Μία από τις στατιστικές που τα ολοκληρωτικά καθεστώτα κρατούσαν με φανατισμό ως κρατικό μυστικό ήταν οι αυτοκτονίες. Σύμφωνα με πολλούς πρώην κρατούμενους, στην αρχή όλοι όσοι συλλαμβάνονταν για πολιτικούς λόγους , περνούσαν μια δυνατή νευρική κρίση και έφταναν μέχρι την αυτοκτονία.
Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις , όταν τα κρατικά όργανα σε καταδίκαζαν και μετά θάνατον. Ο βασικός διωγμός έπεφτε πάνω στην οικογένεια, διότι η αυτοκτονία ως μια πράξη απελπισίας, θεωρούνταν ως έκφραση δυσαρέσκειας προς την πραγματικότητα, επανάσταση προς τους καθοδηγητές και του γενικού γραμματέα.
Η στάση που ο τελευταίος και το ΚΚΑ κρατούσαν για την αυτοκτονία θα οριστεί και στο ποινικό δίκαιο της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αλβανίας (ιδιαίτερο κομμάτι), Τίρανα 1983, όπου αναφέρεται πως: «Στην σοσιαλιστική μας χώρα όπου καθοδηγεί ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα τόσο δίκαιο, τόσο αγαπητό με το λαό και τους ανθρώπους, τόσο προσεχτικό για να λύσει με δικαιοσύνη, σοφία και προσοχή όταν χρειάζεται, μέχρι και στα μικρότερα προβλήματα, πρέπει να εξαφανιστεί η πράξη της αυτοκτονίας. Πρόκειται για μία πράξη που δεν λύνει κάτι δίκαια, δεν πρόκειται για μια ηθική πράξ绨. Αυτό δείχνει πως θεωρούνταν μία ανήθικη πράξη ανεξάρτητα από το γεγονός πως το καθεστώς με όσα επέβαλλε σε οδηγούσε προς την αυτοκτονία.
Για να απεικονίσουμε την προσέγγιση του κομμουνιστικού καθεστώτος προς αυτό το φαινόμενο θα πρέπει να αναφερθούμε στις αρχειακές πηγές και κάποιας συγκεκριμένης περίπτωσης. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1975 το Τμήμα Αγωγής στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΑ έστειλε προς όλα τα στρατόπεδα μία πληροφόρηση «Σχετικά με κάποια προβλήματα που προκύπτουν με την πράξη της αυτοκτονίας» με την οδηγία να εξάγουν όσα χρειάζονται για την εργασία τους.
Σ’ αυτό το υλικό αναφέρεται πως λαμβάνοντας αφορμή από την διάδοση αυτού του φαινομένου, το συγκεκριμένο τμήμα έχει αναφερθεί γενικά για το πρόβλημα αυτό κατά το 1974 και το πρώτο εξάμηνο του 1975.
Κατά την περίοδο αυτή είχαν διαπιστωθεί 120 αυτοκτονίες σε όλη την χώρα (75 άτομα το 1974 και 45 άτομα για το πρώτο εξάμηνο του 1975). Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν μια αυξητική τάση, για το λόγο αυτό το συγκεκριμένο πρόβλημα είχε μετατραπεί σε ανησυχία για την Κεντρική Επιτροπή.
Στο υλικό αυτό δεν περιλαμβάνονταν οι περιπτώσεις που είχαν συμβεί στα στρατόπεδα, όπου το φαινόμενο αυτό, σύμφωνα με την υποκειμενική μας άποψη (έως την επιβεβαιώσουμε με πραγματικά γεγονότα), ήταν το ίδιο τόσο διαδεδομένο στον απλό πληθυσμό. Σύμφωνα με την πληροφορία αυτή , οι αυτοκτονίες είχαν γίνει για λόγους όπως: 21 από ψυχολογικές αρρώστιες, 17 από άλλες αρρώστιες, 11 από τις συκοφαντίες και τις παραδόσεις, 9 από τις δημόσιες κριτικές και προβλήματα στην εργασία, 3 από την βία και άλλες 49 περιπτώσεις από άλλες αιτίες, από ανθρώπους εντελώς κατεστραμμένους, πότες, ανήθικους, ζηλιάρηδες κλπ.
Από τις 120 αυτοκτονίες, οι 75 είχαν γίνει στο χωριό και μόνο 45 στην πόλη.
Όσο αφορά τις ηλικίες που αυτοκτονούσαν οι ηλικιακές ομάδες είχαν ως εξής:
13 περιπτώσεις της ηλικίας 14-18 ετών
20 περιπτώσεις της ηλικίας 19-26 ετών
22 περιπτώσεις της ηλικίας 27-40 ετών
65 περιπτώσεις της ηλικίας πάνω των 40 ετών.
Η προοδευτική αύξηση του αριθμού των ατόμων που αυτοκτονούσαν σε σχέση με την ηλικία δείχνουν πως τα πρόσωπα αυτά ήταν συνειδητοποιημένη για την πράξη και τους λόγους που τους ωθούσαν προς την απόφαση αυτή.
Για να κρύψουν την αλήθεια, στην πληροφόρηση που είχε ετοιμάσει το Τμήμα Μόρφωσης της Κεντρικής Επιτροπής, αναφέρεται πως οι αιτίες ήταν διάφορες αλλά οι βασικότερες που ωθούσαν τους ανθρώπους στην αυτοκτονία ήταν:
- Οι παλαιές παραδόσεις, τα λόγια και οι δυσφημήσεις
Υπήρχαν γονείς που αρραβώνιασαν τα κορίτσια χωρίς την θέληση τους. Για να κάνουν σαφέστερη την εικόνα αναφέρανε την περίπτωση μιας κοπέλας από την Κανίνα της Αυλώνας η οποία είχε εκφράσει στους συγγενείς την δυσαρέσκεια της για τον αρραβώνα. Για το λόγο αυτό οι γονείς την είχαν σταματήσει και από την εργασία της.
Ούτε η Οργάνωση της Νεολαίας ούτε αυτό του κόμματος δεν είχαν παρέμβει για την προστατέψουν την κοπέλα και την αξιοπρέπεια της. Μην βρίσκοντας πια δυνάμεις για να εναντιωθούν στην πράξη αυτή εκείνη είχε πιει δηλητήριο.
Υπήρχαν πολλά κορίτσια που όταν έβρισκαν κάποιον σύντροφο αντιμετώπιζαν το εμπόδιο των γονέων. Σε μια τέτοια κατάσταση, μην έχοντας βοήθεια την κατάλληλη στιγμή, αυτοκτονούσαν και ήταν αρκετές οι περιπτώσεις. Υπήρχαν και περιπτώσεις που οι γυναίκες εξαιτίας της ενδοοικογενειακής βίας οδηγούνταν στην αυτοκτονία. Στην Μιρδύτα μια γυναίκα αυτοκτόνησε λόγο των συκοφαντιών που είχε υποστεί.
- Η άρρωστη «μικροαστική» συνείδηση.
Σύμφωνα με το Τμήμα Αγωγής στην Κεντρική επιτροπή μία από τις αιτίες των αυτοκτονιών, ήταν πως, μερικά άτομα είχαν υποστεί δημόσια κριτική διότι δεν είχαν καταφέρει να εκπληρώσουν τα καθήκοντα τους. Αυτός ο κομματικός μηχανισμός ξεχνούσε πως η κριτική, η αυτοκριτική και η δημόσια αποπομπή του ανθρώπου από το σύνολο του σώματος των συναδέλφων ή την βασική οργάνωση ήταν δημόσιο λιντσάρισμα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις σε κατηγορούσαν για πράγματα που ίσως ούτε καν τα είχες σκεφτεί. Οι αντίπαλοι και οι ζηλιάρηδες έβρισκαν την ευκαιρία να σε χτυπήσουν χωρίς έλεος.
Η απόλυση ή η αλλαγή σε κατώτερη θέση εργασίας ήταν ένας λόγος που η «άρρωστη συνείδηση» (σύμφωνα με το κόμμα) αντιδρούσε.
Υπήρχαν και περιπτώσεις που κάποιοι πιάνονταν κλέβοντας και δεν άντεχαν την ντροπή και προσπαθούσαν ν’ αυτοκτονήσουν. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ενός τριαντάχρονου από την Χιμάρα που προσπάθησε ν’ αυτοκτονήσει αφού καταδικάστηκε με πρόστιμο 300 λεκ γιατί είχε κλέψει μουσαμά.
Σύμφωνα με το τμήμα αυτό είχε συμβεί, κάποιοι άνθρωποι να οδηγηθούν στην αυτοκτονία εξαιτίας της μη πραγματοποίησης υποκειμενικών τους επιθυμιών. Έτσι ένας νεαρός από το Καρμπουνάρι Αυλώνας είχε κρεμαστεί διότι δεν πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του να γίνει οδηγός και έτσι να γλύτωνε από τις γεωργικές εργασίες.
Η πλήρης έλλειψη κάθε προοπτικής για την απομάκρυνση από το χωριό και τις γεωργικές εργασίες, ήταν αντικειμενικοί λόγοι για να οδηγούσαν τον άνθρωπο χωρίς ελπίδα να ζήσει σε κανονικές συνθήκες, στην αυτοκτονία.
Ένας άλλος λόγος της αυτοκτονίας στους νέους ήταν και οι χαμηλοί βαθμοί, η παραμονή στην ίδια τάξη στο σχολείο, η μη έγκριση σπουδών το πανεπιστήμιο.
Θα μπορούσε άραγε το τελευταίο να θεωρηθεί υποκειμενική επιθυμία (όπως έλεγε το κόμμα) ή θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου;
Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις , όταν τα κρατικά όργανα σε καταδίκαζαν και μετά θάνατον. Ο βασικός διωγμός έπεφτε πάνω στην οικογένεια, διότι η αυτοκτονία ως μια πράξη απελπισίας, θεωρούνταν ως έκφραση δυσαρέσκειας προς την πραγματικότητα, επανάσταση προς τους καθοδηγητές και του γενικού γραμματέα.
Η στάση που ο τελευταίος και το ΚΚΑ κρατούσαν για την αυτοκτονία θα οριστεί και στο ποινικό δίκαιο της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αλβανίας (ιδιαίτερο κομμάτι), Τίρανα 1983, όπου αναφέρεται πως: «Στην σοσιαλιστική μας χώρα όπου καθοδηγεί ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα τόσο δίκαιο, τόσο αγαπητό με το λαό και τους ανθρώπους, τόσο προσεχτικό για να λύσει με δικαιοσύνη, σοφία και προσοχή όταν χρειάζεται, μέχρι και στα μικρότερα προβλήματα, πρέπει να εξαφανιστεί η πράξη της αυτοκτονίας. Πρόκειται για μία πράξη που δεν λύνει κάτι δίκαια, δεν πρόκειται για μια ηθική πράξ绨. Αυτό δείχνει πως θεωρούνταν μία ανήθικη πράξη ανεξάρτητα από το γεγονός πως το καθεστώς με όσα επέβαλλε σε οδηγούσε προς την αυτοκτονία.
Για να απεικονίσουμε την προσέγγιση του κομμουνιστικού καθεστώτος προς αυτό το φαινόμενο θα πρέπει να αναφερθούμε στις αρχειακές πηγές και κάποιας συγκεκριμένης περίπτωσης. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1975 το Τμήμα Αγωγής στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΑ έστειλε προς όλα τα στρατόπεδα μία πληροφόρηση «Σχετικά με κάποια προβλήματα που προκύπτουν με την πράξη της αυτοκτονίας» με την οδηγία να εξάγουν όσα χρειάζονται για την εργασία τους.
Σ’ αυτό το υλικό αναφέρεται πως λαμβάνοντας αφορμή από την διάδοση αυτού του φαινομένου, το συγκεκριμένο τμήμα έχει αναφερθεί γενικά για το πρόβλημα αυτό κατά το 1974 και το πρώτο εξάμηνο του 1975.
Κατά την περίοδο αυτή είχαν διαπιστωθεί 120 αυτοκτονίες σε όλη την χώρα (75 άτομα το 1974 και 45 άτομα για το πρώτο εξάμηνο του 1975). Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν μια αυξητική τάση, για το λόγο αυτό το συγκεκριμένο πρόβλημα είχε μετατραπεί σε ανησυχία για την Κεντρική Επιτροπή.
Στο υλικό αυτό δεν περιλαμβάνονταν οι περιπτώσεις που είχαν συμβεί στα στρατόπεδα, όπου το φαινόμενο αυτό, σύμφωνα με την υποκειμενική μας άποψη (έως την επιβεβαιώσουμε με πραγματικά γεγονότα), ήταν το ίδιο τόσο διαδεδομένο στον απλό πληθυσμό. Σύμφωνα με την πληροφορία αυτή , οι αυτοκτονίες είχαν γίνει για λόγους όπως: 21 από ψυχολογικές αρρώστιες, 17 από άλλες αρρώστιες, 11 από τις συκοφαντίες και τις παραδόσεις, 9 από τις δημόσιες κριτικές και προβλήματα στην εργασία, 3 από την βία και άλλες 49 περιπτώσεις από άλλες αιτίες, από ανθρώπους εντελώς κατεστραμμένους, πότες, ανήθικους, ζηλιάρηδες κλπ.
Από τις 120 αυτοκτονίες, οι 75 είχαν γίνει στο χωριό και μόνο 45 στην πόλη.
Όσο αφορά τις ηλικίες που αυτοκτονούσαν οι ηλικιακές ομάδες είχαν ως εξής:
13 περιπτώσεις της ηλικίας 14-18 ετών
20 περιπτώσεις της ηλικίας 19-26 ετών
22 περιπτώσεις της ηλικίας 27-40 ετών
65 περιπτώσεις της ηλικίας πάνω των 40 ετών.
Η προοδευτική αύξηση του αριθμού των ατόμων που αυτοκτονούσαν σε σχέση με την ηλικία δείχνουν πως τα πρόσωπα αυτά ήταν συνειδητοποιημένη για την πράξη και τους λόγους που τους ωθούσαν προς την απόφαση αυτή.
Για να κρύψουν την αλήθεια, στην πληροφόρηση που είχε ετοιμάσει το Τμήμα Μόρφωσης της Κεντρικής Επιτροπής, αναφέρεται πως οι αιτίες ήταν διάφορες αλλά οι βασικότερες που ωθούσαν τους ανθρώπους στην αυτοκτονία ήταν:
- Οι παλαιές παραδόσεις, τα λόγια και οι δυσφημήσεις
Υπήρχαν γονείς που αρραβώνιασαν τα κορίτσια χωρίς την θέληση τους. Για να κάνουν σαφέστερη την εικόνα αναφέρανε την περίπτωση μιας κοπέλας από την Κανίνα της Αυλώνας η οποία είχε εκφράσει στους συγγενείς την δυσαρέσκεια της για τον αρραβώνα. Για το λόγο αυτό οι γονείς την είχαν σταματήσει και από την εργασία της.
Ούτε η Οργάνωση της Νεολαίας ούτε αυτό του κόμματος δεν είχαν παρέμβει για την προστατέψουν την κοπέλα και την αξιοπρέπεια της. Μην βρίσκοντας πια δυνάμεις για να εναντιωθούν στην πράξη αυτή εκείνη είχε πιει δηλητήριο.
Υπήρχαν πολλά κορίτσια που όταν έβρισκαν κάποιον σύντροφο αντιμετώπιζαν το εμπόδιο των γονέων. Σε μια τέτοια κατάσταση, μην έχοντας βοήθεια την κατάλληλη στιγμή, αυτοκτονούσαν και ήταν αρκετές οι περιπτώσεις. Υπήρχαν και περιπτώσεις που οι γυναίκες εξαιτίας της ενδοοικογενειακής βίας οδηγούνταν στην αυτοκτονία. Στην Μιρδύτα μια γυναίκα αυτοκτόνησε λόγο των συκοφαντιών που είχε υποστεί.
- Η άρρωστη «μικροαστική» συνείδηση.
Σύμφωνα με το Τμήμα Αγωγής στην Κεντρική επιτροπή μία από τις αιτίες των αυτοκτονιών, ήταν πως, μερικά άτομα είχαν υποστεί δημόσια κριτική διότι δεν είχαν καταφέρει να εκπληρώσουν τα καθήκοντα τους. Αυτός ο κομματικός μηχανισμός ξεχνούσε πως η κριτική, η αυτοκριτική και η δημόσια αποπομπή του ανθρώπου από το σύνολο του σώματος των συναδέλφων ή την βασική οργάνωση ήταν δημόσιο λιντσάρισμα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις σε κατηγορούσαν για πράγματα που ίσως ούτε καν τα είχες σκεφτεί. Οι αντίπαλοι και οι ζηλιάρηδες έβρισκαν την ευκαιρία να σε χτυπήσουν χωρίς έλεος.
Η απόλυση ή η αλλαγή σε κατώτερη θέση εργασίας ήταν ένας λόγος που η «άρρωστη συνείδηση» (σύμφωνα με το κόμμα) αντιδρούσε.
Υπήρχαν και περιπτώσεις που κάποιοι πιάνονταν κλέβοντας και δεν άντεχαν την ντροπή και προσπαθούσαν ν’ αυτοκτονήσουν. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ενός τριαντάχρονου από την Χιμάρα που προσπάθησε ν’ αυτοκτονήσει αφού καταδικάστηκε με πρόστιμο 300 λεκ γιατί είχε κλέψει μουσαμά.
Σύμφωνα με το τμήμα αυτό είχε συμβεί, κάποιοι άνθρωποι να οδηγηθούν στην αυτοκτονία εξαιτίας της μη πραγματοποίησης υποκειμενικών τους επιθυμιών. Έτσι ένας νεαρός από το Καρμπουνάρι Αυλώνας είχε κρεμαστεί διότι δεν πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του να γίνει οδηγός και έτσι να γλύτωνε από τις γεωργικές εργασίες.
Η πλήρης έλλειψη κάθε προοπτικής για την απομάκρυνση από το χωριό και τις γεωργικές εργασίες, ήταν αντικειμενικοί λόγοι για να οδηγούσαν τον άνθρωπο χωρίς ελπίδα να ζήσει σε κανονικές συνθήκες, στην αυτοκτονία.
Ένας άλλος λόγος της αυτοκτονίας στους νέους ήταν και οι χαμηλοί βαθμοί, η παραμονή στην ίδια τάξη στο σχολείο, η μη έγκριση σπουδών το πανεπιστήμιο.
Θα μπορούσε άραγε το τελευταίο να θεωρηθεί υποκειμενική επιθυμία (όπως έλεγε το κόμμα) ή θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου;
Οι διάφορες αρρώστιες, φυσικές και ψυχικές, ήταν λόγοι που πολλοί οδηγούνταν στην αυτοκτονία. Αποτελούσαν το 31,6 % του γενικού αριθμού. Στις προϋποθέσεις μια κλειστής κοινωνίας, όπου η πολιτική πίεση καταπατούσε κάθε δικαίωμα για την έκφραση των προσωπικών και οικονομικών προβλημάτων, η κοινωνική και ψυχολογικής κατάθλιψη ήταν αρκετά διαδεδομένη. Για το λόγο αυτό το ποσοστό αυτόν που αυτοκτονούσαν σε όσους είχαν τέτοιες ασθένειες, ήταν τόσο υψηλό.
Το φαινόμενο της αυτοκτονίας θεωρούνταν ως προδοσία προς την πατρίδα και το κόμμα. Καταδικάζονταν πολιτικά. Εξαιτίας του υψηλού αριθμού του φαινομένου κατά τα μέσα τις δεκαετίας του 70, η Κεντρική επιτροπή έδωσε οδηγίες σε όλες τις Επιτροπές του Κόμματος στις περιφέρειες και τα διοικητικά όργανα των οργανώσεων των μαζών για να αξιολογήσουν καλά αυτό το είδος του εγκλήματος και για την ενίσχυση της μορφωτικής και προληπτικής εργασίας.
Αυτή αναφορά έκλεινε με την οδηγία πως τα όργανα του ΚΚΑ στους νομούς θα έπρεπε να κάνουν μια ποιοτική εργασία, με τους νέους και τις νέες, «για να καταπολεμηθούν οι μικροαστικές τάσεις και έννοιες, οι ξένες αστικές-φιλελεύθερες παραστάσεις, που ωθούν κάποιους νέους να κάνουν πράξεις αντίθετες προς τα πρότυπα της σοσιαλιστικής ηθικής». Υπό το πρίσμα αυτό, ένα μεγάλο βάρος έπεφτε στις οργανώσεις της νεολαίας «που θα έπρεπε να κάνουν περισσότερο στην πρόληψη και καταπολέμηση των ξένων παραστάσεων, για ν’ ανυψώσουν την κοινωνική άποψη, αναδεικνύοντας υπέροχα παραδείγματα και τις επαναστατικές πρωτοβουλίες της νεολαίας μας».
Το Τμήμα Αγωγής της Κεντρικής Επιτροπής δεν μπορούσε να αναλύσει τους πραγματικούς λόγους του υψηλού αριθμού των αυτοκτονιών, αλλά τόνιζε την ιδεολογική ρητορική. Αυτό γιατί το ίδιο το ΚΚΑ και το κομμουνιστικό καθεστώς που είχε κάνει ανυπόφορη την ζωή με το κλίμα που είχε δημιουργήσει και τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Το κλίμα της τρομοκρατίας που επικρατούσε στην αλβανική κοινωνία στα μέσα τις δεκαετίας του 70, με συλλήψεις, εκτελέσεις και εξορίες.
Για να δούμε πως διάβαζε το κομμουνιστικό καθεστώς μια πράξη αυτοκτονίας, αλλά και την απαισιοδοξία που επικρατούσε στο πνευματικό και ψυχολογικό κόσμο ενός θύματος, θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένη περίπτωση. Μια επιστολή που ένας φοιτητής του πολυτεχνείου από μια πόλη του βορά της Αλβανίας είχε στείλει σ’ ένα φίλο του στην Αυλώνα προτού αυτοκτονήσει.
«… Προσπαθούμε σήμερα και αύριο για πιο πράγμα; Για το τίποτα, χωρίς να ξέρουμε τι μας περιμένει. Λέμε άντε να περάσει και αυτή η μέρα γιατί θα πάω στο σπίτι, άντε να τελειώσω αυτή την δουλειά. Παίρνουμε με το καλό τον εαυτό μας, δεν ξέρουμε για πιο πράγμα ζούμε… Γιατί υποφέρουμε τόσο πνευματικά. Οι άνθρωποι λένε, αχ.. πότε θα έρθει η Πρωτοχρονιά, αχ.. πότε θα έρθει εκείνη ή τούτη η μέρα, όταν ξέρεις πως εκείνη ημέρα ήρθε όπως όλες οι άλλες μέρες, αυτό γίνεται δολοφόνος του εαυτού του. Ένα τέλος μας περιμένει όλους. Το σώμα μας θα χρησιμοποιηθεί ως λίπασμα για την γη.
Δηλαδή γεννάτε το ερώτημα! Αξίζει να ζεις όταν μόνο ο θάνατος σε χωρίζει από την ζωή και αυτό το τελευταίο σε δίνει ως αμοιβή, αμοιβή που δίνει σε φυτά και ζώα; Και για αυτόν που θα μπορούσε να μου δώσει τυχαία ώθηση, για να πείσω τον εαυτό μου πως έχω πετύχει κάτι για μένα έχει τελειώσει.
Δεν είμαι συναισθηματικός. Η ζωή όμως με έχει κάνει άγριο και με μετατρέπει σε ζώο. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με σταματήσει, γιατί είμαι κύριος του εαυτού μου. Ήρθες εσύ στα Τίρανα και εγώ δεν σου συμπεριφέρθηκα καλά, έτσι όπως θα έπρεπε, γιατί έχω χάσει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα και το δικαίωμα αυτό μου το αρνήθηκε η ίδια η ζωή»
Στην επιστολή που η Επιτροπή του Κόμματος αυτής της πόλης απηύθυνε στην Κεντρική Επιτροπή ανέλυε τους λόγους της αυτοκτονίας του προαναφερθέντος φοιτητή, βασιζόμενοι στην επιστολή που έστειλε στον φίλο του, που τώρα ήταν στα χέρια της ανάκρισης. Αυτή η περίπτωση είχε επιλεχθεί για το γεγονός πως ο πατέρας ήταν διευθυντής σε κρατική εργολαβία και η αυτοκτονία είχε γίνει με όπλο του κράτους.
Σύμφωνα με το Κομιτάτο (Κεντρική Επιτροπή) του Κόμματος ένας από τους λόγους που ώθησε τον φοιτητή στην αυτοκτονία λέγετε πως ήταν η Πολυτεχνική Σχολή. Μία από της μεγαλύτερες αδικίες που γινόταν στους νέους από το καθεστώς ήταν η άρνηση του δικαιώματος των σπουδών ή η θυσία των προσωπικών επιθυμιών «για τις ανάγκες που είχε η χώρα». Αυτό ωθούσε κάποιους νέους στην αυτοκτονία.
Στην επιστολή του φοιτητή, το Κομιτάτο του Κόμματος διαπίστωσε «αστική φιλοσοφία», «ιδεαλιστική και αντί-μαρξιστική» σχετικά με την ζωή και το νόημα της.
«Αυτός ο νεαρός- συνέχιζε η ανάλυση- λες και δεν έχει ζήσει ανάμεσα στην ενθουσιώδης νεολαία μας, μέσα στην χαρά και την επαναστατική της ορμή. Αυτός στην επιστολή κατηγορεί την όμορφη σοσιαλιστική ζωή όταν γράφει «η ζωή με έκανε άγριο και με μετατρέπει σε ζώο». Αυτός δεν είχε ποτέ λόγο να «χάσει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα» όπως λέει και για αυτό, σύμφωνα με αυτόν, φταίει η ζωή». Αυτός θεωρούνταν μηδενιστής ιδεαλιστής φτάνοντας στο σημείο να δηλώσει πως ο άνθρωπος περιμένοντας τις εορτές, τις χαρές και την Πρωτοχρονιά, γινόταν «δολοφόνος του εαυτού του».
Με τρόπο ακατανόητο το Κομιτάτο δήλωνε πως στην κομμουνιστική Αλβανία, δεν υπήρχαν αντικειμενικές προϋποθέσεις για να τελέσει κανείς αυτοκτονία. Πρότεινε μάλιστα πως οι οργανώσεις της νεολαίας θα έπρεπε να μιλήσουν περισσότερο για τις ταλαιπωρίες της νεολαίας στις καπιταλιστικές και ρεβιζιονιστικές χώρες.
Μια και μηδενιστικές αντιλήψεις, που είχαν οδηγήσει αυτό τον νεαρό στην αυτοκτονία, δεν ήταν μέρος της αγωγής του τόπου, τότε γεννιόνταν το ερώτημα που είχε βρει αυτές τις ιδέες; Το Κομιτάτο του Κόμματος έγερνε υποψίες πως σε στενούς κύκλους μαθητών διαβάζονταν κίτρινα βιβλία ή αντιλήψεις των ιδεαλιστών φιλοσόφων που διδάσκονταν στα σχολεία για να τους ξεσκεπάσουν ερμηνεύονταν αλλιώς.
Ένα άλλο πρόβλημα τους Κομιτάτο του Κόμματος αυτής της πόλης ήταν η αυτοκτονία των στρατιωτών, εξαιτίας της κριτικής ή αρνητικών αναφορών μεταξύ των στρατιωτών και των αξιωματικών.
Σε όλες τις περιπτώσεις ο αριθμός των αυτοκτονιών ήταν κρατικό μυστικό και δεν δημοσιεύονταν ποτέ ούτε για λόγους υγείας.
Το φαινόμενο της αυτοκτονίας θεωρούνταν ως προδοσία προς την πατρίδα και το κόμμα. Καταδικάζονταν πολιτικά. Εξαιτίας του υψηλού αριθμού του φαινομένου κατά τα μέσα τις δεκαετίας του 70, η Κεντρική επιτροπή έδωσε οδηγίες σε όλες τις Επιτροπές του Κόμματος στις περιφέρειες και τα διοικητικά όργανα των οργανώσεων των μαζών για να αξιολογήσουν καλά αυτό το είδος του εγκλήματος και για την ενίσχυση της μορφωτικής και προληπτικής εργασίας.
Αυτή αναφορά έκλεινε με την οδηγία πως τα όργανα του ΚΚΑ στους νομούς θα έπρεπε να κάνουν μια ποιοτική εργασία, με τους νέους και τις νέες, «για να καταπολεμηθούν οι μικροαστικές τάσεις και έννοιες, οι ξένες αστικές-φιλελεύθερες παραστάσεις, που ωθούν κάποιους νέους να κάνουν πράξεις αντίθετες προς τα πρότυπα της σοσιαλιστικής ηθικής». Υπό το πρίσμα αυτό, ένα μεγάλο βάρος έπεφτε στις οργανώσεις της νεολαίας «που θα έπρεπε να κάνουν περισσότερο στην πρόληψη και καταπολέμηση των ξένων παραστάσεων, για ν’ ανυψώσουν την κοινωνική άποψη, αναδεικνύοντας υπέροχα παραδείγματα και τις επαναστατικές πρωτοβουλίες της νεολαίας μας».
Το Τμήμα Αγωγής της Κεντρικής Επιτροπής δεν μπορούσε να αναλύσει τους πραγματικούς λόγους του υψηλού αριθμού των αυτοκτονιών, αλλά τόνιζε την ιδεολογική ρητορική. Αυτό γιατί το ίδιο το ΚΚΑ και το κομμουνιστικό καθεστώς που είχε κάνει ανυπόφορη την ζωή με το κλίμα που είχε δημιουργήσει και τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Το κλίμα της τρομοκρατίας που επικρατούσε στην αλβανική κοινωνία στα μέσα τις δεκαετίας του 70, με συλλήψεις, εκτελέσεις και εξορίες.
Για να δούμε πως διάβαζε το κομμουνιστικό καθεστώς μια πράξη αυτοκτονίας, αλλά και την απαισιοδοξία που επικρατούσε στο πνευματικό και ψυχολογικό κόσμο ενός θύματος, θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένη περίπτωση. Μια επιστολή που ένας φοιτητής του πολυτεχνείου από μια πόλη του βορά της Αλβανίας είχε στείλει σ’ ένα φίλο του στην Αυλώνα προτού αυτοκτονήσει.
«… Προσπαθούμε σήμερα και αύριο για πιο πράγμα; Για το τίποτα, χωρίς να ξέρουμε τι μας περιμένει. Λέμε άντε να περάσει και αυτή η μέρα γιατί θα πάω στο σπίτι, άντε να τελειώσω αυτή την δουλειά. Παίρνουμε με το καλό τον εαυτό μας, δεν ξέρουμε για πιο πράγμα ζούμε… Γιατί υποφέρουμε τόσο πνευματικά. Οι άνθρωποι λένε, αχ.. πότε θα έρθει η Πρωτοχρονιά, αχ.. πότε θα έρθει εκείνη ή τούτη η μέρα, όταν ξέρεις πως εκείνη ημέρα ήρθε όπως όλες οι άλλες μέρες, αυτό γίνεται δολοφόνος του εαυτού του. Ένα τέλος μας περιμένει όλους. Το σώμα μας θα χρησιμοποιηθεί ως λίπασμα για την γη.
Δηλαδή γεννάτε το ερώτημα! Αξίζει να ζεις όταν μόνο ο θάνατος σε χωρίζει από την ζωή και αυτό το τελευταίο σε δίνει ως αμοιβή, αμοιβή που δίνει σε φυτά και ζώα; Και για αυτόν που θα μπορούσε να μου δώσει τυχαία ώθηση, για να πείσω τον εαυτό μου πως έχω πετύχει κάτι για μένα έχει τελειώσει.
Δεν είμαι συναισθηματικός. Η ζωή όμως με έχει κάνει άγριο και με μετατρέπει σε ζώο. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με σταματήσει, γιατί είμαι κύριος του εαυτού μου. Ήρθες εσύ στα Τίρανα και εγώ δεν σου συμπεριφέρθηκα καλά, έτσι όπως θα έπρεπε, γιατί έχω χάσει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα και το δικαίωμα αυτό μου το αρνήθηκε η ίδια η ζωή»
Στην επιστολή που η Επιτροπή του Κόμματος αυτής της πόλης απηύθυνε στην Κεντρική Επιτροπή ανέλυε τους λόγους της αυτοκτονίας του προαναφερθέντος φοιτητή, βασιζόμενοι στην επιστολή που έστειλε στον φίλο του, που τώρα ήταν στα χέρια της ανάκρισης. Αυτή η περίπτωση είχε επιλεχθεί για το γεγονός πως ο πατέρας ήταν διευθυντής σε κρατική εργολαβία και η αυτοκτονία είχε γίνει με όπλο του κράτους.
Σύμφωνα με το Κομιτάτο (Κεντρική Επιτροπή) του Κόμματος ένας από τους λόγους που ώθησε τον φοιτητή στην αυτοκτονία λέγετε πως ήταν η Πολυτεχνική Σχολή. Μία από της μεγαλύτερες αδικίες που γινόταν στους νέους από το καθεστώς ήταν η άρνηση του δικαιώματος των σπουδών ή η θυσία των προσωπικών επιθυμιών «για τις ανάγκες που είχε η χώρα». Αυτό ωθούσε κάποιους νέους στην αυτοκτονία.
Στην επιστολή του φοιτητή, το Κομιτάτο του Κόμματος διαπίστωσε «αστική φιλοσοφία», «ιδεαλιστική και αντί-μαρξιστική» σχετικά με την ζωή και το νόημα της.
«Αυτός ο νεαρός- συνέχιζε η ανάλυση- λες και δεν έχει ζήσει ανάμεσα στην ενθουσιώδης νεολαία μας, μέσα στην χαρά και την επαναστατική της ορμή. Αυτός στην επιστολή κατηγορεί την όμορφη σοσιαλιστική ζωή όταν γράφει «η ζωή με έκανε άγριο και με μετατρέπει σε ζώο». Αυτός δεν είχε ποτέ λόγο να «χάσει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα» όπως λέει και για αυτό, σύμφωνα με αυτόν, φταίει η ζωή». Αυτός θεωρούνταν μηδενιστής ιδεαλιστής φτάνοντας στο σημείο να δηλώσει πως ο άνθρωπος περιμένοντας τις εορτές, τις χαρές και την Πρωτοχρονιά, γινόταν «δολοφόνος του εαυτού του».
Με τρόπο ακατανόητο το Κομιτάτο δήλωνε πως στην κομμουνιστική Αλβανία, δεν υπήρχαν αντικειμενικές προϋποθέσεις για να τελέσει κανείς αυτοκτονία. Πρότεινε μάλιστα πως οι οργανώσεις της νεολαίας θα έπρεπε να μιλήσουν περισσότερο για τις ταλαιπωρίες της νεολαίας στις καπιταλιστικές και ρεβιζιονιστικές χώρες.
Μια και μηδενιστικές αντιλήψεις, που είχαν οδηγήσει αυτό τον νεαρό στην αυτοκτονία, δεν ήταν μέρος της αγωγής του τόπου, τότε γεννιόνταν το ερώτημα που είχε βρει αυτές τις ιδέες; Το Κομιτάτο του Κόμματος έγερνε υποψίες πως σε στενούς κύκλους μαθητών διαβάζονταν κίτρινα βιβλία ή αντιλήψεις των ιδεαλιστών φιλοσόφων που διδάσκονταν στα σχολεία για να τους ξεσκεπάσουν ερμηνεύονταν αλλιώς.
Ένα άλλο πρόβλημα τους Κομιτάτο του Κόμματος αυτής της πόλης ήταν η αυτοκτονία των στρατιωτών, εξαιτίας της κριτικής ή αρνητικών αναφορών μεταξύ των στρατιωτών και των αξιωματικών.
Σε όλες τις περιπτώσεις ο αριθμός των αυτοκτονιών ήταν κρατικό μυστικό και δεν δημοσιεύονταν ποτέ ούτε για λόγους υγείας.
Σχετικές Δημοσιεύσεις
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών