Πώς ιδρύθηκε το αλβανικό κράτος;

Στις 28 Νοεμβρίου η Αλβανία γιόρτασε τη λεγόμενη ημέρα ανεξαρτησίας. Πώς όμως φτάσαμε στην ημέρα αυτή, την 28η Νοεμβρίου 1912;

Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα
Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα αναδείχθηκε ιδιαίτερα μετά το 1881. Βασική πτυχή του ήταν ότι πάντα Έλληνες και Αλβανοί διεκδικούσαν την ίδια περιοχή. Η Βόρειος Ήπειρος των Ελλήνων ήταν νότια Αλβανία για τους Αλβανούς. Οι ελληνικές απόψεις βέβαια στηρίζονταν σε πραγματικά στοιχεία: ιστορικά δικαιώματα, εθνικές, φυλετικές και θρησκευτικές συγγένειες, καθώς και σε στρατηγικούς λόγους.

Η ελληνική θέση ότι υπήρχε μια ελληνορθόδοξη πλειοψηφία στη Βόρεια Ήπειρο αντικρουόταν από τους Αλβανούς, που διεκδικούσαν με τη σειρά τους τμήματα της ελληνικής Ηπείρου, με τη δικαιολογία ότι κατοικούνταν από αλβανόφωνους Ορθόδοξους και Μουσουλμάνους. Το πρόβλημα προέκυψε από την πρακτική των Οθωμανών να κατατάσσουν τους λαούς ανάλογα με την θρησκεία τους.
Η τακτική αυτή των Οθωμανών να χρησιμοποιούν τη θρησκεία και όχι την εθνική συνείδηση ως κριτήριο καθορισμού της εθνότητας, δημιούργησε πολλές διαφωνίες μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών, όσοι από τους οποίους ανήκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρούνταν Έλληνες, ενώ οι Μουσουλμάνοι κατατάσσονταν στους Τούρκους. Η οθωμανική εξουσία στην Ήπειρο, καθώς την ασκούσαν αποκλειστικά Μουσουλμάνοι Αλβανοί, απέβλεπε στη σκόπιμη σύγχυση των ορίων Ηπείρου και Αλβανίας, με τρόπο που έθιγε τα ελληνικά συμφέροντα.

Στην Ελλάδα πολλοί ήθελαν για ιστορικούς και όχι μόνο, λόγους τα σύνορα της Ελλάδας να φτάνουν ως τον ποταμό Γενούσο (Σκούμπη). Ο συγκεκριμένος ποταμός αποτελούσε κατά την αρχαιότητα όριο ανάμεσα στην Ήπειρο και την Ιλλυρία. Αντίθετα, οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί, ιδιαίτερα όσοι κατοικούσαν νότια του Γενούσου, επέκτειναν τα όρια του αλβανικού κράτους ως τον Αμβρακικό Κόλπο.

Οι προσπάθειες για τη δημιουργία ελληνοαλβανικού δυαδικού κράτους μεταξύ 1881 – 1908 δεν καρποφόρησαν. Σημειώνουμε ότι ανάμεσα σε αυτούς που πρωταγωνίστησαν στην ελληνοαλβανική προσέγγιση τότε, ήταν ο Ισμαήλ Κεμάλ, ένας από τους δύο πρωτεργάτες, μαζί με τον Λουίτζι Γκουρακούκι της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Αλβανίας στις 28 Νοεμβρίου.

Η επανάσταση των Νεότουρκων (1908)
Όλα άλλαξαν μετά την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908. Η θέση των Αλβανών στην Οθωμανική αυτοκρατορία διαφοροποιήθηκε και ξεκίνησε ο αλβανικός εθνικισμός. Μέσα σε λίγους μήνες οι Αλβανοί ίδρυσαν σχολεία, λέσχες και πολιτιστικούς συλλόγους και εξέδωσαν εφημερίδες και περιοδικά. Οι Νεότουρκοι αντί να αναγνωρίσουν ότι οι Αλβανοί θα μπορούσαν να είναι πολύτιμοι σύμμαχοί τους, έσπευσαν άστοχα να τους ανταγωνιστούν, με αποτέλεσμα να σημειωθούν βίαιες επιθέσεις οι οποίες στόχευαν στον εκτουρκισμό της Αλβανίας.
Έτσι, από το καλοκαίρι του 1909 ως το ξέσπασμα του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου μεγάλες περιοχές της Βόρειας Αλβανίας ήταν σε συνεχή κατάσταση εξέγερσης. Οι Αλβανοί αντάρτες ήλπιζαν ότι θα εξαπλωνόταν η επανάστασή τους σε όλη τη χώρα και ότι θα επακολουθούσε ευρωπαϊκή μεσολάβηση και αναγνώριση της Αλβανίας. Όμως ούτε το 1911 ούτε το 1912 εξεγέρθηκαν οι πληθυσμοί του νότου της Αλβανίας.


Τον Ιούνιο του 1911 ελληνικές ένοπλες ομάδες εμφανίστηκαν στην Ήπειρο ως απάντηση στις αλβανικές. Όμως η ελληνική κυβέρνηση σε κατευθυντήριες γραμμές της προς τους προξενικούς της πράκτορες στην Ήπειρο και την Αλβανία τόνιζε ότι αυτές οι ομάδες έπρεπε να διαλυθούν και να μην τους δοθεί καμιά βοήθεια.
Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών σε μία πολύ σημαντική εγκύκλιο που έστειλε σε όλα τα προξενεία στην Ήπειρο και την Αλβανία 30 Ιουνίου 1911, υπογράμμιζε ότι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους συνέφερε την Ελλάδα, γιατί από ανάγκη οι Αλβανοί θα ήταν πιστοί φίλοι και σύμμαχοι (Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών 1911, φάκελος Ε. 17007, ΥΠΕΞ προς προξενεία Ηπείρου και Αλβανίας, Αθήνα 30 Ιουνίου 1911).

Βέβαια η επιθυμητή ελληνοαλβανική συνεννόηση βασιζόταν στην υπόθεση ότι η ευρωπαϊκή Τουρκία θα διαλυόταν. Παρά τις προσπάθειες των Αλβανών εθνικιστών δεν έγινε καμιά εξέγερση μεταξύ των νότιων Αλβανών και των Ηπειρωτών. Η Ήπειρος είναι ελληνική περιοχή και οι Ηπειρώτες ήταν επιφυλακτικοί στο να επαναστατήσουν, καθώς θα κινδύνευαν να θεωρηθούν Αλβανοί και όχι Έλληνες.

Νέες προσπάθειες για τη δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους έγιναν στις αρχές του 1911 από τον Φαΐκ Κονίτσα, εκπρόσωπο των Αλβανών Καθολικών και τον κληρικό Φαν Νόλι (γεννημένος ως Θεοφάνης Στυλιανός Μαυρομάτης στην Ανατολική Θράκη). Ούτε αυτές όμως ήταν επιτυχείς, άλλωστε η κατάσταση είχε αλλάξει. Ο πόλεμος της Ιταλίας με την οθωμανική αυτοκρατορία, που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1911, έδωσε τη δυνατότητα στους Αλβανούς να οργανώσουν εξέγερση μεγάλης κλίμακας την άνοιξη του 1912.
Η επανάσταση οργανώθηκε από μια ομάδα Αλβανών πολιτικών παραγόντων στην Κωνσταντινούπολη, που αποφάσισαν να ξεκινήσει η εξέγερση από το Κοσσυφοπέδιο και στη συνέχεια να εξαπλωθεί. Έτσι τον Ιούνιο του 1912 οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών του Κοσσυφοπεδίου επαναστάτησαν. Οι Τούρκοι, αν και πολεμούσαν εναντίον της Ιταλίας, έστειλαν στρατεύματα για να πολεμήσουν τους Αλβανούς του Κοσόβου. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, τα στρατεύματα αυτά ενώθηκαν με τους Αλβανούς κάνοντας το έργο των τελευταίων πιο εύκολο.

Στο τέλος Ιουλίου 1912 οι Αλβανοί αντάρτες κυριαρχούσαν στην βόρεια Αλβανία, ενώ στις 12 Αυγούστου κατέλαβαν τα Σκόπια. Έτσι οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να τους παραχωρήσουν προνόμια. Σημαντικότερο και καθοριστικότερο όλων ήταν ο εδαφικός προσδιορισμός της Αλβανίας, που μέχρι τότε ήταν μια γεωγραφική περιοχή χωρίς ακριβή όρια. Η οθωμανική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι τα βιλαέτια την Σκόδρας, των Ιωαννίνων, του Κοσσυφοπεδίου και του Μοναστηρίου ανήκαν στην Αλβανία. Αυτό θορύβησε τους Έλληνες, οι οποίοι πείστηκαν με σαφή καθυστέρηση, ότι οι Αλβανοί, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση αναλωνόταν σε ατελέσφορες συζητήσεις με (Αλβανούς) ιδιώτες, αγωνίζονταν για την δημιουργία αυτόνομου κράτους στα τέσσερα αυτά βιλαέτια. Αυτό προκύπτει από τα αρχεία του ΥΠΕΞ:Α.Υ.Ε., 1912, Β – 42, αρ. 1865, Γενικός Πρόξενος Ιωαννίνων προς το ΥΠΕΞ, Ιωάννινα 28 Αυγούστου 1912.
Γιατί όμως απέτυχε η δημιουργία του ελληνοαλβανικού κράτους; Ο βασικότερος λόγος ήταν ότι οι Έλληνες και οι Αλβανοί διεκδικούσαν την ίδια περιοχή, τη Βόρεια Ήπειρο. Έτσι ήταν αδύνατη η ελληνοαλβανική προσέγγιση. Υπήρχαν όμως κι άλλες αιτίες:α) η έλλειψη Αλβανών ηγετών με αναγνωρισμένο κύρος σε όλη τη χώρα ,β) οι συνεχείς προσπάθειες των Νεότουρκων να ενισχύσουν τις έριδες μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών και γ)η ιταλοαυστριακή παρέμβαση που αποσκοπούσε στην αποτροπή κάθε ελληνοαλβανικής συνεργασίας, επειδή θα αποτελούσε εμπόδιο για τις δικές τους φιλοδοξίες στην ίδια περιοχή.


Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
Η ελληνική κυβέρνηση ενθάρρυνε την δημιουργία ενός αυτόνομου αλβανικού κράτους εκτός Ηπείρου, ωστόσο αντιλαμβανόταν ότι μία αυτόνομη Αλβανία θα μπορούσε να γίνει όργανο της Αυστρίας και της Ιταλίας. Η έκρηξη του πρώτου Βαλκανικού πολέμου όμως τον Οκτώβριο του 1912 άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Οι Αλβανοί εθνικιστές βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Σταδιακά γινόταν φανερό ότι οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι σκόπευαν να διαμελίσουν την Αλβανία.
Έτσι οι Αλβανοί ηγέτες βλέποντας ότι η Τουρκία θα έχανε τον πόλεμο για να εξευμενίσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις διακήρυξαν στις 16 Οκτωβρίου 1912 ότι ο αλβανικός λαός δεν θα πολεμούσε για να ενισχύσει την οθωμανική εξουσία στα Βαλκάνια, αλλά για την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας και δήλωσαν ότι οι Αλβανοί θα δέχονταν για τα τέσσερα βιλαέτια που αναφέραμε παραπάνω, μόνο ενιαία διακυβέρνηση (Πηγή: Πανεπιστήμιο των Τιράνων, «Historia e Shquiperise ΙΙ», σελ. 353-354,Τίρανα 1965).

Έτσι οι αλβανικές δυνάμεις πολέμησαν στο πλευρό της Τουρκίας, όχι γιατί ήθελαν την συνέχιση της τουρκικής κυριαρχίας, αλλά επειδή πίστευαν ότι μαζί με τους Τούρκους θα μπορούσαν να υπερασπίσουν το έδαφός τους και να εμποδίσουν το διαμελισμό της Μεγάλης Αλβανίας που οραματίζονταν.


Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας – Ο ρόλος της Αυστρίας και της Ιταλίας
Οι επιτυχίες των Βαλκανίων συμμάχων επί των Τούρκων θορύβησαν την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, η οποία έβλεπε ότι οι χωρίς περιορισμούς εξέλιξη της Αλβανίας συνδεόταν με τα συμφέροντά της. Έτσι η Αυστρία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να υποστηρίξει την δημιουργία της ανεξάρτητης Αλβανίας. Στα τέλη Οκτωβρίου 1912 Γερμανοί και Ιταλοί συμφώνησαν με τους Αυστριακούς.
Οι Ιταλοί όμως δεν ήθελαν να περάσει κανένα τμήμα της ακτής της Αλβανίας σε άλλη χώρα, επειδή φοβούνταν ότι η Αυστρία θα διεκδικούσε ένα τμήμα για λογαριασμό της. Για την Αυστρία η δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους ήταν ο πιο ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος για να αποκοπεί η Σερβία από την Αδριατική και να αποκλειστεί η επέκτασή της προς τα δυτικά.

Οι Τούρκοι βλέποντας ότι βρίσκονταν σε δεινή θέση ζήτησαν στις 4 Νοεμβρίου 1912 τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων προκειμένου να πετύχουν την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Όλες οι εμπόλεμες πλευρές δέχτηκαν την πρόταση για ανακωχή, εκτός από την Ελλάδα που δήλωσε ότι επιμένει στην παράδοση των Ιωαννίνων και τη διατήρηση του αποκλεισμού των ακτών της Αδριατικής με το δικαίωμα της νηοψίας.
Οι Αλβανοί εθνικιστές βλέποντας ότι η προέλαση των Ελλήνων στην Ήπειρο και των Σέρβων προς την Αδριατική συνεχιζόταν αποφάσισαν να αναλάβουν δράση για να αποφύγουν τον διαμελισμό της χώρας τους. Ο Ισμαήλ Κεμάλ (1844 – 1919), πρωταγωνιστής συζητήσεων τα προηγούμενα χρόνια για την ίδρυση ελληνοαλβανικού κράτους, βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ως βουλευτής του κοινοβουλίου των Νεότουρκων όταν κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Ο Ισμαήλ Κεμάλ Μπέι Βλόρα, παλαιότερα γνωστός ως Ισμαήλ Χακί Μπέι Βλόρα, γεννήθηκε στην Αυλώνα και σπούδασε στην Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων πριν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1859.

Στη συνέχεια κατέλαβε διάφορες θέσεις στο οθωμανικό κράτος. Στα τέλη Οκτωβρίου 1912 έφυγε από την Κωνσταντινούπολη συνοδευόμενος από τον Λουίτζι Γκουρακούκι(1879 – 1925), απόγονο εξισλαμισμένων Καταλανών κατά τον Βασ. Γεωργίου, και κατευθύνθηκαν με εντολή των Τούρκων στην Βιέννη. Εκεί συναντήθηκαν με τον Αυστριακό Υπουργό εξωτερικών Μπέρτχολντ, φοβερό μισέλληνα και τους πρεσβευτές της Βρετανίας και της Ιταλίας. Σύμφωνα με τα απόρρητα αρχεία του Αυστριακού Υπουργείου Εξωτερικών, δόθηκε στις 15 / 11 / 1912 η εντολή στους Κεμάλ και Γκουρακούκι να κατευθυνθούν στην Ήπειρο και να κηρύξουν την ανεξαρτησία της Αλβανίας στην Αυλώνα ή το Δυρράχιο και παράλληλα να σχηματίσουν την πρώτη κυβέρνηση της Αλβανίας.
Ήταν τόση η βιασύνη των Ιταλών να αποτρέψουν την ελληνική προέλαση στην Ήπειρο ώστε στις 10 Νοεμβρίου 1912 πρότειναν να ανακηρυχθεί ως πρωτεύουσα του αλβανικού κράτους τα Γιάννενα που πολιορκούνταν από τον Στρατό μας. Ευτυχώς μικρές ευκίνητες ελληνικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και πολλοί Κρητικοί εθελοντές και ντόπια αντάρτικα σώματα είχαν προχωρήσει στη Βόρεια Ήπειρο και στο τέλος Νοεμβρίου απελευθέρωσαν την Χιμάρα και την περιοχή των Αγίων Σαράντα.

Οι Κεμάλ και Γκουρακούκι, διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Ελμπασάν έφτασαν στις 21 Νοεμβρίου 1912 στο Δυρράχιο. Στην Αυλώνα δεν μπορούσαν να αποβιβαστούν, αφού ελληνικά στρατεύματα βρίσκονταν στα πρόθυρα της πόλης. Όμως και στο Δυρράχιο οι Κεμάλ, Γκουρακούκι και οι υπόλοιποι Αλβανοί δεν μπόρεσαν να παραμείνουν, καθώς πλησίαζαν στην πόλη σερβικά στρατεύματα για να εξασφαλίσουν διέξοδο της χώρας τους στην Αδριατική. Έτσι ο Κεμάλ όρισε ως νέο τόπο συγκέντρωσης την Αυλώνα. Εκεί στις 28 / 11 / 1912 χωρίς την παρουσία εκπροσώπων από καμιά επαρχία κηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Αλβανίας και σχηματίστηκε η πρώτη αλβανική κυβέρνηση υπό τον Ισμαήλ Κεμάλ. Ο Ελληνικός Στρατός είχε πλέον φτάσει στα πρόθυρα της πόλης.

Όμως οι Ιταλοί απείλησαν ακόμα και με πόλεμο την χώρα μας αν καταλάμβανε την Αυλώνα. Η κυβέρνηση Κεμάλ έκανε γνωστή την παρουσία της στις ευρωπαϊκές δυνάμεις και την Τουρκία και έστειλε αντιπροσωπεία στη διάσκεψη των πρεσβευτών στο Λονδίνο. Εκεί ο Κεμάλ ζήτησε να δημιουργηθεί αυτόνομο αλβανικό κράτος υπό την κηδεμονία και την επικυριαρχία του σουλτάνου. Βέβαια ο εξοστρακισμός των Τούρκων από όλη σχεδόν την Βαλκανική στη συνέχεια άλλαξε τα σχέδια και στη συνέχεια η αυτονομία μετατράπηκε σε αίτηση πλήρους ανεξαρτησίας.
Τελικά η Αλβανία ανακηρύχτηκε κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος στις 29 Ιουλίου 1913 με την συνθήκη του Λονδίνου. Ορίστηκε διεθνής επιτροπή για να μελετήσει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το νέο κράτος θα έπαιρνε τη θέση του ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες και εκλέχθηκε ηγεμόνας της Αλβανίας ο Γερμανός αξιωματικός πρίγκιπας του Wied. Τα σύνορα της Αλβανίας προς νότο καθορίστηκαν με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στις 4 / 17 Δεκεμβρίου 1913, με το οποίο Δέλβινο, Χιμάρα, Άγιοι Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή, καθώς και η Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο, που ήταν τα βασικά ζητήματα της διαμάχης με την Ελλάδα θα περιέρχονταν στην Αλβανία.

Η σύνθεση του πληθυσμού στη Βόρεια Ήπειρο με βάση στοιχεία της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου (1913 - 1914)
Ποια ήταν όμως η σύσταση του πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου εκείνη την εποχή; Ας δούμε τα επίσημα στοιχεία από τη Διεθνή Επιτροπή Εθνολογικού Ελέγχου ως τις 28/4/1914.Διοίκηση Καζάδων Κορυτσάς (3 συνολικά): 40. 080 Έλληνες, 28.600 Αλβανοί, σύνολο 60.680, 126 ελληνικά σχολεία, 2 αλβανικά. Καζάς Σταρόβου: 1.326 Έλληνες, 7.262 Αλβανοί, σύνολο 8.588, 27 ελληνικά σχολεία, κανένα αλβανικό. Καζάς Κολόνιας: 14.269 Έλληνες,6.615 Αλβανοί, σύνολο 20.884, 35 ελληνικά σχολεία, κανένα αλβανικό. Καζάς Αργυροκάστρου: 26. 440 Έλληνες, 15.000 Αλβανοί, σύνολο 41.440, 124 ελληνικά σχολεία, κανένα αλβανικό. Καζάς Χιμάρας: 8.188 Έλληνες, 2.460 Αλβανοί, σύνολο 10.648, 34ελληνικά σχολεία, κανένα αλβανικό. Καζάς Δέλβινου: 19.295 Έλληνες, 2.645 Αλβανοί, σύνολο 21.940, 69 ελληνικά σχολεία, κανένα αλβανικό. Καζάς Λεσκοβικίου: 7.455 Έλληνες,2.993 Αλβανοί, σύνολο 10.448, 19 ελληνικά σχολεία, κανένα αλβανικό. Καζάς Τεπελενίου:8.093 Έλληνες, 4.727 Αλβανοί, σύνολο 12.820, 20 ελληνικά σχολεία, κανένα αλβανικό. Καζάς Πρεμετής: 12.251 Έλληνες, 10.823 Αλβανοί, σύνολο 23.074, 62 ελληνικά σχολεία, κανένα αλβανικό.


Επίλογος
Παρά τα συντριπτικά στοιχεία υπέρ των Ελλήνων, η Βόρεια Ήπειρος δόθηκε τελικά στην Αλβανία. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν εκτίμησαν σωστά τις διαθέσεις των Αλβανών και αναλώθηκαν σε ανούσιες συζητήσεις για ελληνοαλβανικό κράτος, την ίδια ώρα που οι Αλβανοί εθνικιστές ορέγονταν τα Γιάννενα ως πρωτεύουσα του νέου κράτους τους. Κατά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Στρατιά Θεσσαλίας είχε επτά μεραρχίες και η Στρατιά Ηπείρου μία, που την αποτελούσαν 10.000 άνδρες.
Η βασική αποστολή της Στρατιάς Ηπείρου ήταν να αποτελεί τη δυτική πλαγιοφυλακή στον κύριο όγκο των ελληνικών δυνάμεων που θα προέλαυναν στη Μακεδονία και η επιθετική της αποστολή ήταν να καταλάβει τα υψώματα του Γριμπόβου από όπου οι Τούρκοι βομβάρδισαν την Άρτα το 1897 και να οχυρωθεί εκεί απασχολώντας όσο περισσότερες τουρκικές δυνάμεις μπορούσε.

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αν η κατάληψη των Ιωαννίνων δεν καθυστερούσε τόσο τα ελληνικά στρατεύματα θα μπορούσαν να έχουν φτάσει στον ποταμό Γενούσο προλαβαίνοντας κάθε αλβανική ενέργεια. Εκεί θα συναντούσαν τα στρατεύματα της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Θεωρούμε όμως ότι η επέμβαση Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας θα δυσκόλευε κάτι τέτοιο. Άλλωστε με παρέμβαση Αυστριακών και Ιταλών οι Σέρβοι αποσύρθηκαν από το Δυρράχιο και οι Μαυροβούνιοι από τη Σκόδρα.
Το βέβαιο είναι ότι οι Αλβανοί εκμεταλλεύτηκαν άριστα τις περιστάσεις και τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων και ανακήρυξαν την αυτονομία τους στις 28/11/1912. Ένα χρόνο αργότερα, η Βόρεια Ήπειρος, παρά τα συντριπτικά στοιχεία που συνηγορούσαν στην παραχώρησή της στην Ελλάδα, δόθηκε στην Αλβανία και οι χειρότερε προβλέψεις για τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου, δυστυχώς επαληθεύθηκαν…

Πηγές:
«Ήπειρος,4.000 Χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού», Εκδοτική Αθηνών, 1997
Βασ. Γεωργίου, «Βόρειος ΄Ηπειρος - Η Συνεχιζόμενη Εθνική Τραγωδία», Εκδόσεις Ε. Ρήγα
Σχετική βιβλιογραφία:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ-
ΗΠΕΙΡΟΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992
ΣΤΑΥΡΟΣ Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ-50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Literatus, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ
ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Α’ Έκδοση, 2018
ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΟΥΠΗ, «ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΟΙ», Ιωάννινα 1976

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια