Ο δημοσιογράφος που έβλεπε διαφορετικά από τους συναδέλφους του την Αλβανία και τους Βορειοηπειρώτες

Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ

Η ιστορία και η ιστορική λογική είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο από ό,τι έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε, μια θεότητα ασυγκίνητη, από την ετυμηγορία της οποίας δεν γλύτωσε κανείς. Η ανάταση και η διακόνηση της ιστορικής αλήθειας και της ιστορικώς τεκμηριωμένης πραγματικότητας βοηθάει στη διατήρηση της πολιτισμικής, ιδεολογικής και πολιτικής μνήμης. Αλλά μόνον όταν αναγιγνώσκεται ορθώς.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας απέναντι της Αλβανίας βασίσθηκε αδρομερώς και ανέκαθεν σε μια βασανιστικά ανισοβαρή εξίσωση, την οποία δεν μπόρεσε να ισοσταθμίσει ποτέ. Από την αρχή της δεκαετίας του ’20 του περασμένου αιώνα, όταν αναδύονται τα πρώτα σημάδια συγκρότησης του αλβανικού κράτους, διαφαίνονται δύο (αντίρροπες) γραμμές στην ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμετώπισής του: η μεν πρώτη πίστευε ότι η διατήρηση και η ανάπτυξη των διμερών σχέσεων θα έπρεπε να χτιστεί υπό την αίρεση του σεβασμού των εθνικών δικαιωμάτων του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού από το νεότευκτο αλβανικό κράτος (υιοθετούμενη πειστικά και σταθερά από τον υπουργό των Εξωτερικών Αντώνη Σαμάρα τη δεκαετία ’80-’90), η δε δεύτερη αποδεχόταν ότι και μόνη της η πρόοδος των σχέσεων θα επέφερε νομοτελειακά τον σεβασμό και την αναβάθμιση της θέσης των Βορειοηπειρωτών στην Αλβανία (επιβλητικό παράδειγμα η υιοθετούμενη πολιτική από τον υπουργό των Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια την ίδια περίοδο). Η διάσταση αυτή μεταφέρθηκε και στους κόλπους των ίδιων των Βορειοηπειρωτών, προκαλώντας σύγχυση, ενίοτε φιλονικίες και διχαστικά μίση· όσοι υιοθετούσαν την πρώτη προσέγγιση, ζητούσαν τη λήψη σκληρών μέτρων κατά του αλβανικού κράτους («επίδειξη ισχύος» ή, κατά κάποιους, «επίδειξη πυγμής»), ενώ όσοι υιοθετούσαν την άλλη μέμφονταν τα σκληρά μέτρα, τα οποία τάραζαν την ηρεμία του ελληνισμού, προκαλώντας αντιξοότητες στη συμβίωση με το εγχώριο στοιχείο, πιστεύοντες στους οικτιρμούς και στις λαϊκίστικες υποσχέσεις της αλβανικής εξουσίας.

Προσωπικά δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι οι εκάστοτε θορυβώδεις εξαγγελίες για κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων από όλες διαχρονικά τις αλβανικές κυβερνήσεις –οι οποίες στην ουσία κατέληγαν σε ελάχιστες γλωσσικές διευκολύνσεις, ενώ στην πράξη εντεινόταν η εθνική εμβολή– θα προσδοκούσε κανείς να ληφθούν στα σοβαρά υπόψιν από τον ομογενειακό ελληνισμό, μα και από την ίδια την αλβανική πολιτική τάξη.
Τέλος, στις παρυφές αυτής της διπολικής προσέγγισης με αφειδή χρήση ιδιοτέλειας –ή και κινούμενες από άγνοια ή άδολο πατριωτισμό– αιωρούντο και άλλες με πλειοδοσία σαγηνευτικών μύθων, οι οποίες υπομόχλευαν ψυχώσεις και ιδεολογικούς καθορισμούς, προκαλούσαν αδυσώπητες συνειδησιακές ή φρονηματικές συγκρούσεις, διατηρούσαν τον αλυτρωτικό πυρετό και τη διαρκή μαχητική επαγρύπνηση ή, τουναντίον, βάθαιναν την ταυτοτική κρίση.

Το πνεύμα, επίσης, της διφορούμενης προσέγγισης μεταφέρθηκε και στον δημοσιογραφικό λόγο. Ένας εκ των δημοσιογράφων, που πρέσβευε τις σχέσεις καλής γειτνίασης με την Αλβανία, ήταν ο επιφανής ανταποκριτής του «Ελεύθερου Βήματος» (Ίδρυμα Λαμπράκη) Κώστας Αθάνατος (το κανονικό του όνομα Κώστας Καραμούζης). Σε μια ανταπόκρισή του από την Αλβανία το 1925 –99 χρόνια πριν, δηλαδή– ο Αθάνατος υπερασπίζεται διακαώς τη γραμμή αυτή ως την ενδεδειγμένη για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή. Τον Ιούλιο του 1925 ο Αθάνατος βρέθηκε στην Αλβανία. Η ημερομηνία δεν είναι καθόλου τυχαία. Από τριετίας (1922) μία τριμελής επιτροπή για τον καθορισμό των νοτίων αλβανικών συνόρων με την Ελλάδα, αποτελούμενη από αντιπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, πλαισιωμένη από ελληνικής πλευράς υπό τον αντισυνταγματάρχη Νεοκλή (Νότη) Μπότσαρη και από αλβανικής υπό τον νομάρχη Κορυτσάς Δημήτερ Μπεράτι (Dhimitër Berati), είχε ολοκληρώσει το έργο της.
Τα αποτελέσματα των εργασιών της περιλήφθηκαν στο πρωτόκολλο που υπογράφηκε (και πάλι, όπως το 1913) στη Φλωρεντία την 27η Ιανουαρίου 1925 από τις τρεις προαναφερθείσες δυνάμεις. Την ελληνική πλευρά εκπροσωπούσε ο αντισυνταγματάρχης Χρήστος Αβραμίδης, ενώ την αλβανική ο εκπρόσωπός της στην ΚτΕ, Μεχντί Φράσερι (Mehdi Frashëri). Η τελική οροθετική πράξη υπογράφηκε, εκτός από τις παραπάνω χώρες, και από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία στο Παρίσι την 30η Ιουλίου 1926. Έτσι, την 27η Ιανουαρίου 1925, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της αγγλο-γαλλο-ιταλικής επιτροπής (ή το Β΄ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας) χαράχθηκαν οριστικά τα χερσαία σύνορα της σημερινής Αλβανίας, τα οποία και έγιναν διεθνώς αποδεκτά και ορίζονται από το διεθνές δίκαιο.

Στο πνεύμα αυτό λοιπόν –έξι μήνες μετά την οροθετική συμφωνία– μετέβη στην Αλβανία ως απεσταλμένος του «Ελεύθερου Βήματος» ο Κώστας Αθάνατος, ο οποίος στο φύλλο της 27ης Ιουλίου 1925 δημοσίευσε την ανταπόκριση: «Το Ελεύθερον Βήμα στα αλβανικά βουνά: η Αλβανία και τα ελληνικά συμφέροντα, μια εικών της πνευματικής ζωής του τόπου, ο τύπος, η γλώσσα, η εκπαίδευσις, το θέατρο». Ο Αθάνατος δεν διαφωνούσε με τη συμφωνία αυτή, διαφωνούσαν όμως, όπως μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων, οι Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι αισθάνθηκαν αδικημένοι· κάποιοι εκ των οποίων διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα με δημοσιογραφικές επιστολές (τέτοιες επιστολές διαμαρτυρίας υπάρχουν πολλές), καθώς ο Αθάνατος τους προέτρεπε «να σπεύσουν το ταχύτερον στην Αλβανία και να την κάνουν πατρίδα τους», ενώ, αναφερόμενος σε διεκδικούμενους ιστορικούς τίτλους, ανέγραφε τον Σκενδέρμπεη ως Σκάντερμπεγκ κ.ά. Ο Αθάνατος τους αντιμετώπισε απαξιωτικά, αποκαλώντας τους «εξ επαγγέλματος πατριώτες», τους νουθετούσε να θεωρούν την Αλβανία φίλη (η Ελλάς «αγρεύει φίλους και όχι εχθρούς», τονίζει) Η ενσφήνωση της Αλβανίας στο παραθαλάσσιο άκρο της Βορειοδυτικής Βαλκανικής είναι θαύμα, συνεχίζει, για τη μελλοντική εξασφάλιση της Ελλάδας. Μάλιστα γοητευμένος από το πόσο οργασμό κρύβει η «αρτισύστατη αλβανική δημοκρατία», ο τύπος, η γλώσσα, η εκπαίδευση, το θέατρο, ο Αθάνατος καταλήγει ότι «η Ελλάς και οι Έλληνες έχουν τους μεγαλύτερους ιστορικούς τίτλους, αλλά και τους σοβαρότερους λόγους να είναι φίλοι της». Η επαγγελλόμενη φιλία βασιζόταν, από ό,τι μπορώ να κατανοήσω, πάνω σε μια εξωραϊσμένη εικόνα της Αλβανίας, η οποία απέχει παρασάγγας από την πραγματική.
Δυο χρόνια βραδύτερα (Ιούλιος-Αύγουστος 1927) ο Αθάνατος επισκέφθηκε ξανά την Αλβανία για να καλύψει μια διαφαινόμενη στασίαση πολιτικών αντιπάλων κατά του πρόεδρου Ζογκ. Παρότι οι αλβανικές αρχές τον απέλασαν κακήν κακώς, κατάσχοντας όλο το δημοσιογραφικό υλικό, μετατρέποντας τη δημοσιογραφική του αποστολή σε μια επικίνδυνη περιπέτεια, ο Αθάνατος παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του. Χρειάστηκε, όμως, η άμεση διαμεσολάβηση του Αλβανού πρέσβη στην Αθήνα, Σταύρο Σταύρι (Stavro Stavri) και η προσωπική παρέμβαση του Ζογκ για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αχμέτ Ζογκ (βασιλιάς εστέφθη το 1928) του διαβίβασε εξηγήσεις και μάλιστα, σε ένδειξη επανόρθωσης των διοικητικών μέτρων και της αστυνομικής επιτήρησης, του απένειμε το ανώτερο παράσημο του τάγματος Σκενδέρμπεη (ή Σκάντερμπεγκ, κατ’ αυτόν).

Είκοσι χρόνια αργότερα (Αύγουστος 1946) ο Αθάνατος βρέθηκε στο Παρίσι ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη της Ειρήνης (και πιθανώς) παρεβρέθη στην επεισοδιακή συνέντευξη τύπου του Ενβέρ Χότζα προς τους ξένους ανταποκριτές, όταν ένας άλλος Έλληνας δημοσιογράφος, ο Κώστας Ζαφειρόπουλος της «Καθημερινής» τον καθήλωσε ενώπιον της κοινής γνώμης, αποκαλύπτοντάς του δημοσίως ότι ο πρόεδρος της Αλβανικής Δημοκρατίας και στενός συνεργάτης του Ομέρ Νισάνι (Omer Nishani) υπήρξε κατοχικός δωσίλογος, παραθέτοντας αδιάσειστα στοιχεία. Ο Χότζα, εν τη ρύμη του λόγου, εξετράπη σε προσωπικές ύβρεις κατά του Έλληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Τσαλδάρη για τον οποίο είπε ότι καταλαμβάνεται από υστερικές κρίσεις, και, υπεκφυγόντας, προσπάθησε να δικαιολογήσει τον συνεργάτη του, νυμφευμένο με αυστριακή γυναίκα. Η αποκάλυψη εξέθετε εκ θεμελίων όλο το κομμουνιστικό στερέωμα της αλβανικής νεοσύστατης κομμουνιστικής νομενκλατούρας και προκαλούσε κραδασμούς στο εσωτερικό της χώρας. Λίγα χρόνια βραδύτερα, ο ίδιος ο Χότζα αναγκάστηκε να τον καθαιρέσει. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η θέση του Αθάνατου στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αντίθετη προσέγγιση υιοθετούσαν άλλοι δημοσιογράφοι, προεξάρχοντος του γνωστού δημοσιογράφου της εφημερίδας «Απογευματινή» Βάσου Τσιμπιδάρου, ο οποίος την 26η Νοεμβρίου 1956 υπέβαλε αίτηση ενώπιον της αλβανικής πρεσβείας στη Ρώμη να επισκεφτεί την Αλβανία για μία δημοσιογραφική αποστολή. Είχαν προηγηθεί πολλαπλά ταξίδια του ιδίου στις χώρες του ανατολικού συγκροτήματος και μάλιστα μία έρευνά του για τους Έλληνες πρόσφυγες στις χώρες αυτές, είχε προκαλέσει αναστάτωση. Το αίτημά του απερρίφθη, αλλά ο δημοσιογράφος, τον Μάρτιο του 1957, επανήλθε εκ νέου με νέα αίτηση, η οποία αυτή τη φορά εγκρίθηκε άμεσα και χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, παρότι τα Τίρανα έψεγαν τον Τσιμπιδάρο στους Σοβιετικούς κατηγορώντας τον για εμφανή αποστροφή εις βάρος της Αλβανίας και ότι με το δημοσιογραφικό του έργο διέστρεφε την αλήθεια, εμφανιζόμενος βίαιος, επιθετικός και μεροληπτικός, παρακωλύοντας έτσι την ούτως ή άλλως δυσχερή εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Στο Αργυρόκαστρο ο Τσιμπιδάρος επικοινώνησε με επιφανείς παράγοντες του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, μεταξύ των οποίων και με τον εξαίρετο ιατρό επιστήμονα Αλέξανδρο Καλυβόπουλο, απόφοιτο ελληνικών πανεπιστημίων. Στις συζητήσεις ο Καλυβόπουλος εμφανίσθηκε πολέμιος «της ελληνικής αντίδρασης», κατηγορώντας τους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους ότι διασαλεύουν τη γαλήνευση της ζωής των Ελλήνων της Αλβανίας, προβάλλοντας παράλογες αξιώσεις. Οι δηλώσεις του προκάλεσαν ερωτηματικά στον Τσιμπιδάρο, ο οποίος δεν τον πίστεψε και στα ρεπορτάζ του αναφερόταν απορημένος με τη στάση του Καλυβόπουλου, τον οποίο χαρακτήρισε «αινιγματικό», ενώ έγειρε ερωτηματικά η «διφορούμενη συμπεριφορά του». Οι συναντήσεις αυτές στάθηκαν μοιραίες για τον μεγάλο ιατρό, ο οποίος συνελήφθη και την 5η Ιανουαρίου 1962 το Στρατοδικείο Τιράνων τον καταδίκασε με 18-ετή ειρκτή. Ένα χρόνο μετά, το 1963, αυτοκτόνησε έγκλειστος διά απεργίας πείνας σε ηλικία 78 ετών!

Καταληκτικά, η ιστορία είναι κακός δάσκαλος για τους πολιτικούς, αλλά ανεκτίμητος ταμιευτήρας γνώσης για τους νοήμονες.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια