Όταν το παλαβωμένο, το στυγνό το θεριό, αδικοσκότωνε «τα παιδιά της ελευθερίας»

Γράφει ο Γιώργος Κρεμμύδας

Ένα από τα Θρίλερ του αγώνα για Δημοκρατία, κατεγράφη και στη γενέτειρά μας, στο τόπο μας, την αιματοβαμμένη ιστορία του Δεκεμβρίου του 1990. Το πιο πονεμένο δράμα των οικογενειών των τεσσάρων αδικοσκοτωμένων στα σύνορα παιδιών του Αλύκου, των «παιδιών της ελευθερίας», από το στυγνό καθεστώς των τελευταίων χρόνων στην Αλβανία. 

Ήταν καιρός που ο Ήλιος της Δημοκρατίας, είχε ρίξει απλόχερα τις ελπιδοφόρες ακτίνες του και «προθέρμαινε» τις ανθρώπινες ψυχές. Ο λαός είχε εξεγερθεί σαν ορμητικός ποταμός που παράσερνε σχεδόν λυσσαλέα, ότι έβρισκε μπροστά του. Μαζί κι εμείς στην ακμαία ροή του. Δεν είχε πισωγύρισμα. Ξεπηδούσε τα φράγματα για να ξεφύγει απ’ το κολαστήριο και τον καταπέλτη των ονείρων της αλβανικής κοινωνίας, όπως και της δικής μας κοινωνίας, που πνίγονταν στο βάραθρο του φόβου. Είχε φυσήξει ο αέρας της Δύσης. Ένα – ένα τα θεριά αμόλαγαν το θρόνο τους. Η φαλκιδεμένη νεοσοσιαλιστική δημοκρατία είχε αποτύχει παταγωδώς. 

Στο καμουφλαρισμένο ξεσκισμένο ομοίωμά της, οι τσιτωμένες πιρουνιές και τα άδεια κουτάλια της φτώχειας, την είχαν αποστομώσει. Κι εκείνους τους τόσους Κέρκωπες. Οι οδοστρωτήρες του, η ισότητα και της ελευθερίας τα ιδανικά, που διατυμπανούσε μεγαλεπηβόλως είχαν προ καιρού αποκαλύψει το άλλο, το πραγματικό, το μουντό, το άγριο πρόσωπό του. Το αιμοβόρο λαβωμένο θεριό φαεινότερο έδειχνε τα ξεβγαλμένα δόντια του. Είχε παλαβώσει. Είχε πειστεί πλέον ότι η ιστορία το διαγράφει οριστικά και τελεσίδικα γι αυτό είχε γίνει πιο επικίνδυνο. Σαν το χοίρο στο «λαϊκό» σφαγείο.

Σείονταν ολόκληρη η χώρα. Ξεχείλισε «η εκδίκηση» στους δρόμους, στα βουνά, στις θάλασσες. Εμφανή η προτροπή. Έπεσαν τοίχοι, ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Οι θάλασσες είχαν ανοίξει την υδάτινη, την απέραντη αγκάλη τους που στάθμευαν στα λιμάνια της Δύσης τα καράβια της «ελευθερίας». Η ιστορία ενός αποκομμένου λαού, τόσο πονεμένου Ελληνισμού ξαναέγραφε τον άλλο κύκλο της με αιματοβαμμένες σελίδες στα πατρώα εδάφη με των αμούστακων παιδιών του Αλύκου. 

Αν και η λόγχη των δαιμόνων τρυπούσε την κοιλιά του φεγγαριού, στη νυχτιασμένη ζαριά, θάνατος η ελεύθερη ζωή, οι λεβέντες δεν αψήφησαν το θάνατο. Στα πανάρχαια χώματά μας το θρίλερ είχε καταγράψει την «περίσσια» παλικαριά των παιδιών από το Αλύκο, Καινούργιο, Δίβρη, Μάλτσιανη, Βαγκαλιάτες, Τσερκοβίτσα, Ντερμίση, Χιμάρα, Δρόπολη, τους Αγίους Σαράντα κ.α. 

Τα άγρια, τα χιονοσκεπασμένα βουνά, τα ορμητήρια των δικτατόρων που «τουφέκιζαν» την ελευθερία και τον πόνο του χωρισμού, είχαν «ημερέψει» γιατί και αυτά τα ίδια πάνω στην πέτρινη «ραχοκοκαλιά» τους στα κράκουρα, «κρατούσαν» καραούλι και «εκμυστηρεύονταν» για το πέρασμα, τα μονοπάτια τους. Κι ας ήταν τόσο παγωμένα. Με δύο λέξεις και μόνον - ΜΑΝΑ ΕΛΛΑΔΑ - σμιλεμένες βαθιά μες την ψυχή τους κάπου μεσοδρομίς, είχαν απογειωθεί τα παγωμένα όνειρά τους και οι Άγγελοί τους φτερούγησαν στον αιθέρα της αιωνιότητας. Ποθούσαν τόσο πολύ τη ζεστασιά της μάνας, το ιστορικό αυτό ένστικτο με όνειρα που κόπηκαν στη μέση, με θρηνόδακρα, πόνο, χαρά και λύπη. Όλα μαζί ριζωμένα στην ψυχή του τα κουβαλούσε μέσα του κάθε Έλληνας της Αλβανίας ξεπληρωμένος επί μισό αιώνα απ’ την αγαπημένη του πατρίδα και τους συγγενείς του. 

Ακόμη περισσότερο και πιο βαρύ τον όρκο του μπροστά στα φέρετρα των τεσσάρων αμούστακων νέων του Αλύκου, στην «ιερή» συνέχεια του αγώνα, με τα σύμβολά του για ενότητα. Εξουδετερώνοντας τους «ενοχλητικούς» και τα όνειρά τους, ο τύραννος, ο Θρασύβουλος τυφλωμένος από το άσωτο πάθος του να «ρουφάει» αίμα, στην παλαβομάρα του, δεν μπορούσε να φανταστεί τι κάνει ένας λαός για την ελευθερία του όταν ήδη είχε φυτρώσει το υγιέστατο δέντρο της. Είχε ποτιστεί και έριχνε ανάστημα με των αθώων το αχνό αίμα. Ενώ βρυχιότανε το λαβωμένο, το στυγνό άθεο θεριό και έψαχνε τρύπα να κρυφτεί, εμείς απαθανατίσαμε τους «ήρωές» μας και τους τιμούμε με ορόσημο την 12 η Δεκέμβρη στο Αλύκο, ακριβώς τη μέρα εορτασμού του Αγίου Σπυρίδωνα.

Τιμή και δόξα στους « Πεσόντες της Δημοκρατίας»!

Σχετικά Θέματα

Σχόλια