές αναφέρουν τον Ιούλιο του 1259, άλλες τον Σεπτέμβριο και άλλες (Χρονικόν του Μορέως, W. Miller, Αδαμάντιος Αδαμαντίου) τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Πάντως είναι βέβαιο ότι η μάχη έγινε στην πεδιάδα της Πελαγονίας στην περιοχή Βορίλ(λ)α λόγγος. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος ακολουθώντας τη συμβουλή του αδελφού του δεν συγκρούστηκε κατά μέτωπο με τους Φράγκους ιππότες, που οι επελάσεις τους ήταν καταστροφικές. Άφησε στην πεδιάδα ελαφρύ κουμανικό και τουρκικό ιππικό και αποσύρθηκε στους γύρω λόφους με το βαρύ πεζικό του.
Η έλλειψη ενιαίας διοίκησης και η ανομοιογένεια είχαν ολέθρια αποτελέσματα για το στρατό του Δεσποτάτου. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Παχυμέρη οι Φράγκοι έδειχναν άσεμνες προθέσεις προς την όμορφη Βλάχα σύζυγό του Ιωάννη Δούκα τον οποίο χλεύαζαν σαν νόθο γιο του Δεσπότη. Αλλά και ο Βιλεαρδουίνος στον οποίο παραπονέθηκε ο Ιωάννης του είπε ότι μόνο τον Νικηφόρο αναγνώριζε ως γιο του Μιχαήλ Δούκα, λέγοντας του "συσκότιος (μη νόμιμος γιος) ουχί ελεύθερος αλλά δούλος εκείνου". Έτσι ο Ιωάννης αυτομόλησε στον στρατό της Νίκαιας ζητώντας μόνο να μην πειραχτούν ο πατέρας του και ο αδελφός του Νικηφόρος και να μην πολεμήσουν οι Έλληνες της Νίκαιας εναντίον Ελλήνων της Ηπείρου, παρά μόνο εναντίον των Λατίνων.

Μετά την αυτομόληση του Ιωάννη ο πατέρας του Μιχαήλ και ο αδελφός του Νικηφόρος έφυγαν νύχτα με όλους τους άντρες τους από το πεδίο της μάχης. Το άλλο πρωί ο Βιλεαρδουίνος και οι Γερμανοί ιππείς του Μανφρέδου βρέθηκαν χωρίς συμμάχους. Μάλιστα οι Γερμανοί παραδόθηκαν χωρίς να δώσουν μάχη! Ο Παχυμέρης γράφει ότι ο Ιωάννης Δούκας αποχώρησε γιατί είδε κατακτητικές βλέψεις στους Φράγκους. Έτσι προτίμησε να προσχωρήσει στα ελληνικά στρατεύματα της Νίκαιας. Τεράστιο ζήτημα που παραμένει σκοτεινό είναι γιατί έφυγαν από το πεδίο της μάχης ο Μιχαήλ Δούκας και ο Νικηφόρος. Ο Γρηγοράς αναφέρει ότι ο Παλαιολόγος έστειλε σ' αυτόν κατάσκοπο ο οποίος τον έπεισε ότι κινδύνευε να συλληφθεί από τους Φράγκους και έτσι αποχώρησε. Ούτε όμως αυτή η εκδοχή φαντάζει πιθανή.

Έτσι η μάχη της Πελαγονίας δόθηκε μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων. Για μία στιγμή ο Βιλεαρδουίνος σκέφτηκε να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης όμως ο γενναίος ο βαρόνος Γοδεφρείδος ντε Μπριγέρ τον απέτρεψε. Μάλιστα ο ντε Μπριγέρ μονομάχησε με τον Δούκα της Καρινθίας και τον σκότωσε. Ωστόσο οι Κουμάνοι τοξότες εξόντωσαν τους Φράγκους ιππείς. "Το άνθος του αχαϊκού ιππικού" (W. Miller) σκοτώθηκε στη μάχη της Πελαγονίας. Ο γενναίος βαρόνος ντε Μπριγέρ αιχμαλωτίστηκε. Ο Γουλιέλμος προσπάθησε να διαφύγει πεζός όμως εντοπίστηκε κρυμμένος σε μία θημωνιά από άχυρα κοντά στην Καστοριά και αναγνωρίστηκε από το προεξέχον μπροστινό του δόντι (W. Miller).
Οργανωμένα τμήματα των Λατίνων κατέφυγαν στη Θεσσαλία όπου όμως εξοντώθηκαν από τους Βλάχους του Ιωάννη Δούκα. Ο Ανσό ντε Τασί και άλλοι εξέχοντες Φράγκοι συνελήφθησαν στον Πλαταμώνα. Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος και ο Ιωάννης Ραούλ κατέλαβαν την Άρτα όπου ήταν φυλακισμένος ο Γ. Ακροπολίτης τον οποίο και απελευθέρωσαν, τη Νέα Πάτρα, τη Θήβα και μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας. Μάλιστα πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία και τα Γιάννενα. Όμως ο στρατός της Νίκαιας επιδόθηκε σε λεηλασίες γεγονός που εξόργισε τους φεουδάρχες και τον απλό λαό της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ Δούκας έφυγε για τη Βόνιτσα, από εκεί πήγε στη Λευκάδα και τελικά βρήκε καταφύγιο στους Ορσίνι (ιταλική οικογένεια ευγενών) της Κεφαλλονιάς.

Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος γράφει για τη νίκη στην Πελαγονία. "Ενίκων συν αυτοίς (τοις αποστάτοις Ρωμαίοις) και συμμάχους αυτής, στρατηγόν επαγομένης της Αχαΐας πρίγκιπα. τίνας τούτους Αλαμανούς, Σικελούς, Ιταλούς. Τους εξ Απουλίας ήκοντας, τους εξ Ιαπύγων και Βρενδησίου, τους εκ Βοιωτίας και Ευβοίας και Πελοποννήσου". Τον δε Μανφρέδο τον χαρακτηρίζει βάρβαρο.

Ο δε Γ. Ακροπολίτης γράφει:" …ολίγας γαρ τοιαύτας νίκας είδεν ο ήλιος…".

Οι συνέπειες της μάχης της Πελαγονίας
Η νίκη των στρατευμάτων της Νίκαιας στην Πελαγονία ήταν το προοίμιο για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Έλληνες. Ο μόνος αντίζηλος της στον ελλαδικό χώρο είχε ταπεινωθεί. Ο ικανότερος στρατιωτικός Λατίνος, Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος ήταν αιχμάλωτος του Μιχαήλ Παλαιολόγου στη Νίκαια. Απελευθερώθηκε μόλις το 1262 αφού έδωσε τις κτήσεις του στη Μονεμβασιά, Μεγάλη Μαΐνη και τα κάστρα του Μυστρά και του Γερακίου. Έτσι ο Μιχαήλ στράφηκε απερίσπαστος προς την αποκατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας την οποία και πέτυχε το 1261 με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Πηγές:
"Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" , τ. Θ' ,Εκδοτική Αθηνών
Ν. Γ. Ζιάγκος, "Φεουδαρχική Ηπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας", Αθήνα, 1974
William Miller, "Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα", Ελληνικά Γράμματα, 1990

Σχετικές Δημοσιεύσεις

Σχόλια