Το δίλημμα της εισόδου του Εθνικού Στρατού στην Αλβανία τον Αύγουστο του 1949

Των Βασίλειου Κόντη & Δημητρίου-Μερκουρίου Κόντη

Το καλοκαίρι του 1949 ο Εθνικός Στρατός είχε επιτύχει την εκκαθάριση της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Μακεδονίας από τις δυνάμεις του Δ.Σ.Ε., που η κύρια δύναμή του είχε συγκεντρωθεί στον ορεινό όγκο του Γράμμου και του Βίτσι. Το κλείσιμο των ελληνο-γιουγκοσλαβικών συνόρων από τον Τίτο στις 10 Ιουλίου 1949, μετά τη ρήξη Στάλιν-Τίτο και την αποβολή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ το καλοκαίρι του 1948, διευκόλυνε τις επιχειρήσεις του Ε.Σ. Ο Δημοκρατικός Στρατός θα έδινε την τελευταία του μάχη απομονωμένος έχοντας μόνο τη βοήθεια της Αλβανίας. Η ευνοϊκή αυτή εξέλιξη έκανε τους Αμερικανούς στρατιωτικούς στην Ελλάδα να πιστεύουν ότι αν ο Εθνικός Στρατός πραγματοποιούσε μια θυελλώδη επίθεση στο Βίτσι και πετύχαινε μια εντυπωσιακή νίκη εκεί, θα ήταν έπειτα εύκολο να κλείσει τα ελληνο-αλβανικά σύνορα.
Την ίδια περίοδο απασχολούσε την Αθήνα η βοήθεια που παρείχε η Αλβανία στον Δ.Σ.Ε.. Για αυτόν τον λόγο σχεδίαζε μια εισβολή στη χώρα, σε συνδυασμό με τις επιχειρήσεις στο Βίτσι και τον Γράμμο που επρόκειτο να ξεκινήσουν περίπου στα μέσα Αυγούστου. Το 1948 ο ελληνικός στρατός είχε χάσει μια μεγάλη ευκαιρία να περικυκλώσει και να εξολοθρεύσει σημαντικές ανταρτικές δυνάμεις στον Γράμμο εξαιτίας της διαφυγής τους πέρα από τα αλβανικά σύνορα. Ως αποτέλεσμα, τον Αύγουστο του 1948 οι αντάρτες βρήκαν τη δυνατότητα να αναδιοργανωθούν στην Αλβανία, περνώντας ξανά στην Ελλάδα για να συνεχίσουν τον αγώνα τους.

Στις αρχές Αυγούστου του 1949 ο Βρετανός επιτετραμμένος στην Αθήνα Κροστγουέιτ
Ponsonby Moore Crosthwaite,

(Ponsonby Moore Crosthwaite) συναντήθηκε με τον Α΄ Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, ο οποίος και του μετέφερε ανεπίσημα τις σκέψεις του αναφορικά με την αλβανική εμπλοκή στον ελληνικό Εμφύλιο. Όπως είναι γνωστό, το πολεμικό υλικό από τις ανατολικές χώρες ερχόταν με πλοία στο Δυρράχιο και την Αυλώνα. Από εκεί μεταφερόταν σε αλβανικές αποθήκες κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, στην περιοχή της Κορυτσάς, και τελικά μέσω της Νικολίτσας έφτανε στην βάση των ανταρτών στον Γράμμο. Η μεταφορά πραγματοποιούνταν αποκλειστικά με αλβανικά μέσα.
Ενβέρ Χότζα

Για τον Τσαλδάρη η βοήθεια του Ενβέρ Χότζα προς τους αντάρτες του Δ.Σ.Ε. πρόσθετε μια αφόρητη πίεση στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, αν ο Ε.Σ. εισχωρούσε στην Αλβανία (και κατ’επέκταση στην Β. Ήπειρο), «θα ήταν καθαρά για στρατιωτικούς λόγους παρά για την επίτευξη οποιουδήποτε πολιτικού στόχου.»

Ο ΚΡΟΣΤΓΟΥΕΪΤ ΑΝΤΕΔΡΑΣΕ ΕΝΤΟΝΑ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΑΚΟΥΣΜΑ ΟΤΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΞΕΤΑΖΕ ΤΟΝ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ.


Ο Τσαλδάρης δεν έδωσε μεγάλη σημασία στον πρεσβευτή, ο οποίος και μετέφερε τις αντιρρήσεις της βρετανικής κυβέρνησης επί του ζητήματος και στον μόνιμο υφυπουργό των Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη και στον υπουργό Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Επίσης ενημέρωσε άμεσα το Foreign Office ότι «οι παρούσες θέσεις των ελληνικών στρατευμάτων, αν και δικαιολογούνται για την επίθεση εναντίον του Βίτσι, θα μπορούσαν εξίσου να αποτελέσουν τη βάση για μια εισβολή στην Αλβανία. Φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να απορρίψουμε αυτή την τελευταία πιθανότητα.»



Στις 5 Αυγούστου του 1949, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον Λόρδος Τζέλικο (Lord Jellicoe) θα ενημέρωνε άμεσα τους Αμερικανούς για τα νέα από την Αθήνα. Αντίστοιχες δηλώσεις από τον Πιπινέλη προς τον Γάλλο επιτετραμμένο στην Αθήνα μετέφερε στην Ουάσιγκτον και ο Γάλλος πρεσβευτής Βενκλέρ (Winckler). Ο Πιπινέλης γνώριζε πως ο Εθνικός Στρατός θα βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα δίλημμα φτάνοντας στα αλβανικά σύνορα, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της εκστρατείας στο Βίτσι.
Αν ο Ε.Σ. σταματούσε στα σύνορα, θα προέκυπταν σοβαρές εσωτερικές δυσκολίες στην Ελλάδα, αφού ο ελληνικός λαός δεν θα καταλάβαινε γιατί ο Ε.Σ. δεν καταδιώκει τους αντάρτες σε ένα παραδοσιακά εχθρικό έδαφος όπως η Αλβανία.

Ο Πιπινέλης τόνισε στον Γάλλο επιτετραμμένο πως οι Στρατιωτικοί ήταν σθεναρά υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης στην Αλβανία. Από την άλλη πλευρά, ο Πιπινέλης αναγνώρισε ότι η στρατιωτική επέμβαση της Ελλάδας στην Αλβανία θα δημιουργούσε μια «δύσκολη διεθνή κατάσταση». Ο Πιπινέλης μετέφερε τις επιφυλάξεις του στον Γάλλο επιτετραμμένο στην Αθήνα: Αν ο Ε.Σ. δεν προχωρούσε στην Αλβανία, υπήρχε ο κίνδυνος η κυβέρνηση να ανατραπεί μιας και το ηθικό του Στρατού θα υπονομευόταν. Ο Πιπινέλης γνώριζε πως οι Αμερικανοί επιθυμούσαν την ανατροπή του Χότζα και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να ήταν αντίθετοι σε μια στρατιωτική επέμβαση του Ε.Σ. στην Αλβανία.
Ο Βασιλιάς Παύλος Α’ και ο Αλέξανδρος Παπάγος στη Φλώρινα στις 25 Σεπτεμβρίου 1947

Οι ισορροπίες στην ελληνική πολιτική σκηνή ήταν εξαιρετικά εύθραυστες. Τον χειμώνα του 1948 στην ελληνική κυβέρνηση επικρατούσε μεγάλη απογοήτευση, ιδιαίτερα μετά τις επιτυχίες που είχε ο Δημοκρατικός Στρατός την περίοδο αυτή. Μάλιστα ο βασιλιάς Παύλος επιθυμούσε μια κυβέρνηση, της οποίας θα ηγείτο ο Αλέξανδρος Παπάγος και θα περιλάμβανε τον Σπύρο Μαρκεζίνη, που θα κυβερνούσε εξ ονόματός του, χωρίς αναγκαστικά να έχει τη συγκατάθεση ή την υποστήριξη της Βουλής και πίστευε ότι η αμερικανική κυβέρνηση ήταν σύμφωνη. Οι πρεσβευτές όμως των ΗΠΑ και Βρετανίας αντιτάχθηκαν στην ιδέα μιας κυβέρνησης Παπάγου-Μαρκεζίνη και ο βασιλιάς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό του. Βέβαια ο φόβος μιας δικτατορίας ανάγκασε τους πολιτικούς αρχηγούς να ξεπεράσουν τα κομματικά και προσωπικά συμφέροντα και, στις 20 Ιανουαρίου 1949, σχημάτισαν κυβέρνηση ευρύτατης συνεργασίας υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη με τη συμμετοχή όλων των μη αριστερών κομμάτων. Την ίδια στιγμή ο Παπάγος οριζόταν αρχιστράτηγος του Εθνικού Στρατού. Ο αιφνίδιος θάνατος του Σοφούλη είχε οδηγήσει το καλοκαίρι του 1949 στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Διομήδη.
Πίσω στην Ουάσιγκτον, ο Βενκλέρ ζήτησε διευκρινήσεις από τον υπεύθυνο για τα ελληνικά θέματα Λέοναρντ Κρόμι (Leonard J. Cromie). Ο Κρόμι παραδέχτηκε πως οι Αμερικανοί επιθυμούσαν την αλλαγή του υφιστάμενου καθεστώτος στην Αλβανία, σε καμία περίπτωση όμως δεν ήθελαν ο Ε.Σ. να εισβάλει στην Αλβανία. Οι Αμερικανοί ανησυχούσαν για τις πιθανές σοβιετικές αντιδράσεις και ιδιαίτερα για μια πιθανή γιουγκοσλαβική εισβολή στη βόρεια Αλβανία. Για αυτόν τον λόγο η Ουάσιγκτον είχε δώσει ρητές οδηγίες στον Αμερικανό επιτετραμμένο στην Αθήνα Γκρέιντι (Grady) να ενημερώσει καταλλήλως την ελληνική κυβέρνηση:
Στην περίπτωση που ο Ε.Σ. αντιμετώπιζε ισχυρή αντίσταση από τον αλβανικό στρατό, δεν θα υπήρχε καμία αμερικανική εγγύηση για βοήθεια, ούτε στρατιωτική, ούτε διπλωματική.

Ο Βενκλέρ μετέφερε τις εκτιμήσεις από την γαλλική πρεσβεία των Τιράνων, ότι ο αλβανικός στρατός δεν είχε καμία ελπίδα εναντίον του Ε.Σ. ή οποιουδήποτε άλλου ξένου στρατού. Σε μια ενδεχόμενη εισβολή του Ε.Σ. στην Αλβανία, η επιτυχία της ελληνικής πλευράς ήταν εκ των πραγμάτων εξασφαλισμένη, αν φυσικά δεν υπήρχε παρέμβαση μιας τρίτης εχθρικής βαλκανικής χώρας.



Τελικά αποφασίστηκε οι τρεις Δυνάμεις (Η.Π.Α., Βρετανία, Γαλλία) να παρουσιάσουν ένα ενιαίο μέτωπο έναντι της Αθήνας, ώστε να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα εισόδου του Ε.Σ. στην Αλβανία. Το State Department θα ενημέρωνε την ελληνική κυβέρνηση πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αντίθετες σε οποιαδήποτε βιαστική ελληνική στρατιωτική ενέργεια, όπως θα ήταν μια απόπειρα περικύκλωσης των Ελλήνων ανταρτών διαμέσου του αλβανικού εδάφους ή η μαζική καταδίωξη των ανταρτών στην Αλβανία.». Στο State Department πίστευαν πως οι Τσαλδάρης και Πιπινέλης είχαν επίτηδες διαρρεύσει τις προθέσεις τους στους Δυτικούς τους συμμάχους με στόχο τον εκφοβισμό του Χότζα, ώστε να σταματήσει άμεσα την παρεχόμενη βοήθεια προς τον Δ.Σ.Ε., καθώς και για να αποποιηθούν οι ίδιοι κάθε ευθύνη, καθώς γνώριζαν πως λαός και στρατός επιθυμούσαν την στρατιωτική επέμβαση στην Αλβανία. Η ελληνική κυβέρνηση εν τέλει συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις των Αμερικανών, παρόλο που ο Πιπινέλης τους διαμήνυσε πως δεν μπορούσαν να αποκλειστούν μεμονωμένα περιστατικά. Την ίδια θέση εξέφρασε και ο Αμερικανός επιτετραμμένος στην Αθήνα Μάινορ (Harold B. Minor).
Νίκος Ζαχαριάδης

Πράγματι στις τελικές επιχειρήσεις εναντίον του Γράμμου-Βίτσι τον Αύγουστο του 1949 μονάδες του Εθνικού Στρατού εισήλθαν στην Αλβανία για να αποκόψουν τους δρόμους διαφυγής των ανταρτών, ιδιαίτερα η 9η μεραρχία προελαύνοντας στα νώτα των θέσεων του Δ.Σ.Ε. απέκοψε τη διάβαση του Πόρτα Οσμάν, που ήταν η κύρια πύλη επικοινωνίας του Γράμμου με την Αλβανία. Μπροστά στον κίνδυνο του εγκλωβισμού και της πλήρους εξόντωσης των ανταρτών ο Ζαχαριάδης έδωσε στις 28 Αυγούστου τη διαταγή για γενική υποχώρηση στην Αλβανία από μια δευτερεύουσα διάβαση που δεν είχε ακόμη αποκοπεί.
Παρά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και την υποχώρησή του στην Αλβανία, η Αθήνα φοβόταν το ενδεχόμενο οι ηττημένοι κομμουνιστές αντάρτες και φυγάδες στα όμορα κράτη να επανέλθουν στο ελληνικό έδαφος και να ξεκινήσουν εκ νέου ένοπλο αγώνα εναντίον των ελληνικών αρχών. Σε αυτό το πλαίσιο ο υπουργός των Στρατιωτικών, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, προειδοποίησε την Αλβανία στις 11 Σεπτεμβρίου του 1949 ότι
η συνέχιση της παροχής βοήθειας στον Δημοκρατικό Στρατό θα προκαλούσε την ελληνική στρατιωτική επέμβαση στο αλβανικό έδαφος για την καταστροφή των βάσεων των ανταρτών.

Η παραπάνω είδηση προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην Ουάσιγκτον την ίδια στιγμή που οι υπουργοί των Εξωτερικών των Η.Π.Α. και Μεγάλης Βρετανίας, Άτσεσον (Dean Acheson) και Μπέβιν (Ernest Bevin), διαβουλεύονταν στην Ουάσιγκτον αναφορικά με τις τελικές λεπτομέρειες της πρώτης κοινής επιχείρησης ΣΙΑ και ΜΙ6 επί αλβανικού εδάφους, η οποία και ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Η ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΚΑΙ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ ΗΤΑΝ ΠΩΣ ΜΙΑ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΧΟΤΖΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΠΕΛΘΕΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ Ε.Σ. ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΕΣ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΟΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ.

Είχαν ήδη στρατολογηθεί Αλβανοί φυγάδες, αντιφρονούντες με το καθεστώς του Χότζα, με στόχο να διεισδύσουν στην Αλβανία για συλλογή πληροφοριών και εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης για το αν μια επιχείρηση ανατροπής του Χότζα στο εγγύς μέλλον ήταν εφικτή.
Ο Άτσεσον φοβόταν ότι η λαϊκή πίεση εξωθούσε την ελληνική κυβέρνηση να επιτεθεί εναντίον της Αλβανίας, παρά τις αμερικανικές προειδοποιήσεις. Οι Η.Π.Α. κατέστησαν σαφές, για πολλοστή φορά μέσω του πρέσβη τους στην Αθήνα, ότι οι ίδιες δεν ευνοούσαν επουδενί λόγω μία τέτοια επιλογή. Επιπλέον απείλησαν με διακοπή της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα σε περίπτωση ανυπακοής στις αμερικανικές υποδείξεις.
Το 1949 οι ΗΠΑ αποθάρρυναν την Ελλάδα για στρατιωτική επέμβαση στην Αλβανία.

Οι Αλβανοί από την πλευρά τους, φοβούμενοι μια επίθεση του Ε.Σ. στην χώρα τους αφόπλιζαν τους αντάρτες που εισέρχονταν στο έδαφός τους και επέμεναν ότι οι άντρες του Δ.Σ.Ε. έπρεπε άμεσα να εγκαταλείψουν την Αλβανία. Ενδεικτικό του σοβιετικού ενδιαφέροντος για την Αλβανία ήταν το γεγονός ότι ο Στάλιν συμφώνησε με τα αλβανικά μέτρα εναντίον όσων είχαν απομείνει από τον Δημοκρατικό Στρατό, πιστεύοντας ότι ήταν απαραίτητα, εφόσον οι συνθήκες ήταν τέτοιες που έθεταν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Για τον Στάλιν το ελληνικό κίνημα μπορούσε να αναλωθεί, αφού είχε ήδη παραχωρήσει την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944 στη δυτική σφαίρα επιρροής στην συνάντησή του με τον Τσώρτσιλ στην Μόσχα.
Τελικά με εντολή του Χότζα και με τη σύμφωνη γνώμη του Στάλιν οι Έλληνες αντάρτες μεταφέρθηκαν στη Σοβιετική Ένωση και την Τασκένδη, καθώς και σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ όπως την Τσεχοσλοβακία.

Η αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό συνέβαλε στην αποκατάσταση της νηνεμίας στις σχέσεις των Η.Π.Α. με την Ελλάδα, η οποία και αποτέλεσε την χώρα-γέφυρα για όλες τις μυστικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν, αρχικά από τους αγγλοαμερικανούς (1949-1950) και έπειτα το 1951-1953 από τις υπηρεσίες πληροφοριών των Η.Π.Α.

*Ο κ. Βασίλης Κόντης είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ και πρώην πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Το βιβλίο του, «Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΜΙ6 ΚΑΙ CIA ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1949 – 1953», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι ιστορικός ερευνητής.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια