Τα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία και η διαρρύθμισή τους θα μας απασχολήσουν στο σημερινό μας άρθρο. Η Αλβανία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος τον Νοέμβριο του 1912, ωστόσο τα σύνορά της με τη χώρα μας δεν καθορίστηκαν αμέσως.
Η ελληνοαλβανική μεθόριος
Η ελληνοαλβανική μεθόριος εκτείνεται σε μήκος 349 χιλιομέτρων, από τα οποία τα 247 είναι χερσαία, τα 78 θαλάσσια και τα 7 λιμναία. Επίσης 9 χιλιόμετρα ποταμών και 8 χιλιόμετρα ρεμάτων, 17 συνολικά, οριοθετούν τα χερσαία σύνορα των δύο χωρών.
Η μεθόριος αυτή ξεκινά από το τριεθνές σημείο συνάντησης των συνόρων Ελλάδας – Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας στη Μεγάλη Πρέσπα και καταλήγει στον όρμο της Φτελιάς, απέναντι από την Κέρκυρα.
Ο καθορισμός της μεθορίου γίνεται μόνο από κανονικά ορόσημα (κύριες πυραμίδες), ο αριθμός των οποίων ανέρχεται σε 177. Οι πυραμίδες αυτές έχουν οριστεί από το «Πρωτόκολλον Διαχαράξεως Ελληνοαλβανικής Μεθορίου Φλωρεντίας της 27ης Ιανουαρίου 1925», που αποτελεί τη μοναδική μεθοριακή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αυτό η ελληνοαλβανική οροθετική γραμμή χωρίστηκε σε τρεις τομείς. Ο Α’ τομέας ξεκινά από το τριεθνές της Μεγάλης Πρέσπας και φτάνει στην κορυφή του υψοδείκτη 2036 του όρους Μπανταρός. Ο τομέας αυτός προσδιορίστηκε με 69 κανονικά ορόσημα. Ο Β’ τομέας ξεκινά από την κορυφή 2036 του όρους Μπανταρός και φτάνει στην υδάτινη συμβολή των ποταμών Αώου και Σαρανταπόρου και έχει προσδιοριστεί με 29 κανονικά ορόσημα. Και καθώς αναφερθήκαμε στον Αώο, να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τον σπουδαίο γεωγράφο και λαογράφο Εκαταίο τον Μιλήσιο (550 π.Χ. – 476 π.Χ.), αυτός ονομαζόταν στην αρχαιότητα και Αίας. Είχε δηλαδή το ίδιο όνομα με τους δύο ομηρικούς ήρωες… (Πηγή: Γιάννης Λάμψας, ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ).
Επίσης, το όνομα Αώος σύμφωνα με τον αείμνηστο φιλόλογο και ακαδημαϊκό Αγαπητό Τσοπανάκη (1908-2005), είχαν άλλοι τρεις ποταμοί σε Θεσπρωτία, Κιλικία και Κύπρο. Τέλος, το άλλο όνομα του Αώου, Βοβούσα (ή Βωβούσα), σύμφωνα με τον Χαράλαμπο Συμεωνίδη (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΩΝΥΜΙΩΝ), αναφέρεται σε μεσαιωνικές πηγές ως Βόουσα, Βοόση και Βοώση (από το έτος 1019) και προέρχεται από το αρχαιότερο *Αώεσσα (κώμη) < Αώος. Η αλβανική ονομασία του Αώου (Βοβούσας), είναι Vjose. Επανερχόμαστε στην ελληνοαλβανική μεθόριο με τον Γ’ τομέα των χερσαίων συνόρων των δύο χωρών, που ξεκινά από την υδάτινη συμβολή των Αώον και Σαρανταπόρου και καταλήγει στον όρμο της Φτελιάς. Ο τομέας αυτός έχει καθοριστεί με 79 κανονικά ορόσημα. Και οι τρεις τομείς προσδιορίστηκαν με κανονικά ορόσημα «επί τόπου» (in loco).
Τα λιμναία σύνορα υποδεικνύονται με φωτεινή σήμανση, ενώ ως οροθετική γραμμή σε υδάτινες ροές, ποτάμια και ρέματα, νοείται η μέση της βασικής ροής. Σε ποταμούς που είναι «πλεύσιμοι», όπως γράφει ο Σταύρος Ντάγιος, η διαχωριστική γραμμή νοείται στο βαθύτερο μέρος της κοίτης. Στα παράκτια σύνορα η οριοθέτηση επεκτείνεται σε 15 μίλια.
Η εξέλιξη της διαμόρφωσης των ελληνοαλβανικών συνόρων
Η Αλβανία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος τον Νοέμβριο του 1912 με τη στήριξη της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας. Ωστόσο εξακολουθούσε να αποτελεί μια «γεωγραφική έννοια», σύμφωνα με τον Γερμανό καγκελάριο Μπίσμαρκ. Όμως ο διακανονισμός των ορίων της Αλβανίας και των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών απαιτούσε την υπέρβαση πολλών εμποδίων.
Μετά την ανακωχή του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (3 Δεκεμβρίου 1912), συνήλθε στο Λονδίνο η Πρεσβευτική Διάσκεψη που σκόπευε να πετύχει ομοφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή ολόκληρης της περιοχής των Βαλκανίων. Η Διάσκεψη διήρκησε ως τις 11 Αυγούστου 1913 και ανέδειξε ξεκάθαρα τις πολύ μεγάλες διαφωνίες μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών και των Δυνάμεων που τις υποστήριζαν. Έτσι, η Ιταλία θέλοντας να αποκλείσει την Ελλάδα από το στόμιο της Αδριατικής, πρότεινε να δοθούν όχι μόνο τα Γιάννενα, αλλά και ολόκληρη η, ελληνική σήμερα, Ήπειρος. Αυτό βέβαια ερχόταν σε πλήρη σύγκρουση με τα ελληνικά συμφέροντα και η χώρα μας δεν υπήρχε περίπτωση να το δεχθεί.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν εν μέσω του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (29 Ιουνίου 1913 – 10 Αυγούστου 1913). Η Αλβανία παρέμεινε ουδέτερη και στην πράξη «νοσταλγούσα την οθωμανική τάξη», όπως γράφει εύστοχα ο Σταύρος Ντάγιος. Με τη Συνθήκη της Ειρήνης του Λονδίνου της 30ης Μαΐου 1913, αναγνωριζόταν η ύπαρξη του αλβανικού κράτους, αλλά όχι των γεωγραφικών ορίων του.Έτσι, η Διάσκεψη ανέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις να ορίσουν επιτροπή για τη διευθέτηση των συνόρων της Αλβανίας και μια σειρά από άλλα ζητήματα που εκκρεμούσαν. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το μέλλον των νησιών του Αιγαίου και η διανομή της τέως ευρωπαϊκής Τουρκίας.
Στο πνεύμα των αποφάσεων του Λονδίνου, με το Πρωτόκολλο της 29ης Ιουλίου 1913 η Αλβανία αναγνωρίστηκε ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και ταυτόχρονα με το άρθρο 3 ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις η πρόνοια του προσδιορισμού των ορίων της και όλων των υπόλοιπων ζητημάτων που την αφορούσαν. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη, καθώς εξασφάλιζε την κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου και την υπόσχεση της Μεγάλης Βρετανίας για μελλοντική προσάρτηση των Δωδεκανήσων.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1913, με κοινή διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοίνωσαν τις αποφάσεις τους για τα νότια και νοτιοανατολικά σύνορα της Αλβανίας. Στη διακοίνωση τονιζόταν ότι η νήσος Σάσων, η παραλία ως τον όρμο της Φτελιάς και η Κορυτσά θα αποτελούσαν μέρη του νεοσύστατου αλβανικού κράτους. Η οριστική οροθέτηση των συνόρων θα γινόταν «βάσει εθνολογικών και γεωγραφικών κριτηρίων», ορίζοντας ως αποφασιστικό κριτήριο τη γλώσσα της οικογένειας. Έτσι τα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν στα αλβανικά εδάφη, θα έπρεπε να αποσυρθούν ένα μήνα μετά τη λήξη των εργασιών της επιτροπής.
Στις 13 Νοεμβρίου 1913 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαμαρτυρήθηκε για τον προτεινόμενο τρόπο χάραξης των συνόρων, που δεν βασιζόταν στην ιστορική και εθνολογική πραγματικότητα. Επέμενε μάλιστα να αναζητηθεί η εθνικότητα των πληθυσμών με διενέργεια δημοψηφίσματος, κάτι που θα σήμαινε μετακίνηση των συνόρων προς τον βορρά.
Όμως το δημοψήφισμα αυτό κρίθηκε επικίνδυνο από την Ιταλία και τη Γερμανία. Η Γερμανία χρησιμοποίησε το επιχείρημα ότι η δημοψηφιστική αρχή (principe plebscitare), δεν είχε εφαρμοστεί παρά μόνο στην περίπτωση της Γαλλίας.
Παρά τις ελληνικές εκκλήσεις η διεθνής επιτροπή διαχάραξης των συνόρων έμεινε στη μεθόριο μόνο 58 ημέρες, συνεδρίασε μόνο 12 φορές και εξέτασε μόλις 14 άτομα! Σύμφωνα με τις έρευνες η επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο της γλώσσας ήταν ανεφάρμοστο λόγω της πολυπλοκότητας της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής και της διγλωσσίας μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Τα πορίσματα της μεικτής επιτροπής κατατέθηκαν ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων και εντάχθηκαν στη Συμφωνία της Φλωρεντίας (Α’ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας 1913).
Τις αγωνιώδεις επιστολές των Βορειοηπειρωτών προς τις Μεγάλες Δυνάμεις όπου, ανάμεσα στα άλλα, αποδείκνυαν την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου, παραθέτει ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος στο βιβλίο του «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ».
Τελικά με το Σύμφωνο ή Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913, ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος (συμπεριλαμβανομένης της Κορυτσάς και του Αργυρόκαστρου), επιδικαζόταν στην Αλβανία. Σε εκκρεμότητα παρέμενε μόνο ο προσδιορισμός των συνόρων στις Πρέσπες και την Οχρίδα, λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων διεκδικήσεων Ελλάδας, Σερβίας και Αλβανίας.
Η μεθοριακή χάραξη δεν βασίστηκε σε εθνολογικά ή γλωσσικά κριτήρια, αλλά κυρίως σε γεωπολιτικές ισορροπίες. Για να είναι βιώσιμο το νεοσύστατο αλβανικό κράτος, έπρεπε να περιλάβει εντός των συνόρων του ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, το οποίο η Αλβανία αποκαλούσε «Νότια Αλβανία». Σύμφωνα με την ιταλική και την αυστροουγγρική αντίληψη, ένα βιώσιμο αλβανικό κράτος θα αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα κατά της σλαβικής επέκτασης στα Βαλκάνια. Και καθώς η αλβανόφωνη περιοχή του Κοσόβου δόθηκε στη Σερβία, γινόταν αδύνατη οποιαδήποτε εδαφική αξίωση προς την Αλβανία από ελληνικής πλευράς.
Η Ελλάδα εμφανίστηκε, και ήταν, αδικημένη, δεν σταμάτησε να έχει εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι στην Αλβανία. Η Αλβανία από την άλλη πλευρά, επαναπαύθηκε αρχικά, αλλά στη συνέχεια προέβαλε εδαφικές αξιώσεις στην περιοχή της Θεσπρωτίας (Τσαμουριά), καθοδηγούμενη και βοηθούμενη κυρίως από την Ιταλία. Έτσι η Ήπειρος, ενιαία και αδιάσπαστη επί τουρκοκρατίας, έγινε μήλον της έριδος μεταξύ των δύο χωρών.
Ο αυθαίρετος και άδικος τρόπος διακανονισμού των εδαφικών διαφορών προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Βορειοηπειρωτών, οι οποίοι με ένοπλη εξέγερση («Βορειοηπειρωτικός Αγώνας»), ζήτησαν την αυτονόμηση της περιοχής.
Τελικά ο αγώνας αυτός οδήγησε στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17 Μαΐου 1914), με το οποίο ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός αποκτούσε ευρεία αυτονομία. Ωστόσο, το ελληνικό κράτος λόγω της αδιάλλακτης στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν εκμεταλλεύτηκε τη συγκεκριμένη εξέλιξη.
Το ζήτημα των ελληνοαλβανικών συνόρων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανέδειξε και πάλι τις διαφωνίες της Ελλάδας και της Σερβίας για όσα προβλέπονταν στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Και καθώς η χάραξη των συνόρων με την Αλβανία δεν είχε γίνει επί τόπου, το θέμα διατηρήθηκε σε εκκρεμότητα για αρκετά ακόμα χρόνια.
Μετά τη λήξη του πολέμου και εν όψει της Διάσκεψης της Ειρήνης, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Thomas Woodrow Wilson δήλωσε ότι τα καθορισμένα το 1913 αλβανικά σύνορα «ήταν εξόχως τεχνητά, διότι διασπούσαν όχι μόνον γραμμές οικονομικής επαφής και εθνολογικής συνοχής αλλά ακόμη και τους φυλετικούς δεσμούς μεταξύ των κατοίκων». Η σαφής αυτή μεταστροφή της στάσης των Η.Π.Α. οι οποίες μέχρι τότε υιοθετούσαν την άποψη για ανεξάρτητο και κυρίαρχο αλβανικό κράτος, έδωσε την ευκαιρία στον Ελευθέριο Βενιζέλο να προβάλλει σθεναρά τις ελληνικές διεκδικήσεις με υπόμνημα προς τους Συμμάχους (30 Δεκεμβρίου 1918). Σε αυτό υπήρχαν αξιώσεις για τις υπόδουλες ελληνικές περιοχές και για αλλαγή των συνόρων με την Αλβανία καθώς, σύμφωνα με το ελληνικό υπόμνημα δεν υπήρχε λόγος «οι πολιτισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί της Νότιας Αλβανίας πλέον», να συμπεριληφθούν στο αλβανικό κράτος «το οποίο ήταν ανίκανο να έχει διοίκηση εντελώς αυτόνομη και όχι στο ελληνικό κράτος το οποίο είχε ήδη ανεξάρτητη πολιτική ζωή».
Από την πλευρά της η Αλβανία δια του Προέδρου της προσωρινής κυβέρνησης του Δυρραχίου Turhan Pashe Permeti, με υπόμνημα στις 4 Φεβρουαρίου 1919, δεν δεχόταν καμία συζήτηση για αλλαγή των συνόρων με την Ελλάδα και μάλιστα διεκδικούσε την περιοχή της Τσαμουριάς στην οποία, όπως ισχυριζόταν, η κυριαρχική παρουσία του αλβανικού στοιχείου ήταν αδιαμφισβήτητη. Πάντως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μεικτής επιτροπής περί ανταλλαγής πληθυσμών(1923), ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ηπείρου εκείνη την εποχή ήταν 20.160. O Permeti ζητούσε επίσης να δοθούν στην Αλβανία οι περιοχές των γειτονικών χωρών που κατοικούνταν από συμπαγείς αλβανικούς πληθυσμούς. Σχετικά με την άποψη της Ελλάδας για υποδεέστερο του μουσουλμανικού πολιτισμού ισχυρίστηκε ότι «αν και «οι Αλβανοί στερήθηκαν τον πολιτισμό και την εκπαίδευση στη γλώσσα τους μορφώθηκαν, εν τούτοις, σε τουρκικά, γαλλικά και αγγλικά σχολεία».
Σύμφωνα όμως με ξένους ερευνητές, από το 1.000.000 των κατοίκων της Αλβανίας το 1919, μόνο 15.000 γνώριζαν ανάγνωση και γραφή σε κάποια γλώσσα (ελληνικά, τουρκικά ή αλβανικά)! Τέλος ο Permeti υποσχέθηκε ότι η αλβανική κυβέρνηση «θα θεωρούσε σεβαστά τα εθνικά δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία».
Στην ελληνοαλβανική διαμάχη είχε εμπλοκή και η Ιταλία, ιδιαίτερα το 1916-1917. Με τη Συμφωνία Βενιζέλου -Τιτόνι (29 Ιουλίου 1919), αποφασίστηκε να δοθεί μεγάλο μέρος της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.
Τον Δεκέμβριο του 1919 υπογράφτηκε το πρωτόκολλο αποχώρησης των ιταλικών στρατευμάτων από το τρίγωνο του Πωγωνίου (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 22 Μαΐου 2021).
Τον Μάρτιο του 1920 η αμερικανική Γερουσία αποφάσισε ομόφωνα (Resolution 324, 17/3/1920) την απόδοση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Στα τέλη Απριλίου οι Ιταλοί που είχαν καταλάβει την περιοχή στις 30 Μαΐου/12 Ιουνίου 1917, την εγκατέλειψαν. Έσπευσαν όμως να την καταλάβουν οι Αλβανοί, κάτι αντίθετο με τις προβλέψεις της Συμφωνίας Βενιζέλου – Τιτόνι. Από τότε μονάδες του Ελληνικού Στρατού ήταν έτοιμες να προελάσουν στη Βόρειο Ήπειρο, ο Βενιζέλος όμως δεν έδωσε ποτέ εντολή για κάτι τέτοιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γάλλοι που είχαν στην κατοχή τους την περιοχή της Κορυτσάς, περίμεναν μάταια για τρεις μέρες τον Ελληνικό Στρατό για να την παραδώσουν (Μάιος 1920). Τελικά την παρέδωσαν στους Αλβανούς… Στις 28 Μαΐου 1920, Ελλάδα και Αλβανία υπέγραψαν το Σύμφωνο της Καπεστίτσας, με βάση το οποίο η χώρα μας δεν προχωρούσε στην κατάληψη της Κορυτσάς παρά την ιταλική και γαλλική συναίνεση, με τον όρο ότι η Αλβανία θα σεβόταν τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1920 η Αλβανία έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), η οποία στις 2 Οκτωβρίου 1921 ενέκρινε δήλωσε της Αλβανίας περί μειονοτήτων κι έτσι ακυρώθηκαν οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας του 1914. Η Αλβανία σύμφωνα με δήλωση του αντιπροσώπου της Φαν Νόλι αναγνώριζε και επίσημα τους ελληνικούς πληθυσμούς στην επικράτειά του ως γλωσσική μειονότητα.
Το αλβανικό κοινοβούλιο στις αρχές Φεβρουαρίου 1922 επικύρωσε τη δεσμευτική δήλωση Φαν Νόλι. Μετά από βρετανική πρόταση στις 6 Ιουνίου 1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη ασχολήθηκε με την οριστική χάραξη την γεωγραφικών ορίων της Αλβανίας και τον καθορισμό, στο πλαίσιο αυτό, των ελληνοαλβανικών συνόρων. Καθώς όμως η κυβέρνηση Γούναρη είχε διαρρήξει τους δεσμούς με τους Συμμάχους, στις 9 Νοεμβρίου 1921 εκδόθηκε η απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης των Παρισίων που κατακύρωνε τη «διαφιλονικούμενη περιοχή της Βορείου Ηπείρου», οριστικά στην Αλβανία. Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία αναγνώριζαν την Αλβανία ως «κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος» και την περιοχή που είχαν καθοριστεί από το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1913). Σύμφωνα με τον Σταύρο Ντάγιο: «Η ημερομηνία αυτή αποτελεί σημείο καμπής για τις όποιες εδαφικές διεκδικήσεις είχε τότε η Ελλάδα. Έκτοτε το όλο ζήτημα υποβιβάστηκε σε θέμα προστασίας μίας μειοψηφίας, ήτοι σε μειονοτικό ζήτημα».
Το έργο της επιτροπής που συστάθηκε για τον καθορισμό των νότιων συνόρων της Αλβανίας, σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Ιταλού Στρατηγού Ενρίκο Τελίνι και την προσωρινή κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 28 Αυγούστου 2016).
Τελικά η επιτροπή που είχε συσταθεί για την οριστική χάραξη των συνόρων της Αλβανίας συνέταξε πόρισμα τα αποτελέσματά του οποίου περιλήφθηκαν στο Πρωτόκολλο που υπογράφτηκε και πάλι στη Φλωρεντία στις 27 Ιανουαρίου 1925 από τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Την ελληνική πλευρά εκπροσωπούσε ο Αντισυνταγματάρχης Χρήστος Αβραμίδης, ενώ την αλβανική ο εκπρόσωπός της στην ΚτΕ Μεχντί Φράσερι. Η τελική οροθετική πράξη υπογράφτηκε, εκτός από τις παραπάνω χώρες, από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία στις 30 Ιουλίου 1926 στο Παρίσι.
Επίλογος
Τα σημερινά ελληνοαλβανικά σύνορα ορίστηκαν στο σύνολό τους με τη συμφωνία της 9ης Νοεμβρίου 1921, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στο «Πρωτόκολλον» Διαχαράξεως Ελληνοαλβανικής Μεθορίου Φλωρεντίας», της 27ης Ιανουαρίου 1925. Η μεθόριος από τον όρμο της Φτελιάς μέχρι το όρος Μπανταρός προσδιορίστηκε από τη διεθνή επιτροπή για τη ρύθμιση των συνόρων το 1913, ενώ το υπόλοιπο τμήμα που έμεινε εκκρεμές, μέχρι τη λίμνη των Πρεσπών καθορίστηκε από την Πρεσβευτική Διάσκεψη της 27ης Ιουλίου 1923.
Η συγκεκριμένη μεθοριακή σύμβαση, του 1925, είναι η μοναδική που έχει υπογραφτεί. Η Αλβανία ζητούσε (και ζητά) μία επικαιροποιημένη σύμβαση έτσι ώστε να καταργηθεί, έμμεσα, και ο νόμος περί «εμπολέμου» που ισχύει από το 1940 και δεν έχει καταργηθεί, καθώς αν και η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου το ήρε το 1987, αυτό δεν επικυρώθηκε από την Ελληνική Βουλή ή με έκδοση Προεδρικού Διατάγματος.
Πηγές: Σταύρος Γ. Ντάγιος, «Η ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ», στα ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ Η’ ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2021.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Ντάγιο για την άδεια που μας έδωσε να αντλήσουμε στοιχεία από το κείμενό του, καθώς και τις φωτογραφίες από τις πυραμίδες και τα συρματοπλέγματα στα ελληνοαλβανικά σύνορα, που πλέον έχουν «πέσει»…
Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Α’ ΕΚΔΟΣΗ 2018.
Η ελληνοαλβανική μεθόριος
Η ελληνοαλβανική μεθόριος εκτείνεται σε μήκος 349 χιλιομέτρων, από τα οποία τα 247 είναι χερσαία, τα 78 θαλάσσια και τα 7 λιμναία. Επίσης 9 χιλιόμετρα ποταμών και 8 χιλιόμετρα ρεμάτων, 17 συνολικά, οριοθετούν τα χερσαία σύνορα των δύο χωρών.
Η μεθόριος αυτή ξεκινά από το τριεθνές σημείο συνάντησης των συνόρων Ελλάδας – Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας στη Μεγάλη Πρέσπα και καταλήγει στον όρμο της Φτελιάς, απέναντι από την Κέρκυρα.
Ο καθορισμός της μεθορίου γίνεται μόνο από κανονικά ορόσημα (κύριες πυραμίδες), ο αριθμός των οποίων ανέρχεται σε 177. Οι πυραμίδες αυτές έχουν οριστεί από το «Πρωτόκολλον Διαχαράξεως Ελληνοαλβανικής Μεθορίου Φλωρεντίας της 27ης Ιανουαρίου 1925», που αποτελεί τη μοναδική μεθοριακή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αυτό η ελληνοαλβανική οροθετική γραμμή χωρίστηκε σε τρεις τομείς. Ο Α’ τομέας ξεκινά από το τριεθνές της Μεγάλης Πρέσπας και φτάνει στην κορυφή του υψοδείκτη 2036 του όρους Μπανταρός. Ο τομέας αυτός προσδιορίστηκε με 69 κανονικά ορόσημα. Ο Β’ τομέας ξεκινά από την κορυφή 2036 του όρους Μπανταρός και φτάνει στην υδάτινη συμβολή των ποταμών Αώου και Σαρανταπόρου και έχει προσδιοριστεί με 29 κανονικά ορόσημα. Και καθώς αναφερθήκαμε στον Αώο, να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τον σπουδαίο γεωγράφο και λαογράφο Εκαταίο τον Μιλήσιο (550 π.Χ. – 476 π.Χ.), αυτός ονομαζόταν στην αρχαιότητα και Αίας. Είχε δηλαδή το ίδιο όνομα με τους δύο ομηρικούς ήρωες… (Πηγή: Γιάννης Λάμψας, ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ).
Επίσης, το όνομα Αώος σύμφωνα με τον αείμνηστο φιλόλογο και ακαδημαϊκό Αγαπητό Τσοπανάκη (1908-2005), είχαν άλλοι τρεις ποταμοί σε Θεσπρωτία, Κιλικία και Κύπρο. Τέλος, το άλλο όνομα του Αώου, Βοβούσα (ή Βωβούσα), σύμφωνα με τον Χαράλαμπο Συμεωνίδη (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΩΝΥΜΙΩΝ), αναφέρεται σε μεσαιωνικές πηγές ως Βόουσα, Βοόση και Βοώση (από το έτος 1019) και προέρχεται από το αρχαιότερο *Αώεσσα (κώμη) < Αώος. Η αλβανική ονομασία του Αώου (Βοβούσας), είναι Vjose. Επανερχόμαστε στην ελληνοαλβανική μεθόριο με τον Γ’ τομέα των χερσαίων συνόρων των δύο χωρών, που ξεκινά από την υδάτινη συμβολή των Αώον και Σαρανταπόρου και καταλήγει στον όρμο της Φτελιάς. Ο τομέας αυτός έχει καθοριστεί με 79 κανονικά ορόσημα. Και οι τρεις τομείς προσδιορίστηκαν με κανονικά ορόσημα «επί τόπου» (in loco).
Τα λιμναία σύνορα υποδεικνύονται με φωτεινή σήμανση, ενώ ως οροθετική γραμμή σε υδάτινες ροές, ποτάμια και ρέματα, νοείται η μέση της βασικής ροής. Σε ποταμούς που είναι «πλεύσιμοι», όπως γράφει ο Σταύρος Ντάγιος, η διαχωριστική γραμμή νοείται στο βαθύτερο μέρος της κοίτης. Στα παράκτια σύνορα η οριοθέτηση επεκτείνεται σε 15 μίλια.
Η εξέλιξη της διαμόρφωσης των ελληνοαλβανικών συνόρων
Η Αλβανία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος τον Νοέμβριο του 1912 με τη στήριξη της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας. Ωστόσο εξακολουθούσε να αποτελεί μια «γεωγραφική έννοια», σύμφωνα με τον Γερμανό καγκελάριο Μπίσμαρκ. Όμως ο διακανονισμός των ορίων της Αλβανίας και των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών απαιτούσε την υπέρβαση πολλών εμποδίων.
Μετά την ανακωχή του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (3 Δεκεμβρίου 1912), συνήλθε στο Λονδίνο η Πρεσβευτική Διάσκεψη που σκόπευε να πετύχει ομοφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή ολόκληρης της περιοχής των Βαλκανίων. Η Διάσκεψη διήρκησε ως τις 11 Αυγούστου 1913 και ανέδειξε ξεκάθαρα τις πολύ μεγάλες διαφωνίες μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών και των Δυνάμεων που τις υποστήριζαν. Έτσι, η Ιταλία θέλοντας να αποκλείσει την Ελλάδα από το στόμιο της Αδριατικής, πρότεινε να δοθούν όχι μόνο τα Γιάννενα, αλλά και ολόκληρη η, ελληνική σήμερα, Ήπειρος. Αυτό βέβαια ερχόταν σε πλήρη σύγκρουση με τα ελληνικά συμφέροντα και η χώρα μας δεν υπήρχε περίπτωση να το δεχθεί.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν εν μέσω του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (29 Ιουνίου 1913 – 10 Αυγούστου 1913). Η Αλβανία παρέμεινε ουδέτερη και στην πράξη «νοσταλγούσα την οθωμανική τάξη», όπως γράφει εύστοχα ο Σταύρος Ντάγιος. Με τη Συνθήκη της Ειρήνης του Λονδίνου της 30ης Μαΐου 1913, αναγνωριζόταν η ύπαρξη του αλβανικού κράτους, αλλά όχι των γεωγραφικών ορίων του.Έτσι, η Διάσκεψη ανέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις να ορίσουν επιτροπή για τη διευθέτηση των συνόρων της Αλβανίας και μια σειρά από άλλα ζητήματα που εκκρεμούσαν. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το μέλλον των νησιών του Αιγαίου και η διανομή της τέως ευρωπαϊκής Τουρκίας.
Στο πνεύμα των αποφάσεων του Λονδίνου, με το Πρωτόκολλο της 29ης Ιουλίου 1913 η Αλβανία αναγνωρίστηκε ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και ταυτόχρονα με το άρθρο 3 ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις η πρόνοια του προσδιορισμού των ορίων της και όλων των υπόλοιπων ζητημάτων που την αφορούσαν. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη, καθώς εξασφάλιζε την κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου και την υπόσχεση της Μεγάλης Βρετανίας για μελλοντική προσάρτηση των Δωδεκανήσων.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1913, με κοινή διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοίνωσαν τις αποφάσεις τους για τα νότια και νοτιοανατολικά σύνορα της Αλβανίας. Στη διακοίνωση τονιζόταν ότι η νήσος Σάσων, η παραλία ως τον όρμο της Φτελιάς και η Κορυτσά θα αποτελούσαν μέρη του νεοσύστατου αλβανικού κράτους. Η οριστική οροθέτηση των συνόρων θα γινόταν «βάσει εθνολογικών και γεωγραφικών κριτηρίων», ορίζοντας ως αποφασιστικό κριτήριο τη γλώσσα της οικογένειας. Έτσι τα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν στα αλβανικά εδάφη, θα έπρεπε να αποσυρθούν ένα μήνα μετά τη λήξη των εργασιών της επιτροπής.
Στις 13 Νοεμβρίου 1913 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαμαρτυρήθηκε για τον προτεινόμενο τρόπο χάραξης των συνόρων, που δεν βασιζόταν στην ιστορική και εθνολογική πραγματικότητα. Επέμενε μάλιστα να αναζητηθεί η εθνικότητα των πληθυσμών με διενέργεια δημοψηφίσματος, κάτι που θα σήμαινε μετακίνηση των συνόρων προς τον βορρά.
Όμως το δημοψήφισμα αυτό κρίθηκε επικίνδυνο από την Ιταλία και τη Γερμανία. Η Γερμανία χρησιμοποίησε το επιχείρημα ότι η δημοψηφιστική αρχή (principe plebscitare), δεν είχε εφαρμοστεί παρά μόνο στην περίπτωση της Γαλλίας.
Παρά τις ελληνικές εκκλήσεις η διεθνής επιτροπή διαχάραξης των συνόρων έμεινε στη μεθόριο μόνο 58 ημέρες, συνεδρίασε μόνο 12 φορές και εξέτασε μόλις 14 άτομα! Σύμφωνα με τις έρευνες η επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο της γλώσσας ήταν ανεφάρμοστο λόγω της πολυπλοκότητας της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής και της διγλωσσίας μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Τα πορίσματα της μεικτής επιτροπής κατατέθηκαν ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων και εντάχθηκαν στη Συμφωνία της Φλωρεντίας (Α’ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας 1913).
Τις αγωνιώδεις επιστολές των Βορειοηπειρωτών προς τις Μεγάλες Δυνάμεις όπου, ανάμεσα στα άλλα, αποδείκνυαν την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου, παραθέτει ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος στο βιβλίο του «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ».
Τελικά με το Σύμφωνο ή Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913, ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος (συμπεριλαμβανομένης της Κορυτσάς και του Αργυρόκαστρου), επιδικαζόταν στην Αλβανία. Σε εκκρεμότητα παρέμενε μόνο ο προσδιορισμός των συνόρων στις Πρέσπες και την Οχρίδα, λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων διεκδικήσεων Ελλάδας, Σερβίας και Αλβανίας.
Η μεθοριακή χάραξη δεν βασίστηκε σε εθνολογικά ή γλωσσικά κριτήρια, αλλά κυρίως σε γεωπολιτικές ισορροπίες. Για να είναι βιώσιμο το νεοσύστατο αλβανικό κράτος, έπρεπε να περιλάβει εντός των συνόρων του ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, το οποίο η Αλβανία αποκαλούσε «Νότια Αλβανία». Σύμφωνα με την ιταλική και την αυστροουγγρική αντίληψη, ένα βιώσιμο αλβανικό κράτος θα αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα κατά της σλαβικής επέκτασης στα Βαλκάνια. Και καθώς η αλβανόφωνη περιοχή του Κοσόβου δόθηκε στη Σερβία, γινόταν αδύνατη οποιαδήποτε εδαφική αξίωση προς την Αλβανία από ελληνικής πλευράς.
Η Ελλάδα εμφανίστηκε, και ήταν, αδικημένη, δεν σταμάτησε να έχει εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι στην Αλβανία. Η Αλβανία από την άλλη πλευρά, επαναπαύθηκε αρχικά, αλλά στη συνέχεια προέβαλε εδαφικές αξιώσεις στην περιοχή της Θεσπρωτίας (Τσαμουριά), καθοδηγούμενη και βοηθούμενη κυρίως από την Ιταλία. Έτσι η Ήπειρος, ενιαία και αδιάσπαστη επί τουρκοκρατίας, έγινε μήλον της έριδος μεταξύ των δύο χωρών.
Ο αυθαίρετος και άδικος τρόπος διακανονισμού των εδαφικών διαφορών προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Βορειοηπειρωτών, οι οποίοι με ένοπλη εξέγερση («Βορειοηπειρωτικός Αγώνας»), ζήτησαν την αυτονόμηση της περιοχής.
Τελικά ο αγώνας αυτός οδήγησε στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17 Μαΐου 1914), με το οποίο ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός αποκτούσε ευρεία αυτονομία. Ωστόσο, το ελληνικό κράτος λόγω της αδιάλλακτης στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν εκμεταλλεύτηκε τη συγκεκριμένη εξέλιξη.
Το ζήτημα των ελληνοαλβανικών συνόρων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανέδειξε και πάλι τις διαφωνίες της Ελλάδας και της Σερβίας για όσα προβλέπονταν στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Και καθώς η χάραξη των συνόρων με την Αλβανία δεν είχε γίνει επί τόπου, το θέμα διατηρήθηκε σε εκκρεμότητα για αρκετά ακόμα χρόνια.
Μετά τη λήξη του πολέμου και εν όψει της Διάσκεψης της Ειρήνης, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Thomas Woodrow Wilson δήλωσε ότι τα καθορισμένα το 1913 αλβανικά σύνορα «ήταν εξόχως τεχνητά, διότι διασπούσαν όχι μόνον γραμμές οικονομικής επαφής και εθνολογικής συνοχής αλλά ακόμη και τους φυλετικούς δεσμούς μεταξύ των κατοίκων». Η σαφής αυτή μεταστροφή της στάσης των Η.Π.Α. οι οποίες μέχρι τότε υιοθετούσαν την άποψη για ανεξάρτητο και κυρίαρχο αλβανικό κράτος, έδωσε την ευκαιρία στον Ελευθέριο Βενιζέλο να προβάλλει σθεναρά τις ελληνικές διεκδικήσεις με υπόμνημα προς τους Συμμάχους (30 Δεκεμβρίου 1918). Σε αυτό υπήρχαν αξιώσεις για τις υπόδουλες ελληνικές περιοχές και για αλλαγή των συνόρων με την Αλβανία καθώς, σύμφωνα με το ελληνικό υπόμνημα δεν υπήρχε λόγος «οι πολιτισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί της Νότιας Αλβανίας πλέον», να συμπεριληφθούν στο αλβανικό κράτος «το οποίο ήταν ανίκανο να έχει διοίκηση εντελώς αυτόνομη και όχι στο ελληνικό κράτος το οποίο είχε ήδη ανεξάρτητη πολιτική ζωή».
Από την πλευρά της η Αλβανία δια του Προέδρου της προσωρινής κυβέρνησης του Δυρραχίου Turhan Pashe Permeti, με υπόμνημα στις 4 Φεβρουαρίου 1919, δεν δεχόταν καμία συζήτηση για αλλαγή των συνόρων με την Ελλάδα και μάλιστα διεκδικούσε την περιοχή της Τσαμουριάς στην οποία, όπως ισχυριζόταν, η κυριαρχική παρουσία του αλβανικού στοιχείου ήταν αδιαμφισβήτητη. Πάντως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μεικτής επιτροπής περί ανταλλαγής πληθυσμών(1923), ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ηπείρου εκείνη την εποχή ήταν 20.160. O Permeti ζητούσε επίσης να δοθούν στην Αλβανία οι περιοχές των γειτονικών χωρών που κατοικούνταν από συμπαγείς αλβανικούς πληθυσμούς. Σχετικά με την άποψη της Ελλάδας για υποδεέστερο του μουσουλμανικού πολιτισμού ισχυρίστηκε ότι «αν και «οι Αλβανοί στερήθηκαν τον πολιτισμό και την εκπαίδευση στη γλώσσα τους μορφώθηκαν, εν τούτοις, σε τουρκικά, γαλλικά και αγγλικά σχολεία».
Σύμφωνα όμως με ξένους ερευνητές, από το 1.000.000 των κατοίκων της Αλβανίας το 1919, μόνο 15.000 γνώριζαν ανάγνωση και γραφή σε κάποια γλώσσα (ελληνικά, τουρκικά ή αλβανικά)! Τέλος ο Permeti υποσχέθηκε ότι η αλβανική κυβέρνηση «θα θεωρούσε σεβαστά τα εθνικά δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία».
Στην ελληνοαλβανική διαμάχη είχε εμπλοκή και η Ιταλία, ιδιαίτερα το 1916-1917. Με τη Συμφωνία Βενιζέλου -Τιτόνι (29 Ιουλίου 1919), αποφασίστηκε να δοθεί μεγάλο μέρος της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.
Τον Δεκέμβριο του 1919 υπογράφτηκε το πρωτόκολλο αποχώρησης των ιταλικών στρατευμάτων από το τρίγωνο του Πωγωνίου (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 22 Μαΐου 2021).
Τον Μάρτιο του 1920 η αμερικανική Γερουσία αποφάσισε ομόφωνα (Resolution 324, 17/3/1920) την απόδοση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Στα τέλη Απριλίου οι Ιταλοί που είχαν καταλάβει την περιοχή στις 30 Μαΐου/12 Ιουνίου 1917, την εγκατέλειψαν. Έσπευσαν όμως να την καταλάβουν οι Αλβανοί, κάτι αντίθετο με τις προβλέψεις της Συμφωνίας Βενιζέλου – Τιτόνι. Από τότε μονάδες του Ελληνικού Στρατού ήταν έτοιμες να προελάσουν στη Βόρειο Ήπειρο, ο Βενιζέλος όμως δεν έδωσε ποτέ εντολή για κάτι τέτοιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γάλλοι που είχαν στην κατοχή τους την περιοχή της Κορυτσάς, περίμεναν μάταια για τρεις μέρες τον Ελληνικό Στρατό για να την παραδώσουν (Μάιος 1920). Τελικά την παρέδωσαν στους Αλβανούς… Στις 28 Μαΐου 1920, Ελλάδα και Αλβανία υπέγραψαν το Σύμφωνο της Καπεστίτσας, με βάση το οποίο η χώρα μας δεν προχωρούσε στην κατάληψη της Κορυτσάς παρά την ιταλική και γαλλική συναίνεση, με τον όρο ότι η Αλβανία θα σεβόταν τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1920 η Αλβανία έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), η οποία στις 2 Οκτωβρίου 1921 ενέκρινε δήλωσε της Αλβανίας περί μειονοτήτων κι έτσι ακυρώθηκαν οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας του 1914. Η Αλβανία σύμφωνα με δήλωση του αντιπροσώπου της Φαν Νόλι αναγνώριζε και επίσημα τους ελληνικούς πληθυσμούς στην επικράτειά του ως γλωσσική μειονότητα.
Το αλβανικό κοινοβούλιο στις αρχές Φεβρουαρίου 1922 επικύρωσε τη δεσμευτική δήλωση Φαν Νόλι. Μετά από βρετανική πρόταση στις 6 Ιουνίου 1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη ασχολήθηκε με την οριστική χάραξη την γεωγραφικών ορίων της Αλβανίας και τον καθορισμό, στο πλαίσιο αυτό, των ελληνοαλβανικών συνόρων. Καθώς όμως η κυβέρνηση Γούναρη είχε διαρρήξει τους δεσμούς με τους Συμμάχους, στις 9 Νοεμβρίου 1921 εκδόθηκε η απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης των Παρισίων που κατακύρωνε τη «διαφιλονικούμενη περιοχή της Βορείου Ηπείρου», οριστικά στην Αλβανία. Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία αναγνώριζαν την Αλβανία ως «κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος» και την περιοχή που είχαν καθοριστεί από το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1913). Σύμφωνα με τον Σταύρο Ντάγιο: «Η ημερομηνία αυτή αποτελεί σημείο καμπής για τις όποιες εδαφικές διεκδικήσεις είχε τότε η Ελλάδα. Έκτοτε το όλο ζήτημα υποβιβάστηκε σε θέμα προστασίας μίας μειοψηφίας, ήτοι σε μειονοτικό ζήτημα».
Το έργο της επιτροπής που συστάθηκε για τον καθορισμό των νότιων συνόρων της Αλβανίας, σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Ιταλού Στρατηγού Ενρίκο Τελίνι και την προσωρινή κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 28 Αυγούστου 2016).
Τελικά η επιτροπή που είχε συσταθεί για την οριστική χάραξη των συνόρων της Αλβανίας συνέταξε πόρισμα τα αποτελέσματά του οποίου περιλήφθηκαν στο Πρωτόκολλο που υπογράφτηκε και πάλι στη Φλωρεντία στις 27 Ιανουαρίου 1925 από τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Την ελληνική πλευρά εκπροσωπούσε ο Αντισυνταγματάρχης Χρήστος Αβραμίδης, ενώ την αλβανική ο εκπρόσωπός της στην ΚτΕ Μεχντί Φράσερι. Η τελική οροθετική πράξη υπογράφτηκε, εκτός από τις παραπάνω χώρες, από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία στις 30 Ιουλίου 1926 στο Παρίσι.
Επίλογος
Τα σημερινά ελληνοαλβανικά σύνορα ορίστηκαν στο σύνολό τους με τη συμφωνία της 9ης Νοεμβρίου 1921, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στο «Πρωτόκολλον» Διαχαράξεως Ελληνοαλβανικής Μεθορίου Φλωρεντίας», της 27ης Ιανουαρίου 1925. Η μεθόριος από τον όρμο της Φτελιάς μέχρι το όρος Μπανταρός προσδιορίστηκε από τη διεθνή επιτροπή για τη ρύθμιση των συνόρων το 1913, ενώ το υπόλοιπο τμήμα που έμεινε εκκρεμές, μέχρι τη λίμνη των Πρεσπών καθορίστηκε από την Πρεσβευτική Διάσκεψη της 27ης Ιουλίου 1923.
Η συγκεκριμένη μεθοριακή σύμβαση, του 1925, είναι η μοναδική που έχει υπογραφτεί. Η Αλβανία ζητούσε (και ζητά) μία επικαιροποιημένη σύμβαση έτσι ώστε να καταργηθεί, έμμεσα, και ο νόμος περί «εμπολέμου» που ισχύει από το 1940 και δεν έχει καταργηθεί, καθώς αν και η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου το ήρε το 1987, αυτό δεν επικυρώθηκε από την Ελληνική Βουλή ή με έκδοση Προεδρικού Διατάγματος.
Πηγές: Σταύρος Γ. Ντάγιος, «Η ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ», στα ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ Η’ ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2021.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Ντάγιο για την άδεια που μας έδωσε να αντλήσουμε στοιχεία από το κείμενό του, καθώς και τις φωτογραφίες από τις πυραμίδες και τα συρματοπλέγματα στα ελληνοαλβανικά σύνορα, που πλέον έχουν «πέσει»…
Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Α’ ΕΚΔΟΣΗ 2018.
Μιχάλης Στούκας / protothema.gr
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών