Δεν χρειάζεται κανείς να κάνει κάτι ασυνήθιστο ή να μιλήσει με κάποιο σημαίνον πρόσωπο για να διαπιστώσει την ανησυχία του κόσμου για το που οδεύουμε ως ανθρωπότητα. Ο φόβος που γεννιέται από την σκέψη ότι είμαστε στα πρόθυρα ενός τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου είναι διάχυτος και απόλυτα εμφανής, οπουδήποτε και αν πάμε.
Οι άνθρωποι φέρουν αυτόν τον προβληματισμό σε κάθε τους συζήτηση, είτε αυτή προκύπτει σε ένα ακαδημαϊκό πλαίσιο, σε ένα πολιτικό πάνελ, είτε σε μια συζήτηση μεταξύ φίλων ή ένα χαιρέτισμα με την υπάλληλο στον φούρνο της γειτονιάς. Η κοινωνία μας φαίνεται να «βράζει» και το άγχος να μεγαλώνει.
Όχι άδικα, μιας και την τελευταία μιάμιση δεκαετία έχουν σημειωθεί παγκόσμιες ανακατατάξεις, τόσο σημαντικές, ώστε να προκαλούν ένα κύμα μιας απόλυτα αιτιολογημένης δυσπιστίας στο παραγινωμένο «Όλα θα πάνε καλά». Μια φράση που πλέον φαίνεται να μην έχει την ίδια κατευναστική ισχύ που είχε παλιά. Σκεφτείτε απλά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τις συνέπειες της, τις μεγάλες συγκρούσεις στο Σουδάν, στην Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία και τώρα στη Γάζα και φυσικά το κερασάκι σε όλα αυτά, την παγκόσμια πανδημία του covid-19. Συχνά λοιπόν, ως απάντηση και προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος, πολλοί σχολιαστές προσφεύγουν στην παρομοίωση της εποχής που διανύουμε με εκείνη μετά το 1945, λέγοντας ότι εισερχόμαστε σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο.
Τι από όλα αυτά όμως ισχύει στην πραγματικότητα; Είμαστε άραγε στα πρόθυρα αυτού ή πιο κοντά στην ολέθρια κατάρρευση της παγκόσμιας τάξης του 1930, όπως θεωρεί ο David Ekbladh, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Tufts.
To 1930 σε μια ματιά
Η δεκαετία του 1930 έγινε μάρτυρας της ολοσχερούς κατάρρευσης της παγκόσμιας τάξης που δημιουργήθηκε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις συνέκλιναν για να αποσταθεροποιήσουν τις διεθνείς σχέσεις και να βυθίσουν τον κόσμο σε μια νέα παγκόσμια σύγκρουση. Η δεκαετία ξεκίνησε εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης, μιας καταστροφικής οικονομικής ύφεσης που διέλυσε τις οικονομίες σε όλο τον κόσμο και οδήγησε σε εκτεταμένη ανεργία, φτώχεια και κοινωνική αναταραχή. Αυτή η οικονομική κρίση υπονόμευσε την εμπιστοσύνη στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, αναγκάζοντας πολλές χώρες να στραφούν προς το εσωτερικό τους και να υιοθετήσουν προστατευτικές πολιτικές, οι οποίες απλώς βάθυναν την παγκόσμια οικονομική δυσπραγία. Η κατάρρευση του εμπορίου και της συνεργασίας μεταξύ των εθνών επιβάρυνε περαιτέρω την εύθραυστη ειρήνη μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησε σε αυξανόμενη απογοήτευση από τα υπάρχοντα πολιτικά συστήματα.
Στην Ευρώπη και την Ασία, επιθετικά ολοκληρωτικά καθεστώτα εκμεταλλεύτηκαν το χάος και τη δυσαρέσκεια για να αμφισβητήσουν το status quo. Η ναζιστική Γερμανία, υπό τον Αδόλφο Χίτλερ, ακολούθησε πολιτική επανεξοπλισμού και εδαφικής επέκτασης, αψηφώντας ανοιχτά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και επαναστρατιωτικοποιώντας τη Ρηνανία το 1936. Ακολούθησε η προσάρτηση της Αυστρίας το 1938 και ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας. Εν τω μεταξύ, η Ιταλία υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι εισέβαλε στην Αιθιοπία το 1935, σηματοδοτώντας τις αυτοκρατορικές της φιλοδοξίες, ενώ η Ιαπωνία επεκτάθηκε επιθετικά στην Κίνα, ξεκινώντας με την εισβολή στη Μαντζουρία το 1931 και κλιμακώνοντας την με την ολοκληρωτική εισβολή το 1937. Οι ενέργειες αυτές έμειναν σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτες από τη διεθνή κοινότητα, ιδίως από την Κοινωνία των Εθνών, η οποία αποδείχθηκε αναποτελεσματική στην επιβολή της ειρήνης και στην αποτροπή της επιθετικότητας λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης, στρατιωτικής ισχύος και συνοχής μεταξύ των κρατών μελών της.
Η πολιτική κατευνασμού που υιοθέτησαν η Βρετανία και η Γαλλία απέναντι στη φασιστική επιθετικότητα, κυρίως στη Διάσκεψη του Μονάχου το 1938, υπονόμευσε περαιτέρω την παγκόσμια τάξη. Αυτή η προσέγγιση, που καθοδηγούνταν από την επιθυμία να αποφευχθεί ένας νέος πόλεμος, ενθάρρυνε ουσιαστικά τον Χίτλερ και τις δυνάμεις του Άξονα, πείθοντάς τους ότι οι δυτικές δημοκρατίες δεν θα αναλάμβαναν αποφασιστική δράση για να σταματήσουν περαιτέρω εδαφικές φιλοδοξίες. Ταυτόχρονα, οι ιδεολογικές εντάσεις μεταξύ του κομμουνισμού, του φασισμού και των φιλελεύθερων δημοκρατιών βάθυναν τη δυσπιστία και δίχασαν τα έθνη. Η κατάρρευση της Ισπανικής Δημοκρατίας στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1936-1939), ο οποίος έγινε μια σύγκρουση δι' αντιπροσώπων αυτών των ανταγωνιστικών ιδεολογιών, ανέδειξε περαιτέρω την αποσαθρωμένη διεθνή τάξη. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η εύθραυστη ειρήνη του κόσμου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε διαλυθεί σε βάθος, και το σκηνικό ήταν έτοιμο για το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ζώντας στο σήμερα
Ο Ekbladh, ως ιστορικός της θέσης των ΗΠΑ στον κόσμο, εξηγεί σε άρθρο του ότι πλέον το 2024 ο κόσμος μοιάζει περισσότερο με εκείνον του 30, παρά με τον Ψυχρό Πόλεμο του 45 με 90. «Η γοητεία που ασκεί σήμερα το μοντέλο αυταρχικής οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας και η εικόνα του ισχυρού άνδρα που ενσαρκώνουν ο Όρμπαν, ο Πούτιν και άλλοι - όχι μόνο σε μέρη του «Παγκόσμιου Νότου» αλλά και σε μέρη της Δύσης - απηχεί τη δεκαετία του 1930», εξηγεί ο ίδιος.
Επισημαίνει ότι η Ύφεση του 30 ενέτεινε ένα σύνολο ιδεολογιών που ονομάστηκαν «ολοκληρωτικές»: φασισμός στην Ιταλία, κομμουνισμός στη Ρωσία, μιλιταρισμός στην Ιαπωνία και, πάνω απ' όλα, ναζισμός στη Γερμανία. Είναι σημαντικό ότι έδωσε σε αυτά τα συστήματα ένα επίπεδο νομιμοποίησης στα μάτια πολλών σε όλο τον κόσμο, ιδίως σε σύγκριση με τις ετοιμόρροπες φιλελεύθερες κυβερνήσεις που έμοιαζαν ανίκανες να δώσουν απαντήσεις στις κρίσεις. Οι παρατηρητές σήμερα λοιπόν, αν και μπορεί να εκφράζουν σοκ για την επιστροφή του πολέμου μεγάλης κλίμακας και την πρόκληση που θέτει στην παγκόσμια σταθερότητα, όμως αυτή τελικά έχει έναν σαφή παραλληλισμό με τα χρόνια της ύφεσης.
Αν το σκεφτούμε, μπορούμε και εμείς οι ίδιοι να δούμε αυτές τις ομοιότητες τόσο στα πολιτικά τεκταινόμενα, όπου συνεχώς κόμματα με ακραίες πεποιθήσεις και ιδεολογίες βρίσκονται σε ισχύ, όσο και στις περιφερειακές συγκρούσεις και την μια ουσιαστική τους λήξη.
Το μέλλον ή το παρελθόν;
Ο Ekbladh λέει ότι είναι απογοητευτικό να συγκρίνουμε τη σημερινή μας κατάσταση με μια άλλη στο παρελθόν, της οποίας η κατάληξη ήταν ο παγκόσμιος πόλεμος. «Το μέλλον μας δεν πρέπει να είναι ούτε μια επανάληψη του θερμού πολέμου που έκλεισε τη δεκαετία του 1930, ούτε του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε», επισημαίνει. Ωστόσο, από ότι φαίνεται βιώνουμε αυτό που κάποτε οι Γάλλοι παρατηρητές περιέγραψαν ως μια περίοδο «χωρίς ειρήνη, χωρίς πόλεμο» ή αλλιώς «demi guerre», ελπίζοντας ότι το μέλλον μας δεν θα είναι η επανάληψη του παρελθόντος μας.
Οι άνθρωποι φέρουν αυτόν τον προβληματισμό σε κάθε τους συζήτηση, είτε αυτή προκύπτει σε ένα ακαδημαϊκό πλαίσιο, σε ένα πολιτικό πάνελ, είτε σε μια συζήτηση μεταξύ φίλων ή ένα χαιρέτισμα με την υπάλληλο στον φούρνο της γειτονιάς. Η κοινωνία μας φαίνεται να «βράζει» και το άγχος να μεγαλώνει.
Όχι άδικα, μιας και την τελευταία μιάμιση δεκαετία έχουν σημειωθεί παγκόσμιες ανακατατάξεις, τόσο σημαντικές, ώστε να προκαλούν ένα κύμα μιας απόλυτα αιτιολογημένης δυσπιστίας στο παραγινωμένο «Όλα θα πάνε καλά». Μια φράση που πλέον φαίνεται να μην έχει την ίδια κατευναστική ισχύ που είχε παλιά. Σκεφτείτε απλά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τις συνέπειες της, τις μεγάλες συγκρούσεις στο Σουδάν, στην Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία και τώρα στη Γάζα και φυσικά το κερασάκι σε όλα αυτά, την παγκόσμια πανδημία του covid-19. Συχνά λοιπόν, ως απάντηση και προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος, πολλοί σχολιαστές προσφεύγουν στην παρομοίωση της εποχής που διανύουμε με εκείνη μετά το 1945, λέγοντας ότι εισερχόμαστε σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο.
Τι από όλα αυτά όμως ισχύει στην πραγματικότητα; Είμαστε άραγε στα πρόθυρα αυτού ή πιο κοντά στην ολέθρια κατάρρευση της παγκόσμιας τάξης του 1930, όπως θεωρεί ο David Ekbladh, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Tufts.
To 1930 σε μια ματιά
Η δεκαετία του 1930 έγινε μάρτυρας της ολοσχερούς κατάρρευσης της παγκόσμιας τάξης που δημιουργήθηκε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις συνέκλιναν για να αποσταθεροποιήσουν τις διεθνείς σχέσεις και να βυθίσουν τον κόσμο σε μια νέα παγκόσμια σύγκρουση. Η δεκαετία ξεκίνησε εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης, μιας καταστροφικής οικονομικής ύφεσης που διέλυσε τις οικονομίες σε όλο τον κόσμο και οδήγησε σε εκτεταμένη ανεργία, φτώχεια και κοινωνική αναταραχή. Αυτή η οικονομική κρίση υπονόμευσε την εμπιστοσύνη στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, αναγκάζοντας πολλές χώρες να στραφούν προς το εσωτερικό τους και να υιοθετήσουν προστατευτικές πολιτικές, οι οποίες απλώς βάθυναν την παγκόσμια οικονομική δυσπραγία. Η κατάρρευση του εμπορίου και της συνεργασίας μεταξύ των εθνών επιβάρυνε περαιτέρω την εύθραυστη ειρήνη μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησε σε αυξανόμενη απογοήτευση από τα υπάρχοντα πολιτικά συστήματα.
Στην Ευρώπη και την Ασία, επιθετικά ολοκληρωτικά καθεστώτα εκμεταλλεύτηκαν το χάος και τη δυσαρέσκεια για να αμφισβητήσουν το status quo. Η ναζιστική Γερμανία, υπό τον Αδόλφο Χίτλερ, ακολούθησε πολιτική επανεξοπλισμού και εδαφικής επέκτασης, αψηφώντας ανοιχτά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και επαναστρατιωτικοποιώντας τη Ρηνανία το 1936. Ακολούθησε η προσάρτηση της Αυστρίας το 1938 και ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας. Εν τω μεταξύ, η Ιταλία υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι εισέβαλε στην Αιθιοπία το 1935, σηματοδοτώντας τις αυτοκρατορικές της φιλοδοξίες, ενώ η Ιαπωνία επεκτάθηκε επιθετικά στην Κίνα, ξεκινώντας με την εισβολή στη Μαντζουρία το 1931 και κλιμακώνοντας την με την ολοκληρωτική εισβολή το 1937. Οι ενέργειες αυτές έμειναν σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτες από τη διεθνή κοινότητα, ιδίως από την Κοινωνία των Εθνών, η οποία αποδείχθηκε αναποτελεσματική στην επιβολή της ειρήνης και στην αποτροπή της επιθετικότητας λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης, στρατιωτικής ισχύος και συνοχής μεταξύ των κρατών μελών της.
Η πολιτική κατευνασμού που υιοθέτησαν η Βρετανία και η Γαλλία απέναντι στη φασιστική επιθετικότητα, κυρίως στη Διάσκεψη του Μονάχου το 1938, υπονόμευσε περαιτέρω την παγκόσμια τάξη. Αυτή η προσέγγιση, που καθοδηγούνταν από την επιθυμία να αποφευχθεί ένας νέος πόλεμος, ενθάρρυνε ουσιαστικά τον Χίτλερ και τις δυνάμεις του Άξονα, πείθοντάς τους ότι οι δυτικές δημοκρατίες δεν θα αναλάμβαναν αποφασιστική δράση για να σταματήσουν περαιτέρω εδαφικές φιλοδοξίες. Ταυτόχρονα, οι ιδεολογικές εντάσεις μεταξύ του κομμουνισμού, του φασισμού και των φιλελεύθερων δημοκρατιών βάθυναν τη δυσπιστία και δίχασαν τα έθνη. Η κατάρρευση της Ισπανικής Δημοκρατίας στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1936-1939), ο οποίος έγινε μια σύγκρουση δι' αντιπροσώπων αυτών των ανταγωνιστικών ιδεολογιών, ανέδειξε περαιτέρω την αποσαθρωμένη διεθνή τάξη. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η εύθραυστη ειρήνη του κόσμου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε διαλυθεί σε βάθος, και το σκηνικό ήταν έτοιμο για το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ζώντας στο σήμερα
Ο Ekbladh, ως ιστορικός της θέσης των ΗΠΑ στον κόσμο, εξηγεί σε άρθρο του ότι πλέον το 2024 ο κόσμος μοιάζει περισσότερο με εκείνον του 30, παρά με τον Ψυχρό Πόλεμο του 45 με 90. «Η γοητεία που ασκεί σήμερα το μοντέλο αυταρχικής οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας και η εικόνα του ισχυρού άνδρα που ενσαρκώνουν ο Όρμπαν, ο Πούτιν και άλλοι - όχι μόνο σε μέρη του «Παγκόσμιου Νότου» αλλά και σε μέρη της Δύσης - απηχεί τη δεκαετία του 1930», εξηγεί ο ίδιος.
Επισημαίνει ότι η Ύφεση του 30 ενέτεινε ένα σύνολο ιδεολογιών που ονομάστηκαν «ολοκληρωτικές»: φασισμός στην Ιταλία, κομμουνισμός στη Ρωσία, μιλιταρισμός στην Ιαπωνία και, πάνω απ' όλα, ναζισμός στη Γερμανία. Είναι σημαντικό ότι έδωσε σε αυτά τα συστήματα ένα επίπεδο νομιμοποίησης στα μάτια πολλών σε όλο τον κόσμο, ιδίως σε σύγκριση με τις ετοιμόρροπες φιλελεύθερες κυβερνήσεις που έμοιαζαν ανίκανες να δώσουν απαντήσεις στις κρίσεις. Οι παρατηρητές σήμερα λοιπόν, αν και μπορεί να εκφράζουν σοκ για την επιστροφή του πολέμου μεγάλης κλίμακας και την πρόκληση που θέτει στην παγκόσμια σταθερότητα, όμως αυτή τελικά έχει έναν σαφή παραλληλισμό με τα χρόνια της ύφεσης.
Αν το σκεφτούμε, μπορούμε και εμείς οι ίδιοι να δούμε αυτές τις ομοιότητες τόσο στα πολιτικά τεκταινόμενα, όπου συνεχώς κόμματα με ακραίες πεποιθήσεις και ιδεολογίες βρίσκονται σε ισχύ, όσο και στις περιφερειακές συγκρούσεις και την μια ουσιαστική τους λήξη.
Το μέλλον ή το παρελθόν;
Ο Ekbladh λέει ότι είναι απογοητευτικό να συγκρίνουμε τη σημερινή μας κατάσταση με μια άλλη στο παρελθόν, της οποίας η κατάληξη ήταν ο παγκόσμιος πόλεμος. «Το μέλλον μας δεν πρέπει να είναι ούτε μια επανάληψη του θερμού πολέμου που έκλεισε τη δεκαετία του 1930, ούτε του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε», επισημαίνει. Ωστόσο, από ότι φαίνεται βιώνουμε αυτό που κάποτε οι Γάλλοι παρατηρητές περιέγραψαν ως μια περίοδο «χωρίς ειρήνη, χωρίς πόλεμο» ή αλλιώς «demi guerre», ελπίζοντας ότι το μέλλον μας δεν θα είναι η επανάληψη του παρελθόντος μας.
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών