Ο Αλβανός κατάσκοπος υπολοχαγός Κώστα Καζαντζή

Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ ιστορίας ΑΠΘ

Τη 17η Δεκεμβρίου 1951 το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε δις σε θάνατο, κατηγορούμενο επί κατασκοπεία, τον αλβανό υπολοχαγό ασφαλείας Κώστα (ή Κώτσο ή Κωνσταντίν) Δημήτρη Καζαντζή, ο οποίος, δύο μέρες μετά τα Χριστούγεννα του 1951, εκτελέστηκε. Συλληφθείς στο χωριό Καστόρι (Καστανιά) της Πελοποννήσου την 6η Οκτωβρίου 1949, εντός της περιοχής δράσης του Εθνικού Στρατού (ΕΣ) όπου είχε διαρρεύσει, οδηγήθηκε αρχικά στην Τρίπολη και στη συνέχεια στην Αθήνα, παραπεμπόμενος σε εξονυχιστική ανάκριση. Ποιος ήταν, όμως, ο Κώστα Καζαντζή, με τον βαθμό του υπολοχαγού εν ενεργεία της αλβανικής κρατικής ασφάλειας; Ποια ήταν η αποστολή του στην Ελλάδα, πώς συνελήφθη από τις δυνάμεις του στρατού, τι ομολόγησε ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων και διοικητικών υπηρεσιών και γιατί εκτελέστηκε; Όλη η περιπέτεια και οι ωδίνες του μέσα από τα απόρρητα αρχεία, όπως την κατέθετε ο ίδιος, ενδελεχώς.

Σύμφωνα με το βιογραφικό μητρώο του Υπουργείου Εσωτερικών της Αλβανίας, ο Κώστα ή Κώτσο ή Κωσταντίν Καζαντζή (Kosta Kazanxhi) γεννήθηκε στο Δυρράχιο της Αλβανίας την 6η Απριλίου 1923, από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Αλβανό (επί του ακριβέστερου βλαχόφωνου). Μιλούσε, εκτός από τα αλβανικά και τα ιταλικά, τα βλάχικα, ενώ επικοινωνούσε χωρίς δυσκολία και στα ελληνικά (δεν γνώριζε γραφή) και καταλάβαινε σλαβομακεδονικά. Η μητέρα του Πανδώρα, το γένος Κοτζιά, καταγόταν από το Μοναστήρι (Μπίτολα) της Σερβίας. Ο πατέρας του, Δημήτρη Καζαντζή εργαζόταν στην εταιρεία «Σίνγκερ» στα Τίρανα από το 1935, ενώ ο θείος του, Στέργιο Κοτζιά, αδελφός της μητέρας του, ζούσε στο Δυρράχιο κι ήταν εύπορος υφασματέμπορος, με πολλά κτήματα και μεγάλη περιουσία. Το 1938, όμως, όταν ο Κώστα Καζαντζή ήταν μόλις 15 χρονών, ο πατέρας του πέθανε και όλη η οικογένεια, η οποία είχε μετακομίσει στα Τίρανα, επέστρεψε στο Δυρράχιο. Το 1941 φοιτούσε στην εμπορική σχολή της Αυλώνας, όπου δίδασκε ο Μιχάλη Πρίφτη (Mihal Prifti) –μετέπειτα διπλωμάτης και υφυπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας– καταγόμενος από το χωριό Γκιάτι της βλαχόφωνης Λουντζουριάς του Αργυρόκαστρου, απόφοιτος ελληνικού πανεπιστήμιου φυσικών επιστημών. Ο Πρίφτη ζούσε οικογενειακώς, από μικρή ηλικία, στην Αθήνα. Σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες του Καζαντζή, όταν ήρθε από την Ελλάδα το 1942 και πρωτοδιορίσθηκε καθηγητής στην εμπορική σχολή, ο Πρίφτη δεν γνώριζε καλά αλβανικά. Η φοίτηση του Καζαντζή διεκόπη απροσδόκητα μετά από δύο χρόνια χωρίς να αποφοιτήσει και στη συνέχεια, λόγω οικονομικών δυσχερειών της οικογένειας, εργάστηκε ως υπάλληλος σε εμπορική εταιρεία στο Δυρράχιο, έως τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν η Ιταλία συνθηκολόγησε. Αμέσως μετά κατετάγη στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό, στρατιωτικό βραχίονα του αλβανικού ΕΑΜ, και μάλιστα αναρριχήθηκε στη στρατιωτική ιεραρχία ως πολιτικός επίτροπος. Τον Φεβρουάριο του 1945 αποστρατεύτηκε και ως τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς εργάστηκε σε γεωργικό συνεταιρισμό του Δυρραχίου ως οικονομικός στέλεχος. Τον Οκτώβριο του 1945 διορίστηκε αξιωματικός στο Τμήμα Προστασίας του Λαού Δυρραχίου, υπηρεσία που προηγήθηκε της Ασφάλειας του Κράτους, όπου υπηρέτησε ως τον Αύγουστο του 1946, όταν κλήθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών και προήχθη αξιωματικός στη διεύθυνση της Κρατικής Ασφάλειας των Τιράνων. Τη 19η Αυγούστου 1946 προήχθη στο βαθμό του υπολοχαγού με εντολή του υπουργού Εθνικής Αμύνης. Φέρει διάφορα παράσημα και πολεμικές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων, με το υπ’ αριθ. 4061/ 27.09.1965 διάταγμα του Προεδρείου της Λαϊκής Βουλής και το «Αριστείο Ανδρείας», το οποίο αποτελεί την ύψιστη αλβανική διάκριση για ανδρεία και πολεμική αξία. Στην προσωπική του καρτέλα που διατηρείται στα απόρρητα αρχεία των αλβανικών υπηρεσιών, ο Καζαντζή καταχωρείται με τα εξής γνωρίσματα κατασκόπου: με καλή αντοχή σε κακουχίες και πολύ καλή εντιμότητα ανδρός. Τον Απρίλιο του 1946 όταν αποφασίστηκε η αναβάθμισή του από το τμήμα ασφάλειας Δυρραχίου στην κεντρική υπηρεσία της Κρατικής Ασφάλειας Τιράνων, ο προϊστάμενος ασφαλείας Δυρραχίου Βιλσόν Πετσάνι (Vilson Pecani) σημείωνε ότι ευελπιστούσε στην ταχεία εξέλιξη του υπολοχαγού Κώστα Καζαντζή.

Στις ομολογίες του ενώπιον των ελληνικών αρχών ο Καζαντζή παραδέχθηκε ότι υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αλβανίας από το 1944, το οποίο υπηρέτησε «από ανάγκη, μα και ειλικρίνεια», διότι πίστευε ότι έτσι υπηρετούσε την πατρίδα του και την αναδυόμενη κομμουνιστική υψηλοφροσύνη.

Λίγο διάστημα μετά την μετάκλησή του στο Τμήμα Προστασίας του Λαού Δυρραχίου –αρχές του 1946–, ο τότε υπουργός Εσωτερικών και Ασφάλειας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κότσι Τζότζε (Koçi Xoxe), καταγόμενος από το χωριό Φλάμπουρο της Φλώρινας, απέχον ελάχιστα χιλιόμετρα, τόσο από την Κορυτσά της Αλβανίας όσο και από το Μοναστήρι της Σερβίας, σε επικοινωνία που είχε με τον Καζαντζή (άνοιξη 1946) τον ρώτησε εάν γνώριζε ελληνικά, λόγω της καταγωγής της μητέρας του. Όταν έμαθε ότι ο Καζαντζή γνωρίζει ελληνικά, τότε διέταξε να μετακληθεί στην κεντρική υπηρεσία ασφαλείας Τιράνων για να αναλάβει μυστική δράση ως κατάσκοπος, στα πλαίσια των καταδρομικών επιχειρήσεων παροχής βοήθειας των ανατολικών χωρών προς τους έλληνες αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (ΔΣΕ) μέσω της Αλβανίας. Βλασφημώ την ώρα και τη στιγμή που βρήκαν εμένα να αναθέσουν αυτή την αποστολή, δήλωνε ο Καζαντζή στην Ελλάδα λίγες μέρες μετά τη σύλληψή του, τον Οκτώβριο 1949.

(Συνεχίζεται)

Δείτε ακόμη:

Σχόλια