Μπράνκο Μερτζάνι, ο «βορειοηπειρώτης» διανοούμενος αφοσιωμένος στην αλβανική ιδέα

Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ

Για τον αινιγματικό και αμφιλεγόμενο λόγιο Μπράνκο Μερτζάνι (κατά κόσμο Αλέξανδρο Μερτζάνι), Βορειοηπειρώτη κατά το ήμισυ (εκ πατρός), και Τούρκο (ή Σλάβο ή Γερμανό;) κατά το έτερο ήμισυ (εκ μητρός), γνωρίζουμε ελάχιστα ταυτοτικά στοιχεία, και αυτά κυρίως από απομνημονευματογραφικές μαρτυρίες. Δεν είναι ακριβής ούτε η ημερομηνία γεννήσεώς του (άλλοτε αναφέρεται το έτος 1894 και άλλοτε το 1900), ούτε ο τόπος γεννήσεώς του (άλλοτε αναφέρεται το Νις –ως πιθανότερος τόπος γεννήσεως– της τουρκοκρατούμενης τότε Σερβίας, άλλοτε το Αργυρόκαστρο και άλλοτε η Κωνσταντινούπολη). Ο Μερτζάνι δεν είχε ποτέ μόνιμο τόπο κατοικίας: περιφερόταν ως «διανοούμενος νομάς», από τη γέννηση έως τον θάνατό του, σε όλη τη βαλκανική επικράτεια. Ο πατέρας του, Δημήτριος Μερτζάνης, καταγόμενος από τη Σωπική Άνω Πωγωνίου (ή Σχοριάδες;) υπηρετούσε ως δικαστής (καδής) στο Νις, μια ιεραρχική θέση διόλου ευκαταφρόνητη για έναν μη μουσουλμάνο, ενώ η μητέρα του Σλάβκα (έτσι τουλάχιστον αναφέρεται στο διαβατήριο του) δεν ασχολήθηκε ποτέ με τα κοινά. Ανετράφη σε περιβάλλον γερμανόφωνο (η παραμάνα του ήταν Γερμανίδα, άλλοι πιστεύουν ότι η ίδια η μητέρα του ήταν Γερμανίδα). Αποφοίτησε το λύκειο της Προύσας (Τουρκία) –κάποιοι διατείνονται ότι αποφοίτησε το γαλλικό (ή αγγλικό;) λύκειο της Σμύρνης και στη συνέχεια σπούδασε τουρκολογία σε πανεπιστήμια της Άγκυρας και πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Άμα τη αποφοίτησή του, επιλέχθηκε, έναντι των διαπιστευτηρίων του, από τη διοίκηση του Ατατούρκ ως δημοσιογράφος στον κεντρικό τύπο της Άγκυρας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ο Μερτζάνι επέστρεψε για άγνωστους λόγους στη γενέτειρα του πατέρα του –φήμες αναφέρουν ότι διεκδικούσε την πατρική περιουσία στη Σωπική– και εγκαταστάθηκε προσωρινά στο Αργυρόκαστρο. Συνεργάστηκε και αλληλογραφούσε με την αλυτρωτική εφημερίδα «Demokratia» του Τζεβάτ Καλλαϊτζί (Xhevat Kallajxhi) και του Γιώργη Μέξη, γόνο της γνωστής οικογένειας από το Λάμποβο του Αργυρόκαστρου.

Μετά τη σύντομη παραμονή στο Αργυρόκαστρο, ως Β΄ επιθεωρητής εκπαίδευσης, μετεγκαταστάθηκε στα Τίρανα, συνεργαζόμενος με επιφανείς αλβανούς εθνικόφρονες της εποχής [Καρλ Γκουρακούκι (Karl Gurakuqi), Ταγιάρ Ζαβαλάνι (Tajar Zavalani) και τον Μίρας Ιβάναϊ (Mirash Ivanaj)] αφού ο τελευταίος παραιτήθηκε από τη θέση του ως υπουργού Παιδείας του βασιλιά Ζογκ, λόγω του διαβόητου εκπαιδευτικού νόμου του τού Σεπτεμβρίου του 1934, που καταργούσε τα ελληνόφωνα σχολεία στις περιοχές του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού και επέφερε την καταδίκη της Αλβανίας από την ΚτΕ. Με τον Ιβάναϊ εξακολουθούσε να συγχρωτίζεται και κατά το διάστημα του προσφυγικού του βίου στο Κάιρο ως εκφωνητές του Ρ/Σ της «Φωνής της Αμερικής». Το 1947 ο Ιβάναϊ επαναπατρίσθηκε και αμέσως συνελήφθη από τους κομμουνιστές αντιπάλους του, κατηγορούμενος για κατοχικό δωσιλογισμό και καταδικάσθηκε σε επτάχρονη ποινή φυλάκισης. Πέθανε έγκλειστος το 1953, δώδεκα μέρες πριν την αποφυλάκισή του.

Ο Μερτζάνι, σε αντιδιαστολή με τον Ιβάναϊ, τον Αύγουστο του 1939 μετά την ιταλική απόβαση στην Αλβανία, μαζί με τους Κεμάλ Μπούτκα (Qemal Butka) και Νταλίπ Ζαβαλιάνι (Dalip Zavalani), χρησιμοποίησε την Ελλάδα ως μεταγωγικό σταθμό (αφού εγκαταστάθηκε για λίγο διάστημα στην Αθήνα) και κατέφυγε στην Τουρκία, συνεργαζόμενος με διάφορα τουρκικά έντυπα, αλλά και ελληνικά.

Στην Τουρκία ενώθηκε με τη «Μυστική Επιτροπή της Κωνσταντινούπολης» του αλβανού μπέη Μεχμέτ Κονίτσα (Mehmet Konica) και ολίγον βραδύτερα ταξίδεψε στην Αίγυπτο και τα Ιεροσόλυμα, ως κάτοχος αλβανικού διαβατηρίου εκδιδόμενο από τη δωσίλογη προξενική αρχή της Αλβανίας στην Αίγυπτο την 16η Σεπτεμβρίου 1941, ισχύον έως τον Σεπτέμβριο 1944 για λόγους εργασίας.

Φανατικός εκφραστής έως το τέλος των αλβανικών συμφερόντων, το 1943, όταν υπόκαιγε η υπερφίαλη ιδέα της Βαλκανικής Συνομοσπονδίας, ο Μερτζάνι, κινούμενος από εθνικόφρονα ελατήρια και αλυτρωτικές πεποιθήσεις, αλληλογράφησε με την ελληνόφωνη εφημερίδα του Ιωάννη Κασιμάτη Εφημερίς της Αλεξάνδρειας (της Αιγύπτου) με μια σειρά άρθρων, στα οποία η συντακτική επιτροπή τον εγκωμίαζε επιδαψιλεύοντας (αν)ύπαρκτες αξίες, αποκαλούμενο ως «δημοσιολόγο και αλβανό εκλεκτό συνάδελφο». Στα κείμενα ο Μερτζάνι απαντούσε επικριτικά, με εμφανή επίδειξη υπεροψίας και πνευματικής έπαρσης στην ιδέα του Ν. Δ. Θεοδωράκη για τη συγκρότηση μιας Βαλκανικής Συνομοσπονδίας (η ιδέα το διάστημα αυτό κυοφορούσε και στα βουνά της Μακεδονίας από τους έλληνες και γιουγκοσλάβους κομμουνιστές και, βραδύτερα, κατά το τέλος της κατοχής, από τη δωσίλογη αλβανική κυβέρνηση, καλοκαίρι 1944), ως μια μορφή δυαδικού κράτους, μια καιροσκοπική πρωτοβουλία των αλβανών εθνικοφρόνων για να αποφύγουν τη βιτριολική εκδίκηση των κομμουνιστών από τη διαφαινόμενη ήττα με τους αντίπαλούς τους κομμουνιστές. Ο Μερτζάνι ανέφερε:

Το πρόβλημα της ασφάλειας ενός εκάστου βαλκανικού λαού είναι κατ’ αρχήν ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΟΛΟΤΗΤΑΣ (κεφαλαία στο πρωτότυπο, Σ. Ντ.). Κατά συνέπεια προτού τεθεί το ερώτημα εάν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή ή όχι μια Έλληνο-Αλβανική Ένωσις, πρέπει να τεθή το ερώτημα εάν υπάρχει ή όχι πιθανότητα να αναστηθεί ένα βαλκανικό συγκρότημα πολιτικώς και πολιτειακώς (εκτεταμένη στο πρωτότυπο, Σ. Ντ.) ισορρυθμισμένο. Μόνον εντός του συγκροτήματος αυτού μπορεί να πραγματοποιηθή και η Ελληνο-Αλβανική ομοσπονδιακή κρατική ένωσις. Έξω από αυτό, χωρίς αυτό… όχι!».

Ως αρθρογράφος της «Demokratia», από το 1932 ο Μερτζάνι μεριζόταν την πάγια ιδέα ότι μια «Βαλκανική Ένωση» ήταν εφικτή μόνον με τη συμμετοχή τεσσάρων κρατών: Τουρκίας, Ελλάδος, Βουλγαρίας και Αλβανίας, εξαιρουμένης της Σερβίας, η οποία είχε καθυποτάξει τους Αλβανούς του Κόσοβου».

Παρενθετικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και εν όψει του ανατρεπτικού κινήματος των αλβανών πολιτικών φυγάδων, την ιδέα του δυαρχικού κράτους ενστερνιζόταν –κατά τρόπο απολύτως αφελέστατο– και ένας γνωστός για την διπλωματική του δεινότητα και τον πολιτικό κυνισμό, αλλά κατά βάθος γνώστης των αλβανικών πραγμάτων, ο Παν. Πιπινέλης σε μακροσκελή αναφορά του προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Είναι περίεργο ότι την ηχηρή εν πολλοίς –αλλά καθόλου ρεαλιστική– ιδέα της «ομοσπονδιακής ένωσης» Ελλάδας – Αλβανίας διακινούσε το 1963 και ομάδα Ελλήνων Ηπειρωτών των ΗΠΑ (sic!)

Μετά τον πόλεμο εισέρχεται ξανά στην αφάνεια κινούμενος σαν μυστηριώδη σκιά, εγκατεστημένος μόνιμα στην Τουρκία, μεταλλασσόμενος πλέον ως τούρκος και ως φερόμενος συνεργάτης της Hurriyet, αλλά και ανταποκριτής διάφορων άλλων ανθελληνικών φυλλαδίων: Tan, Yeni Gazete και Gunaydin, ενυπογράφονταςμε διάφορα ψευδώνυμα κυρίως με το Baha Özler.

Το 1962 στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε από ορισμένους τουρκικής ιθαγένειας βορειοηπειρώτες με έδρα το Πέραν η «Ορθόδοξη Αλβανική Κοινότητα», η οποία μάλιστα σκόπευε να ανεγείρει και να συντηρήσει ιδιαίτερη ορθόδοξη εκκλησία. Επρόκειτο περί προσώπων, τα οποία προ λίγων ετών, για να έχουν, όπως νόμιζαν, την εύνοια των τουρκικών αρχών και των (τουρκ)αλβανών πρώην δημοσίων υπαλλήλων της Υψηλής Πύλης προσεχώρησαν στον ιδρυθέντα «Σύνδεσμο Τουρκοαλβανικής Φιλίας και Αδελφοσύνης». Δεν αποκλείεται ο Μερτζάνι να ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της πρωτοβουλίας αυτής.

Η πρωτοβουλία αναγόταν στο Ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930, το οποίο ρύθμιζε τις εκκρεμότητες που είχαν αναφύει από την εφαρμογή της Σύμβασης της Λοζάνης για την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923). Ωσαύτως, την 15η Δεκεμβρίου 1923 είχε υπογραφεί και παρεμφερή Τουρκοαλβανική Συνθήκη Εθνικότητας, σύμφωνα με την οποία η ορθόδοξη μειονότητα της Αλβανίας στην Τουρκία μπορούσε να επιλέξει κατά βούληση την εθνικότητά/ιθαγένεια της. Λίγοι Αλβανοί ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης δήλωσαν ορθόδοξοι στο θρήσκευμα και αυτοπροσδιορίσθηκαν ως Αλβανοί· η πλειοψηφία επέλεξαν την τουρκική. Σε περίπτωση που επέλεγαν την αλβανική εθνικότητα, έπρεπε να πουλήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και να εγκαταλείψουν τη χώρα. Μόνον εάν δήλωναν Τούρκοι, αποκτούσαν άδεια διαμονής ή πολιτογραφούντο Τούρκοι. Παρόλες τις προσπάθειες της Ελλάδας να τους προσεταιρίσει και να υπαχθούν στις διατάξεις του Συμφώνου της 10ης Ιουνίου 1930, οι ορθόδοξοι Αλβανοί δεν μεταπείστηκαν. Βάσει των προβλέψεων της Συμφωνίας του Δεκεμβρίου 1923, οι Αλβανοί είχαν το δικαίωμα εκμάθησης και διδασκαλίας της αλβανικής και τη λειτουργία σχολείων στην μητρική τους γλώσσα.

Τις εξελίξεις αυτές ο Μπερτζάνι παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς ως ανταποκριτής αλβανικών εφημερίδων σε μια αποστολή για την οποία δήλωνε περήφανος. Λίγα χρόνια αργότερα άρχισε τη συγγραφή του στερνού βιβλίου-παρακαταθήκη του.

Ιδεολογική και προπαγανδιστική σκευή του Μερτζάνι
Το 1930 ο αμετροεπής Μπράνκο Μερτζάνι ίδρυσε την θνησιγενή εφημερίδα “Neo-shqiptarisma”, μαζί με τον ιδεολογικό του όμαιμο Βαγγέλ Κότσια, ορίζοντας ως έδρα το Αργυρόκαστρο, η οποία κυκλοφόρησε, όμως, μόλις ένα τεύχος.

Την εποχή που από την αλβανική προπαγάνδα έλειπε ένα νέο ιδεολογικό και εθνικό συσπειρωτικό αφήγημα, το οποίο έπρεπε να επινοηθεί, ο Μερτζάνι συνέλαβε την μεγαλεπήβολη ιδέα του Νέο-αλβανισμού (shqiptarismë & neo-shqiptarismë), μια επινόηση καθ’ ομοίωση του Ελληνισμού, την οποία υπηρέτησε με προσήλωση έως το τέλος μαζί με τον έτερο Aργυροκαστρίτη Βαγγέλ Κότσα (με το προσφιλές ψευδώνυμο Βάγγιο Νιρβάνα, κατά του Παύλου Νιρβάνα), ελληνομαθή και απόφοιτο της περίφημης Ζωσιμαίας Σχολής των Ιωαννίνων –μετεξελιχθείς στη συνέχεια σε βασικό θεωρητή του φασισμού στην Αλβανία. Ο Μερτζάνι εμφανιζόταν ως νοσταλγός του οθωμανισμού, φιλοδοξούσε δε να χριστεί μεταρρυθμιστής και μετασχημαστής της κοινής γνώμης και του αλβανικού έθνους βάσει του τουρκικού μοντέλου του Ατατούρκ τον οποίο θαύμαζε. Πρέσβευε διακαώς το δόγμα της εθνικής καθαρότητας των αλβανών (purismë nacionaliste).

Απέναντι στον ελληνισμό, οι δύο ταγοί της αργυροκαστρίτικης διανόησης πρότασσαν τον νεοαλβανισμό, ως ιδεολογικό και πολιτικό ανάχωμα κατά της ελληνικής επεκτασιμότητας. Ο Κότσα πνίγηκε ως ναυαγός στην Αδριατική τον Αύγουστο του 1943 κατά την προσπάθειά του να διαφύγει στην Ιταλία, τα συμφέροντα της οποίας είχε υπηρετήσει υπάκουα. Στην προσπάθεια αυτή δεν είναι αμελητέα η επικουρία του χιμαριώτη συγγραφέα Πέτρου Μάρκου.

Το 1934-1936 ενώθηκε στη συντακτική ομάδα του Ασίμ Γιακόβα (Asim Jakova) μαζί με τους φιλιταλούς Βαγγέλ Κότσια, Ερνέστ Κολίκι, Οδυσσέα Πασχάλη, Αντών Λογκορέτσι, Στεφάν Σούντο και Ισμέτ Τότο, ιδρύοντας το περιοδικό “Illyria” (1934–1936).

Βασική συνδρομή του Μερτζάνι, ωστόσο, παραμένει το περιοδικό “Përpjekja shqiptare” [Αλβανική Προσπάθεια (1936-1939)] το οποίο επιδίωκε να μετατρέψει σε ένα «δημόσιο πανεπιστήμιο» για να φλογίσει τις προαιρέσεις και τα αλβανικά πνεύματα με την ιδέα ενός σύγχρονου και κυρίαρχου αλβανικού κράτους. Κυκλοφόρησαν 27 τεύχη, όπου αλληλογραφούσαν επιφανείς διανοούμενοι της Αλβανίας, με την οποία φιλοδοξούσε να προσδιορίσει τον ιδεολογικό και εθνικό φρονηματισμό των Αλβανών.

Στο ύστερο ημιτελές έργο του «Tragjedia shqiptare» «Αλβανική τραγωδία» (πιθανώς συνταγμένο μεταπολεμικά μετά την μόνιμη παρεπιδημία στις χώρες της Ανατολής), ο Μερτζάνι επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή του αλβανικού πολιτικού και εθνικού καθορισμού, αλλά στον επιθανάτιο ρόγχο προκύπτει ένα αμάλγαμα τάσεων: η «Αλβανία των υποχωρήσεων», «της παθητικής πολιτικής», «του οθωμανισμού» και «του ανατολικού ευρωπαϊσμού» κ.λπ.

Ο ανθελληνικός προσανατολισμός του Μερτζάνι
Ο Μπράκνο Μερτζάνι ομνύει παντού ως εκφραστής της αναδυόμενης ιδεολογικής συγκρότησης του αλβανισμού και κατά της διατήρησης της ελληνικότητας της γενέθλιας πατρίδας του πατρός του.

Στο τέλος του σχολικού έτους 1929-30, ως νέος επιθεωρητής Β’ της δημοτικής εκπαίδευσης Αργυροκάστρου, ο Μπράνκο Μερτζάνι, κατά την επιθεώρηση των ελληνόφωνων σχολείων της υποδιοίκησης Λιμποχόβου, διαπίστωνε ότι η διδασκαλία της αλβανικής παρουσιαζόταν απολύτως πλημμελή, εξαιρουμένης της Σωπικής, όπου τα τελευταία χρόνια υπηρετούσε, εκτός των ελλήνων δημοδιδασκάλων, και αλβανός, μισθοδοτούμενος από την αλβανική κυβέρνηση· στα υπόλοιπα δε σχολεία η αλβανική γλώσσα είτε διδασκόταν ανεπαρκώς, είτε δεν διδασκόταν καθόλου. Η έκθεση Μερτζάνι δεν ήταν απολύτως ακριβής, αλλά στάθηκε αιτία ώστε η αλβανική κυβέρνηση να εντείνει περαιτέρω τα μέτρα περιορισμού της διδασκαλίας της ελληνικής και την επιβολή της αλβανικής και να καθιερώσει αυστηρότερο έλεγχο και αστυνομική παρατήρηση στους κοινοτικούς (έλληνες) δασκάλους. Στην ουσία, η έκθεση αυτή, μαζί με τις αναφορές του Α’ επιθεωρητή παιδείας και ιθύνοντος νους της εθνικιστικής επέλασης κατά του βορειοηπεωρτικού ελληνισμού, Γιάνι Μίγγα υπήρξε το εναρκτήριο λάκτισμα της αλβανικής αντεπίθεσης για τη συγκράτηση του ελληνισμού στην περιοχή.

Την ίδια περίοδο (θέρος του 1930) ο ιδιόρρυθμος Μπράκνο Μερτζάνι κατηγορούσε μνησίκακα μια εμβληματική μορφή του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, τον ιατρό Γρηγόριο Κιτσάτη και τον Βασίλη Ταμπάκη –ο οποίος είχε σχέσεις αγχιστείας με τους αδελφούς Λίτση– ως βασικούς υποκινητές της γενικότερης εκπαιδευτικής ταραχής. Αυτοί, ανέφερε ο Μερτζάνι, εργάζονται για τη μητριά (δηλαδή την Ελλάδα) και παραλείπουν τη μητέρα (δηλαδή την Αλβανία). Η εισαγγελική έρευνα, όμως, έκρινε υποβολιμαία την πληροφόρηση του Μερτζάνι, αλλά δεν την παρέλειψε. Βάσει της αναφοράς των επιθεωρητών, οι ανακριτικές αρχές Αργυροκάστρου πρότειναν να μετατεθούν όλοι, εκόντες άκοντες, οι ελληνοδιδάσκαλοι σε σχολεία εκτός μειονοτικών περιοχών και στη θέση τους να διορισθούν επιτασσόμενοι αναπληρωτές. Σε περίπτωση που δεν δέχονταν, να «κόψουν το λαιμό τους», ανάφερε σχετικό υπουργικό έγγραφο.

Ως μια από τις πρώτες εμφανίσεις του στο δημόσιο βίο, ο Μερτζάνι αντιμαχόταν την μαζική συμμετοχή στην αθόρυβη πρωτοβουλία της λευκής αποχής (1934-35, που κατίσχυσε ως «εκπαιδευτικός αγώνας»), η οποία αποτελούσε την πιο μεγάλη ειρηνική, αυθόρμητη και μη υποκινούμενη από ξένους παράγοντες αντίδραση, μετά τον ένοπλο αγώνα του 1914 για αυτονομία, ως μια γνήσια έκφραση της γενικής αγανάκτησης του βορειοηπειρωτικού κόσμου. Ο Μερτζάνι –μολονότι όχι «είδος χωρίς ταίρι» (ελάχιστοι Βορειοηπειρώτες είχαν μεταβάλει τον εθνικό τους προσανατολισμό) συνιστούσε οδυνηρή και κραυγαλέα εξαίρεση, λόγω του μεγέθους του ονόματός του.

Καταληκτικά συμπεράσματα
Ο Μπράνκο Μερτζάνι καταγράφεται ως κοινωνιολόγος αδιαμφισβήτητου επιστημονικού κύρους και «δημοσιογραφική αυθεντία» από τη σημερινή κατεστημένη αλβανική ιστοριογραφία.

Το έργο και η (όποια) πνευματική συνεισφορά του ανήκει αποκλειστικά στον αλβανικό ιδεολογικό εξοπλισμό και την πολιτική του ωφέλεια. Ο Μερτζάνι, από κοινού με τους Πέτρο Μάρκο και Βάγγιο Κότσια, χρίστηκαν εκφραστές του ιδεο-εθνικιστικού προσανατολισμού του νεοαλβανισμού.

Ο Μετρζάνι δεν γνώρισε δόξες εν ζωή (παρότι ο ίδιος αρεσκόταν να ναρκισσεύεται στο κάτοπτρο της ιστορίας), αναθεματίσθηκε και στιγματίσθηκε επί κομουνιστικής επιβολής. Καθ’ όλη την κομουνιστική επικράτηση αποκλείσθηκε από το ιστορικό αφήγημα, σπιλωμένος με την κηλίδα του αντιδραστικού διανοούμενου που εξέφραζε τη βιαιότητα της άρχουσας τάξης και χαρακτηρίσθηκε φερέφωνο της κοινωνικής αδικίας.

Μετά την αλβανική μεταπολίτευση (1990) το έργο και η προσωπικότητα του Μερτζάνι αναθεωρήθηκε, χαρακτηρίσθηκε μάλιστα καθ’ υπερβολή ως «μεγαλοφυΐα», μαζί με τους δύο έτερους ελληνοτραφείς (πλην πολέμιους του ελληνισμού), τον Φαν Νόλι (Fan Noli) και τον Φαΐκ Κόνιτσα (Faik Konica), αλλά και το ρωμαιοκαθολικό λόγιο, διόλου ανυπόληπτο, Γκέργκ Φίστα. Η σημερινή αλβανική ιστοριογραφία περιβάλλει τον Μερτζάνι, όπως πολλούς άλλους αμφίβολων πνευματικών αξιών, με το υμνητικό περίβλημα της αναθεωρητικής αισθητικής, τον εγκωμιασμό και την εξιλέωση των αδικημένων και ξεχασμένων ηρώων του έθνους.

Παρά την προσπάθεια εξιλέωσης, όμως, ο Μπράνκο Μερτζάνι παραμένει μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, κατά βάθος δοκησίσοφος, ασυγκράτητος, αδιάλλακτος και συρόμενος από μια εμφανή πνευματική ιδιορρυθμία. Η ογκώδης αρθρογραφία του είναι στρυφνή, λαβυρινθώδη, σε μεγάλο βαθμό αντιφατική, συγκεχυμένη και ακατάληπτη. Οι δυσνόητες φιλοσοφικές του προσεγγίσεις δεν άγγιξαν ποτέ τον αλβανό μέσο αναγνώστη της εποχής και η επιρροή του ήταν απειροελάχιστη. Το όποιο «μεγαλείο» του οφείλεται στο πέπλο μυστηρίου που τον κάλυπτε επί δεκαετίες, ένα πέπλο που συνήθως καθιστά τους μυστήριους «προφήτες της γνώσης».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μερτζάνι δεν γνώριζε καλά αλβανικά, τα κείμενα του ήταν εν πολλοίς μεταφράσματα από τα ελληνικά (υπό τον νεαρό τότε δάσκαλο της αλβανικής Πέτρο Μάρκο, στη Δούβιανη και για λίγο διάστημα, πριν καταταγεί στον αλβανικό στρατό, στο Πωγώνι) και από τα γαλλικά υπό τον Βαγγέλ Κότσα. Παραμένει ανεξήγητο το πώς έμεινε παγερά ασυγκίνητος από τον ελληνικό πολιτισμό.

Είναι, επίσης, δύσκολο να ερμηνευτεί αυτός ο σφιχτός και αδιάλυτος πνευματικός εναγκαλισμός του με τον αλβανισμό και η απαξίωση των αιώνιων αξιών της ελληνικού πολιτισμού, να εξηγηθεί πειστικά πόθεν εκπήγαζε ο (αλβανικός) εθνικός του συνετισμός, ο οποίος είναι αδιαφιλονίκητος και η εμμονική του μαχητικότητα κατά της Ελλάδος. Στις παρακινδυνευμένες εικασίες μας δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη δόλια προαίρεση, αλλά ούτε και να αποδεχτούμε την νομοτέλεια της ανάγκης και της κοινής ωφέλειας. Πιο πειστική είναι ίσως η νομοτέλεια της ιδεολογικής μέθεξης, μα και πάλι πώς ένας τέτοιος προικισμένος λόγιος αγνοούσε επιδεικτικά τον ελληνικό πολιτισμό που είχε κατακλείσει την ανθρωπότητα;

Ο Μπράνκο Μερτζάνι πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, την 25η (ή 28η;) Σεπτεμβρίου 1981, ολομόναχος και ξεχασμένος από όλους.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια