Το Σουδάν είναι μία χώρα της Αφρικής που ήρθε με δραματικό τρόπο για μία ακόμα φορά στο προσκήνιο μετά την μάχη εξουσίας που ξέσπασε ανάμεσα σε δύο πολέμαρχους σ’ αυτή: από τη μία πλευρά ο αρχηγός του κράτους και επικεφαλής του τακτικού στρατού στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ Μπουρχάν και από την άλλη ο αναπληρωτής του και διοικητής της παραστρατιωτικής μονάδας «Rapid Support Forces» (RSF) Μοχάμεντ Χαμντάν Ντάγκλο. Και οι δύο έχουν βεβαρημένο παρελθόν. Στην κρίση του Νταρφούρ, η παραστρατιωτική ομάδα RSF είχε κάψει χιλιάδες χωριά, είχε βιάσει γυναίκες και ήταν υπεύθυνη για κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι αντιμαχόμενες σήμερα δυνάμεις αντιμετώπισαν ωστόσο μαζί τους αντικυβερνητικούς διαδηλωτές το 2019.
Η ιστορία του Σουδάν – Από την αρχαιότητα ως τον 19ο αιώνα
Η ιστορία των εδαφών που περιλαμβάνονται στα σύνορα του σημερινού κράτους του Σουδάν αρχίζει το 3.500 π.Χ., ίσως και νωρίτερα, αλλά μόνο στο βόρειο τμήμα του περίπου ως το Χαρτούμ και είναι συνδεδεμένη με εκείνη της Αιγύπτου. Η περιοχή ανάμεσα στον πρώτο και τον τρίτο καταρράκτη του Νείλου ήταν γνωστή με την ονομασία Νουβία. Από τις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας η αιγυπτιακή επιρροή ήταν ιδιαίτερα αισθητή στη Νουβία. Αργότερα ιδρύθηκε το βασίλειο του Κους με πρωτεύουσα τα Νάπατα (κοντά στον 4ο καταρράκτη του Νείλου) το οποίο υπαγόταν διοικητικά στην Αίγυπτο. Από το 750 π.Χ. ως το 663 π.Χ. βασιλιάδες του Κους κυβέρνησαν την Αίγυπτο (25η δυναστεία).
Το 530 π.Χ. η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Μερόη που είχε εξελιχθεί σε κοσμοπολίτικο κέντρο χάρη στο ανθηρό εμπόριο που διεξαγόταν μέσω της κοιλάδας του Νείλου. Τον 4ο μ.Χ. αι. η Μερόη υποσκελίστηκε με τη σειρά της από την πόλη Αξούμ. Τον 6ο αιώνα τα τρία βασίλεια που διαδέχτηκαν τη Μερόη, Νοβατία, Μακουρά και Αλουάχ ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό. Το 652 οι Άραβες έφτασαν ως την Ντονγκόλα και τα βασίλεια αναγκάστηκαν να πληρώσουν φόρο στους εγκατεστημένους στην Αίγυπτο Άραβες για να μπορούν να ζήσουν ειρηνικά.
Με την ανάληψη της εξουσίας στην Αίγυπτο από τον Σαλάχ ελ Ντιν (1171-1193), τον Σαλαδίνο των Βυζαντινών άρχισε η παρακμή του βασιλείου Μακουρά ή Ντονγκόλα που υποτάχθηκε οριστικά στους Μαμελούκους γύρω στο 1315. Το βασίλειο του Αλουάχ άντεξε για σχεδόν δύο αιώνες καθώς το 1503 περιήλθε στην κυριαρχία μουσουλμανικών λαών γνωστών με την ονομασία Φουντζ που είχαν εγκατασταθεί πριν λίγο καιρό στην περιοχή Σενάρ στον Κυανό Νείλο. Η εξάπλωση τους συνεχίστηκε προς το Κορντοφάν και τα Όρη Νούμπα που τέθηκαν υπό τον έλεγχο του Νταρφούρ στα μέσα του 18ου αιώνα. Το αραβικό στοιχείο από το Μαγκρέμπ (ΒΔ Αφρική) επικράτησε στο Νταρφούρ. Το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών μόνιμων πληθυσμών είναι προϊόν εκτεταμένης επιμειξίας. Οι Μπετζά των ανατολικών περιοχών διατήρησαν την ανεξαρτησία τους, οι νότιοι πληθυσμοί «νειλωτικοί» ή σουδανικοί παρέμειναν ανέπαφοι.
Το σουλτανάτο του Φουντζ είχε παρακμάσει, το Σουδάν κατακτήθηκε από τις αιγυπτιακές δυνάμεις υπό τον Χουσεΐν, πέμπτο γιο του Μοχάμεντ Άλι, μεταξύ 1820 και 1822 ενώ η πόλη του Χαρτούμ ιδρύθηκε τον επόμενο χρόνο.
Η περιοχή υπήρξε δεξαμενή του αραβικού εμπορίου σκλάβων το οποίο δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από τη διακυβέρνηση εν ονόματι της Αιγύπτου, από τον στρατηγό Γκόρντον μεταξύ 1874 και 1879. Το 1882 η Αίγυπτος κατακτήθηκε από τους Βρετανούς. Στο Σουδάν ξέσπασε η επανάσταση του Μάχντι (Ορθά καθοδηγούμενος) το 1883, που κατέλαβε το Ελ Ομπέιντ την ίδια χρονιά και το Χαρτούμ το 1885 όπου σκοτώθηκε ο Γκόρντον. Μετά τον θάνατο του Μάχντι τον διαδέχθηκε ο υπαρχηγός του Αμπντ Αλλάχ ιμπν Μουχάμαντ αλ-Τααΐσι που καθιέρωσε κοσμική διοίκηση. Η ανακατάληψη των χαμένων εδαφών από τους Βρετανούς άρχισε το 1894 υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κίτσενερ. Οι οπαδοί του Μάχντι νικήθηκαν κοντά στο Ομντουρμάν και το Χαρτούμ παραδόθηκε το 1898. Οι Γάλλοι της αποστολής Μαρσάν που είχαν προσπαθήσει να εμπλακούν στη χώρα και προωθήθηκαν ως τη Φασόντα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Στις αρχές του 1899 το Σουδάν (το όνομα Μπιλάντ ας-Σουντάν σημαίνει «η χώρα των μαύρων») οργανώθηκε υπό μια αγγλοαιγυπτιακή συγκυριαρχία που θεσμοθετήθηκε με τη σύμβαση της 19/1/1899 που προέβλεπε Άγγλο γενικό κυβερνήτη και αρχηγό του στρατού και οικονομική ένωση με την Αίγυπτο.
Ο ταραγμένος 20ος αιώνας και η ανεξαρτητοποίηση του Σουδάν
Ο 20ος αιώνας ήταν γεμάτος εμφύλιες συγκρούσεις και επαναστατικές εξεγέρσεις στο Σουδάν. Η δολοφονία του γενικού κυβερνήτη της χώρας το 1924 στο Κάιρο από έναν Αιγύπτιο εθνικιστή προκάλεσε την αποχώρηση των Αιγύπτιων αξιωματούχων και στρατιωτικών. Οι Σουδανοί του βορρά αποσύρθηκαν από τον διοικητικό μηχανισμό του νότου που απομονώθηκε. Το 1936 υπογράφτηκε νέο αγγλοαιγυπτιακό σύμφωνο για τη συγκυριαρχία στο Σουδάν βάσει του οποίου παραχωρήθηκαν κάποιες κοινοβουλευτικές ελευθερίες.
Με βάση το Σύνταγμα του 1948 που καταρτίστηκε υπό την αγγλική εποπτεία θεσπίστηκε μια σουδανική εθνοσυνέλευση, ενώ το 1951 ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ αναγορεύτηκε για μικρό χρονικό διάστημα και βασιλιάς του Σουδάν. Το 1953 οι Σουδανοί επαναστάτησαν αλλά η επανάστασή τους καταπνίγηκε. Στο Σουδάν οργανώθηκε εθνικιστικό κίνημα που ενώ αρχικά ευνοούσε την ένωση Σουδάν-Αιγύπτου αργότερα ζήτησε ανεξαρτησία της χώρα. Τελικά Βρετανία και Αίγυπτος δέχτηκαν το σουδανικό αίτημα και τον Ιανουάριο του 1956 ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία του Σουδάν.
Η σύγκρουση βορρά-νότου και το καθεστώς Νιμέιρι
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της νέας κυβέρνησης ήταν η αντιμετώπιση των λαών του νότιου Σουδάν που ήταν κυρίως χριστιανοί και ανιμιστές. Οι πρώτες απόπειρες καταστολής οδήγησαν σε ένοπλη εξέγερση στον νότο που διακόπηκε προσωρινά, όταν τον Νοέμβριο του 1958 έγινε πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία τον στρατάρχη Ιμπραήμ Αμπούντ. Οι στρατιωτικοί άσκησαν την εξουσία ως το 1964 οπότε και ανατράπηκαν από μεγάλη κοινωνική εξέγερση, αλλά η πολιτική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση καθώς μαινόταν ο πρώτος σουδανικός εμφύλιος πόλεμος. Έτσι με νέο πραξικόπημα τον Μάιο του 1969 οι στρατιωτικοί επανήλθαν στην εξουσία με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γκααφάρ Μοχάμεντ Νιμέιρι, που αρχικά διακήρυξε σοσιαλιστικές απόψεις αλλά πολύ σύντομα πραγματοποίησε πολιτική στροφή και εγκατέλειψε το φιλοσοβιετικό στρατόπεδο. Το 1972 ο Νιμέιρι πέτυχε την ειρήνευση με τους αντάρτες προχωρώντας στον διαχωρισμό των τριών νότιων επαρχιών (Μπαχρ αλ Γκαζάλ, Εκουατόρια και Άνω Νείλου) και παραχωρώντας σχετική αυτονομία στους κατοίκους τους. Ο Νιμέιρι συνέχισε να κυβερνά τη χώρα.
Το 1981 αποφάσισε να επιβάλει τον αυστηρό ισλαμικό νόμο της Σαρία σε όλη τη χώρα. Η εφαρμογή της Σαρία εξόργισε τους πληθυσμούς του νότου. Το 1983 ξεκίνησε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος του Σουδάν που διήρκεσε ως το 2005. Ο Νιμέιρι ανατράπηκε με αναίμακτο πραξικόπημα ενώ βρισκόταν στις Η.Π.Α. το 1985. Από το 1989 ξεκίνησε η επικράτηση των ισλαμιστών στη χώρα ενώ την αρχηγία του κράτους ανέλαβε ο Ομάρ Μπασίρ. Από το 2003 ξεκίνησαν διαμάχες και στο δυτικό τμήμα του Σουδάν, το Νταρφούρ ανάμεσα σε ντόπιους Αφρικανούς κατοίκους και Άραβες νομάδες βορειότερων περιοχών που με την προστασία της κυβέρνησης του Χαρτούμ λόγω της μείωσης των βοσκοτόπων στις βόρειες περιοχές μετακινήθηκαν στο Νταρφούρ. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Το 2011 οι πολίτες του νότιου Σουδάν αποφάσισαν με δημοψήφισμα την ανεξαρτητοποίηση τους από το Σουδάν. Έτσι στις 9 Ιουλίου 2011 το Νότιο Σουδάν αποσπάστηκε και έγινε ανεξάρτητη χώρα με πρωτεύουσα της Τζούμπα (δυστυχώς κάποια έντυπα και ηλεκτρονικά λεξικά που περιέχουν και κύρια ονόματα στο λημματολόγιό τους αγνοούν δώδεκα χρόνια μετά, την εξέλιξη αυτή).
Το 2019 ο Ομάρ Μπασίρ ανατράπηκε μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Αμπντούλ Φατάχ αλ Μπουρχάν είναι από τον Απρίλιο του 2019 αρχηγός του κράτους ωστόσο τον Οκτώβριο του 2021 σε συνεργασία με τον Μοχάμεντ Χαμντάλ Νταγκάλο (Χεμέντι) που ανέλαβε αναπληρωτής του, απομάκρυναν τον πρωθυπουργό και το υπουργικό συμβούλιο της χώρας με νέο πραξικόπημα. Σήμερα μετά από σύγκρουση που ξέσπασε ανάμεσα στους δύο ισχυρούς άνδρες της χώρας, το Σουδάν βρίσκεται στα πρόθυρα του εμφυλίου…
Οι Έλληνες του Σουδάν
Οι σχέσεις των Ελλήνων με το Σουδάν είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό, αλλά μακραίωνες και πολύ σημαντικές. Η πρώτη καταγεγραμμένη ελληνική παρουσία στη χώρα τοποθετείται στο 593 π.Χ. όταν σύμφωνα με τοιχογραφία στο Abu Simbel, μεγάλος αριθμός Ελλήνων μισθοφόρων συμμετείχε στην εισβολή του φαραώ Ψαμμήτιχου Β’ στο σημερινό Σουδάν. Το 332 π.Χ. όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε την Αίγυπτο έστειλε στρατιώτες σε αναγνωριστική αποστολή στη Νουβία πιθανότατα για να εντοπίσουν τις πηγές του Νείλου. Το 540 η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγος του Ιουστινιανού, έστειλε ελληνόφωνους ιεραποστόλους στα βασίλεια της Νοβατίας, του Μακουρά και του Αλουάχ, οι κάτοικοι των οποίων υιοθέτησαν τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία τους. Γύρω στο 700 τα ελληνικά έγιναν η κύρια γλώσσα της Εκκλησίας της Νουβίας, τουλάχιστον για τους επόμενους πέντε αιώνες. Η στήλη θεμελίωσης του καθεδρικού ναού Φάρας στην Κάτω Νουβία που ανεγέρθηκε τον 7ο αιώνα είναι γραμμένη στα ελληνικά και τα κοπτικά. Η επίδραση των Βυζαντινών στην περιοχή της Νουβίας συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Στοιχεία που μαρτυρούν την παρουσία Ελλήνων στο σημερινό Σουδάν υπάρχουν και στα χρόνια των Μαμελούκων. Έλληνες βρίσκονται και μεταξύ των ξένων εμπόρων στο Σινάρ στα τέλη του 18ου αιώνα.
Οι Έλληνες στο Σουδάν τον 19ο αιώνα
Όπως αναφέραμε παραπάνω το 1821 ο Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου εισέβαλε στο τότε βασίλειο των Φουντζ. Αρχίατρος του στρατού του ήταν ο Δημήτριος Μπότσαρης, ενώ ανάμεσα στους άνδρες του υπήρχαν Έλληνες Αρβανίτες. Ο Δημήτριος Μπότσαρης μαζί με τον γιο του Μοχάμεντ Αλ Ισμαήλ σκοτώθηκαν σε ενέδρα από τον Μεκ Νιμίρ το 1822. Ο Μοχάμετ Άλι αφού κατέκτησε το Σουδάν φέρεται να έστειλε εκεί Έλληνες επιχειρηματίες, ανάμεσα τους τον Μιχαήλ Τοσίτσα το 1838 σε αναζήτηση χρυσωρυχείων, όπως και τον προσωπικό του γιατρό Σπύρο Λάσκαρη Μπέη. Τα επόμενα χρόνια Έλληνες από την Αίγυπτο μετοίκησαν στο Σουδάν. Ανάμεσά τους στρατιωτικοί, διερμηνείς, γιατροί, φαρμακοποιοί, οι οποίοι μάλιστα άνοιξαν πολλά φαρμακεία και έμποροι, οι οποίοι εμπορεύονταν κυρίως ελεφαντόδοντο, αλλά και δέρματα, φτερά στρουθοκαμήλου και αραβικό κόμμι (πρόκειται για την παχύρευστη κολλώδη ουσία που είναι γνωστή και ως γόμα). Ο Γεώργιος Δουλόγλου υπηρέτησε για χρόνια ως χειρούργος στις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις. Σκοτώθηκε στο Σουακίμ το 1883, μαζί με τον Γουίλιαμ Χικς Πασά.
Έλληνες έμποροι ήταν ανάμεσα στους Ευρωπαίους που πολιορκήθηκαν στο Χαρτούμ με τον στρατηγό Γκόρντον και πολλοί αιχμαλωτίστηκαν από τις δυνάμεις του Μάχντι στις 26/1/1885. Ένας από αυτούς, ο Δημήτριος Κουκουρέμπας (1847-1915) έγινε ο “amir” (<αραβ. amir, «στρατηγός, αρχηγός») των Ελλήνων που αλλαξοπίστησαν. Όταν οι αγγλοαιγυπτιακές δυνάμεις μπήκαν στο Ομπντουρμάν το 1898 βρήκαν 87 Έλληνες. Σύντομα ο αριθμός αυτός αυξήθηκε από Έλληνες που ακολούθησαν τα αγγλοαιγυπτιακά στρατεύματα και ασχολήθηκαν με την κατασκευή δημόσιων έργων ή δραστηριότητες κατά μήκος του Νείλου. Ένας από αυτούς, ο Κωνσταντίνος Μουρίκης (1867-1939) έφτιαξε ένα μαγαζί και ένα πορθμείο στον Λευκό Νείλο. Τελικά έδωσε το όνομά του στην πόλη που αναπτύχθηκε γύρω από την περιοχή. Πρόκειται για την πόλη του Σουδάν Kosti που ιδρύθηκε το 1899, βρίσκεται στο ΝΑ Σουδάν και το 1993 είχε 173. 559 κατοίκους.
Ο Ν. Ευαγγελίδης αναφέρει ότι Έλληνες κατοικούσαν το 1853 σε διάφορα μέρη του Σουδάν. Στο Χαρτούμ ζούσαν 153 Έλληνες, ενώ υπήρχε και πρόξενος, ο Νικόλαος Λεοντίδης από τη Λέρο. Και στο Κορδοφάν ζούσαν Έλληνες έμποροι, επιχειρηματίες και κυβερνητικοί υπάλληλοι. Μάλιστα ο Αγγλοαυστριακός Υποστράτηγος Rudolf Carl von Slatin Pasha (1857-1932) αναφέρει πως στη μάχη του Κορδοφαν, ηγέτης όσων πολεμούσαν κατά των Μαχντιστών ήταν ο Έλληνας Αλέξανδρος, ο οποίος τραυματίστηκε και πέθανε . Έλληνες, όπως ο Δημήτριος Τσιγαδάς, υπήρξαν και αλλού. Ο Βρετανός Τοποτηρητής της Αιγύπτου λόρδος Croucer αναφέρει με έκπληξη ότι στο Φαράς, πολύ μακριά από τις αιγυπτιακές προφυλακές, βρήκε έναν Έλληνα έμπορο που χρησιμοποιούσε ως πρόχειρο οίκημα και αποθήκη ένα μικρό σπήλαιο! Μετά την επικράτηση του Μάχντι το 1883, δέκα περίπου Έλληνες, ανάμεσά τους οι Π. Τράμπας, Δ. Κουκουρέμπας και Γ. Καλαματιανός προσποιήθηκαν ότι αλλαξοπίστησαν και όταν επιβλήθηκε στους Χριστιανούς ο γάμος, πήραν υπό την προστασία τους τις «Αδελφές του Ελέους» της Καθολικής ιεραποστολής. Ο Δ. Κουκουρέμπας παντρεύτηκε μια ηγουμένη, με την οποία μετά από 8 χρόνια απέκτησε παιδί ενώ ο Τράμπας έκανε «λευκό γάμο» με δύο καλόγριες.
Έζησε μαζί τους περίπου δέκα χρόνια, ως την απελευθέρωση του Σουδάν. Τότε παρέδωσε τις καλόγριες παρθένες στο μοναστικό τους Τάγμα και παρασημοφορήθηκε από τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Σχετική αναφορά κάνει ο διάκονος Δ. Καλλίμαχος που ακολούθησε το 1910 τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο στο Σουδάν.
Έλληνες συμμετείχαν στην πολιορκία του Χαρτούμ από τους Μαχντιστές. Τόσο εξισλαμισμένοι, στο πλευρό του Μάχντι, όσο και Χριστιανοί στο πλευρό των πολιορκημένων του Γκόρντον. Όταν η πόλη αλώθηκε στις 26/1/1885, 47 από τους 54 Έλληνες του Χαρτούμ σκοτώθηκαν. Οι εφτά που γλίτωσαν κρύβονταν για αρκετές μέρες. Έπειτα παρουσιάστηκαν στον Μάχντι ο οποίος τους χάρισε τη ζωή με την προϋπόθεση ότι θα εξισλαμισθούν. Οι δύο, πελοποννησιακής καταγωγής, που αρνήθηκαν την εξωμοσία, αποκεφαλίστηκαν…
Κατά την ανακατάληψη του Σουδάν από τους Βρετανούς υπό τον Κίτσενερ σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων που ακολουθούσαν τα στρατεύματα ως έμποροι αλλά και ως μηχανικοί. Όταν ο αγλλοαιγυπτιακός στρατός κατέλαβε το Βέρβερ στις 6/9/1897 ο Άγγελος Καπάτος έστειλε από το Σουακίμ μετά από τηλεγραφική διαταγή του Στρατηγού Κίυσενερ καραβάνι 80 καμήλων με φορτίο διαφόρων εμπορευμάτων υπό τις οδηγίες των Γ. Λορεντζάτου και Σ. Καπάτου. Οι Έλληνες έμποροι είχαν μαζί τους δίκαννα κυνηγετικά όπλα και συγκρούστηκαν πολλές φορές με Μαχντιστές και ληστές . Ανάμεσά τους οι αδελφοί Λοΐζου από την Κύπρο, ο Μπαρμπαζάλας από την Ήπειρο που τροφοδοτούσε το στρατό με ψωμί και ο Β. Ανδριανόπουλος από το Καμάρι Τρίπολης που παρασημοφορήθηκε δύο φορές για τη δράση του κ.ά. Σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων και στην κατάληψη του Χαρτούμ.
Μετά το τέλος της εκστρατείας ο Κίτσενερ έδωσε προνόμια στους Έλληνες. Έτσι σε έναν από τους αδελφούς Λοΐζου έδωσε το αποκλειστικό προνόμιο της διανομής πάγου στο Χαρτούμ. Σύμφωνα με τον Ηλία Ζαβόλα φεύγοντας ο Κίτσενερ από την πόλη σταμάτησε στο μαγαζί του Λοΐζου έφιππος για να τον ευχαριστήσει και να τον ρωτήσει αν ήθελε κάποια χάρη: «Ο Λοΐζος απάντησε πως δεν θέλει τίποτα αλλά μετά από σχετική επιμονή του στρατηγού, ο Λοΐζος του είπε πως έχει μονάχα μια επιθυμία, ν’ ακούσει τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας (σημ: είχε καθιερωθεί επίσημα το 1865). Κι έτσι ο Κίτσενερ έδωσε διαταγή στη στρατιωτική μπάντα να παίξει τον ύμνο ενώ εκείνος χαιρετούσε στεκούμενος προσοχή. Φυσικά η συγκίνηση και η υπερηφάνεια είχαν κατακλύσει τον Λοΐζο», γράφει ο Ηλίας Ζαβόλας. Η απελευθέρωση του Σουδάν έφερε πρόοδο και ευημερία στη χώρα. Οι Έλληνες, πρωτοπόροι πάντα, άρχισαν να εγκαθίστανται στο Σουδάν και σύντομα έφτασαν τους 2.000.
20ος αιώνας: η άνθηση του ελληνισμού στο Σουδάν
Τον 20ο αιώνα οι Έλληνες κυριάρχησαν στο Σουδάν. Ο επίσημος οδηγός της παροικίας του 1922 γράφει: «Ο Έλληνας μεταπωλητής βρίσκεται παντού στο Σουδάν. Είναι ο κύριος καταστηματάρχης της χώρας και επίσης ο κύριος σύνδεσμος μεταξύ των μεγάλων αγοραστών προϊόντων στο Χαρτούμ και σε άλλα κέντρα και των ιθαγενών παραγωγών στην επαρχία».
Ελληνικές παροικίες ιδρύθηκαν: στο Χαρτούμ, στο Πορτ-Σουδάν, στο Ουάντι Χάλφα, το κυριότερο λιμάνι του Νείλου, στο Ατμπαράς, σταυροδρόμι δύο σιδηροδρομικών σταθμών, στο Ελ Ομπέιντ, στο Ουάντ Μεντάνι, πόλη του Κυανού Νείλου, στη Τζούμπα, πρωτεύουσα του Νότιου Σουδάν σήμερα όπου μεταξύ 1966-1969 ζούσαν 25 ελληνικές οικογένειες, στο Ουάου, στο Γκεντάρεφ, στο Σουακίμ, την Κασάλα και αλλού (σχετική αναφορά υπάρχει στο βιβλίο του Νίκου Νικηταρίδη «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΔΑΝ», σελ. 134-135).
Οι Έλληνες ίδρυσαν εκκλησίες, σχολεία, καταστήματα κάθε είδους, ξενοδοχεία, διάφορα σωματεία (αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους κλπ.), ακόμα και θεατρικές ομάδες, λέσχες κλπ.
Στην ακμή τους, οι Έλληνες του Σουδάν ήταν περίπου 10.000. Από περιγραφή της Χλόης Ευσταθίου στον αλεξανδρινό «Ταχυδρόμο» τον Οκτώβριο του 1958, μαθαίνουμε ότι το αεροδρόμιο του Χαρτούμ ήταν και αυτό έργο του αρχιτέκτονα Στεφανίδη. Στους κεντρικούς δρόμους του Χαρτούμ υπήρχαν πινακίδες στα ελληνικά όπως «ταχύτης εν τη πόλει 40 χλμ.».
«Παντού ελληνικά καταστήματα με ελληνικότατες επιγραφές: «Ζαχαροπλαστείον», «Βιβλιοπωλείον» κλπ. Παντού ακούεται η ελληνική γλώσσα. Ελληνικές πλάκες (δίσκοι γραμμοφώνου) από τον Ραδιοσταθμό του Ομντουρμάν χάριν των Ελλήνων ακροατών, ελληνικοί κινηματογράφοι, όλα με έντονο ελληνικό χρώμα. Στις μεγάλες εθνικές εορτές όπως την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, Έλληνες και Σουδανοί θα τις γιορτάσουν μαζί… Ας σημειωθεί πως το 1956 χρονιά ανεξαρτησίας της χώρας ζούσαν στο Σουδάν 7.000 περίπου Έλληνες συμπεριλαμβανομένων και 1.000 περίπου Κυπρίων. Μπορεί τα νούμερα αυτά να φαίνονται ασήμαντα μπροστά στα 10.000.000 του τότε πληθυσμού (σήμερα είναι περίπου 47 εκ. και άλλα 11 εκ. στο Νότιο Σουδάν ) αλλά η πραγματικότητα είναι πως η ελληνική παρουσία ήταν ιδιαιτέρως έντονη ειδικά στο Χαρτούμ. Εκεί όλα τα εστιατόρια, τα καφενεία, τα ξενοδοχεία, οι κινηματογράφοι και τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα ήταν ελληνικά…
Στη δε περίοδο του Μεσοπολέμου η μία από τις τρεις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν ήταν ελληνική», γράφει η Χλόη Ευσταθίου που τονίζει: «Γεγονός είναι ότι πολλοί Σουδανοί έχουν ελληνικότατη κατατομή και πολλές φορές γαλανά ή καστανά μάτια… Σημειωτέον ότι προ καιρού βρέθηκαν αρχαίες υδρίες κα χρυσά νομίσματα με το κεφάλι ενός ανδρός που οι αρχαιολόγοι αποδίδουν στον Μέγαν Αλέξανδρον».
Με τις εθνικοποιήσεις που έγιναν μετά την ανεξαρτητοποίηση του Σουδάν άρχισε η παρακμή του ελληνισμού της χώρα. Στις αρχές του 21ου αιώνα ζούσαν στη χώρα 700 Έλληνες ενώ σήμερα ο αριθμός τους είναι πολύ μικρότερος.
Πηγές:
-Νίκος Νικηταρίδης, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΔΑΝ», Εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ, 2017
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «ΧΑΝΕΜΠΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ Έλληνες κυρίαρχοι Αιγύπτου και Λιβύης», Εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ 2014
-Wikipedia, Εγκυκλοπαίδειες ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ και ΔΟΜΗ
Η ιστορία του Σουδάν – Από την αρχαιότητα ως τον 19ο αιώνα
Η ιστορία των εδαφών που περιλαμβάνονται στα σύνορα του σημερινού κράτους του Σουδάν αρχίζει το 3.500 π.Χ., ίσως και νωρίτερα, αλλά μόνο στο βόρειο τμήμα του περίπου ως το Χαρτούμ και είναι συνδεδεμένη με εκείνη της Αιγύπτου. Η περιοχή ανάμεσα στον πρώτο και τον τρίτο καταρράκτη του Νείλου ήταν γνωστή με την ονομασία Νουβία. Από τις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας η αιγυπτιακή επιρροή ήταν ιδιαίτερα αισθητή στη Νουβία. Αργότερα ιδρύθηκε το βασίλειο του Κους με πρωτεύουσα τα Νάπατα (κοντά στον 4ο καταρράκτη του Νείλου) το οποίο υπαγόταν διοικητικά στην Αίγυπτο. Από το 750 π.Χ. ως το 663 π.Χ. βασιλιάδες του Κους κυβέρνησαν την Αίγυπτο (25η δυναστεία).
Το 530 π.Χ. η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Μερόη που είχε εξελιχθεί σε κοσμοπολίτικο κέντρο χάρη στο ανθηρό εμπόριο που διεξαγόταν μέσω της κοιλάδας του Νείλου. Τον 4ο μ.Χ. αι. η Μερόη υποσκελίστηκε με τη σειρά της από την πόλη Αξούμ. Τον 6ο αιώνα τα τρία βασίλεια που διαδέχτηκαν τη Μερόη, Νοβατία, Μακουρά και Αλουάχ ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό. Το 652 οι Άραβες έφτασαν ως την Ντονγκόλα και τα βασίλεια αναγκάστηκαν να πληρώσουν φόρο στους εγκατεστημένους στην Αίγυπτο Άραβες για να μπορούν να ζήσουν ειρηνικά.
Με την ανάληψη της εξουσίας στην Αίγυπτο από τον Σαλάχ ελ Ντιν (1171-1193), τον Σαλαδίνο των Βυζαντινών άρχισε η παρακμή του βασιλείου Μακουρά ή Ντονγκόλα που υποτάχθηκε οριστικά στους Μαμελούκους γύρω στο 1315. Το βασίλειο του Αλουάχ άντεξε για σχεδόν δύο αιώνες καθώς το 1503 περιήλθε στην κυριαρχία μουσουλμανικών λαών γνωστών με την ονομασία Φουντζ που είχαν εγκατασταθεί πριν λίγο καιρό στην περιοχή Σενάρ στον Κυανό Νείλο. Η εξάπλωση τους συνεχίστηκε προς το Κορντοφάν και τα Όρη Νούμπα που τέθηκαν υπό τον έλεγχο του Νταρφούρ στα μέσα του 18ου αιώνα. Το αραβικό στοιχείο από το Μαγκρέμπ (ΒΔ Αφρική) επικράτησε στο Νταρφούρ. Το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών μόνιμων πληθυσμών είναι προϊόν εκτεταμένης επιμειξίας. Οι Μπετζά των ανατολικών περιοχών διατήρησαν την ανεξαρτησία τους, οι νότιοι πληθυσμοί «νειλωτικοί» ή σουδανικοί παρέμειναν ανέπαφοι.
Το σουλτανάτο του Φουντζ είχε παρακμάσει, το Σουδάν κατακτήθηκε από τις αιγυπτιακές δυνάμεις υπό τον Χουσεΐν, πέμπτο γιο του Μοχάμεντ Άλι, μεταξύ 1820 και 1822 ενώ η πόλη του Χαρτούμ ιδρύθηκε τον επόμενο χρόνο.
Η περιοχή υπήρξε δεξαμενή του αραβικού εμπορίου σκλάβων το οποίο δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από τη διακυβέρνηση εν ονόματι της Αιγύπτου, από τον στρατηγό Γκόρντον μεταξύ 1874 και 1879. Το 1882 η Αίγυπτος κατακτήθηκε από τους Βρετανούς. Στο Σουδάν ξέσπασε η επανάσταση του Μάχντι (Ορθά καθοδηγούμενος) το 1883, που κατέλαβε το Ελ Ομπέιντ την ίδια χρονιά και το Χαρτούμ το 1885 όπου σκοτώθηκε ο Γκόρντον. Μετά τον θάνατο του Μάχντι τον διαδέχθηκε ο υπαρχηγός του Αμπντ Αλλάχ ιμπν Μουχάμαντ αλ-Τααΐσι που καθιέρωσε κοσμική διοίκηση. Η ανακατάληψη των χαμένων εδαφών από τους Βρετανούς άρχισε το 1894 υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κίτσενερ. Οι οπαδοί του Μάχντι νικήθηκαν κοντά στο Ομντουρμάν και το Χαρτούμ παραδόθηκε το 1898. Οι Γάλλοι της αποστολής Μαρσάν που είχαν προσπαθήσει να εμπλακούν στη χώρα και προωθήθηκαν ως τη Φασόντα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Στις αρχές του 1899 το Σουδάν (το όνομα Μπιλάντ ας-Σουντάν σημαίνει «η χώρα των μαύρων») οργανώθηκε υπό μια αγγλοαιγυπτιακή συγκυριαρχία που θεσμοθετήθηκε με τη σύμβαση της 19/1/1899 που προέβλεπε Άγγλο γενικό κυβερνήτη και αρχηγό του στρατού και οικονομική ένωση με την Αίγυπτο.
Ο ταραγμένος 20ος αιώνας και η ανεξαρτητοποίηση του Σουδάν
Ο 20ος αιώνας ήταν γεμάτος εμφύλιες συγκρούσεις και επαναστατικές εξεγέρσεις στο Σουδάν. Η δολοφονία του γενικού κυβερνήτη της χώρας το 1924 στο Κάιρο από έναν Αιγύπτιο εθνικιστή προκάλεσε την αποχώρηση των Αιγύπτιων αξιωματούχων και στρατιωτικών. Οι Σουδανοί του βορρά αποσύρθηκαν από τον διοικητικό μηχανισμό του νότου που απομονώθηκε. Το 1936 υπογράφτηκε νέο αγγλοαιγυπτιακό σύμφωνο για τη συγκυριαρχία στο Σουδάν βάσει του οποίου παραχωρήθηκαν κάποιες κοινοβουλευτικές ελευθερίες.
Με βάση το Σύνταγμα του 1948 που καταρτίστηκε υπό την αγγλική εποπτεία θεσπίστηκε μια σουδανική εθνοσυνέλευση, ενώ το 1951 ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ αναγορεύτηκε για μικρό χρονικό διάστημα και βασιλιάς του Σουδάν. Το 1953 οι Σουδανοί επαναστάτησαν αλλά η επανάστασή τους καταπνίγηκε. Στο Σουδάν οργανώθηκε εθνικιστικό κίνημα που ενώ αρχικά ευνοούσε την ένωση Σουδάν-Αιγύπτου αργότερα ζήτησε ανεξαρτησία της χώρα. Τελικά Βρετανία και Αίγυπτος δέχτηκαν το σουδανικό αίτημα και τον Ιανουάριο του 1956 ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία του Σουδάν.
Η σύγκρουση βορρά-νότου και το καθεστώς Νιμέιρι
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της νέας κυβέρνησης ήταν η αντιμετώπιση των λαών του νότιου Σουδάν που ήταν κυρίως χριστιανοί και ανιμιστές. Οι πρώτες απόπειρες καταστολής οδήγησαν σε ένοπλη εξέγερση στον νότο που διακόπηκε προσωρινά, όταν τον Νοέμβριο του 1958 έγινε πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία τον στρατάρχη Ιμπραήμ Αμπούντ. Οι στρατιωτικοί άσκησαν την εξουσία ως το 1964 οπότε και ανατράπηκαν από μεγάλη κοινωνική εξέγερση, αλλά η πολιτική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση καθώς μαινόταν ο πρώτος σουδανικός εμφύλιος πόλεμος. Έτσι με νέο πραξικόπημα τον Μάιο του 1969 οι στρατιωτικοί επανήλθαν στην εξουσία με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γκααφάρ Μοχάμεντ Νιμέιρι, που αρχικά διακήρυξε σοσιαλιστικές απόψεις αλλά πολύ σύντομα πραγματοποίησε πολιτική στροφή και εγκατέλειψε το φιλοσοβιετικό στρατόπεδο. Το 1972 ο Νιμέιρι πέτυχε την ειρήνευση με τους αντάρτες προχωρώντας στον διαχωρισμό των τριών νότιων επαρχιών (Μπαχρ αλ Γκαζάλ, Εκουατόρια και Άνω Νείλου) και παραχωρώντας σχετική αυτονομία στους κατοίκους τους. Ο Νιμέιρι συνέχισε να κυβερνά τη χώρα.
Το 1981 αποφάσισε να επιβάλει τον αυστηρό ισλαμικό νόμο της Σαρία σε όλη τη χώρα. Η εφαρμογή της Σαρία εξόργισε τους πληθυσμούς του νότου. Το 1983 ξεκίνησε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος του Σουδάν που διήρκεσε ως το 2005. Ο Νιμέιρι ανατράπηκε με αναίμακτο πραξικόπημα ενώ βρισκόταν στις Η.Π.Α. το 1985. Από το 1989 ξεκίνησε η επικράτηση των ισλαμιστών στη χώρα ενώ την αρχηγία του κράτους ανέλαβε ο Ομάρ Μπασίρ. Από το 2003 ξεκίνησαν διαμάχες και στο δυτικό τμήμα του Σουδάν, το Νταρφούρ ανάμεσα σε ντόπιους Αφρικανούς κατοίκους και Άραβες νομάδες βορειότερων περιοχών που με την προστασία της κυβέρνησης του Χαρτούμ λόγω της μείωσης των βοσκοτόπων στις βόρειες περιοχές μετακινήθηκαν στο Νταρφούρ. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Το 2011 οι πολίτες του νότιου Σουδάν αποφάσισαν με δημοψήφισμα την ανεξαρτητοποίηση τους από το Σουδάν. Έτσι στις 9 Ιουλίου 2011 το Νότιο Σουδάν αποσπάστηκε και έγινε ανεξάρτητη χώρα με πρωτεύουσα της Τζούμπα (δυστυχώς κάποια έντυπα και ηλεκτρονικά λεξικά που περιέχουν και κύρια ονόματα στο λημματολόγιό τους αγνοούν δώδεκα χρόνια μετά, την εξέλιξη αυτή).
Το 2019 ο Ομάρ Μπασίρ ανατράπηκε μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Αμπντούλ Φατάχ αλ Μπουρχάν είναι από τον Απρίλιο του 2019 αρχηγός του κράτους ωστόσο τον Οκτώβριο του 2021 σε συνεργασία με τον Μοχάμεντ Χαμντάλ Νταγκάλο (Χεμέντι) που ανέλαβε αναπληρωτής του, απομάκρυναν τον πρωθυπουργό και το υπουργικό συμβούλιο της χώρας με νέο πραξικόπημα. Σήμερα μετά από σύγκρουση που ξέσπασε ανάμεσα στους δύο ισχυρούς άνδρες της χώρας, το Σουδάν βρίσκεται στα πρόθυρα του εμφυλίου…
Οι Έλληνες του Σουδάν
Οι σχέσεις των Ελλήνων με το Σουδάν είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό, αλλά μακραίωνες και πολύ σημαντικές. Η πρώτη καταγεγραμμένη ελληνική παρουσία στη χώρα τοποθετείται στο 593 π.Χ. όταν σύμφωνα με τοιχογραφία στο Abu Simbel, μεγάλος αριθμός Ελλήνων μισθοφόρων συμμετείχε στην εισβολή του φαραώ Ψαμμήτιχου Β’ στο σημερινό Σουδάν. Το 332 π.Χ. όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε την Αίγυπτο έστειλε στρατιώτες σε αναγνωριστική αποστολή στη Νουβία πιθανότατα για να εντοπίσουν τις πηγές του Νείλου. Το 540 η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγος του Ιουστινιανού, έστειλε ελληνόφωνους ιεραποστόλους στα βασίλεια της Νοβατίας, του Μακουρά και του Αλουάχ, οι κάτοικοι των οποίων υιοθέτησαν τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία τους. Γύρω στο 700 τα ελληνικά έγιναν η κύρια γλώσσα της Εκκλησίας της Νουβίας, τουλάχιστον για τους επόμενους πέντε αιώνες. Η στήλη θεμελίωσης του καθεδρικού ναού Φάρας στην Κάτω Νουβία που ανεγέρθηκε τον 7ο αιώνα είναι γραμμένη στα ελληνικά και τα κοπτικά. Η επίδραση των Βυζαντινών στην περιοχή της Νουβίας συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Στοιχεία που μαρτυρούν την παρουσία Ελλήνων στο σημερινό Σουδάν υπάρχουν και στα χρόνια των Μαμελούκων. Έλληνες βρίσκονται και μεταξύ των ξένων εμπόρων στο Σινάρ στα τέλη του 18ου αιώνα.
Οι Έλληνες στο Σουδάν τον 19ο αιώνα
Όπως αναφέραμε παραπάνω το 1821 ο Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου εισέβαλε στο τότε βασίλειο των Φουντζ. Αρχίατρος του στρατού του ήταν ο Δημήτριος Μπότσαρης, ενώ ανάμεσα στους άνδρες του υπήρχαν Έλληνες Αρβανίτες. Ο Δημήτριος Μπότσαρης μαζί με τον γιο του Μοχάμεντ Αλ Ισμαήλ σκοτώθηκαν σε ενέδρα από τον Μεκ Νιμίρ το 1822. Ο Μοχάμετ Άλι αφού κατέκτησε το Σουδάν φέρεται να έστειλε εκεί Έλληνες επιχειρηματίες, ανάμεσα τους τον Μιχαήλ Τοσίτσα το 1838 σε αναζήτηση χρυσωρυχείων, όπως και τον προσωπικό του γιατρό Σπύρο Λάσκαρη Μπέη. Τα επόμενα χρόνια Έλληνες από την Αίγυπτο μετοίκησαν στο Σουδάν. Ανάμεσά τους στρατιωτικοί, διερμηνείς, γιατροί, φαρμακοποιοί, οι οποίοι μάλιστα άνοιξαν πολλά φαρμακεία και έμποροι, οι οποίοι εμπορεύονταν κυρίως ελεφαντόδοντο, αλλά και δέρματα, φτερά στρουθοκαμήλου και αραβικό κόμμι (πρόκειται για την παχύρευστη κολλώδη ουσία που είναι γνωστή και ως γόμα). Ο Γεώργιος Δουλόγλου υπηρέτησε για χρόνια ως χειρούργος στις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις. Σκοτώθηκε στο Σουακίμ το 1883, μαζί με τον Γουίλιαμ Χικς Πασά.
Έλληνες έμποροι ήταν ανάμεσα στους Ευρωπαίους που πολιορκήθηκαν στο Χαρτούμ με τον στρατηγό Γκόρντον και πολλοί αιχμαλωτίστηκαν από τις δυνάμεις του Μάχντι στις 26/1/1885. Ένας από αυτούς, ο Δημήτριος Κουκουρέμπας (1847-1915) έγινε ο “amir” (<αραβ. amir, «στρατηγός, αρχηγός») των Ελλήνων που αλλαξοπίστησαν. Όταν οι αγγλοαιγυπτιακές δυνάμεις μπήκαν στο Ομπντουρμάν το 1898 βρήκαν 87 Έλληνες. Σύντομα ο αριθμός αυτός αυξήθηκε από Έλληνες που ακολούθησαν τα αγγλοαιγυπτιακά στρατεύματα και ασχολήθηκαν με την κατασκευή δημόσιων έργων ή δραστηριότητες κατά μήκος του Νείλου. Ένας από αυτούς, ο Κωνσταντίνος Μουρίκης (1867-1939) έφτιαξε ένα μαγαζί και ένα πορθμείο στον Λευκό Νείλο. Τελικά έδωσε το όνομά του στην πόλη που αναπτύχθηκε γύρω από την περιοχή. Πρόκειται για την πόλη του Σουδάν Kosti που ιδρύθηκε το 1899, βρίσκεται στο ΝΑ Σουδάν και το 1993 είχε 173. 559 κατοίκους.
Ο Ν. Ευαγγελίδης αναφέρει ότι Έλληνες κατοικούσαν το 1853 σε διάφορα μέρη του Σουδάν. Στο Χαρτούμ ζούσαν 153 Έλληνες, ενώ υπήρχε και πρόξενος, ο Νικόλαος Λεοντίδης από τη Λέρο. Και στο Κορδοφάν ζούσαν Έλληνες έμποροι, επιχειρηματίες και κυβερνητικοί υπάλληλοι. Μάλιστα ο Αγγλοαυστριακός Υποστράτηγος Rudolf Carl von Slatin Pasha (1857-1932) αναφέρει πως στη μάχη του Κορδοφαν, ηγέτης όσων πολεμούσαν κατά των Μαχντιστών ήταν ο Έλληνας Αλέξανδρος, ο οποίος τραυματίστηκε και πέθανε . Έλληνες, όπως ο Δημήτριος Τσιγαδάς, υπήρξαν και αλλού. Ο Βρετανός Τοποτηρητής της Αιγύπτου λόρδος Croucer αναφέρει με έκπληξη ότι στο Φαράς, πολύ μακριά από τις αιγυπτιακές προφυλακές, βρήκε έναν Έλληνα έμπορο που χρησιμοποιούσε ως πρόχειρο οίκημα και αποθήκη ένα μικρό σπήλαιο! Μετά την επικράτηση του Μάχντι το 1883, δέκα περίπου Έλληνες, ανάμεσά τους οι Π. Τράμπας, Δ. Κουκουρέμπας και Γ. Καλαματιανός προσποιήθηκαν ότι αλλαξοπίστησαν και όταν επιβλήθηκε στους Χριστιανούς ο γάμος, πήραν υπό την προστασία τους τις «Αδελφές του Ελέους» της Καθολικής ιεραποστολής. Ο Δ. Κουκουρέμπας παντρεύτηκε μια ηγουμένη, με την οποία μετά από 8 χρόνια απέκτησε παιδί ενώ ο Τράμπας έκανε «λευκό γάμο» με δύο καλόγριες.
Έζησε μαζί τους περίπου δέκα χρόνια, ως την απελευθέρωση του Σουδάν. Τότε παρέδωσε τις καλόγριες παρθένες στο μοναστικό τους Τάγμα και παρασημοφορήθηκε από τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Σχετική αναφορά κάνει ο διάκονος Δ. Καλλίμαχος που ακολούθησε το 1910 τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο στο Σουδάν.
Έλληνες συμμετείχαν στην πολιορκία του Χαρτούμ από τους Μαχντιστές. Τόσο εξισλαμισμένοι, στο πλευρό του Μάχντι, όσο και Χριστιανοί στο πλευρό των πολιορκημένων του Γκόρντον. Όταν η πόλη αλώθηκε στις 26/1/1885, 47 από τους 54 Έλληνες του Χαρτούμ σκοτώθηκαν. Οι εφτά που γλίτωσαν κρύβονταν για αρκετές μέρες. Έπειτα παρουσιάστηκαν στον Μάχντι ο οποίος τους χάρισε τη ζωή με την προϋπόθεση ότι θα εξισλαμισθούν. Οι δύο, πελοποννησιακής καταγωγής, που αρνήθηκαν την εξωμοσία, αποκεφαλίστηκαν…
Κατά την ανακατάληψη του Σουδάν από τους Βρετανούς υπό τον Κίτσενερ σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων που ακολουθούσαν τα στρατεύματα ως έμποροι αλλά και ως μηχανικοί. Όταν ο αγλλοαιγυπτιακός στρατός κατέλαβε το Βέρβερ στις 6/9/1897 ο Άγγελος Καπάτος έστειλε από το Σουακίμ μετά από τηλεγραφική διαταγή του Στρατηγού Κίυσενερ καραβάνι 80 καμήλων με φορτίο διαφόρων εμπορευμάτων υπό τις οδηγίες των Γ. Λορεντζάτου και Σ. Καπάτου. Οι Έλληνες έμποροι είχαν μαζί τους δίκαννα κυνηγετικά όπλα και συγκρούστηκαν πολλές φορές με Μαχντιστές και ληστές . Ανάμεσά τους οι αδελφοί Λοΐζου από την Κύπρο, ο Μπαρμπαζάλας από την Ήπειρο που τροφοδοτούσε το στρατό με ψωμί και ο Β. Ανδριανόπουλος από το Καμάρι Τρίπολης που παρασημοφορήθηκε δύο φορές για τη δράση του κ.ά. Σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων και στην κατάληψη του Χαρτούμ.
Μετά το τέλος της εκστρατείας ο Κίτσενερ έδωσε προνόμια στους Έλληνες. Έτσι σε έναν από τους αδελφούς Λοΐζου έδωσε το αποκλειστικό προνόμιο της διανομής πάγου στο Χαρτούμ. Σύμφωνα με τον Ηλία Ζαβόλα φεύγοντας ο Κίτσενερ από την πόλη σταμάτησε στο μαγαζί του Λοΐζου έφιππος για να τον ευχαριστήσει και να τον ρωτήσει αν ήθελε κάποια χάρη: «Ο Λοΐζος απάντησε πως δεν θέλει τίποτα αλλά μετά από σχετική επιμονή του στρατηγού, ο Λοΐζος του είπε πως έχει μονάχα μια επιθυμία, ν’ ακούσει τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας (σημ: είχε καθιερωθεί επίσημα το 1865). Κι έτσι ο Κίτσενερ έδωσε διαταγή στη στρατιωτική μπάντα να παίξει τον ύμνο ενώ εκείνος χαιρετούσε στεκούμενος προσοχή. Φυσικά η συγκίνηση και η υπερηφάνεια είχαν κατακλύσει τον Λοΐζο», γράφει ο Ηλίας Ζαβόλας. Η απελευθέρωση του Σουδάν έφερε πρόοδο και ευημερία στη χώρα. Οι Έλληνες, πρωτοπόροι πάντα, άρχισαν να εγκαθίστανται στο Σουδάν και σύντομα έφτασαν τους 2.000.
20ος αιώνας: η άνθηση του ελληνισμού στο Σουδάν
Τον 20ο αιώνα οι Έλληνες κυριάρχησαν στο Σουδάν. Ο επίσημος οδηγός της παροικίας του 1922 γράφει: «Ο Έλληνας μεταπωλητής βρίσκεται παντού στο Σουδάν. Είναι ο κύριος καταστηματάρχης της χώρας και επίσης ο κύριος σύνδεσμος μεταξύ των μεγάλων αγοραστών προϊόντων στο Χαρτούμ και σε άλλα κέντρα και των ιθαγενών παραγωγών στην επαρχία».
Ελληνικές παροικίες ιδρύθηκαν: στο Χαρτούμ, στο Πορτ-Σουδάν, στο Ουάντι Χάλφα, το κυριότερο λιμάνι του Νείλου, στο Ατμπαράς, σταυροδρόμι δύο σιδηροδρομικών σταθμών, στο Ελ Ομπέιντ, στο Ουάντ Μεντάνι, πόλη του Κυανού Νείλου, στη Τζούμπα, πρωτεύουσα του Νότιου Σουδάν σήμερα όπου μεταξύ 1966-1969 ζούσαν 25 ελληνικές οικογένειες, στο Ουάου, στο Γκεντάρεφ, στο Σουακίμ, την Κασάλα και αλλού (σχετική αναφορά υπάρχει στο βιβλίο του Νίκου Νικηταρίδη «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΔΑΝ», σελ. 134-135).
Οι Έλληνες ίδρυσαν εκκλησίες, σχολεία, καταστήματα κάθε είδους, ξενοδοχεία, διάφορα σωματεία (αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους κλπ.), ακόμα και θεατρικές ομάδες, λέσχες κλπ.
Στην ακμή τους, οι Έλληνες του Σουδάν ήταν περίπου 10.000. Από περιγραφή της Χλόης Ευσταθίου στον αλεξανδρινό «Ταχυδρόμο» τον Οκτώβριο του 1958, μαθαίνουμε ότι το αεροδρόμιο του Χαρτούμ ήταν και αυτό έργο του αρχιτέκτονα Στεφανίδη. Στους κεντρικούς δρόμους του Χαρτούμ υπήρχαν πινακίδες στα ελληνικά όπως «ταχύτης εν τη πόλει 40 χλμ.».
«Παντού ελληνικά καταστήματα με ελληνικότατες επιγραφές: «Ζαχαροπλαστείον», «Βιβλιοπωλείον» κλπ. Παντού ακούεται η ελληνική γλώσσα. Ελληνικές πλάκες (δίσκοι γραμμοφώνου) από τον Ραδιοσταθμό του Ομντουρμάν χάριν των Ελλήνων ακροατών, ελληνικοί κινηματογράφοι, όλα με έντονο ελληνικό χρώμα. Στις μεγάλες εθνικές εορτές όπως την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, Έλληνες και Σουδανοί θα τις γιορτάσουν μαζί… Ας σημειωθεί πως το 1956 χρονιά ανεξαρτησίας της χώρας ζούσαν στο Σουδάν 7.000 περίπου Έλληνες συμπεριλαμβανομένων και 1.000 περίπου Κυπρίων. Μπορεί τα νούμερα αυτά να φαίνονται ασήμαντα μπροστά στα 10.000.000 του τότε πληθυσμού (σήμερα είναι περίπου 47 εκ. και άλλα 11 εκ. στο Νότιο Σουδάν ) αλλά η πραγματικότητα είναι πως η ελληνική παρουσία ήταν ιδιαιτέρως έντονη ειδικά στο Χαρτούμ. Εκεί όλα τα εστιατόρια, τα καφενεία, τα ξενοδοχεία, οι κινηματογράφοι και τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα ήταν ελληνικά…
Στη δε περίοδο του Μεσοπολέμου η μία από τις τρεις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν ήταν ελληνική», γράφει η Χλόη Ευσταθίου που τονίζει: «Γεγονός είναι ότι πολλοί Σουδανοί έχουν ελληνικότατη κατατομή και πολλές φορές γαλανά ή καστανά μάτια… Σημειωτέον ότι προ καιρού βρέθηκαν αρχαίες υδρίες κα χρυσά νομίσματα με το κεφάλι ενός ανδρός που οι αρχαιολόγοι αποδίδουν στον Μέγαν Αλέξανδρον».
Με τις εθνικοποιήσεις που έγιναν μετά την ανεξαρτητοποίηση του Σουδάν άρχισε η παρακμή του ελληνισμού της χώρα. Στις αρχές του 21ου αιώνα ζούσαν στη χώρα 700 Έλληνες ενώ σήμερα ο αριθμός τους είναι πολύ μικρότερος.
Πηγές:
-Νίκος Νικηταρίδης, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΔΑΝ», Εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ, 2017
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «ΧΑΝΕΜΠΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ Έλληνες κυρίαρχοι Αιγύπτου και Λιβύης», Εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ 2014
-Wikipedia, Εγκυκλοπαίδειες ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ και ΔΟΜΗ
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών