Η ασυναρτησία στην εξωτερική πολιτική

Γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν εμφανίζει απλώς προβλήματα, είναι το ίδιο ένα μεγάλο πρόβλημα και απειλή για τη χώρα, συμπύκνωση θα έλεγε κανείς όλων των φοβερών προβλημάτων που αυτή αντιμετωπίζει. Λίγο άλλωστε να ακούσει κανείς τους «πατέρες του έθνους» από την τηλεόραση, συχνά του έρχεται να τραβήξει τα μαλλιά του. Εκτός από την ενδημική ελληνική διαφθορά και τις πανταχού παρούσες ξένες εξαρτήσεις, έχουμε και το πρόβλημα και της μεγαλοπρεπούς άγνοιας των θεμάτων και της αδιαφορίας για μια στοιχειωδώς συνεκτική πολιτική. Δεν είναι ότι η α’ ή β’ ακολουθούμενη πολιτική μπορεί να είναι λάθος. Είναι και ότι συχνά οι κυβερνώντες (και οι αντιπολιτευόμενοι) μοιάζουν να μην ξέρουν τι ακριβώς λένε και κάνουν.
Όταν προέκυψε το θέμα του τουρκολιβυκού μνημονίου, λίγο μετά την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η κυβέρνηση απείλησε με βέτο την Ε.Ε. για να υποστηρίξει τις θέσεις της. Ως εδώ καλά. Μόνο που τα θέματα που ήθελε να μπλοκάρει δεν περνούσαν από διαδικασίες της Ένωσης στις οποίες να προβλέπεται βέτο.

Τώρα, ο κ. Μητσοτάκης έκανε από τις Βρυξέλλες πανηγυρικές δηλώσεις ότι η Ελλάδα θέτει βέτο στην προώθηση της σχέσης Αλβανίας και Ε.Ε. στην περίπτωση που συνεχιστεί η κράτηση του εκλεγέντος και φυλακισθέντος δημάρχου της Χειμάρρας, Φρέντι Μπελέρη. Να δούμε αν θα επιμείνει στη θέση του αυτή, γιατί, όπως πληροφορούμεθα τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, Γερμανία και Ισπανία ασκούν ισχυρές πιέσεις στην Αθήνα να μην επιμείνει. Εν πάση περιπτώσει, τις έκανε τις δηλώσεις.
Το βέτο στην Ε.Ε. είναι ένα ισχυρό και ίσως το τελευταίο εναπομένον όπλο που διαθέτουν τα κράτη-μέλη για να υπερασπιστούν ζωτικά εθνικά τους συμφέροντα. Το γνωρίζει ο κ. Μητσοτάκης, αλλιώς δεν θα απειλούσε με τη χρήση του. Το γνωρίζει και ένα μικρό παιδί. άλλωστε, δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις παγκόσμιας και ευρωπαϊκής πολιτικής. Φαίνεται όμως ότι δεν το γνωρίζουν οι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που, με την εξαίρεση της κυρίας Βόζενμπεργκ, ψήφισαν υπέρ της κατάργησής του στο Ευρωκοινοβούλιο!

Εναλλακτικά, δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα να έχει η Ελλάδα τη δυνατότητα που της προσφέρει η ύπαρξη του βέτο. για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Ας μας πουν αυτοί και το κόμμα τους τι από τα δύο ισχύει.
Αλλά υπέρ της κατάργησης του βέτο ψήφισαν (ή απείχαν από την ψηφοφορία) και οι ευρωβουλευτές που εξελέγησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Διερωτάται κανείς για πολλοστή φορά τι είδους «αριστεροί» είναι αυτοί οι κύριοι. Πιστεύουν ότι οι μικρές χώρες δεν πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υπερασπίζονται τον εαυτό τους; Ξέρουν κάποιον άλλο μηχανισμό για να το κάνουν; Έχουν τόση εμπιστοσύνη σε μια Ένωση που επέβαλε στην Ελλάδα τα χειρότερα οικονομικά προγράμματα που έχουν επιβληθεί ποτέ όχι σε ευρωπαϊκή, αλλά και σε οποιαδήποτε χώρα του Τρίτου Κόσμου;

Προς τιμήν τους, κατά της κατάργησης του βέτο ψήφισαν οι ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ (Νίκος Παπανδρέου) – παρά το ότι ο Ανδρουλάκης έχει κι αυτός ταχθεί υπέρ της κατάργησης! – του ΚΚΕ και της Ελληνικής Λύσης. Παρόλα αυτά, οι ψήφοι Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ έκαναν τη διαφορά και το Ευρωκοινοβούλιο υπερψήφισε τελικά με μικρή πλειοψηφία την πρόταση για κατάργηση του βέτο. Η απόφαση δεν είναι εφαρμοστέα, αλλά αυξάνει την πίεση για τη μεταρρύθμιση της Ε.Ε. σε αυταρχική και ολοκληρωτική κατεύθυνση. Δεν πρόκειται ούτε καν προς πορεία προς μια πραγματική ομοσπονδία. Πρόκειται για την ενδυνάμωση του ελέγχου της Ευρώπης από το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και τους Αμερικανούς (το ΝΑΤΟ). Πρόκειται επίσης και για μια ακόμα από τις πολλές γερμανικές ανοησίες, όπως και η άλλη κολοσσιαία της συνεχιζόμενης διεύρυνσης της Ε.Ε. στα Βαλκάνια και την πρώην ΕΣΣΔ. Να θυμίσουμε ότι το 2002, όταν η Γερμανία και η Γαλλία διαφωνούσαν με την αμερικανική εισβολή του Ιράκ, είδαν μια σειρά χωρών της ανατολικής Ευρώπης (την κατά Ράμσφελντ «Νέα Ευρώπη») να τάσσονται με την Αμερική κατά της Ευρώπης. Τώρα αυτά τα κράτη είναι μέλη της Ε.Ε. και όταν θέλει η Ουάσιγκτον μπορεί να τα χρησιμοποιήσει κατά του Βερολίνου.

Το έλλειμμα σοβαρότητας (ή/και η ξένη εξάρτηση) που χαρακτηρίζει τα ελληνικά κόμματα δεν απουσιάζει και από την Κύπρο, όπου ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης έκανε μια δήλωση υπέρ της κατάργησης του βέτο, για να την ανασκευάσει τουλάχιστο μετά τον θόρυβο που προκλήθηκε. Στην Ελλάδα δεν προκλήθηκε ούτε καν θόρυβος, το θέμα δεν αναφέρθηκε καν από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, όπως και πολλά άλλα. Οι ευρωβουλευτές παίρνουν κάθε μήνα μια μικρή περιουσία, διερωτάται κανείς όμως αν παίρνουν αυτά τα λεφτά για να υπερασπιστούν τη χώρα τους και τον λαό τους ή τα συμφέροντα των διεθνών κέντρων που κυριαρχούν στην Ε.Ε.. Ταυτόχρονα, οι Έλληνες πολίτες σπανίως μαθαίνουν τι κάνουν και τι υποστηρίζουν αυτοί οι υποτιθέμενοι εκπρόσωποί τους στο Ευρωκοινοβούλιο.
Και να σκεφτεί κανείς ότι η Κύπρος και η Ελλάδα είναι τα μόνα μέλη που, εκτός πολλών άλλων προβλημάτων, που τους δημιουργεί η ίδια η Ε.Ε., αντιμετωπίζουν και απτή στρατιωτική απειλή, εξαιτίας της οποίας ξοδεύουν κολοσσιαία ποσά. Με αυτό το δεδομένο, σε συνδυασμό με τα οικονομικά προγράμματα καταστροφής που τους επεβλήθησαν από την Ε.Ε., θα έπρεπε να είναι τα τελευταία που θα δεχόντουσαν παραίτηση από το δικαίωμα του βέτο.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια